ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 253
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2008
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ)
ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1997, Ν. 9(ΙΙΙ)/97,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ALI MOHAMAD KDOUGH, ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΒΑΝΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΑΡΘΡΟ 11.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 05.12.2007 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 1/2007.
Ν. Νεοκλέους με Γ. Λουϊζίδη, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου (κα) με Ρ. Παπαέτη (κα), για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής ο οποίος είναι από το Λίβανο, κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία με σκοπό την έκδοση του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Με την παρούσα αίτηση ζητά την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, με το οποίο να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η αποφυλάκισή του.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του αναφέρει τα εξής:-
«2. Στις 5/12/2007 ήμουν παρών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ενώπιον του οποίου προσήχθηκα αφού είχα συλληφθεί νωρίτερα την ίδια μέρα δυνάμει προσωρινού εντάλματος σύλληψης, το οποίο επιλήφθηκε της Αίτησης Έκδοσης υπ' αριθμόν 1/2007. Όλα όσα ελέγοντο στα πλαίσια της διαδικασίας μου επεξηγούντο με κάθε λεπτομέρεια στην αραβική η οποία είναι η μητρική μου γλώσσα από διερμηνέα ο οποίος ήταν παρών στην διαδικασία και μετάφραζε πιστά από τα ελληνικά στα αραβικά και ως εκ τούτου γνωρίζω καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
3. Εξ όσων με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου, στις 5/12/2007 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας παράνομα εξέδωσε διάταγμα για την έκδοση μου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και περαιτέρω διέταξε παράνομα την κράτηση μου μέχρις ότου εκδοθώ στις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
4. Εκτός από την αραβική που είναι η μητρική μου γλώσσα έχω πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας την οποία αντιλαμβάνομαι πλήρως, ομιλώ, γράφω και διαβάζω. Το περιεχόμενο τόσον της παρούσας ένορκης δήλωσης όσο και της αίτησης πάνω στην οποία είναι επισυνημμένη, μου μεταφράστηκε πιστά και μου επεξηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια από τους δικηγόρους μου Νεοκλή Ε. Νεοκλέους και Γιώργο Ι. Λουϊζίδη και συμφωνώ πλήρως με το περιεχόμενο τους το οποίο και υιοθετώ στην ολότητά τους.»
Μετά την επίδοση της αίτησης, ο καθ' ου η αίτηση καταχώρησε γραπτή ένσταση, στην οποία ήγειρε τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις, ότι η αίτηση: (α) δεν είναι σύμφωνα με τους Δικονομικούς Κανόνες, (β) στερείται νομικής βάσης, (γ) προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου και (δ) η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι στην Ελληνική γλώσσα, η οποία είναι μη κατανοητή από τον Αιτητή.
Κατά την αγόρευση της ενώπιον του Δικαστηρίου για το θέμα των προδικαστικών ενστάσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον καθ' ου η αίτηση, δήλωσε ότι εγκαταλείπει τις πρώτες δύο προδικαστικές ενστάσεις. Όπως εξήγησε, η πιο σοβαρή από αυτές που απέμειναν, είναι η τρίτη, η οποία αφορά στο θέμα του δεδικασμένου. Επικαλέστηκε την υπόθεση Henderson v. Henderson (1843-1860) All ER Rep. 378 και Carter (Aρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 403, για να εισηγηθεί ότι η καταχώρηση δεύτερης αίτησης για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, όχι μόνο παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου, αλλά στερεί από το Δικαστήριο τη δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, προσπάθησε να ξεπεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά του, ενόψει του δικαστικού λόγου της Carter (Αρ. 3) (ανωτέρω), τονίζοντας ότι η αρχή στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω υπόθεση, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που εγείρεται, είτε θέμα συνταγματικότητας είτε θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως εξήγησε, τα πιο πάνω, αποτελούν θέματα δημόσιας τάξης, τα οποία μπορούν να εξεταστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς. Μπορούν ακόμη, να εξεταστούν και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Τέλος, εισηγήθηκε ότι η προηγούμενη αίτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αριθμό 72/07, δεν αφορούσε στα ίδια νομικά ζητήματα. Στην υπό εκδίκαση αίτηση ο αιτητής βασικά εγείρει διάφορα σημεία, τα οποία όμως απολήγουν σ' ένα ισχυρισμό, ότι το διάταγμα έκδοσης του στις ΗΠΑ είναι παράνομο γιατί, μέχρι την ημερομηνία που εξεδόθη από το Δικαστήριο, δεν είχε ακόμα εκδοθεί η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70).
Το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus, είναι θεραπεία η οποία εκδίδεται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Σκοπός του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης και η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή, σε περίπτωση που η κράτησή του κριθεί παράνομη. Σε αντίθεση με άλλα προνομιακά εντάλματα, λόγω της φύσης της αίτησης, δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια για καταχώρησή της (Βλ. Προνομιακά Εντάλματα - Αρχές και Υποθέσεις, Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση, σελ. 72 και μετά). Ειδικά στην περίπτωση φυγοδίκου προς έκδοση, όπως είναι η παρούσα, η διαδικασία για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης, γίνεται με βάση το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος.
Θα ασχοληθώ πρώτα με την προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στο δεδικασμένο. Δεν αμφισβητείται ότι ο Αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Αίτηση Έκδοσης 1/2007 και ότι εναντίον του εκδόθηκε με τη συγκατάθεσή του το σχετικό διάταγμα απέλασης.
Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι ο Αιτητής στη συνέχεια καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Αίτηση με αριθμό 72/2007 με την οποία ζητούσε όπως ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του, θεωρώντας ότι η όλη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ήταν παράνομη, επειδή δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοσή του. Η συνάδελφος μου η οποία εκδίκασε την πιο πάνω Αίτηση, αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στις 27.12.2007 απέρριψε την Αίτηση, κρίνοντας ότι ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει την απαραίτητη προϋπόθεση, ότι η κράτησή του ήταν παράνομη.
Ο Αιτητής επανέρχεται με την παρούσα νέα αίτηση, ζητώντας την ίδια θεραπεία, γεγονός που προκάλεσε την προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση, για την ύπαρξη δεδικασμένου.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειώσω ότι ο Αιτητής παρέλειψε να αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του, όπως είχε καθήκον, το γεγονός ότι προηγουμένως υπέβαλε και άλλη παρόμοια αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε. Η μη αποκάλυψη του συγκεκριμένου στοιχείου, από μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. Όμως, και ανεξαρτήτως αυτού, η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία επειδή από την αποκρυσταλλωμένη θέση της νομολογίας, η εκ δευτέρου καταχώρηση αίτησης για το ίδιο θέμα και επί των ιδίων γεγονότων, πέραν του ότι προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου, απολήγει και σε κατάχρηση της διαδικασίας και στερεί από το Δικαστήριο την αναγκαία δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης. Αυθεντία για τα πιο πάνω, είναι η απόφαση Carter (Aρ. 3) (ανωτέρω), στην οποία το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής, σε σχέση με το θέμα της εξάντλησης της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την καταχώρηση της πρώτης αίτησης για Habeas Corpus:-
«Κατά το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο η αποκλειστική δικαιοδοσία για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, μεταξύ των οποίων και το Habeas Corpus. Η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας από ένα ή ενδεχομένως και περισσότερους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Άρθρο 155.2) εξαντλεί την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα επί των ίδιων γεγονότων. Δεν υπάρχει καν η θεσμική δυνατότητα υποβολής αίτησης προς μεμονωμένο ή μεμονωμένους δικαστές. Αιτήσεις αυτής αλλά και οποιασδήποτε μορφής υποβάλλονται στο Ανώτατο Δικαστήριο και είναι λανθασμένη η εντύπωση πως θα ήταν νοητό να θεωρηθεί ότι θα υπήρχε κώλυμα να επαναεπιληφθεί του ίδιου θέματος ο δικαστής που συνέπεσε να εκδικάσει την πρώτη αίτηση αλλά δεν θα υπήρχε τέτοιο κώλυμα σε περίπτωση που, κατά το απρόσωπο σύστημα κατανομής των υποθέσεων που ισχύει, θα συνέπιπτε να τεθεί η μεταγενέστερη ενώπιον άλλου δικαστή.
Το Άρθρο 155.2 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας (βλ. ως προς το habeas corpus την υπόθεση Δημοκρατία ν. Νίκος Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848). Αυτή η δυνατότητα, οδηγεί στην τελευταία μας παρατήρηση πάνω στο θέμα. Η αναγνώριση δικαιώματος υποβολής νέας αίτησης πάνω στα ίδια γεγονότα θα διάνοιγε τη δυνατότητα αυτοτελών εφέσεων με όμοιο αντικείμενο.»
Στην ίδια υπόθεση, επεξηγήθηκε και η αρχή του δεδικασμένου, ειδικά σε σχέση με αιτήσεις της φύσεως Habeas Corpus. Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό του συγκεκριμένου προνομιακού εντάλματος και στη διαδικασία έκδοσής του, υιοθέτησε τα όσα αναφέρθηκαν στην Αγγλική υπόθεση Re Tarling (1979) 1 All E.R. 981. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση:-
«Firstly, it is clear to the Court that an applicant for habeas corpus is required to put forward on his initial application the whole of the case which is then fairly available to him. He is not free to advance an application on one ground, and to keep back a separate ground of application as a basis for a second or renewed application to the court.
The true doctrine of estoppel known as res judicata does not apply to the decision of this court on an application for habeas corpus: we refer to the words of Lord Parker C.J., delivering the judgment of the court in Re Hastings (No. 2) [1958] 3 All E.R. 625 at 631. There is, however, a wider sense in which the doctrine of res judicata may be applicable, whereby it becomes an abuse of process to raise in subsequent proceedings matters which could, and therefore, should, have been litigated in earlier proceedings matters which could, and therefore, should, have been litigated in earlier proceedings: see the judgment of the Privy Council (Lord Morris, Lord Cross and Lord Kilbrandon) in Yat Tung Investment Co. Ltd. v. Dao Heng Bank Ltd. [1975] A.C. 681. In our judgment, that principle is applicable to proceedings for habeas corpus, whether under the 1967 Act or under the general jurisdiction of the court although, no doubt, the stringency of the application of the principle may be different in cases concerning the liberty of the subject from that in cases concerning such matters as disputes on property.
Secondly, it is also clear to the court that, in s.14(2) of the Administration of Justice Act 1960, in the phrase 'no such application shall again be made on the same grounds unless fresh evidence is adduced in support of the application', the words 'fresh evidence' are used in that meaning which is well known and established in such contexts, namely not merely evidence additional to or different from the evidence before the court on the first occasion, but evidence which the applicant could not have put forward on the first application, or which he could not have put forward on the first application, or which he could not then reasonably be expected to have put forward, see Johnson v. Johnson [1900] P 19 and R. v. Medical Appeal Tribunal (North Midland Region), ex parte Hubble [1959] 3 All E.R..40.»
Σε μετάφραση:
«'Πρώτον, είναι καθαρό στο Δικαστήριο ότι ο αιτητής για habeas corpus οφείλει να προβάλει με την αρχική του αίτηση ολόκληρη την υπόθεση που του είναι από τότε εύλογα διαθέσιμη. Δεν είναι ελεύθερος να προωθεί μια αίτηση για ένα λόγο και να κατακρατεί κάποιο διαφορετικό λόγο αίτησης ως τη βάση για δεύτερη ή ανανεωμένη αίτηση στο Δικαστήριο. Η αληθής αρχή του κωλύματος που είναι γνωστό ως δεδικασμένο δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου επί αιτήσεως για habeas corpus· παραπέμπουμε στα λόγια του Lord Parker C.J. κατά την απαγγελία της απόφασης του Δικαστηρίου στη Re Hastings (No. 2). Υπάρχει όμως μια ευρύτερη έννοια με την οποία η αρχή του δεδικασμένου μπορεί να είναι εφαρμόσιμη, κατά την οποία απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας η έγερση σε μεταγενέστερη διαδικασία θεμάτων τα οποία θα μπορούσαν και, επομένως, όφειλαν να είχαν εγερθεί προς εκδίκαση σε προηγούμενη διαδικασία: βλ. την απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Lord Morris, Lord Cross and Lord Kilbrandon) στην Yat Tung Investment Co. Ltd. v. Dao Heng Bank Ltd. Κατά την κρίση μας αυτή η αρχή είναι εφαρμόσιμη και σε διαδικασίες για habeas corpus, είτε δυνάμει του Νόμου του 1967 είτε δυνάμει της γενικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αν και, χωρίς αμφιβολία, η αυστηρότητα της εφαρμογής της αρχής μπορεί να είναι διαφορετική σε υποθέσεις που αφορούν στην ελευθερία του πολίτη από ό,τι σε υποθέσεις που αφορούν σε θέματα όπως περιουσιακές διαφορές.
Δεύτερον, είναι επίσης καθαρό στο Δικαστήριο ότι το Άρθρο 14(2) του Administration of Justice Act 1960, στη φράση 'καμιά τέτοια αίτηση θα υποβάλλεται ξανά επί των ίδιων λόγων εκτός αν προσάγεται νέα μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης' οι λέξεις 'νέα μαρτυρία' χρησιμοποιούνται με την έννοια η οποία είναι καλά γνωστή και θεμελιωμένη σε τέτοιο πλαίσιο, συγκεκριμένα όχι απλώς μαρτυρία επιπρόσθετη προς ή διαφορετική από τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρώτη περίπτωση αλλά μαρτυρία την οποία ο αιτητής δεν μπορούσε να προσάξει κατά την πρώτη αίτηση ή την οποία δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι θα προσήγαγε, βλ. Johnson v. Johnson και R. v. Medical Appeal Tribunal (North Midland Region), ex parte Hubble.'»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι η αρχή του δεδικασμένου, πλην της περίπτωσης που προσάγεται νέα μαρτυρία ή όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, εφαρμόζεται όχι μόνο σε σχέση με όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί αλλά δεν προβλήθηκαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής με την πρώτη αίτησή του για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, (Αίτηση 72/07) ήγειρε το θέμα της νομιμότητας της κράτησής του. Είχε κάθε ευκαιρία να εγείρει τα ζητήματα που με την παρούσα προσπαθεί να θέσει. Όμως δεν το έπραξε. Ούτε και εφεσίβαλε εκείνη την απόφαση. Σήμερα επανέρχεται προσπαθώντας να εγείρει νέα νομικά σημεία, χωρίς όμως να εξηγεί γιατί δεν ζήτησε, όπως αυτά εξεταστούν στην προηγούμενη διαδικασία, εφόσον όλα τα στοιχεία ήταν στη διάθεσή του. Ούτε και ισχυρίζεται ότι προέκυψε νέα μαρτυρία ή ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να δικαιούται γι' αυτό το λόγο να καταχωρήσει νέα αίτηση.
Με βάση τα πιο πάνω, είναι αναπόφευκτη η κατάληξη μου ότι ο Αιτητής κωλυόταν να καταχωρήσει νέα αίτηση για Habeas Corpus. Ενόψει τούτου, η περαιτέρω προώθηση της αίτησης, αποτελεί κατάχρηση. Η διαπίστωση αυτή αναιρεί κάθε δικαιοδοτικό υπόβαθρο για περαιτέρω εξέταση της αίτησης, γι' αυτό και θεωρώ αχρείαστο να εκφέρω άποψη επί των υπολοίπων θεμάτων.
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς