ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 75
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 359/2005)
25 Ιανουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΣΙΑΛΑΜΠΗ,
Εφεσείοντας/Εναγόμενος 1,
- και -
ΘΕΜΟΥΛΑΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
Γ. Ζαχαρίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυριακίδης, για την Εφεσίβλητη.
_____________________________________
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το ατύχημα έγινε το βράδυ της 5.12.2001 στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Παραλιμνίου. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα, ενώ οδηγούσε με κατεύθυνση το Παραλίμνι, κοντά στην έξοδο προς Πύλα, προσέκρουσε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα-εναγομένου 1, το οποίο ήταν ακινητοποιημένο από προηγουμένως στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της ίδιας κατεύθυνσης, μετά από πρόσκρουση στο κιγκλίδωμα του δρόμου. Στο σημείο που συνέβη το ατύχημα, δεν υπήρχε οδικός φωτισμός.
Η εφεσίβλητη κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα και ενός άλλου οδηγού, με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη το αυτοκίνητό της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο εφεσείων και επιδίκασε εναντίον του αποζημιώσεις ύψους £4.305,62 σ.
Με την έφεση προσβάλλεται μόνο η κρίση του Δικαστηρίου για το θέμα της ευθύνης, χωρίς να αμφισβητείται το ύψος των αποζημιώσεων.
Αρχικά η εκδοχή της εφεσίβλητης όπως καταγράφηκε στην Έκθεση Απαίτησης της, ήταν ότι ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ο εναγόμενος 2, ο οποίος προπορευόταν του αυτοκινήτου της στη δεξιά λωρίδα, κινήθηκε απότομα και αιφνίδια στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να της ανακόψει την πορεία και να αναγκαστεί να κινηθεί προς την δεξιά λωρίδα, οπόταν και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα το οποίο βρισκόταν ακινητοποιημένο. Όμως, στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου, διαφοροποίησε κάπως τη θέση της, αναφέροντας ότι ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα 100 χ.α.ω., την προσπέρασε από τη δεξιά λωρίδα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Σε κάποια στιγμή το αντιλήφθηκε να εισέρχεται στην αριστερή λωρίδα, μπροστά από το αυτοκίνητο της, ελαττώνοντας αισθητά την ταχύτητά του. Αναγκάστηκε και η ίδια να ελαττώσει την ταχύτητά της στα 70-80 χ.α.ω. και να χαμηλώσει τα φώτα του αυτοκινήτου της. Επειδή το προπορευόμενο αυτοκίνητο συνέχισε να ελαττώνει ταχύτητα, αποφάσισε να πάρει τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας για να προχωρήσει. Ενώ βρισκόταν σε αυτή τη διαδικασία, συγκρούστηκε με το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, το οποίο δεν πρόσεξε γιατί επικρατούσε βαθύ σκοτάδι και δεν υπήρχε οποιαδήποτε φωτεινή ένδειξη ή άλλη σήμανση που να προειδοποιεί ότι ήταν ακινητοποιημένο στο δρόμο. Μόλις το αντιλήφθηκε, εφάρμοσε τα φρένα της, χωρίς όμως να καταφέρει να αποφύγει τη σύγκρουση. Επί του δρόμου βρέθηκαν ίχνη των τροχών του αυτοκινήτου της, μήκους 9.50 μ..
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, παρά τη κάποια διάσταση που υπήρχε μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της και της μαρτυρίας της στο Δικαστήριο. Την θεώρησε επουσιώδη και βρήκε ότι εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι η εφεσίβλητη αποφάσισε να κινηθεί προς την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Ο λόγος που έκρινε ότι θα έπρεπε να καταλάβει την δεξιά λωρίδα, δεν έχει σχέση με την αιτία που προκάλεσε το ατύχημα. Έκρινε ότι καθοριστικής σημασίας για την πρόκληση του ατυχήματος, ήταν η ύπαρξη του ακινητοποιημένου αυτοκινήτου του εφεσείοντα στη δεξιά λωρίδα, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποιητική σήμανση.
Με τον πρώτο και τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε την εφεσίβλητη αξιόπιστη και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της. Δεν συμφωνούμε. Κατά την γνώμη μας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επουσιώδης διαφοροποίηση της θέσης της εφεσίβλητης, με κανένα τρόπο δεν αλλοίωνε την βασική εκδοχή της, όπως αυτή είχε δικογραφηθεί. Όπως ορθά επισήμανε το Δικαστήριο, ο λόγος που ώθησε την εφεσίβλητη να πάρει τη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, δεν είχε ουσιώδη σημασία στην πρόκληση του δυστυχήματος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι και ο κύριος λόγος, ο εφεσείων αμφισβητεί την κρίση του Δικαστηρίου να αποδώσει ολόκληρη την ευθύνη στον ίδιο. Ήταν η θέση της δικηγόρου του, ότι θα έπρεπε να είχε αποδοθεί σημαντική συντρέχουσα αμέλεια στην εφεσίβλητη, ένεκα της υπερβολικής ταχύτητας που είχε υπό τις περιστάσεις, της έλλειψης παρατηρητικότητας και της αδράνειας της να αποφύγει τη σύγκρουση, περνώντας από τα αριστερά του ακινητοποιημένου αυτοκινήτου. Ανέφερε ότι τόσο ο εναγόμενος 2, όσο και άλλοι οδηγοί πριν από την εφεσίβλητη, κατάφεραν να αποφύγουν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα επειδή, σε αντίθεση με την εφεσίβλητη, είχαν τη δέουσα παρατηρητικότητα.
Από την άλλη, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης τόνισε ότι το επίπεδο με το οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει την εφεσίβλητη, δεν πρέπει να είναι το επίπεδο των συγκεκριμένων οδηγών που κατάφεραν να αποφύγουν τη σύγκρουση, αλλά εκείνο του μέσου συνετού οδηγού. Πέραν τούτου, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άλλοι οδηγοί κατάφεραν να αποφύγουν τη σύγκρουση, δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η στάθμευση ή η παραμονή οχήματος χωρίς φώτα κατά τη διάρκεια της νύχτας σε σκοτεινό δρόμο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για αμέλεια. Αυτό είναι απόρροια του καθήκοντος κάθε οδηγού προς άλλους χρήστες του δρόμου, να καθιστούν τα οχήματα τους ορατά κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη χρήση φώτων ή άλλων μέσων. (Βλ. Henley v. Cameron (1949) 118 LJR 989 (CA) και Pavlou v. Lazarou (1982) 1 CLR 850).
Όμως, όπως υποδείχθηκε στην αγγλική υπόθεση Rouse v. Squires (1973) 2 All E.R. 903, όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχει καλή ορατότητα και ευκαιρία για τον επερχόμενο οδηγό να δει και να εκτιμήσει το εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά του και να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, τότε η παρεμπόδιση ενδεχομένως να μη συνιστά κίνδυνο. Σ' αυτή την περίπτωση, δημιουργείται κενό στην αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αρχικής αμέλειας που προκάλεσε την παρεμπόδιση στο δρόμο και της μεταγενέστερης που προκάλεσε το δυστύχημα και τις συνέπειές του.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν δημιουργείται οποιοδήποτε κενό στην αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας, αφού οι συνθήκες του δρόμου και το σκότος που επικρατούσε από την έλλειψη οδικού φωτισμού, καθιστούσαν την ορατότητα αρκετά περιορισμένη, με αποτέλεσμα το έργο των άλλων οδηγών που χρησιμοποιούσαν το δρόμο, να καθίσταται πάρα πολύ δύσκολο. Συμφωνούμε με τις θέσεις της δικηγόρου της εφεσίβλητης, ότι η εφεσείουσα θα πρέπει να κριθεί με το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και όχι με το επίπεδο των συγκεκριμένων οδηγών που προηγουμένως κατάφεραν να αποφύγουν τη σύγκρουση. Εξ' άλλου οι συνθήκες υπό τις οποίες ενήργησαν, είναι άγνωστες. Εδώ η εφεσίβλητη, όπως και ο μέσος συνετός οδηγός, δεν είχε λογικά περιθώρια να αντιδράσει πιο αποτελεσματικά για να αποφύγει τη σύγκρουση και γι' αυτό δεν μπορεί να βρεθεί ένοχος συντρέχουσας αμέλειας. Η απόφαση Τσολάκης ν. Ανδρέου, Πολ. Έφεση Αρ. 65/05, ημερ. 6.2.2007, στην οποία έκαμε αναφορά η δικηγόρος του εφεσείοντα, διαφοροποιείται αφού το δυστύχημα εκεί, έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ο εφεσείων, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο αναφερόμενο στην απόσταση σκέψης που είχε η εφεσίβλητη, στην ουσία μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή τη θέση του εφεσίβλητου. Η σχετική αναφορά του Δικαστηρίου έχει ως εξής:-
«Όμως το μήκος των ιχνών πέδησης του αυτοκινήτου της μέχρι του σημείου συγκρούσεως Χ 3 (9,50 μέτρα περίπου) υποδηλώνει ότι θα πρέπει να αντιλήφθηκε το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο από διπλάσια περίπου απόσταση, λαμβανομένης βέβαια υπόψη και της απόστασης σκέψης (thinking distance).»
Με την πιο πάνω αναφορά του το Δικαστήριο με κανένα τρόπο δεν μετατράπηκε σε εμπειρογνώμονα και ούτε η εκτίμηση του αναφορικά με την απόσταση σκέψης, είχε οποιαδήποτε επίδραση στην κρίση του. Συνήθως τα Δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη, ότι είναι φυσικό να χρειάζεται κάποια απόσταση μέχρι να αντιδράσει ο οδηγός και ότι είναι εξίσου φυσικό η εφαρμογή των φρένων να προϋποθέτει και κάποια απόσταση σκέψης μέχρι να κλειδώσουν οι τροχοί. Όπως υποδείχθηκε στη Νικολάου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 748, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμπειρογνώμονας για να λάβει υπόψη τα πιο πάνω. Εκείνο που η νομολογία προστάσσει να αποφεύγεται, είναι οι μαθηματικοί υπολογισμοί με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων, για παράδειγμα για την ταχύτητα ενός οχήματος (Βλ. Patsalides v. Milikouri (1981) 1 CLR 158). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο με την αναφορά στην απόσταση σκέψης, δεν προσπάθησε να εξάξει οποιαδήποτε συμπεράσματα. Πρόκειται για γενική αναφορά που δεν επηρεάζει τα ουσιαστικά ευρήματα, η οποία υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτή.
Με τους τελευταίους δύο λόγους έφεσης, προσβάλλεται το διάταγμα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα. Για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι έφεσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, μετά που ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης, η εφεσίβλητη-ενάγουσα διαισθανόμενη ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια εναντίον του εναγομένου 2, ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να διακόψει την αγωγή εναντίον του, σύμφωνα με τη Δ.15 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Το αίτημα προσέκρουσε στην ένσταση του κ. Ζαχαρίου, δικηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος αμέσως μετά καταχώρησε εκ μέρους του πελάτη του ειδοποίηση συνεναγομένου προς τον εναγόμενο 2, με βάση τις πρόνοιες της Δ.10 θ.2 με την οποία ζητούσε συνεισφορά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 2 είχε συγκατατεθεί στη διακοπή της αγωγής εναντίον του.
Το Δικαστήριο, μετά από ακρόαση, με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε το αίτημα της εφεσίβλητης, με κύριο λόγο την καταχώρηση στο μεταξύ της ειδοποίησης συνεναγομένου από πλευράς του εφεσείοντα.
Υπό αυτές τις συνθήκες το Δικαστήριο ακολουθώντας το αποτέλεσμα της δίκης, επιδίκασε όλα τα έξοδα της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντα 1.
Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί θα πρέπει να υπάρξει απόκλιση από τον γενικό κανόνα, ότι τα έξοδα μεταξύ των δύο συγκεκριμένων διαδίκων θα έπρεπε να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.
Το δεύτερο ζήτημα που εγείρει ο εφεσείων είναι αναφορικά με τα έξοδα του εναγομένου 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή εναντίον του, αποφάσισε να διατάξει όπως τα έξοδα του, μέχρι την δικάσιμο που η εφεσίβλητη ζήτησε να διακόψει την αγωγή εναντίον του, βαρύνουν την ίδια, εφόσον ούτως ή άλλως η ίδια θα είχε ευθύνη γι' αυτά. Όμως έκρινε δίκαιο ότι τα έξοδα μετά την ημερομηνία αυτή θα έπρεπε να βαρύνουν τον εφεσείοντα, αφού η συνέχιση ήταν το αποτέλεσμα της ένστασης του στο αίτημα της εφεσίβλητης, να αποσύρει την αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 και της εμμονής του ιδίου του εφεσείοντα να μην επιτραπεί σ' εκείνο το στάδιο η απόσυρση της αγωγής εναντίον του συνεναγομένου του.
Θεωρούμε απόλυτα ορθή και δίκαιη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο εφεσείων παραπονείται. Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με βάση τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ