ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 937
19 Ιουλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων - Τριτοδιάδικος,
v.
ΘΕΟΧΑΡΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΕΤΤΕΝΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2005)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Οδηγός αυτοκινήτου σε αυτοκινητόδρομο αφού προσπέρασε άλλο αυτοκίνητο, έστριψε απότομα αριστερά για να εισέλθει ξανά στην αριστερή λωρίδα του δρόμου οπόταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του το οποίο, πλαγιολισθαίνοντας προς τα αριστερά, βγήκε από το δρόμο και αφού προσέκρουσε σε παρακείμενο όχθο, ανατράπηκε — Αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία (τριτοδιάδικος) είχε ποσοστό ευθύνης 25% λόγω της παράλειψής της να τοποθετήσει στηθαίο ασφάλειας στο σημείο όπου έγινε το ατύχημα — Κρίθηκε κατ' έφεση, ακυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι η μη τοποθέτηση στηθαίου δεν καθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη παράβασης καθήκοντος επιμέλειας.
Αμέλεια ? Επικίνδυνα αντικείμενα ? Το κατά πόσο κάποιο αντικείμενο συνιστά κίνδυνο και το κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Αμέλεια ? Επιμερισμός ευθύνης ? Παράγοντες επιμερισμού, το μεμπτό της διαγωγής κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς που προκύπτει.
Η Κυπριακή Δημοκρατία κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπεύθυνη για αμέλεια ως τριτοδιάδικος έναντι του εφεσίβλητου - εναγόμενου, επειδή δεν είχε τοποθετήσει στηθαίο ασφάλειας σε συγκεκριμένο σημείο στην αριστερή πλευρά του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας - Λεμεσού όπου σημειώθηκε τροχαίο ατύχημα. Στο εν λόγω ατύχημα τραυματίστηκε ο εφεσίβλητος - ενάγων ο οποίος επέβαινε του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσίβλητος - εναγόμενος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε στην Κυπριακή Δημοκρατία ποσοστό ευθύνης 25% με ανάλογη συνεισφορά προς τον εφεσίβλητο - εναγόμενο για την αποζημίωση που αυτός κατέβαλε στον εφεσίβλητο - ενάγοντα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την απόφαση και εισηγήθηκε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την επικινδυνότητα του δρόμου στο σημείο του δυστυχήματος και συνακόλουθα η διαπίστωση ότι η μη τοποθέτηση στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο συνιστά παράβαση καθήκοντος επιμέλειας της Δημοκρατίας έναντι του εφεσίβλητου, δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν εκτιμήθηκε σωστά από το Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο δίκαιο που διέπει το θέμα του επιμερισμού της ευθύνης και του καθήκοντος για επίδειξη επιμέλειας, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Η τοποθέτηση στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία ενώ από την άλλη, η ανυπαρξία του στηθαίου δεν συνιστούσε, με βάση την πείρα και τη λογική, οποιοδήποτε κίνδυνο. Επομένως η Δημοκρατία δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του εφεσίβλητου εφόσον δεν υπήρχε λογικά προβλεπτός κίνδυνος.
2. Δεν έχει αποδειχθεί με σαφή μαρτυρία ότι η κατ' ισχυρισμό παράλειψη τοποθέτησης στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός.
Η έφεση επιτράπηκε με £2000 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στρατμάρκο Λτδ v. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. 453,
Levine v. Morris [1970] 1 All E.R.144,
Jerred v. T. Roddam Dent & Sons Ltd [1948] 2 All E.R. 104,
Αλεξάνδρου κ.?. v. Λεβέν?η κ.?. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 420,
Ιωάννου v. Στυλιανού (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1861,
Πραστίτης v. Συνδ. Αδειούχων Λιμεν. Αχθοφ. Λιμένος Λεμεσού κ.?. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2144.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 8613/01), ημερομ. 14.10.05.
Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα-Τριτοδιάδικο.
Ν. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία, ως τριτοδιάδικος, κρίθηκε υπεύθυνη παράβασης καθήκοντος επιμέλειας έναντι του ενάγοντα λόγω παράλειψης της να τοποθετήσει στηθαίο ασφάλειας σε συγκεκριμένο σημείο του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας Λεμεσού όπου ο ενάγων, λόγω τροχαίου δυστυχήματος, υπέστη ζημιές. Το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλόγισε στην Κυπριακή Δημοκρατία ποσοστό ευθύνης 25% με ανάλογη συνεισφορά προς τον εφεσίβλητο (εναγόμενο) για την αποζημίωση που αυτός κατέβαλε στον ενάγοντα.
Ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε αυτοκίνητο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας - Λεμεσού, εισήλθε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας για να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα. Μετά το προσπέρασμα, έστριψε απότομα αριστερά για να εισέλθει ξανά στην αριστερή λωρίδα του δρόμου. Στη φάση αυτή της οδήγησης, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου το οποίο, πλαγιολισθαίνοντας προς τα αριστερά, βγήκε από το δρόμο και αφού προσέκρουσε στον παρακείμενο όχθο, ανατράπηκε. Προτού ακινητοποιηθεί, προσέκρουσε πάνω σε δέντρο το οποίο απέκοψε.
Ο συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις για τις ζημιές που είχε υποστεί εξαιτίας του δυστυχήματος, καταλογίζοντας ευθύνη εξ αμελείας στον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος, αφού πρόσθεσε την Κυπριακή Δημοκρατία ως τριτοδιάδικο, δήλωσε ότι υπήρξε αμελής και αποζημίωσε τον ενάγοντα. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η παράλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας να τοποθετήσει στηθαίο ασφάλειας στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα, συνιστά παράβαση οφειλόμενου καθήκοντος επιμέλειας και καταλόγισε ευθύνη στη Δημοκρατία από την οποία αξίωσε συνεισφορά επί του ποσού που κατέβαλε στον ενάγοντα, ανάλογη προς το βαθμό ευθύνης που ενδεχομένως θα βρεθεί συνυπεύθυνη για το δυστύχημα. Η απαίτηση του εφεσίβλητου κατά της Δημοκρατίας, υποβλήθηκε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η δικηγόρος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι η ιδιοκτησία και ευθύνη σχεδίασης, κατασκευής, ασφάλειας και συντήρησης του συγκεκριμένου δρόμου ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ανώτερος εκτελεστικός μηχανικός του Τμήματος Δημοσίων Εργων, κατέθεσε ότι είναι πάγια τακτική του τμήματος να τοποθετούνται στηθαία ασφάλειας σε διάφορα σημεία του οδικού δικτύου αυξημένης επικινδυνότητας και ότι, σε σχέση με τους αυτοκινητόδρομους με ψηλό όριο ταχύτητας, ως τέτοια σημεία, θεωρούνται εκείνα όπου η επιφάνεια της όμορης γης είναι κατά δύο τουλάχιστο μέτρα πιο κάτω από την επιφάνεια του δρόμου και όπου υπάρχουν οδικές πινακίδες οι οποίες στηρίζονται σε κολόνες από σκυρόδεμα ή χονδρές σωλήνες.
Στην προκείμενη περίπτωση, αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου κατά την ώρα του δυστυχήματος ήταν 100 χαω και ότι μετά την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας υπήρχε ασφάλτινο έρεισμα (κράσπεδο) πλάτους 3 μέτρων. Μετά το κράσπεδο, υπήρχε λωρίδα ασυμπίεστης γης πλάτους ενός μέτρου και μετά αυλάκι βάθους 60 εκ. και πλάτους 1.20 μ. το οποίο χρησίμευε για την απορροή των νερών της βροχής. Πέρα από το αυλάκι, υψωνόταν πλαγιά (όχθος) ύψους 5 μέτρων. Στο σημείο αυτό του δρόμου ουδέποτε τοποθετήθηκε ούτε υπήρχε στηθαίο ασφάλειας, η κατάσταση του δρόμου ήταν πολύ καλή το δε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν 100 χαω και υπήρχε η κατάλληλη σήμανση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και με αναφορά στη νομολογία*, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σημείο του αυτοκινητόδρομου όπου συνέβηκε το δυστύχημα ήταν της ίδιας επικινδυνότητας με άλλα σημεία του ίδιου δρόμου στα οποία υπήρχαν στηθαία ασφάλειας. Οι κίνδυνοι που ενείχε η εκτροπή ενός αυτοκινήτου από το συγκεκριμένο σημείο ήταν, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, εύλογα προβλεπτοί όπως και στην περίπτωση των άλλων σημείων αφού ο βαθμός επικινδυνότητας μεταξύ του συγκεκριμένου σημείου και των άλλων, όπου υπήρχαν στηθαία ασφάλειας, δεν διέφερε. Και εφόσον υπήρχε η δυνατότητα τοποθέτησης στηθαίου ασφάλειας με πιθανώς ολιγότερο σοβαρές συνέπειες για τους επιβαίνοντες σε αυτοκίνητο που θα προσέκρουε σ΄ αυτό, η Δημοκρατία όφειλε να είχε ενεργήσει αναλόγως. Ο ευπαίδευτος Δικαστής, στη βάση των πιο πάνω, θεώρησε ως δεδομένη την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας της ζημιάς του ενάγοντα με την παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας της Δημοκρατίας έναντι του ενάγοντα και καταλόγισε ποσοστό ευθύνης της Δημοκρατίας 25% και το υπόλοιπο 75% στον εφεσίβλητο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εισηγείται ότι τα συμπεράσματα του δικάσαντος δικαστηρίου αναφορικά με την επικινδυνότητα του δρόμου στο σημείο του δυστυχήματος και συνακόλουθα η διαπίστωση ότι η μη τοποθέτηση στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο συνιστά παράβαση καθήκοντος επιμέλειας της Δημοκρατίας έναντι του εφεσίβλητου, δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν εκτιμήθηκε σωστά από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στην υπό εξέταση υπόθεση φαίνεται πως δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα το κατά πόσο η Δημοκρατία υπέχει οποιαδήποτε νομική ή άλλη υποχρέωση να τοποθετεί στηθαία ασφάλειας σε κάθε δημόσιο δρόμο ούτε έχει προσδιοριστεί η φύση και η εμβέλεια μιας τέτοιας ενδεχόμενης υποχρέωσης. Όλα προχώρησαν στη βάση της δήλωσης της δικηγόρου που εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα ότι η Δημοκρατία έχει την ευθύνη για τη σχεδίαση, κατασκευή, ασφάλεια και συντήρηση του συγκεκριμένου δρόμου. Θεωρήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι αυτή η ευθύνη περιλαμβάνει και τη νομική υποχρέωση τοποθέτησης στηθαίων ασφαλείας και ότι σε περίπτωση μη τοποθέτησης, η Δημοκρατία υπέχει ενδεχομένως αστική ευθύνη λόγω παράβασης καθήκοντος επιμέλειας κλπ σε περίπτωση δυστυχήματος. Επειδή η υπόθεση κινήθηκε πρωτοδίκως μέσα στα πιο πάνω πλαίσια χωρίς να εξεταστεί ευρύτερα το θέμα του προσδιορισμού των ορίων των όποιων υποχρεώσεων της Δημοκρατίας για τοποθέτηση στηθαίων ασφαλείας στους δρόμους και άλλα συναφή θέματα, είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να περιοριστούμε στα ίδια πλαίσια εφόσον τα ζητήματα που προαναφέραμε δεν ήταν επίδικα ούτε καλύπτονται από την έφεση.
Ο επιμερισμός της ευθύνης συναρτάται προς δύο παράγοντες, το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency). Ο επιμερισμός της ευθύνης γίνεται υπό ευρεία σκοπιά και πάντοτε με γνώμονα τη λογική και την εμπειρία. Αν η καθοδήγηση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ορθή, ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Βλ. Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 420.
Η υποχρέωση για επίδειξη επιμέλειας είναι ανάλογη με το μέγεθος του αναμενόμενου υπό τις περιστάσεις κινδύνου εκτός αν ο κίνδυνος είναι τέτοιος που λογικά μπορεί με ασφάλεια να αγνοηθεί. Ένας οδηγός έχει καθήκον να είναι προσεκτικός ώστε να αντιμετωπίζει κινδύνους που σχετίζονται με κάθε ενδεχόμενο πρόκλησης ατυχήματος που προκύπτει κατά την οδήγηση και να λάβει κατάλληλες προφυλάξεις. Καθήκον επιμέλειας υφίσταται μόνο όπου ο κίνδυνος είναι λογικά προβλεπτός. Βλ. Ιωάννου ν. Στυλιανού (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1861.
Σκιαγραφήσαμε με αδρές γραμμές το δίκαιο που διέπει το θέμα του επιμερισμού της ευθύνης και του καθήκοντος για επίδειξη επιμέλειας. Οι βασικές αρχές είναι γνωστές και εμπεδωμένες ώστε να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση εκτός αν προκύπτει ανάγκη επιβεβαίωσης του δικαίου στις περιπτώσεις όπου ενδεχομένως εμφιλοχωρεί εσφαλμένη αντίληψη ως προς την έκταση του πεδίου της εφαρμογής τους.
Στην Πραστίτης ν. Συνδ. Αδειούχων Λιμεν. Αχθοφ. Λιμένος Λεμεσού κ.ά (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2144 ειπώθηκαν τα εξής:
«Το τι συνιστά κίνδυνο ως στοιχείο οχληρίας ή αμέλειας δεν συναρτάται προς το είδος του ή την κατασκευή του κατ΄ αποκλεισμό των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση. Δεν είναι θεωρητικό το εγχείρημα. Το κατά πόσο η ύπαρξη ενός αντικειμένου σε ορισμένο χώρο συνιστά κίνδυνο και το κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά, εξαρτάται από τα περιστατικά. Σε δοσμένες συνθήκες ο,τιδήποτε μπορεί να συνιστά κίνδυνο από την πιο πάνω άποψη και το αντίστροφο.»
Προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας ότι το συγκεκριμένο σημείο του δρόμου δεν παρουσίαζε στοιχεία ιδιαίτερης επικινδυνότητας ώστε να εμπίπτει στην κατηγορία των σημείων για τα οποία το αρμόδιο κυβερνητικό τμήμα, κατά πάγια τακτική, τοποθετεί στηθαία ασφάλειας. Εδώ, η επιφάνεια της όμορης γης δεν ήταν πιο κάτω από την επιφάνεια του δρόμου κατά δύο τουλάχιστο μέτρα ούτε υπήρχαν οδικές πινακίδες οι οποίες στηρίζονταν σε κολόνες από σκυρόδεμα ή χονδρές σωλήνες. Η τοποθέτηση στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία ενώ από την άλλη, η ανυπαρξία του στηθαίου δεν συνιστούσε, με βάση την πείρα και τη λογική, οποιοδήποτε κίνδυνο. Επομένως η Δημοκρατία δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του εφεσίβλητου εφόσον δεν υπήρχε λογικά προβλεπτός κίνδυνος. Σημειώνουμε τέλος, ότι δεν έχει αποδειχθεί με σαφή μαρτυρία ότι η κατ' ισχυρισμό παράλειψη τοποθέτησης στηθαίου ασφάλειας στο συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση κατά την έκταση που αυτή αφορά τον εφεσείοντα παραμερίζεται. Έξοδα £2000 υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται με £2000 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.