ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
΄Ελλη Δημητρίου ν. Μάριου Δημητριάδη (2000) 1 ΑΑΔ 1654
Theomaria Estates Ltd ν. Samuel Mason και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 256
Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 ΑΑΔ 1057
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2007) 1 ΑΑΔ 725
14 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΛΑΜΠΗ ΑΝΗΛΙΚΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΑΥΤΗΣ
ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ ΛΑΜΠΗ,
Εφεσείουσα - Ενάγουσα,
ν.
ΔΟΜΝΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,
Εφεσίβλητης - Εναγομένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 330/2005)
Αμέλεια ? Τροχαίο Ατύχημα ? Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για πρόκληση του ατυχήματος σε ανήλικη ηλικίας 7 ετών η οποία εισήλθε με το ποδήλατ? της από πάροδο σε κύριο δρόμο με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με αυτοκίνητο επί του κυρίου δρόμου ? Δεν θεωρήθηκε αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.
Ευρήματα Δικαστηρίου ? Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ? Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ? Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ? Το Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.
Έξοδα ? Έγερση αγωγής μέσω του πατέρα ανήλικης ως πλησιέστερου φίλου και φυσικού κηδεμόνα αυτής ? Κατά πόσο ο πατέρας της ανήλικης θα έπρεπε να διαταχθεί προσωπικά να καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας κατά την απόρριψη της αγωγής.
Η εφεσείουσα ηλικίας επτά ετών, οδηγώντας το ποδήλατό της στην οδό Επτανήσου προς τη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας στην Πάφο συγκρούστηκε με αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε η εφεσίβλητη στη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας. Η Λεωφόρος Ανεξαρτησίας είναι κύρια οδός με πλάτος 11.47μ. η δε οδός Επτανήσου πάροδος με πλάτος 7.60μ. Η ανήλική διάνυσε 8.60μ. μέσα στη Λεωφόρο προτού συγκρουστεί με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Το αυτοκίνητο δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης και η ζημιά στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ήταν ένα ελαφρύ βούλωμα στο δεξιό πλαϊνό φτερό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 (Αστυνομικού), στην πραγματική μαρτυρία, και στη μαρτυρία της εφεσίβλητης, κατέληξε ότι η ανήλικη έφερε ολόκληρη την ευθύνη. Το Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4, πατέρα και μητέρα, αντίστοιχα, τη? ανήλικης, οι οποίοι δεν ήσαν παρόντες την ώρα που προκλήθηκε το ατύχημα.
Με την έφεση προσβάλλονται βασικά τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Με την αντέφεση υποβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι αυτή δεν καταχωρήθηκε και από τους δύο γονείς, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 5 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90 όπως τροποποιήθηκε).
Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την εφεσείουσα να καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και όχι προσωπικά τον πατέρα της μέσω του οποίου είχε εγερθεί η αγωγή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση.
Η έφεση απορρίφθηκε με £850 έξοδα πλέον £40 πραγματικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1633,
Theomaria Estates Ltd. ν. Mason κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 256,
Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Νικολαΐδη (2006) 1 ?.?.?. 1057,
Νικoδήμου ν. Ανδρέου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1369,
Κυριακίδης ν. Στυλιανού κ.?. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 68.
Αλεξάνδρου κ.?. ν. Λεβέντη κ.?. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,
Λόης κ.ά. ν. Παύλου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1662,
Δημητρίου ν. Δημητριάδη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1654.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθ. Αρ. 3999/01), ημερ. 29.9.05.
Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα.
Α. Εύζωνας με Χρ. Ζόππο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην υπόθεση αρ. 3999/2001 που εκδόθηκε στις 29.9.05 με την οποία η αγωγή της ενάγουσας (ανήλικης) για αποζημιώσεις που υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι είχε αυτή την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα.
Το δυστύχημα έγινε στις 16.5.01 περί τις 2.30 μ.μ. και καταγγέλθηκε στην αστυνομία στις 22.5.01 περί 2.30 μ.μ.. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσείουσα ήταν ηλικίας 7 ετών (γεννήθηκε 20.8.93) και οδηγούσε το ποδήλατο της στην οδό Επτανήσου προς τη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας οπότε συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο με αρ. εγγρ. ΗΚΑ085 που οδηγούσε η εφεσίβλητη στη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας ακολουθώντας την πορεία «Α» όπως φαίνεται στο σχετικό σχεδιάγραμμα που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην υπόθεση. Η πορεία της ανήλικης ήταν αυτή που σημειώνεται στο ίδιο σχεδιάγραμμα με το γράμμα «Β». Η Λεωφόρος Ανεξαρτησίας είναι η κύρια οδός με πλάτος 11.47 μ., η δε οδός Επτανήσου πάροδος με πλάτος 7.60 μ.. Η σύγκρουση έγινε στην αριστερή πλευρά του δρόμου (Λεωφόρο Ανεξαρτησίας) σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης και σε απόσταση 2.80 μ. από το αριστερό πεζοδρόμιο. Η ανήλικη δηλαδή, διάνυσε 8.60 μ. μέσα στη Λεωφόρο προτού συγκρουστεί με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Το αυτοκίνητο δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης. Είναι επίσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που υποστηρίζεται από μαρτυρία που προέρχεται και από την πλευρά της εφεσείουσας, ότι η ζημιά στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ήταν ένα ελαφρύ βούλωμα στο δεξιό πλαϊνό φτερό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία (κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες για την εφεσείουσα και για την υπεράσπιση μόνο η εφεσίβλητη) έκρινε ως αξιόπιστους τον Μ.Ε.1 Αστυφ. 1054 Ελευθέριο Χαριλάου και τον Μ.Ε.3 γιατρό (Ακτινολόγο) Α. Ανδρέου του οποίου όμως η μαρτυρία αφορά το θέμα αποζημιώσεων. Η ανήλικη δεν κατέθεσε. Αναφορικά με τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4, πατέρα και μητέρα, αντίστοιχα, της ανήλικης, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση, το Δικαστήριο τους έκρινε αναξιόπιστους. Αντίθετα, έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη. Βασιζόμενο λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μαρτυρία του Μ.Ε.1, στην πραγματική μαρτυρία, δηλαδή το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος και στη μαρτυρία της εφεσίβλητης, κατάληξε ότι η ανήλικη έφερε ολόκληρη την ευθύνη.
Με την έφεση αυτό που προσβάλλεται είναι βασικά τα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων. Με τον πρώτο λόγο έφεσης εγείρεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τους γονείς της ανήλικης. Διευκρινίζουμε εδώ ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν ήσαν παρόντες κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το δυστύχημα και έτσι στο θέμα ευθύνης η μαρτυρία τους και να γινόταν δεκτή από το Δικαστήριο, δεν βοηθά την υπόθεση της εφεσείουσας. Στον τόπο του δυστυχήματος πήγαν λίγο μετά που συνέβηκε τούτο, πρώτα ο Μ.Ε.2 και λίγο αργότερα η Μ.Ε.4. Βασικά αναφέρθηκαν στις συνέπειες της ανήλικης από το δυστύχημα. Για την αιτία του δυστυχήματος ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν η μαρτυρία του Μ.Ε.1 (Αστυνομικού), το σχεδιάγραμμα και η μαρτυρία της εφεσίβλητης. Με το δεύτερο λόγο έφεσης επίσης εγείρονται θέματα αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα με το λόγο αυτό υποβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστη η εφεσίβλητη. Με τον τρίτο λόγο ότι εσφαλμένα καταμέρισε ολόκληρη την ευθύνη το Δικαστήριο στην εφεσείουσα και με τον τέταρτο προσβάλλεται ως ανεπαρκές το ποσό των αποζημιώσεων που θα δικαιούτο η εφεσείουσα αν επιτύγχανε η αγωγή της.
Σημειώνουμε εδώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. Τούτο είναι δυνατό, αφού το Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1633, όπου γίνεται αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, Theomaria Estates Ltd. ν. Mason κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 256 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).
Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η εφεσείουσα έφερε αποκλειστικά την ευθύνη για το δυστύχημα και τους λόγους που προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας γιατί η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Όμως δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου τούτου στην πρωτόδικη απόφαση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφεσίβλητη οδηγούσε σε κύριο δρόμο, ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι είχε τέτοια υπερβολική ταχύτητα που να της αποδίδει αμέλεια, ότι το δυστύχημα έγινε στη δική της κανονική πορεία κυκλοφορίας και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η σύγκρουση του ποδηλάτου ήταν στο δεξιό πλαϊνό φτερό του οχήματος της εφεσίβλητης που συνάδει πλήρως με την εκδοχή της ότι είναι η ανήλικη που κτύπησε πάνω στο αυτοκίνητο της μόλις η ίδια κατάφερε και το ακινητοποίησε, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Εξετάσαμε όλες τις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο συνήγορος στις οποίες κρίθηκε ότι εκτός από τον ανήλικο και ο οδηγός του εμπλεκόμενου στο δυστύχημα οχήματος είχε ευθύνη, αλλά κρίνουμε ότι αυτές διαφοροποιούνται από την παρούσα. Για παράδειγμα, στη Νικoδήμου ν. Ανδρέου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1369 υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων (που του επιμερίστηκε 70% ευθύνης), είχε δει τον ανήλικο (11χρονο) από απόσταση 100 μέτρων ότι στεκόταν στην άκρη του δρόμου με πρόθεση να προσπαθήσει να διασταυρώσει το δρόμο και δεν έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα προφύλαξης με αποτέλεσμα να κτυπήσει το παιδί όταν τούτο προσπάθησε να διασταυρώσει το δρόμο. Στην Κυριακίδης ν. Στυλιανού κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 68 το δυστύχημα έγινε σε δρόμο όπου υπήρχαν σχολεία (Δημοτικό και Γυμνάσιο) και ο δρόμος διασταυρώνετο από παιδιά που πήγαιναν σε αυτά ώστε το ενδεχόμενο διασταύρωσης του δρόμου από παιδιά έπρεπε να αναμένεται από τους οδηγούς. Έτσι ο εφεσείων (οδηγός του οχήματος) κρίθηκε κατά 70% υπεύθυνος γιατί ενώ είχε δει την ανήλικη που στεκόταν με άλλο παιδί μέσα στο δρόμο με σκοπό να διασταυρώσει, αφού ήταν η ώρα που πήγαιναν στο σχολείο, δεν έλαβε τη δέουσα προσοχή. Στην Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420 ο εφεσείων-ενάγων (8 ετών), κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσίβλητη ενώ ο πρώτος διασταύρωνε δρόμο πλάτους 23 ποδών και είχε διανύσει τα 3/4 της απόστασης. Η ορατότητα ήταν 100 περίπου μέτρα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν μέσα στα επιτρεπτά όρια των 30 μ.α.ω.. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέρισε ευθύνη 25% στον πεζό (ανήλικο) και 75% στην οδηγό του αυτοκινήτου, εφεσίβλητη, ο οποίος επιμερισμός κρίθηκε ορθός από το Εφετείο.
Στην Λόης κ.ά. ν. Παύλου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1662 ο εφεσείων (οδηγός αυτοκινήτου) κτύπησε βίαια την εφεσίβλητη που διασταύρωνε τη λεωφόρο Ελευθερίας στην Ανθούπολη. Η λεωφόρος είχε πλάτος 24,6 πόδια και η εφεσίβλητη κάλυψε μια απόσταση 18,4 πόδια προτού κτυπηθεί. Στο μέρος υπήρχε σχολείο με σχετική προειδοποιητική πινακίδα. Η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν 39 μαω αντί 30 που ήταν το επιτρεπόμενο όριο. Ο οδικός φωτισμός ήταν χαμηλός και η εφεσίβλητη φορούσε σκούρα ρούχα. Το πρωτόδικο δικαστήριο καταμέρισε 60% της ευθύνης στον οδηγό και 40% στην εφεσίβλητη (πεζή) και το εφετείο έκρινε ορθό τον καταμερισμό αυτό.
Τέλος η υπόθεση Δημητρίου ν. Δημητριάδη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1654, αφορούσε και πάλιν περίπτωση διασταύρωσης του δρόμου από πεζό (παιδί 7 ετών) που έγινε το μεσημέρι σε ώρα που σχόλαναν τα παιδιά. Το παιδί (εφεσίβλητος) κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας που ερχόταν από τα αριστερά του. Είχε δει ο μικρός το αυτοκίνητο αλλά ήταν μακρυά και υπολόγισε πως μπορούσε να προχωρήσει με ασφάλεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ένοχη την εφεσείουσα κατά 75% και το παιδί κατά 25%. Ο ανήλικος διασταύρωσε κάπου 10 μέτρα μετά από την υπάρχουσα διάβαση πεζών. Η έφεση απορρίφθηκε για το λόγο ότι το γεγονός ότι το παιδί δε διασταύρωσε από τη διάβαση πεζών αλλά 10 μέτρα μακρυά, εφόσο τούτο έγινε μετά και όχι πριν τη διασταύρωση πεζών σύμφωνα με την πορεία της εφεσείουσας, δεν μετέβαλλε την κατάσταση. Τονίστηκε ότι η ταχύτητα οδηγών σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διασταύρωση δρόμου από πεζούς πρέπει να είναι τέτοια που να τους επιτρέπει να αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά αν ο πεζός επιχειρήσει να διασταυρώσει.
Η διαφορά της παρούσας υπόθεσης από όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, που επικαλέστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, είναι ότι εδώ δεν έχουμε περίπτωση πεζού που είναι στην άκρη του δρόμου έτοιμος να επιχειρήσει να διασταυρώσει αυτόν και κτυπάται από διερχόμενο αυτοκίνητο. Έχουμε την εφεσίβλητη να οδηγεί στον κύριο δρόμο, κανονικά στην πορεία της και με ταχύτητα που να είναι μέσα στα επιτρεπτά όρια και την ανήλικη να οδηγά το ποδήλατο της από πάροδο και να εισέρχεται στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει. Η εφεσίβλητη σταμάτησε έγκαιρα και είναι η ανήλικη που κτύπησε στο όχημα της εφεσίβλητης. Το γεγονός ότι το όχημα της τελευταίας δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης μπορεί κάλλιστα να συνάδει με τη δική της εκδοχή ότι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Στην υπόθεση έχουμε και αντέφεση. Ως πρώτο θέμα υποβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι αυτή δεν καταχωρήθηκε και από τους δυο γονείς, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90 ως έχει τροποποιηθεί), ότι δηλαδή τη γονική μέριμνα (έννοια που περιλαμβάνει και την εκπροσώπηση του ανήλικου σε κάθε δικαιοπραξία), ασκούν και οι δυο γονείς.
Ενόψει του ότι η αγωγή έχει ήδη απορριφθεί για άλλο λόγο, στην ουσία της δηλαδή, και έχουμε δεχθεί ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε ότι δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση για να αποφανθούμε επί της συνέπειας της μη έγερσης της αγωγής και από τους δυο γονείς. Εν πάση περιπτώσει έχουμε προσέξει ότι δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα οποιαδήποτε ένσταση. Μπορούσε η εφεσίβλητη να αποταθεί για διαγραφή της αγωγής, αν ήταν της άποψης ότι η παράλειψη έγερσης της και από τους δυο γονείς ήταν ουσιώδης.
Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την εφεσείουσα (ενάγουσα) να καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και όχι προσωπικά τον πατέρα της, μέσω του οποίου είχε εγερθεί η αγωγή. Δικαιολόγησε την απόφαση της η πρωτόδικος Δικαστής ως εξής:
«Περαιτέρω και αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, ο κ. Εύζωνας εισηγήθηκε ότι στην περίπτωση απόρριψης της αγωγής αυτά θα πρέπει να βαρύνουν όχι την Ενάγουσα, αλλά τον πατέρα της μέσω του οποίου κινήθηκε η αγωγή.
Ο όρος «Ενάγοντας» σύμφωνα με τη Δ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που αξιώνει θεραπεία.
Στη Δ.9, θ. 12, των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοείται ότι ανήλικος που δεν έχει κηδεμόνα εξουσιοδοτημένο να εγείρει οποιαδήποτε διαδικασία, μπορεί να ενάγει σαν Ενάγοντας, δια μέσου προσώπου που θα περιγράφεται στο κλητήριο σαν πλησιέστερος φίλος.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση διάδικος είναι η ανήλικη η οποία αξιώνει τις θεραπείες που εκτίθενται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και όχι ο πατέρας της. Αυτός είναι απλώς το πρόσωπο μέσω του οποίου έχει εγερθεί η αγωγή.
Ως εκ τούτου δεν θα ήταν δυνατό αυτός να καταδικασθεί στα έξοδα.
Συνακόλουθα η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και σε βάρος της Ενάγουσας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό και τα όσα ανάφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης συμπεριλαμβανομένης και της παραπομπής στο αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice (1958) σελ.263. Έχουμε καταλήξει ότι τίποτε από τα όσα εκεί αναφέρονται υποστηρίζει την άποψη ότι θα έπρεπε να διαταχθεί προσωπικά ο πατέρας της ανήλικης να καταβάλει τα έξοδα. Λάβαμε υπόψη και την πρόνοια της Δ.60, θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών η οποία προβλέπει για διαδικασία ασφάλειας εξόδων όπου ένα πρόσωπο το οποίο εγείρει αγωγή ως πλησιέστερος φίλος ενός ανηλίκου ή άλλου προσώπου που τελεί υπό ανικανότητα, είναι εφεσείων. Επομένως η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με £850 έξοδα (περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) πλέον £40 πραγματικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η αντέφεση απορρίπτεται αλλά κάτω από τις περιστάσεις χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £850 έξοδα πλέον £40 πραγματικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.