ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 977
20 Ioυλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 309/2005)
Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην αγωγή — Δ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Ποίος ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση και ποία κριτήρια περιέχονται στη Δ.18 και στη σχετική νομολογία — Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση για συνοπτική απόφαση και την ένσταση, αντίστοιχα.
Πολιτική Δικονομία — Ένορκη δήλωση που συνιστά μαρτυρία — Δεν πρέπει να περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς τα γεγονότα.
Η εφεσίβλητη - ενάγουσα, με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο, καταχώρησε αγωγή, αξιώνοντας απόφαση για υπόλοιπο δανείου που παραχώρησε στον εφεσείοντα - εναγόμενο 1 και το οποίο εγγυήθηκε ο εφεσείων - εναγόμενος 2. Μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης καταχωρήθηκε αίτηση εναντίον των εναγομένων με την οποία η εφεσίβλητη - ενάγουσα ζητούσε την έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση, με την οποία ισχυρίζονταν ότι η ενάγουσα απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία που αφορούν την αίτηση και πρόβαλαν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε και τις δύο ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα και αφού παρέθεσε τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης - ενάγουσας και εναντίον και των δύο εφεσειόντων - εναγομένων.
Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση. Υποστήριξαν ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσαν να προβάλουν διαζευκτικούς ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωσή τους είναι εσφαλμένη. Ακολούθως πρόβαλαν επιχειρηματολογία σε σχέση με τον τόκο, μεταξύ των οποίων και την παράνομη χρέωσή του και επίσης ισχυρίσθηκαν ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις σχετικές αυθεντίες που καθορίζουν τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Ο διαζευκτικός ισχυρισμός που πρόβαλαν οι εφεσείοντες - εναγόμενοι αφορά βασικά νομικό θέμα και ως εκ τούτου είναι παραδεκτός.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει τα νομικά και άλλα θέματα που εγείρονταν και να τα αποφασίσει τελικά ούτως ώστε να εκδώσει συνοπτική απόφαση για όλη την απαίτηση. Τα θέματα αυτά δεν ήταν τόσο απλά και όχι δυσεπίλυτα, ώστε να δικαιολογείτο η κρίση επ' αυτών χωρίς να δοθεί άδεια να καταχωρηθεί υπεράσπιση. Τούτο διαφαίνεται και από την εκτενή συζήτηση του θέματος στην απόφαση καθώς και από τις εναλλακτικές λύσεις στις οποίες κατέληξε το Δικαστήριο.
3. Όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, οι εφεσείοντες - εναγόμενοι είχαν θέσει αρκετά και συγκεκριμένα στοιχεία που καταδείκνυαν πως η υπεράσπισή τους ήταν γνήσια και δεν προβαλλόταν με μόνο λόγο την καθυστέρηση στη διαδικασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, εδικαιολογείτο η παραχώρηση σε αυτούς άδειας να καταχωρήσουν υπεράσπιση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου v. Πλοίου Arabella (2002) 1 A.A.Δ. 1033,
Louis Georges Fashions Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 272.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 3510/05), ημερομ. 14.10.05.
Λ. Διομήδους για Καλλή & Kαλλή, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη-ενάγουσα, με κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο, καταχώρησε αγωγή, με την οποία ζητούσε απόφαση για υπόλοιπο δανείου που παραχώρησε στον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 και το οποίο εγγυήθηκε ο εφεσείων-εναγόμενος 2. Στην αγωγή αυτή, μετά την επίδοση της και την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως, καταχωρήθηκε αίτηση εναντίον των εναγομένων με βάση τη Δ.18, με την οποία η εφεσίβλητη-ενάγουσα ζητούσε την έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση, με την οποία ισχυρίζονταν ότι η ενάγουσα «απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη και/ή ουσιαστικά στοιχεία που αφορούν την αίτηση» και πρόβαλε ότι «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση συνοπτικής απόφασης».
Και οι δύο ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα αποτέλεσαν λεπτομερές αντικείμενο εξέτασης του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος, με εκτενέστατη αναφορά στην Κυπριακή και Αγγλική νομολογία, παρέθεσε τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης και κατέληξε εκδίδοντας απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εναντίον και των δύο εφεσειόντων-εναγομένων.
Περιληπτικά αναφέρουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης εκ μέρους της εφεσίβλητης-ενάγουσας και θεώρησε ανεπαρκή τα εγειρόμενα στοιχεία από την ένορκη δήλωση των εφεσειόντων-εναγομένων, κρίνοντας ότι δεν ικανοποιούσαν την απόδειξη ύπαρξης εκ μέρους τους συζητήσιμης υπεράσπισης σε σχέση με την αξίωση.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ως εσφαλμένη υπό τις περιστάσεις και κάτω απ΄αυτό το λόγο έφεσης, που είναι ο πρώτος, προβάλλουν 14 άλλους επί μέρους λόγους, τους οποίους παραθέτουμε σε συντομία.
Ισχυρίζονται ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να προβάλουν διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αφού αυτοί, όπως υποστηρίζουν, αφορούν νομικά θέματα. Προβάλλουν ακολούθως επιχειρηματολογία σε σχέση με την παράνομη χρέωση τόκου, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι νομίμως μπορούσε να υπολογιστεί ο τόκος λαμβάνοντας ως βάση 360 ημέρες και όχι 365 ημέρες κατ΄έτος, και ότι η παρανομία ήταν τέτοιας μορφής που μολύνει το σύνολο της συμφωνίας. Αμφισβητούν τη θέση ότι έπρεπε και είχαν υποχρέωση να εισηγούνται συγκεκριμένα ποσά του τι οφείλουν με βάση τους υπολογισμούς τους και ότι είχαν καθήκον οι ίδιοι να διαχωρίσουν το ποσό που προέκυπτε από λανθασμένη χρέωση τόκου από το υπόλοιπο ποσό. Ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε πλήρως την εκκαλούμενη απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, αφού δεν κατέληξε θετικά στα νομικά θέματα που ηγέρθηκαν.
Όπως ήδη επισημάναμε, ο πρωτόδικος Δικαστής προέβηκε σε λεπτομερή και μακροσκελή ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα έκδοσης συνοπτικής απόφασης με βάση την Κυπριακή και Αγγλική νομολογία.
Το θέμα πραγματεύεται και το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση στην Νεάρχου και Άλλου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818. Από την απόφαση αυτή παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα στις σελ. 824-826:
«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18, θ.θ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Robert v. Plant [1895] 1 Q.B. 597, το Αγγλικό Σύγγραμμα The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και Άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd., (2003) 1(Γ) A.A.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408).
Τα εν λόγω κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις πιο πάνω αυθεντίες, περιληπτικά είναι τα εξής:
(α) το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο σε Δ.2, θ.6.
(β) Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή.
(γ) Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης, και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ΄ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138) όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία). Αυτές είναι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει ο ενάγων-αιτητής προτού το Δικαστήριο ασκήσει την εξουσία αν θα εκδώσει ή όχι συνοπτική απόφαση.
Με το ίδιο θέμα δηλαδή το τι πρέπει να περιέχει μια ένορκη δήλωση για συνοπτική απόφαση, ιδιαίτερα εκεί που ο ενάγων είναι νομικό πρόσωπο, είναι και τα όσα αναφέρονται στη προαναφερθείσα υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, σελ. 790 - 794 (απόφαση πλειοψηφίας) όπου δίνονται και παραδείγματα (με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις) πότε μια ένορκη δήλωση κρίθηκε ικανοποιητική και πότε όχι.
Από πλευράς Εναγομένου (εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να εγερθεί σε όλες τις περιπτώσεις), και νοουμένου ότι ο ενάγων ικανοποιεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα πρέπει και αυτός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με τα ακόλουθα:
(α) ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή
(β) ότι αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί ή τουλάχιστον η υπεράσπιση να μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή. (Λαζάρου ν. Μακεδόνας, πιο πάνω).
Επίσης ο Εναγόμενος/καθού η αίτηση πρέπει να διευκρινίζει αν η υπεράσπιση του αφορά ολόκληρο ή μέρος της απαίτησης και αν αφορά μέρος, να καθορίζει ποιο μέρος από την απαίτηση του Ενάγοντα αμφισβητεί. (Βλ. γενικά τη Δ.18, θ.3 και την υπόθεση Hermes Ins. Co. Ltd v. Julios Theodorides πιο πάνω, σελ. 338-339 όπου φαίνονται με λεπτομέρεια τα κριτήρια τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του). Από τη στιγμή που ο Ενάγων/Αιτητής ικανοποιεί τα κριτήρια για να ζητήσει συνοπτική απόφαση τότε (όπως ήδη αναφέραμε) το βάρος μετατοπίζεται στον Εναγόμενο/καθού η αίτηση να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. επίσης Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Ν. Χατζηνέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. 204, Καζαμίας ν. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 752, Trans Middle East Trading (T.M.E.T)) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Rck Sports v. Persona Advertising Ltd ο Δικαστής Καλλής με αναφορά στο Αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice 1967 διατύπωσε τις αρχές ως εξής:
«Αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης:
Συνοψίζονται ως πιο κάτω στο Annual Practice, 1967, σελ. 121:
Η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, δυνάμει της Δ.14, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης (Jones v. Stones [1984] A.C. 122). Αποτελεί γενική αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπισθεί (Saw v. Hakim, 5 T.L.R. 72, Ironclad, etc., Co. v. Gardner, 4 T.L.R. 18, Ward v. Plumbley, 6 T.L.R. 198, Yorkshire Banking Co. v. Beatson, 4 C.P.D. 213, Ray v. Banker, 4 ExD.279),
Πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση (Godd v. Delap [1905] 92 L.T. 510, H.L.), και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση (Jones v. Stone [1894] A.C. 122, Thompson v. Marshall, 41 L.T. 720, C.A. Jacobs v. Booth's Distillery Co, [1901] 85 L.T. 262 H.L., Lindsay v. Martin, 5 T.L.R. 322).»
Έχουμε εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως που υποστήριζε την αίτηση και καταλήγουμε πως αυτό ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της νομολογίας, τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο του, όσο και το πρόσωπο του ομνύοντος. Το τι πρέπει τώρα να εξεταστεί είναι κατά πόσο με την ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και που έγινε από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1, προέκυπτε καλή υπεράσπιση ώστε να δοθεί η άδεια για καταχώρηση έκθεσης υπεράσπισης, ή όχι.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων ότι η ενάγουσα δεν μπορούσε να βασισθεί στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο (Ν.160(I)/1999) και να χρεώνει το λογαριασμό με τόκους πέραν απ΄αυτούς που προνοούσε η συμφωνία, δηλαδή 9%. Διαζευκτικά, οι εφεσείοντες προβάλλουν τη θέση ότι έστω και αν τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω Νόμος, δεν είχαν τηρήσει τις πρόνοιες του άρθρου 3(1)(γ), αφού είχαν προβεί σε αλλαγή του επιτοκίου χωρίς να ενημερώσουν τους εναγόμενους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε μία ένορκη δήλωση που συνιστά μαρτυρία δεν μπορεί να προβάλλονται διαζευκτικές θέσεις. Κατά την κρίση μας ο διαζευκτικός αυτός ισχυρισμός αφορά βασικά νομικό θέμα και ως εκ τούτου είναι παραδεκτός. (Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Πλοίου Αrabella (2002) 1 Α.Α.Δ. 1033).
Προχωρώντας τώρα και εξετάζοντας την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θεωρούμε πως η απόφαση του στο θέμα της θέσης των εφεσειόντων-εναγομένων ότι είχαν αποκρυβεί ουσιώδη γεγονότα στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, ήταν ορθή και συνεπώς ορθώς αυτή απορρίφθηκε, αφού συνιστούσε μία γενική και αόριστη τοποθέτηση χωρίς να συγκεκριμενοποιείται. Επίσης συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, έστω και αν υπήρχε παρανομία στη χρέωση του τόκου, αυτό δεν επηρέαζε όλη τη συμφωνία, αφού θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση με παραμερισμό του παράνομου τοκισμού. (Δέστε Louis Georges Fashions Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 272).
Διαφωνούμε όμως με την κρίση που ακολουθεί τα πιο πάνω και με την οποία θεωρείται ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων-εναγομένων ότι είχαν καλή υπεράσπιση επί των νομικών σημείων και των πραγματικών γεγονότων, ήταν γενική και αόριστη και χωρίς να αναφέρονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Αντίθετα, οι λεπτομέρειες είχαν δοθεί και αφορούσαν τόσο τη νομική θέση ως προς το ποιου Νόμου οι πρόνοιες διέπουν το υπό κρίση θέμα και ποιο το αποτέλεσμα τους στα συγκεκριμένα γεγονότα, όσο και τον ισχυρισμό για υπερχρέωση και/ή παράνομη χρέωση τόκου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε τη νομική επιχειρηματολογία στο στάδιο αυτό, για να καταλήξει ότι είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του Νόμου 160(I)/99, αλλά και να πεί διαζευκτικά ότι, έστω και αν δεν είχαν εφαρμογή και εφαρμοζόταν ο Περί Συμβάσεων Νόμος του 149 και πάλι δεν αποκαλυπτόταν υπεράσπιση.
Κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε στο στάδιο της διαδικασίας να εξετάσει τα νομικά και άλλα θέματα που εγείρονταν και να τα αποφασίσει τελικά ούτως ώστε να εκδώσει συνοπτική απόφαση για όλη την απαίτηση. Αυτά ήταν θέματα που το κατάλληλο στάδιο εκδίκασής τους ήταν σε κανονική δίκη, όπου θα διδόταν η ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν με λεπτομέρεια τις θέσεις τους. Θα μπορούσε να κριθεί το νομικό θέμα στο στάδιο της αίτησης, σύμφωνα με τη νομολογία, ανέφερε ο πρωτόδικος Δικαστής, αν τα νομικά θέματα ήταν απλά και όχι δυσεπίλυτα. Κατά την άποψη μας όμως τα θέματα που ηγέρθηκαν δεν ήταν τόσο απλά και όχι δυσεπίλυτα, ώστε να δικαιολογείτο η κρίση επ΄αυτών χωρίς να δοθεί άδεια να καταχωρηθεί υπεράσπιση. Τούτο διαφαίνεται και από την εκτενή συζήτηση του θέματος στην απόφαση καθώς και από τις εναλλακτικές λύσεις στις οποίες ο Δικαστής κατέληξε.
Όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, θεωρούμε πως οι εφεσείοντες-εναγόμενοι είχαν θέσει αρκετά και συγκεκριμένα στοιχεία που καταδείκνυαν πως η υπεράσπισή τους ήταν γνήσια και δεν προβαλλόταν με μόνο λόγο την καθυστέρηση στη διαδικασία. Έτσι, καταλήγουμε πως εδικαιολογείτο, κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παραχώρηση σε αυτούς άδειας να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε πως η υποχρέωση των εφεσειόντων-εναγομένων εκτεινόταν μέχρι σημείου που να πρέπει με λεπτομέρεια να διαχώριζαν το ακριβές ποσό που δέχονταν ότι όφειλαν, αφού στα ποσά που απαιτούνταν συμπεριλαμβανόταν και η κεφαλαιοποίηση τόκων και η κατά τον ισχυρισμό τους χρέωση παράνομου επιτοκίου, που καθιστούσε ένα τέτοιο υπολογισμό πολύ δύσκολο.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δίδεται άδεια όπως οι εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχωρήσουν υπεράσπιση εντός 6 εβδομάδων. Τόσο τα έξοδα της έφεσης όσο και τα πρωτόδικα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων.