ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 503
25 Aπριλίου, 2007
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ BARBARA DORIS BAUER,
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΡΑΜΠΑΤΑΚΗ,
Εφεσιβλήτου - Καθ'ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 12/2005)
Δικαστική Απόφαση ― Αλλοδαπή δικαστική απόφαση ― Αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση στην Κύπρο απόφασης Γερμανικού Δικαστηρίου σε σχέση με διατροφή ανηλίκου ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα επιτυχίας της αίτησης.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (ο εφεσείων), με αίτησή του ημερομηνίας 15/6/01, ζητούσε απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει και διατάσσει την εκτέλεση στην Κύπρο απόφασης Γερμανικού Δικαστηρίου σε σχέση με τη διατροφή του ανήλικου γιού του εφεσίβλητου - καθ' ου η αίτηση και της Barbara Doris Bauer. Η αίτηση εστηρίζετο στον περί της Συμβάσεως επί της Διεκδικήσεως Διατροφής εν τη Αλλοδαπή (Κυρωτικό) Νόμο του 1978 (Ν.50/78), με τον οποίο κυρώθηκε η προσαρτημένη στην Τελική Πράξη της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών επί των Υποχρεώσεων Διατροφής, που υιοθετήθηκε στις 20/6/56 στη Νέα Υόρκη, ομώνυμη Σύμβαση. Σε συνδυασμό με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000 (Ν.121(Ι)/00).
Ο εφεσίβλητος, (α) αμφισβήτησε την κατά νόμο δυνατότητα της αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης του Γερμανικού Δικαστηρίου και (β) υποστήριξε πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα αρκούσε το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν συμβαλλόμενη στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1956 και πως θα έπρεπε και να αποδεικνυόταν ότι και εκείνη εφάρμοζε τη Σύμβαση με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως Συνθήκη για Αμοιβαία Αναγνώριση και Εκτέλεση έτσι ώστε να τηρείται η αναγκαία προϋπόθεση της αμοιβαιότητας.
Ο εφεσείων προέβαλε τη θέση πως εκείνο που δεν αναγνωρίστηκε ως δυνατότητα με τον περί Διαταγμάτων Διατροφής (Διευκόλυνσις προς Διεκδίκησιν) Νόμο του 1981(Ν.43/81), αναγνωρίστηκε πλέον, με το Ν.121(Ι)/00. Οπότε και υπέβαλε την αίτηση κατ' επίκλησή του, σε συνδυασμό βέβαια και με το Ν.50/78.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν παρεχόταν δυνατότητα αναγνώρισης και εκτέλεσης της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης και απέρριψε την αίτηση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Ν.121(Ι)/00 δεν προσθέτει στο ουσιαστικό δίκαιο. Εξαντλείται στην ακολουθητέα διαδικασία, με δοσμένη την κατά τον τρόπο που εξειδικεύει ύπαρξη υποχρέωσης αναγνώρισης και εγγραφής.
Δεν ήταν δυνατή η αναγνώριση και η εγγραφή της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης αφού η Σύμβαση που κυρώθηκε με το Ν.50/78 δεν ήταν «συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων». Ο Ν.121(Ι)/00 δεν πρόσθεσε οτιδήποτε στις δυνατότητες που παρέχονταν και η αίτηση, στηριγμένη σ' αυτόν με αναφορά και στο Ν.50/78, ορθά απορρίφθηκε.
2. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα επεκταθεί στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης με την οποία δικαιώθηκε και η θέση του εφεσίβλητου υπό το β) ανωτέρω.
Η έφεση απορρίφθηκε με £700 έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 102/01), ημερομ. 1.6.05.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζανέττου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα Υπουργό Δικαιοσύνης.
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 17.7.85, αναγνωρίστηκε πως ο εφεσίβλητος, ως ο φυσικός πατέρας του ανηλίκου Sascha Marcel Bauer, ήταν υπόλογος για καταβολή διατροφής από την ημέρα της γέννησής του, στις 25.1.85, μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Το ύψος αυτής της διατροφής καθορίστηκε με διαδοχικά μεταγενέστερα βουλεύματα, ημερομηνίας 17.9.87, 16.1.89, 11.3.94 και 18.10.96.
Με αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (ο εφεσείων), ημερομηνίας 15.6.01, ζητήθηκε:
«Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει και να διατάσσει την εκτέλεση στην Κύπρο της απόφασης διατροφής του Γερμανικού Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου της πόλης Gelsenkirchen) ημερομηνίας 17.7.1985 που αφορά τον ανήλικο Sascha Marcel Bauer, γιο του καθ' ου η αίτηση και της Barbara Doris Bauer.».
Από τους λόγους της ένστασης χρειάστηκε να εξεταστεί μόνο ο αναφερόμενος στην κατά νόμο δυνατότητα τέτοιας αναγνώρισης και εκτέλεσης. Η πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως δεν παρεχόταν τέτοια δυνατότητα και απέρριψε την αίτηση. Η έφεση αφορά στην ορθότητα της κρίσης που οδήγησε σ' αυτή την κατάληξη. Ασκήθηκε και αντέφεση. Αυτή, όμως, αφορά στα ζητήματα που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως και, όπως ορθά αναγνώρισαν και τα μέρη, θα προκύπτει ανάγκη χειρισμού ως προς αυτά, μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.
Έρεισμα της αίτησης ήταν ο περί της Συμβάσεως επί της Διεκδικήσεως Διατροφής εν τη Αλλοδαπή (Κυρωτικός) Νόμος του 1978 (Ν. 50/78) με τον οποίο κυρώθηκε η προσαρτημένη στην Τελική Πράξη της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών επί των Υποχρεώσεων Διατροφής, που υιοθετήθηκε στις 20.6.56 στη Νέα Υόρκη, ομώνυμη Σύμβαση. Σε συνδυασμό με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000 (Ν. 121(Ι)/00). Ανεξάρτητα από τον περί Διαταγμάτων Διατροφής (Διευκόλυνσις προς Διεκδίκησιν) Νόμο του 1981 (Ν. 43/81). Ο Ν. 43/81 θεσπίστηκε ακριβώς σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας από τον πιο πάνω κυρωτικό Νόμο, στον οποίο και αναφέρεται ρητά. Η ρύθμιση προέβλεπε, ως τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης, την υποβολή αίτησης για διατροφή. Χωρίς πρόβλεψη δυνατότητας αναγνώρισης, εγγραφής και εκτέλεσης απόφασης που ενδεχομένως είχε ήδη εκδοθεί από την αιτούσα προσχωρήσασα χώρα.
Συμφωνούν, ορθά βεβαίως, οι δυο πλευρές επί του πιο πάνω και, ακριβώς, οι χειρισμοί του εφεσείοντα ήταν στηριγμένοι στην αναγνώριση πως δεν ήταν δυνατό, όταν λήφθηκε το γερμανικό αίτημα τον Αύγουστο του 1998, να υποβληθεί αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης του Γερμανικού Δικαστηρίου, ως το μέσο για την εκπλήρωση υποχρέωσης που προέκυπτε από το Ν. 50/78. Στάση που, όπως άλλωστε και ενώπιόν μας αναγνωρίστηκε, εξυπακούει πως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί τέτοια αναγνώριση και εκτέλεση με κατ' ευθείαν επίκληση του Ν. 50/78, αυτοτελώς. Ανέμενε, λοιπόν, ο εφεσείων νομοθετικές εξελίξεις που, όπως αναφέρθηκε, γνώριζε ότι τροχιοδρομούνταν αφού εκτιμούσε πως η υποβολή αίτησης για διατροφή που θα εκδικαζόταν εξ υπαρχής από Δικαστήριο στην Κύπρο, ήταν προβληματική. Συζητήθηκε πρωτοδίκως το εύλογο αυτής της αναμονής και η ενσυνείδητη επιλογή της μη προώθησης του θέματος κατά τον τρόπο που ο Ν. 43/81 επέτρεπε και περιλαμβάνονται στην πρωτόδικη απόφαση συναφείς κρίσεις. Αυτές δεν θα μας απασχολήσουν γιατί δεν συνδέονται προς ό,τι αναφύεται ως το επίμαχο σημείο. Είναι η θέση του εφεσείοντα πως εκείνο που δεν αναγνωρίστηκε ως δυνατότητα με το Ν. 43/81, αναγνωρίστηκε πλέον, με το Ν. 121(Ι)/00. Οπότε και υπέβαλε την αίτηση κατ' επίκλησή του, σε συνδυασμό βέβαια και με το Ν. 50/78.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως ο Ν. 121(Ι)/00 δεν αναφέρεται στο Ν. 50/78 και, πάντως, δεν παρέχει δυνατότητα για αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων αλλοδαπού Δικαστηρίου, μη προηγουμένως υπαρκτή. Είναι ορθή επ' αυτού η εισήγηση του εφεσίβλητου, όπως τη δέχτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο Ν. 121(Ι)/00 δεν προσθέτει στο ουσιαστικό δίκαιο. Εξαντλείται στην ακολουθητέα διαδικασία, με δοσμένη την κατά τον τρόπο που εξειδικεύει ύπαρξη υποχρέωσης αναγνώρισης και εγγραφής. Αυτός ο τρόπος, που καθορίζει και την εμβέλεια του Ν. 121(Ι)/00, προκύπτει από την έννοια που προσδίδεται στην «απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου» με το άρθρο 3(1). Το παραθέτουμε:
«Απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου σημαίνει απόφαση δικαστηρίου ή διαιτητικού σώματος ή οργάνου ξένης χώρας με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συνομολογήσει ή συνδέεται με συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων και η οποία είναι εκτελεστή στη χώρα στην οποία εκδίδεται.».
Συνεπώς, για να ήταν δυνατή η αναγνώριση και η εγγραφή εν προκειμένω, θα έπρεπε να ήταν η Σύμβαση που κυρώθηκε με το Ν. 50/78 τέτοια συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση. Αυτή είναι η άποψη του εφεσείοντα, την οποία, όμως, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε. Δεν αναφέρεται ο Ν. 50/78 σε τέτοια υποχρέωση όπως θα αναμενόταν αν θα επρόκειτο να θεωρηθεί ως «συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων». Αντίθετα, η αναφορά του άρθρου 5(3) σε «διαδικασία κηρύξεως της εκτελεστότητας (των δικαστικών αποφάσεων ή τίτλων)» συνιστά, όπως ρητά καθορίζεται, δυνατότητα «συμφώνως προς το δίκαιον του Κράτους του καθ' ου η απαίτησις». Ο Ν. 121(Ι)/00 δεν πρόσθεσε οτιδήποτε στις δυνατότητες που παρέχονταν και η αίτηση, στηριγμένη σ' αυτόν με αναφορά και στο Ν. 50/78, ορθά απορρίφθηκε.
Συζητήθηκε και πρόσθετο θέμα, δευτερεύον κατά τη σειρά, όπως χαρακτηρίστηκε. Ήταν η άποψη του εφεσίβλητου πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα αρκούσε το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν συμβαλλόμενη στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1956. Η εισήγηση ήταν πως θα έπρεπε και να αποδεικνυόταν ότι και εκείνη εφάρμοζε τη Σύμβαση με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως Συνθήκη για Αμοιβαία Αναγνώριση και Εκτέλεση ώστε να τηρείται η αναγκαία προϋπόθεση της αμοιβαιότητας. Σ' αυτό το πλαίσιο τονίστηκε το μέρος της μαρτυρίας που προσκόμισε ο εφεσείων σύμφωνα με το οποίο δεν ήταν γνωστό αν πράγματι η Γερμανία εφάρμοζε με αυτό τον τρόπο τη Σύμβαση. Ενώ, ταυτόχρονα, και η αρμόδια αρχή της Γερμανίας πληροφόρησε πως «αν ο τίτλος αυτός δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο, τότε σας παρακαλώ να φροντίσετε να εκδοθεί ο κατάλληλος τίτλος από Κυπριακό Δικαστήριο..». Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαίωσε και επ' αυτού τον εφεσίβλητο αλλά ενόψει της κατάληξης στην οποία έχουμε αχθεί, δεν θα επεκταθούμε.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα.