ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 384
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση 222/2006)
17 Απριλίου 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΟΛΑΝΗ ΑΛΛΩΣ ΚΙΚΑΣ ΚΟΛΑΝΗ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Γ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με δεδομένη την ευθύνη της εφεσίβλητης, η οποία και συμφωνήθηκε πρωτοδίκως για το δυστύχημα που έγινε στις 10.12.00 στη λεωφόρο Στροβόλου στο Τσέρι στην επαρχία Λευκωσίας, όταν ο εφεσείων ταξίδευε ως επιβάτης στο όχημα υπ΄ αρ. RM 450, παρέμεινε ο καθορισμός των γενικών αποζημιώσεων για τα τραύματα του εφεσείοντα, με επίσης συμφωνηθέν το ποσό των £100 ως ειδική ζημιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα και του Δρ. Σταύρου Καλλή, στοματογναθοπροσωποχειρούργου, καθώς και τη μοναδική εκ μέρους της εφεσίβλητης μαρτυρία του Δρ. Νάσου Βυρίδη και έχοντας περαιτέρω υπόψη το από κοινού κατατεθέν ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Περικλή Συμεωνίδη, κατέληξε σε ευρήματα, όχι ευκόλως ευδιάκριτα για το λόγο που θα εξηγηθεί στη συνέχεια, όσον αφορά τα τραύματα του εφεσείοντα: Αυτά είχαν ως εξής: (i) ζάλη και πονοκεφάλους, σημεία εγκεφαλικής διάσεισης, (ii) εκδορές και εκχυμώσεις στο μέτωπο, (iii) θλαστικό τραύμα που έτυχε συρραφής, (iv) θλάσεις των μυών της περιοχής με συνοδευόμενη αυχεναλγία, (v) πρήξιμο και οίδημα της ρινός. Τα ανωτέρω είχαν διαπιστωθεί κατά τη μεταφορά του στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και κατά την εκεί παραμονή του από τις 10.12.00 μέχρι 15.12.00. Τα παράπονα για κεφαλαλγία και ζάλη, σημεία μεταδιασεισικού συνδρόμου εξακολουθούσαν να υπάρχουν και κατά την επανεξέταση του στις 16.6.01. Κατά συνέπεια συνεχίστηκε η φαρμακευτική αγωγή.
Μετατραυματικά και συγκεκριμένα στις 25.2.02 σε εξέταση από τον Δρ. Καλλή διαπιστώθηκε: (vi) κάταγμα στη μύτη με εξωτερική ανεπαίσθητη παρεκτόπιση ράχεως ρινός, (vii) ελαφριά δυσμορφία της ρινός, (viii) σκολίωση ρινικού διαφράγματος.
Λόγω της σκολίωσης του ρινικού διαφράγματος προκαλείτο δυσκολία στην αναπνοή, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με πλαστική εγχείρηση του διαφράγματος ανοίγοντας τους χώρους εσωτερικά και απελευθερώνοντας τις αναπνευστικές οδούς. Η εγχείρηση αυτή που θα στοίχιζε γύρω στις £800-£900, θα αποκαθιστούσε τη μύτη του εφεσείοντα στη φυσιολογική της κατάσταση, επιτυγχάνοντας αποθεραπεία σε έξι με επτά μέρες και χωρίς η εγχείρηση να είναι επώδυνη ή να προκαλεί ιδιαίτερη ταλαιπωρία. Όσον αφορά την εξωτερική δυσμορφία της ρινός αυτή είναι πολύ ελαφριά, δεν επηρεάζει τη λειτουργικότητα της μύτης ή την αναπνοή και το θέμα είναι καθαρά αισθητικό.
Αποτέλεσε επίσης εύρημα, με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε, ότι ο εφεσείων δεν πρόκειτο να υποστεί οποιαδήποτε εγχείρηση προς αποκατάσταση του προβλήματος στην αναπνοή του, λόγω φόβου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τις γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείων λόγω του τραυματισμού του στο ποσό των £4.000. Δεν ενέκρινε το ποσό των £800-£900, ως δαπάνη για μελλοντική εγχείρηση του διαφράγματος έχοντας υπόψη, με βάση τα ευρήματα του, ότι ο ενάγων λόγω φόβου δεν θα υφίστατο οποιαδήποτε διορθωτική εγχείρηση.
Ο κ. Λουκαΐδης για τον εφεσείοντα εισηγήθηκε, προωθώντας τους δύο λόγους που καταγράφηκαν στη σχετική ειδοποίηση έφεσης, ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν υπέρμετρα χαμηλό, έχοντας υπόψη τόσο τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα όσον και τα κατάλοιπα που απέμειναν ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος. Μέσα σε αυτό το λόγο, ο συνήγορος υπεστήριξε ότι το Δικαστήριο λανθασμένα παρέβλεψε το μόνιμο κατάλοιπο της δυσμορφίας της μύτης θεωρώντας ίσως, αλλά χωρίς να το αναφέρει, ότι επειδή η δυσμορφία ήταν ελαφριάς μορφής δεν χρειαζόταν εγχείρηση όπως υποστήριξε και ο Δρ. Βυρίδης, τη μαρτυρία του οποίου αποδέχθηκε.
Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης, το Δικαστήριο κατά την εισήγηση σύγχισε τις γενικές με τις ειδικές αποζημιώσεις, μη επιδικάζοντας το ποσό των £800-£900 για μελλοντική δαπάνη λόγω του φόβου του εφεσείοντα να υποστεί διορθωτική εγχείρηση, ενώ θα έπρεπε να προσθέσει το ποσό αυτό στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων, εφόσον δέχθηκε ότι η εγχείρηση ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της αναπνοής, με βάση αντικειμενικά κριτήρια και όχι με βάση την υποκειμενική φοβία του εφεσείοντα. Η μη απόδοση των £800-£900, με την ταυτόχρονη μείωση των γενικών αποζημιώσεων ισοδυναμούσε με διπλή τιμωρία του εφεσείοντα.
Αντίθετα, ο κ. Γεωργίου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης θέσης ότι δεν θα μπορούσε να επιδικαστεί ποσό ως δαπάνη για μελλοντική εγχείρηση, η οποία από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα δεν πρόκειται να ανακύψει εφόσον δεν θα υποστεί την εγχείρηση. Όσον αφορά τις γενικότερες αποζημιώσεις των £4.000, δυνατό το ποσό αυτό να θεωρείται προς την κατώτερη επιτρεπτή κλίμακα, αλλά είναι εύλογο και εν πάση περιπτώσει δεν είναι προδήλως ανεπαρκές για να προκαλέσει την επέμβαση του Εφετείου. Στο επιδικασθέν ποσό το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τόσο τη δυσμορφία στη μύτη όσο και τη δυσκολία στην αναπνοή, εφόσον αναφέρεται στη σελ. 15 της απόφασης ότι λήφθηκε υπόψη το είδος και η φύση των κακώσεων που υπέστη ο εφεσείων.
Εξετάζοντας πρώτα το ζήτημα της μη απόδοσης των £800-£900 για τη μελλοντική δαπάνη για τη διορθωτική εγχείρηση, είναι αναμφίβολα δεκτή η νομολογιακή αρχή ότι ο ενάγων έχει καθήκον να μετριάσει όσο το δυνατό τις ζημιές που υπέστη. Στο σύγγραμμα του Street on Torts 11η έκδ. (2003), εξηγείται στις σελ. 582-3, ότι η μείωση της ζημιάς καλύπτει δύο χωριστές κατηγορίες στα αστικά αδικήματα. Η πρώτη αφορά συνθήκες ακριβώς αντίθετες από εκείνες κατά τις οποίες οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε ο ενάγων να δικαιούται σ΄ επαυξημένες αποζημιώσεις. Η άλλη αφορά την περίπτωση όπου ο ενάγων δεν δικαιούται:
«.. to recover to the extent to which he has brought the loss upon himself by his own act .. After damage has occurred and an action in tort is vested in the claimant, he has a duty to take care to mitigate his loss. So an injured claimant should generally seek medical attention. Where a claimant refuses treatment or surgery that could have lessened the consequences of his injuries the onus lies on the defendant to prove that his refusal was unreasonable.» (Geest plc v. Lansiquot (2002) UKPC 48).
Τα ίδια αναφέρονται με διαφορετικό τρόπο και στον McGregor on Damages 15η έκδ. σελ. 187 παρ. 308, όπου εξηγείται επίσης ότι η αρχή που επιβάλλει στον ενάγοντα να μετριάσει τη ζημιά του ισχύει με την ίδια δύναμη και στις υποθέσεις συμβατικής διάρρηξης, αλλά και στις υποθέσεις αστικών αδικημάτων. Αναφέρεται περαιτέρω στη σελ. 190 παρ. 311, ότι αν και ο ενάγων πρέπει να ενεργεί έχοντας υπόψη τόσο τα συμφέροντα του εναγομένου, όσο και τα δικά του:
«.. he is only required to act reasonably and the standard of reasonableness is not high in view of the fact that the defendant is an admitted wrongdoer.».
Σχετική είναι η υπόθεση Banco de Portugal v. Waterlow (1932) AC 452, η οποία σχετιζόταν με υπόθεση του δικαίου των συμβάσεων, αλλά που έχει αναφορά και στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων. Σχετική είναι επίσης η αναφορά στον Ogus: The Law of Damages σελ. 88-89.
Όπως σ΄ όλες τις υποθέσεις μετριασμού της ζημιάς, έτσι και στις ιδιαίτερες υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων παρέλειψε ή αρνήθηκε να υποβάλει τον εαυτό του σε εγχείρηση, το ζητούμενο φαίνεται πάντοτε να είναι κατά πόσο η παράλειψη ή η άρνηση αυτή είναι υπό τις περιστάσεις λογική. Όπως πρόσθετα αναφέρεται στον Charlesworth & Percy on Negligence 7η Έκδ. σελ. 339-340 παρ. 5-45:
«What is reasonable for a plaintiff to do in mitigation of his damage is not a question of law but one of fact in each case, the burden of proof being upon the defendant to show that the plaintiff had acted unreasonably.»
Στη McAuley v. London Transport Executive (1957) 2 Lloyds List Reports 500, ο ενάγων παρόλον που είχε συμβουλή από γιατρό του εναγομένου να υποστεί εγχείρηση που κατά το 90% θα του αποκαθιστούσε την κινητικότητα των δακτύλων του χεριού του, αρνήθηκε να το πράξει χωρίς λόγο, αλλάζοντας απλώς τη γνώμη του μετά μάλιστα που είχε δεχθεί να εισαχθεί σε νοσοκομείο και είχαν γίνει προς τούτο και οι αναγκαίες διευθετήσεις. Δεν υπήρχε αμφιβολία στα γεγονότα της υπόθεσης ότι ο ενάγων είχε αντιληφθεί πλήρως τη συμβουλή που του δόθηκε και έπρεπε, ως λογικό άτομο, να μην την αγνοήσει έστω και αν προερχόταν από τον γιατρό της αντίθετης πλευράς. Στην υπόθεση Marcroft v. Scruttons Ltd (1954) 1 Lloyds List Reports 395, υπήρχε συμβουλή από τους γιατρούς του ίδιου του ενάγοντα να αναλάβει μια συγκεκριμένη θεραπεία με εύλογες πιθανότητες επιτυχίας. Στην άρνηση του να ακολουθήσει τη συμβουλή αυτή, άρνηση που κρίθηκε αντικειμενικά παράλογη υπό τις περιστάσεις, παρόλο που υποκειμενικά η θέση του ήταν κατανοητή (per Lord Denning L.J. στη σελ. 401), αποφασίστηκε ότι οι εναγόμενοι δεν θα έπρεπε να συνεχίσουν να δαπανούν χρήματα για τις ζημιές του ενάγοντα από το σημείο από το οποίο ο ίδιος έπρεπε να είχε υποβληθεί στη θεραπεία προς αποκατάσταση του προβλήματος του.
Από την άλλη, στην υπόθεση Savage v. T. Wallis Ltd (1966) 1 Lloyds List Reports 357, οι πονοκέφαλοι που είχε ο ενάγων μπορούσαν με μια μικρή εγχείρηση στους αυχενικούς σπονδύλους να θεραπευθούν. Ο ενάγων όμως δεν ήταν πρόθυμος να υποστεί την εγχείρηση αυτή, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι οι δικοί του γιατροί δεν συνέστηναν την εγχείρηση η οποία, κατά την άποψη τους, θα ήταν αμφιβόλου επιτυχίας, ενώ μια εναλλακτική θεραπεία θα μπορούσε με τον καιρό να επιφέρει την εξάλειψη των πονοκεφάλων. Στα δεδομένα αυτά το Εφετείο έκρινε ότι δεν ήταν παράλογο για τον ενάγοντα να μην δεχθεί να υποβληθεί στην εγχείρηση.
Το θέμα επομένως, επαναλαμβάνεται, σχετίζεται με το κατά πόσο ο ενάγων εύλογα ή παράλογα, ανάλογα με τις περιστάσεις, αρνείται ή παραλείπει να υποστεί μια κατά τα άλλα ενδεδειγμένη θεραπεία. Εάν την αρνείται παράλογα τότε, όπως αναφέρεται και στον Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. σελ. 570, αυτή η συμπεριφορά του ισοδυναμεί με novus actus interveniens.
Στα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το πρόβλημα της αναπνοής του εφεσείοντα συνήδε πλήρως με τη συγκλίνουσα ιατρική μαρτυρία, και ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε ιατρικός λόγος να μην υποστεί την εγχείρηση ή που να δικαιολογούσε τη φοβία του προς αυτή, φοβία που αντικειμενικά έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο ήταν λογική ή παράλογη. Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ταξινόμησε με αυτή τη σειρά τα θέματα που έπρεπε να απαντήσει, εν τούτοις στη σελ. 8 της απόφασης του κατέγραψε το εύρημα του ότι:
«Περαιτέρω, γίνεται αποδεκτή και η θέση του ότι φοβάται να μπει στο χειρουργείο γιατί, πιστεύω, παρά το γεγονός ότι δεν έχει δικαιολογηθεί μια τέτοια φοβία από ιατρικής πλευράς, εν τούτοις, ο ενάγων ήταν ειλικρινής και έτσι για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο διακατέχεται από μια τέτοια φοβία.»
Διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ως προς το ζητούμενο. Το πιο πάνω απόσπασμα εμπεριέχει και την υποκειμενική κρίση του εφεσείοντα και δίνεται η εντύπωση ότι εύλογα αρνείτο να υποστεί την εγχείρηση, ενώ όπως το ίδιο το Δικαστήριο βρήκε, ήταν αδικαιολόγητη ιατρικά η φοβία αυτή με αποτέλεσμα να μην του επιδικασθεί το ποσό της εγχείρησης που αποτιμάτο στις £800-£900 (σελ. 16 και 17 της απόφασης). Η κατάληξη του Δικαστηρίου στο ζήτημα καταγράφηκε με σκεπτικό που θα μπορούσε να οδηγήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση και χωρίς καθαρό εύρημα ότι ήταν παράλογη η άρνηση του να υποστεί την εγχείρηση. Αναδρομή στα πρακτικά της μαρτυρίας του εφεσείοντα και ιδιαίτερα της αντεξέτασης του, αποκαλύπτει σαφώς τη θέση του ότι απλώς φοβόταν να υποστεί αυτή την εγχείρηση, εν μέρει βασισμένη και στην αντίληψη του ότι ο δικός του γιατρός του είχε πει ότι πιθανόν να μην πετύχαινε και θα χρειαζόταν και δεύτερη εγχείρηση, αλλά αυτή η φοβία δεν ήταν δικαιολογημένη, εφόσον και ο ίδιος δέχθηκε (σελ. 12 των πρακτικών), ότι «προς το παρόν φοβούμαι». Το βάρος, όπως έχει υποδειχθεί πριν, ως προς το παράλογο της άρνησης ή απροθυμίας του εφεσείοντα το έφερε η εφεσίβλητη, η οποία και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, το απέσεισε.
Όσον αφορά ευρύτερα την επάρκεια των γενικών αποζημιώσεων που δόθηκαν είναι δεδομένη και αποδεκτή από τη νομολογία η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις για τον ανθρώπινο πόνο και την ταλαιπωρία, έχοντας υπόψη και τη σημασία των αποζημιώσεων. (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416). Η απόδοση αποζημιώσεων πρέπει επίσης να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος σε δεδομένη στιγμή, ώστε με εύλογο τρόπο να προσεγγίζεται τουλάχιστο χρηματικά η αποκατάσταση της ζημιάς. (Lankuttis v. Νικόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 1128). Βεβαίως, ορθή είναι και η άλλη διαπίστωση στη νομολογία ότι προηγούμενες αποφάσεις στα θέματα των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ΄ ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο (G &L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 Α.Α.Δ. 948), ενώ η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις δεν αποτελεί και οδικό χάρτη για αιτιολόγηση παροχής αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).
Έχουν καταγραφεί στην αρχή του σκεπτικού οι βλάβες του ενάγοντα ως αποτέλεσμα του οδικού δυστυχήματος. Αναφέρθηκε επίσης ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς αυτή την πτυχή δεν ήταν ευδιάκριτα για το λόγο ότι πρωτοδίκως, όπως ορθά ανέφερε και ο κ. Λουκαΐδης, το Δικαστήριο ουσιαστικά αναπαρήγαγε τις ιατρικές εκθέσεις. Σε αυτή την προσπάθεια διέφυγε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου το μόνιμο κατάλοιπο της δυσμορφίας της μύτης. Η καταγραφή στη σελ. 15 της απόφασης ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του «.. το είδος και τη φύση των κακώσεων που ο ενάγων υπέστη ..», δεν επαρκεί, όπως εισηγήθηκε ο κ. Γεωργίου, για να καλύψει και το μόνιμο κατάλοιπο της δυσμορφίας στη μύτη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αμέσως μετά το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο μόνιμο κατάλοιπο στη δυσκολία της αναπνοής. Η μη ταυτόχρονη αναφορά και στη δυσμορφία ως μόνιμο κατάλοιπο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν λήφθηκε υπόψη. Πρόσθετα, πρωτοδίκως ανεφέρθη ότι μελετήθηκαν «.. με προσοχή τα στοιχεία αριθμού υποθέσεων στις οποίες καθορίστηκαν ποσά γενικών αποζημιώσεων για παρόμοιους τραυματισμούς ..». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέπεμψε όμως σε οποιαδήποτε τέτοια απόφαση και έτσι η αναφορά αυτή παρέμεινε κενό γράμμα, εφόσον είναι αδύνατο για το Εφετείο να ελέγξει ποιες υποθέσεις ήταν στη σκέψη του Δικαστηρίου για τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων των £4.000.=.
Η έρευνα από το Εφετείο στις διάφορες υποθέσεις του είδους, κατέδειξε ότι είναι δύσκολη η ανεύρεση παρόμοιων τραυμάτων. Συνήθως, η παραμόρφωση της μύτης με την παρεκτόπιση της, αποτελούν επί μέρους τραύματα σε ευρύτερους τραυματισμούς. Στην Γεωργίου ν. Μεταξά, αγωγή αρ. 2344/90, ημερ. 31.3.95, όπως αποτυπώνεται στο σύγγραμμα του Φρίξου Νικολαΐδη: Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες (1996), στη σελ. 211 παρ. 4-88, δόθηκαν £1.250 για κατάγματα των ρινικών οστών και του ρινικού διαφράγματος, με ρινορραγία, αιμάτωμα στο πρόσωπο, εγκεφαλική διάσειση, τραύμα στην αριστερή κνήμη, έγινε δε υπό γενική αναισθησία ανάταξη των καταγμάτων και αιμόσταση, ρινικός πωματισμός και τοποθετήθηκε γύψινος επίδεσμος. Δεν παρέμειναν κατάλοιπα, τα δε τραύματα αποκαταστάθηκαν πλήρως.
Στην Σπύρου ν. Χ»Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 298, δόθηκαν £2.500.= για αιμάτωμα σ΄ ολόκληρο το μέτωπο, οίδημα της δεξιάς κροταφικής χώρας τριχωτού κεφαλής, έντονη ζάλη, εγκεφαλική διάσειση, εκχύμωση βλεφάρων, τραύμα βάσεως της ρινός με συρραφή, οίδημα ολοκλήρου της ρίνας κτλ.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, τα τραύματα του εφεσείοντα, ο οποίος είναι σήμερα 38 ετών, όπως εκ συμφώνου δηλώθηκε μετά από διευκρινιστική ερώτηση κατά την έφεση, και ιδιαίτερα τη μόνιμη δυσμορφία της ρινός, έστω ελαφριάς μορφής, κρίνεται ότι το ποσό των £4.000.= είναι ανεπαρκές υπό τις περιστάσεις και αντικαθίσταται με το ποσό των €11.000. Δεν αμφισβητήθηκε η πρωτόδικη κατάληξη ως προς την επιδίκαση του τόκου προς 8% από τις 17.4.03 ημερομηνία καταχώρησης της Εκθέσεως Απαιτήσεως και επομένως ο τόκος 8% θα λογίζεται επί των €12.000 από τις 17.4.03 μέχρις εξοφλήσεως.
Κατά συνέπεια, η έφεση επιτρέπεται και το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται στα €11.000, με €2.100 έξοδα της έφεσης, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ