ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 436
4 Απριλίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΑΧΑΙΡΑ,
2. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ, ΩΣ
ΠΡΟΤΙΘΕΜΕΝΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΣΑΒΒΑ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ ΚΟΥΒΑΤΖΙΑ,
2. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ ΖΑΚΟΥ,
3. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
4. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
5. ΣΑΒΒΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
6. ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
7. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12193)
Δίκαιο Επιείκειας ― Εμπίστευμα ― Απολήγον ή εξ επαγωγής εμπίστευμα (resulting or constructive trust) ― Σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία ― Τρόποι δημιουργίας ή λειτουργίας των αποληγόντων ή των εξ επαγωγής εμπιστευμάτων ― Κατά πόσο είχαν δημιουργηθεί τέτοιας φύσεως εμπιστεύματα προς όφελος της Εκκλησίας της Κύπρου σε σχέση με την ακίνητη περιουσία μοναχού την οποία αυτός μεταβίβασεν εν ζωή στους εξ αίματος συγγενείς του.
Εκκλησία Κύπρου ― Εκκλησιαστική περιουσία ― Ποία τα δικαιώματα της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου ― Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου και Άρθρο 73 του Εσωτερικού Κανονισμού της Ιεράς Μονής Μαχαιρά ― Κατά πόσο η διαχείριση της περιουσίας της από την Εκκλησία, επεκτείνεται στην περιουσία των αξιωματούχων και μοναχών της οι οποίοι είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας των οποίων τα δικαιώματα προστατεύονται από το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Διασφαλίζει το δικαίωμα απόκτησης, κατοχής και διάθεσης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας ― Κατά πόσο το Άρθρο 23 του Συντάγματος έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο Ιερομόναχος Σάββας Μαχαιρώτης απεβίωσε στις 4/3/2000. Ο Ιερομόναχος Νικόλαος Μαχαιρώτης, εκ μέρους της Ιεράς Μονής Μαχαιρά όπου ο αποβιώσας υπηρέτησε από το 1949 μέχρι το θάνατό του, καταχώρησε αίτηση για παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του.
Οι εξ αίματος συγγενείς του αποβιώσαντος - (εφεσίβλητοι) - κατέθεσαν Ειδοποίηση Ανακοπής Εγγράφων Διαχείρισης (Caveat), ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές - (εφεσείοντες) - δεν έχουν δικαίωμα να διοριστούν διαχειριστές της περιουσίας του. Ακολούθως, καταχώρησαν αγωγή, με την οποία ζητούσαν όπως το Δικαστήριο:
(α) Διορίσει τους ιδίους ή οποιοδήποτε από αυτούς διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος.
(β) Καθορίσει και ή αναγνωρίσει ότι αυτοί είναι οι μόνοι δικαιούμενοι σε κληρονομικό μερίδιο.
(γ) Απαγορεύσει την παραχώρηση των εγγράφων διαχείρισης στον αιτητή Ιερομόναχο Νικόλαο Μαχαιριώτη.
Οι εφεσείοντες με την υπεράσπισή τους στην αγωγή ισχυρίζονταν ότι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, (ο Καταστατικός Χάρτης) και τον Εσωτερικό Κανονισμό της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, (ο Κανονισμός της Μονής) αυτοί είναι οι μόνοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Περαιτέρω ισχυρίζονταν πως δημιουργήθηκε υπέρ της Μονής εμπίστευμα, σε σχέση με την περιουσία που αυτός κατείχε κατά την ένταξή του στη Μονή ή απέκτησε μεταγενέστερα. Με ανταπαίτησή τους αξίωναν εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 διάταγμα μεταβίβασης στη Μονή της ακίνητης περιουσίας, την οποία τους μεταβίβασε ο αποβιώσας το 1980.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα:
Ότι η Εκκλησία της Κύπρου, από νομική άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής και αυτοδιοικούμενος εντός του Κράτους οργανισμός, με δικαιώματα απευθείας από το Σύνταγμα. Η υποχρέωση μεταβίβασης της περιουσίας των μοναχών στη Μονή, όπου υπηρετούν, δεν είναι τίποτε άλλο από εσωτερικό κανονισμό της Εκκλησίας και παράβασή του από τους μοναχούς, ενδεχομένως, να επιφέρει πειθαρχικές κυρώσεις στα πλαίσια των Κανονισμών της Εκκλησίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη διάταξη του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη αλλά και άλλες που αφορούν σε κυρώσεις, σε περίπτωση που οι μοναχοί δεν μεταβιβάσουν την περιουσία τους, αντισυνταγματικές και παραβιάζουσες το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για τη δημιουργία υπέρ της Μονής εξ επαγωγής (constructive trust) και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (implied trust), το οποίο επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους και εξέδωσε τα αιτούμενα Διατάγματα. Το Δικαστήριο εξέτασε, ως πρώτο ζήτημα, τη νομική ισχύ του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη και του Άρθρου 73 του Κανονισμού της Μονής, υπό το φως του Άρθρου 110.1 του Συντάγματος.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας την ορθότητα των ακόλουθων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
(α) Ο Καταστατικός Χάρτης και ο Κανονισμός της Μονής δεν έχουν ισχύ νόμου και ούτε υπερέχουν έναντι των νόμων της πολιτείας.
(β) Το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 23 του Συντάγματος· και
(γ) Δε δημιουργήθηκε εξ επαγωγής και/ή εξυπακουόμενο εμπίστευμα υπέρ της Μονής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Καταστατικός Χάρτης δεν έχει ισχύ νόμου και υπεροχή έναντι των νόμων της Πολιτείας, κατά τρόπο που να εξουδετερώνεται η ισχύς του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195. Το δικαίωμα της εκκλησίας να ρυθμίζει και να διοικεί τις εσωτερικές της υποθέσεις σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 110.1 του Συντάγματος, περιορίζεται μόνο στη ρύθμιση και διοίκηση της δικής της περιουσίας και η επίδικη δεν είναι δική της. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον ο Καταστατικός Χάρτης δεν έχει ισχύ νόμου, η υποχρέωση των μοναχών να μεταβιβάσουν της περιουσία τους στη Μονή, πηγάζει από εσωτερική ρύθμιση και παράβασή της, ενδεχομένως, να επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις.
2. Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν καταδεικνύουν καθ' οιονδήποτε τρόπο, τη δημιουργία αποληγόντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων. Το γεγονός της μεταβίβασης της ακίνητης ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος επ' ονόματι των συγγενών του, δεν οδηγεί από μόνο του στο αντίθετο από εκείνο που με θετικό τρόπο εξέφρασε ο αποβιώσας, δηλαδή την επιθυμία του να μεταβιβάσει την ακίνητη περιουσία του σε συγγενείς του.
3. Η απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων σε σχέση με τη νομική ισχύ του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη και του Άρθρου 73 του Κανονισμού της Μονής οδηγεί σε αποτυχία και της θέσης τους για δημιουργία εμπιστεύματος από νόμο.
Η έφεση απορρίφθηκε με £700,00 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 3652/00), ημερομ. 30.9.04.
Α. Ευαγγέλου, με Ε. Στυλιανού, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο θάνατος, στις 4/3/2000, του Ιερομόναχου Σάββα Μαχαιριώτη είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτησης για παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του. Η αίτηση καταχωρήθηκε από τον Ιερομόναχο Νικόλαο Μαχαιριώτη, εκ μέρους της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, όπου ο αποβιώσας υπηρέτησε από το 1949 μέχρι και το θάνατό του.
Οι εξ αίματος συγγενείς του αποβιώσαντος - (εφεσίβλητοι) - κατέθεσαν Ειδοποίηση Ανακοπής Εγγράφων Διαχείρισης (Caveat), ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές - (εφεσείοντες) - δεν έχουν δικαίωμα να διοριστούν διαχειριστές της περιουσίας του. Ακολούθως, καταχώρισαν αγωγή, με την οποία ζητούσαν όπως το Δικαστήριο:-
(α) Διορίσει τους ιδίους ή οποιοδήποτε από αυτούς διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος.
(β) Καθορίσει και ή αναγνωρίσει ότι αυτοί είναι οι μόνοι δικαιούμενοι σε κληρονομικό μερίδιο· και τέλος
(γ) Απαγορεύσει την παραχώρηση των εγγράφων διαχείρισης στον αιτητή Ιερομόναχο Νικόλαο Μαχαιριώτη.
Οι εφεσείοντες, με την Υπεράσπισή τους στην αγωγή, ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, (ο «Καταστατικός Χάρτης»), και τον Εσωτερικό Κανονισμό της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, (ο «Κανονισμός της Μονής»), αυτοί είναι οι μόνοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο αποβιώσας, με την οικειοθελή ένταξή του στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, ρητά και/ή εξυπακουόμενα, αποδέχθηκε την τήρηση του Καταστατικού Χάρτη και του Κανονισμού της Μονής, έτσι ώστε δημιουργήθηκε υπέρ της Μονής εμπίστευμα, σε σχέση με την περιουσία που αυτός κατείχε κατά την ένταξή του στη Μονή ή απέκτησε μεταγενέστερα. Ανταπαιτητικά, αξιώνουν εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 διάταγμα μεταβίβασης στη Μονή της ακίνητης περιουσίας, την οποία ο αποβιώσας το 1980, δυνάμει δωρεάς, τούς μεταβίβασε.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι συνήγοροι περιορίστηκαν σε δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων και αγορεύσεις αναφορικά με το νομικό ζήτημα της συνταγματικής θέσης του Καταστατικού Χάρτη και του Κανονισμού της Μονής. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ο Ιερομόναχος Μαχαιριώτης, κατά κόσμο Ανδρέας Παπασάββας, ο οποίος έζησε και υπηρέτησε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά για μισό και πλέον αιώνα, μεταβίβασε, στις 7/12/1980, δυνάμει δωρεάς, επ' ονόματι των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 διάφορα ακίνητα - εξειδικεύονται στη δήλωση παραδεκτών γεγονότων - των οποίων αυτοί εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες. Είναι, επίσης, παραδεκτό ότι το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1/1/1980, και το Άρθρο 73 του Κανονισμού της Μονής προβλέπουν και, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, προέβλεπαν τα ακόλουθα:-
Άρθρο 107:-
«Ουδεμίαν προσωπικήν ακίνητον περιουσίαν δικαιούται να έχη ο μοναχός. Πάσα όθεν ακίνητος περιουσία καθ' οιονδήποτε τρόπον αποκτωμένη υπό του μοναχού περιέρχεται αμέσως εις την Μονήν. Την εκ κληρονομίας πατρογονικήν περιουσίαν οφείλει να διανείμη εντός ενός έτους το αργότερον, άλλως περιέρχεται και αύτη εις την Μονήν. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος περιουσία μετά τον θάνατον του μοναχού ευρεθή εις την κατοχήν ή εγγεγραμμένη επ' ονόματι αυτού περιέρχεται εις την Μονήν, ως αποκλειστικήν κληρονόμον των μοναχών.»
Άρθρο 73:-
«Ουδεμίαν προσωπικήν κινητήν ή ακίνητον περιουσίαν δικαιούνται να έχωσιν οι αδελφοί της Μονής. Πάσα όθεν περιουσία καθ' οιονδήποτε τρόπον αποκτωμένη υπό οιουδήποτε αδελφού περιέρχεται αμέσως εις την Μονήν. Την εκ κληρονομίας πατρογονικήν περιουσίαν οφείλει να διανείμη εντός ενός έτους το αργότερον και προ της κουράς (ρασοευχής) αυτού, άλλως περιέρχεται και αύτη εις την Μονήν. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος περιουσία μετά τον θάνατον αδελφού τινός της Μονής ευρεθή εις την κατοχήν αυτού, ή εγγεγραμμένη επ' ονόματι αυτού, περιέρχεται εις την Μονήν, ως αποκλειστική κληρονόμος των αδελφών.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους και εξέδωσε τα αιτούμενα Διατάγματα. Εξέτασε, ως πρώτο ζήτημα, τη νομική ισχύ του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη και του Άρθρου 73 του Κανονισμού της Μονής, υπό το φως του Άρθρου 110.1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι:-
«1. Η αυτοκέφαλος ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου θα συνεχίση έχουσα το αποκλειστικόν δικαίωμα ρυθμίσεως και διοικήσεως των εσωτερικών αυτής υποθέσεων και της περιουσίας αυτής συμφώνως τοις Ιεροίς Κανόσι και των εν ισχύϊ Καταστατικώ Χάρτη αυτής. Η ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις δεν δύναται όπως ενεργή αντιθέτως προς το ειρημένον δικαίωμα της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.»
Αποδεχόμενο το Δικαστήριο τη θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, κατέληξε, καθοδηγούμενο και από τα όσα αναφέρονται στη μελέτη του Κρίτωνα Τορναρίτη «Η Συνταγματική Θέση στην Κυπριακή Δημοκρατία της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου», Ανάτυπο από το «Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνον Βαβούσκον», Τόμος Γ΄, σελ. 425, ότι η Εκκλησία της Κύπρου, από νομική άποψη, καίτοι ο Καταστατικός Χάρτης δεν έχει κυρωθεί από νόμο και δεν έχει ισχύ νόμου, μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής και αυτοδιοικούμενος εντός του Κράτους οργανισμός, με δικαιώματα απευθείας από το Σύνταγμα. Επίσης, κατέληξε ότι η υποχρέωση μεταβίβασης της περιουσίας των μοναχών στην Μονή, όπου υπηρετούν, δεν είναι τίποτε άλλο από εσωτερικό κανονισμό της Εκκλησίας και παράβασή του από τους μοναχούς, ενδεχόμενα, να επιφέρει πειθαρχικές κυρώσεις στα πλαίσια των Κανονισμών της Εκκλησίας.
Έκρινε τη διάταξη του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη αλλά και άλλες που αφορούν σε κυρώσεις, σε περίπτωση που οι μοναχοί δε μεταβιβάσουν την περιουσία τους, αντισυνταγματικές και παραβιάζουσες το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ανέφερε ότι:-
«Είναι νομολογημένο ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν δική του υπόθεση, μέρος της ιδιωτικής του ζωής, στο οποίο δεν χωρεί επέμβαση από κανένα εκτός αν το επιτρέπει το ίδιο το Σύνταγμα (Βλ. Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238). Από την αρχή αυτή δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν οι μοναχοί ή άλλοι αξιωματούχοι της Εκκλησίας.
.........................................................................................................
Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου για τους εναγομένους στηρίχθηκε κυρίως, στο διαχρονικό προνόμιο της Εκκλησίας να χειρίζεται τα περιουσιακά της ζητήματα χωρίς την επέμβαση της πολιτείας. Έχω όμως την γνώμη ότι το προνόμιο αυτό δεν μπορεί να ασκείται έξω από τα πλαίσια του Νόμου. Η κληρονομική διαδοχή ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο. Ο Καταστατικός Χάρτης της Κυπριακής Εκκλησίας και ο Εσωτερικός Κανονισμός της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, ρυθμίζουν εσωτερικά ζητήματα των θρησκευτικών αυτών οργανισμών. Δεν μπορούν όμως να επεκτείνονται σε θέματα που άπτονται της δημόσιας τάξης όπως η κληρονομική διαδοχή που είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας έστω και αν αναφέρονται σε περιουσία αξιωματούχων της εκκλησίας.
... η αυτονομία της Εκκλησίας περιορίζεται στην διαχείριση της δικής της περιουσίας. Δεν επεκτείνεται στην περιουσία των αξιωματούχων και μοναχών της που εξακολουθούν να είναι πολίτες της Δημοκρατίας, τα δικαιώματα των οποίων προστατεύονται από το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.»
Απέρριψε, περαιτέρω, τα επιχειρήματα των εφεσειόντων για τη δημιουργία υπέρ της Μονής εξ επαγωγής (constructive trust) και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (implied trust). Καθοδηγούμενο από τη νομολογία, για το εξ επαγωγής εμπίστευμα, ανέφερε:-
«... δεν έχει αποδειχθεί δόλος εκ μέρους του αποβιώσαντος για κατακράτηση της περιουσίας του μετά το 1980 ούτε και κατά συνείδηση εκμετάλλευση και κατάχρηση νομοθετικών προνοιών για καταδολίευση της Μονής. Το βάρος απόδειξης αυτών των στοιχείων βαρύνει βέβαια τους εναγόμενους, οι οποίοι απέτυχαν στην υποχρέωση τους αυτή. Δεν έχει αποδειχθεί επίσης ότι ο αποβιώσας απέκρυπτε από την Μονή, την ύπαρξη της περιουσίας που κατείχε ή ότι δόλια μεταβίβασε την ακίνητη του περιουσία μετά τις 23.11.1980. Οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν νομότυπα και ενεγράφησαν στο κτηματολόγιο χωρίς να έχει αποδειχθεί προσπάθεια απόκρυψης τους από τον αποβιώσαντα. Αντίθετα προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου ότι για την κινητή τουλάχιστον περιουσία που κατείχε ο αποβιώσας, η Μονή ήταν ενήμερη αφού υπάρχει ο ισχυρισμός ότι αυτή αποκτήθηκε με βάση το παλαιό ιδιόρρυθμο σύστημα.»
Σε σχέση με το εξυπακουόμενο εμπίστευμα, έχοντας υπόψη ότι ο αποβιώσας μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη και εντός του χρόνου που προβλέπει το Άρθρο 107 αυτού μεταβίβασε την ακίνητη περιουσία του, θεώρησε ότι δεν ήταν η πρόθεσή του, όπως απαιτείται γι' αυτού του είδους το εμπίστευμα, να μεταβιβάσει την περιουσία του στη Μονή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε, επίσης, με το Άρθρο 53 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, ΚΕΦ. 195, και τις επιπτώσεις από αυτό. Η πτυχή αυτή της απόφασης δε θα μας απασχολήσει, ενόψει της δήλωσης του συνηγόρου των εφεσειόντων, κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, ότι ούτε πρωτόδικα ούτε κατ' έφεση είναι η θέση τους ότι η Μονή κατέστη δικαιούχος της περιουσίας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής. Η εφαρμογή του πιο πάνω Άρθρου, ανέφερε ο συνήγορος, εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς αυτό να τεθεί από τους εφεσείοντες, οι οποίοι και το συμπεριέλαβαν στην έφεση, με μόνο σκοπό να καταδείξουν ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής. Το δικαίωμα, υπέβαλε, της Μονής στην περιουσία του αποβιώσαντος δε διέρχεται μέσα από κληρονομική διαδοχή, αποκτήθηκε και διεκδικείται στη βάση του Καταστατικού Χάρτη και του Κανονισμού της Μονής.
Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλο της το φάσμα. Ειδικότερα, αμφισβητείται η ορθότητα των ευρημάτων ότι:-
(α) Ο Καταστατικός Χάρτης και ο Κανονισμός της Μονής δεν έχουν ισχύ νόμου και ούτε υπερέχουν έναντι των νόμων της πολιτείας.
(β) Το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 23 του Συντάγματος· και
(γ) Δε δημιουργήθηκε εξ επαγωγής και/ή εξυπακουόμενο εμπίστευμα υπέρ της Μονής.
Ο κ. Ευαγγέλου, προς υποστήριξη της θέσης των εφεσειόντων, αναφέρθηκε στα διαχρονικά προνόμια της Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία, υπέβαλε, επαναδιακηρύχθηκαν, αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν με το Σύνταγμα ως μέρος του ισχύοντος δικαίου, έτσι που δεν μπορεί να αφαιρεθούν με απλή νομοθεσία. Απαιτείται, επεσήμανε, για την αφαίρεση των συνταγματικά αναγνωρισμένων στην Εκκλησία δικαιωμάτων διαχείρισης της περιουσίας της, τροποποίηση του Συντάγματος, όπως ακριβώς έγινε με το Άρθρο 111 αυτού για τα θέματα του διαζυγίου και των οικογενειακών σχέσεων. Η ερμηνεία, εισηγήθηκε, που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 110.1 του Συντάγματος είναι αποτέλεσμα παρερμηνείας των αναφερομένων στη μελέτη του Κρίτωνα Τορναρίτη, (πιο πάνω). Καίτοι, υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Άρθρο 110.1 του Συντάγματος δίδει στην Εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να ρυθμίζει και να διοικεί τα της περιουσίας της, παραγνώρισε ότι και η επίδικη αποτελεί περιουσία της. Ανεξάρτητα, πρόσθεσε, από το εάν η επίδικη περιουσία ανήκε στον αποβιώσαντα όταν αυτός ασπάστηκε το μοναχισμό, ή αποκτήθηκε αργότερα, αυτή αποτελεί περιουσία της Μονής, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη και του Άρθρου 73 του Κανονισμού της Μονής, τα οποία, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ίσχυαν τότε. Ο αποβιώσας, μετά την πάροδο του ενός έτους, που θέτει το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη για μεταβίβαση της πατρογονικής περιουσίας των μοναχών, δεν είχε περιουσία για να μεταβιβάσει. Η δε μεταβίβαση των ακινήτων στις 7/12/1980 και η επ' ονόματί του εγγραφή των κινητών - (μετοχές, καταθέσεις) - δεν επηρεάζει το δικαίωμα της Μονής ως αποκλειστικής δικαιούχου. Ερώτηση του Δικαστηρίου ποια θα ήταν η τύχη της περιουσίας, εάν ο αποβιώσας, σε κάποιο στάδιο της ζωής του, εγκατέλειπε το μοναχισμό, παρέμεινε αναπάντητη, αφού ο κ. Ευαγγέλου ανέφερε ότι δεν εξέτασε το θέμα, γιατί δεν είναι η περίπτωση.
Συμφωνούμε με τη θέση του κ. Ευαγγέλου ότι, με το Άρθρο 110.1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στην Εκκλησία αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης και διαχείρισης της περιουσίας της, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και τον εν ισχύι Καταστατικό Χάρτη. Δε συμφωνούμε, όμως, ότι ο Καταστατικός Χάρτης, ο οποίος δεν έχει κυρωθεί με νόμο, έχει, ως αναγνωριζόμενος από το Σύνταγμα, ισχύ νόμου και υπεροχή έναντι των νόμων της Πολιτείας, κατά τρόπο που να εξουδετερώνεται η ισχύς του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, ΚΕΦ. 195. Ούτε συμφωνούμε ότι το αποκλειστικό δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται στην Εκκλησία για διαχείριση της περιουσίας της, επεκτείνεται στην περιουσία των μοναχών. Το δικαίωμα της Εκκλησίας να ρυθμίζει και να διοικεί τις εσωτερικές της υποθέσεις σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 110.1 του Συντάγματος, δε σημαίνει και δικαίωμα να καθορίζει η ίδια, μονομερώς και υποχρεωτικά, για κάθε επηρεαζόμενο, τι είναι δική της περιουσία και όχι άλλων, που κατά τους νόμους της πολιτείας τους ανήκει. Το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται, περιορίζεται μόνο στη ρύθμιση και διοίκηση της δικής της περιουσίας και η επίδικη δεν είναι δική της. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον ο Καταστατικός Χάρτης δεν έχει ισχύ νόμου, η υποχρέωση των μοναχών να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στη Μονή πηγάζει από εσωτερική ρύθμιση και παράβασή της, ενδεχόμενα, να επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις.
Περαιτέρω, ο συνήγορος συζήτησε, κατ' επίκληση των αρχών της επιείκειας, ότι είναι δίκαιο να αναγνωριστεί υπέρ των εφεσειόντων εξ επαγωγής εμπίστευμα. Ο αποβιώσας, ανέφερε, επέλεξε να ζήσει στη Μονή και η Μονή, για πενήντα χρόνια, του έδωσε αυτήν τη δυνατότητα. Παρά την έλλειψη μαρτυρίας εάν τα ακίνητα είναι πατρογονικά ή αποκτήθηκαν μετά που ο αποβιώσας ασπάστηκε το μοναχισμό, το εμπίστευμα δημιουργήθηκε, δεδομένου ότι το νομικό καθεστώς που ίσχυε όταν ασπάστηκε το μοναχισμό, ήταν το ίδιο με το προβλεπόμενο από τον Καταστατικό Χάρτη και τον Κανονισμό της Μονής, που, εν πάση περιπτώσει, έχουν αναδρομική ισχύ. Διαζευκτικά, εισηγήθηκε τη δημιουργία, σε σχέση μόνο με τα κινητά, εξυπακουόμενου εμπιστεύματος. Η μεταβίβαση των ακινήτων φανερώνει, υπέβαλε, την πρόθεσή του όπως τα κινητά παραμείνουν στη Μονή.
Δε χρειάζεται να επεκταθούμε στη διαφωνία αναφορικά με την εμβέλεια της δήλωσης ως παραδεκτού γεγονότος ότι το Άρθρο 107 του Καταστατικού Χάρτη και το Άρθρο 73 του Κανονισμού της Μονής προέβλεπαν τα ίδια κατά πάντα ουσιώδη χρόνο.
Στη Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551, σε σχέση με τη δυνατότητα δημιουργίας αποληγόντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων, αναφέρεται ότι:- (σελ. 1563)
«Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη. (Βλ. Underhill's Law Of Trusts & Trustees, 13η Έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell's Equity, 19η Έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω). Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση. (Βλ. Rochefoucauld v. Boustead [1897] 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684.»
Ούτε οι λόγοι έφεσης που αφορούν στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη δημιουργία εμπιστευμάτων ευσταθούν. Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν καταδεικνύουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τη δημιουργία τους. Ουσιαστικά, η εισήγηση των εφεσειόντων, εξεταζόμενη στο ψηλότερό της σημείο, στηρίζεται στο ξηρό γεγονός του Καταστατικού Χάρτη και του Κανονισμού της Μονής, χωρίς να υπάρχει ο,τιδήποτε άλλο, ακόμη και για το χρόνο ή τις περιστάσεις απόκτησης της περιουσίας, πολύ λιγότερο οποιουδήποτε στοιχείου αυτής, όπως εξειδικεύτηκε. Η κατάσταση πραγμάτων δε φανερώνει η περιουσία να κατακρατήθηκε από τον αποβιώσαντα, με σκοπό να καταδολιεύσει τη Μονή. Ούτε αντιλαμβανόμαστε πώς μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η περιουσία κατακρατήθηκε κατά τρόπο απαράδεκτο ή κατά κατάχρηση των αρχών δικαίου. Περαιτέρω, δε συνάγεται, από τα γεγονότα, η απαραίτητη πρόθεση του αποβιώσαντος να περιέλθουν τα κινητά στη Μονή, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για τη δημιουργία εξυπακουόμενου εμπιστεύματος. Το γεγονός της μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας επ' ονόματι συγγενών του δεν οδηγεί, πιστεύουμε, από μόνο του, στο αντίθετο από εκείνο που με θετικό τρόπο εξέφρασε ο αποβιώσας, δηλαδή την επιθυμία του να μεταβιβάσει την ακίνητη περιουσία του σε συγγενείς του.
Η απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων σε σχέση με τη νομική ισχύ του Άρθρου 107 του Καταστατικού Χάρτη και του Άρθρου 73 του Κανονισμού της Μονής οδηγεί σε αποτυχία και της θέσης τους για δημιουργία εμπιστεύματος από νόμο.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700,00 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με £700,00 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.