ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 123
6 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
NIKΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
ΕΥΕΛΘΟΝΤΑ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 24/2005)
Αμέλεια ? Τροχαίο ατύχημα ? Σύγκρουση αυτοκινήτου σε κύριο δρόμο με αυτοκίνητο που έβγαινε από πάροδο ? Κατά ποσό υπήρχε συντρέχουσα αμέλεια του οδηγού του αυτοκινήτου που εκινείτο στον κύριο δρόμο.
Αμέλεια ? Τροχαίο ατύχημα ? Ταχύτητα οχημάτων ? Υπέρβαση ορίου ταχύτητας ? Δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια.
Ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο του στον δρόμο Δεκέλειας - Ορμήδειας με κατεύθυνση την Ορμήδεια συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, ενώ αυτό έβγαινε από δρόμο του προσφυγικού συνοικισμού ΑΗΚ στη Δεκέλεια στο δρόμο Δεκέλειας - Ορμήδειας. Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου αξιώνοντας αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, η οποία όμως απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι ενώ ο τελευταίος οδηγούσε στον κύριο δρόμο και βρισκόταν μόνο περί τα 25 μέτρα από την πάροδο, ο εφεσείων ξεκίνησε και εξήλθε από την πάροδο και εισήλθε στον κύριο δρόμο με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς Δεκέλεια, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν, παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου (με χρήση φρένων και με στροφή προς τα αριστερά) ?? αποφύγει την σύγκρουση. Ήταν κοινά αποδεκτό έδαφος ότι ο εφεσείων οδηγούσε σε πάροδο η οποία έχει προειδοποιητική πινακίδα ΑΛΤ αλλά δεν έχει άσπρη γραμμή στο δρόμο που να καθορίζει ακριβώς τη θέση που θα σταματήσει ένα όχημα προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο και ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε κύριο δρόμο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι σταμάτησε στο άλτ, προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο. Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης που κάλεσε ο εφεσείων ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν 1,15μ. από τη νοητή γραμμή της παρόδου, μέσα στον κύριο δρόμο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Με τους λόγους έφεσης ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε εσφαλμένη κατάληξη ότι ο εφεσίβλητος, ενόψει της ταχύτητας του, δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία του αστυνομικού σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης στηρίχθηκε στα ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου και σε σπασμένα γυαλιά που υπήρχαν στο σημείο σύγκρουσης που εντόπισε ο ίδιος. Επομένως το Δικαστήριο ορθά απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ο οποίος ισχυριζόταν ότι η σύγκρουση ήταν στο σημείο Χ2 που υπέδειξε ο εφεσείων.
2. Η γενική αρχή είναι ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας δεν αποτελεί από μόνη της αμέλεια εκτός αν η υπέρβαση αυτή, συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα και/ή περιστάσεις, οδηγεί σε τέτοια κατάληξη. Στην παρούσα περίπτωση η οδήγηση του εφεσίβλητου με ταχύτητα 60 - 70 χ.α.ω. σε δρόμο που το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 50 χ.α.ω. δεν θεωρείται τέτοια που να όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής.
Η έφεση απορρίφθηκε με £850 έξοδα πλέον £40 πραγματικά έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.?. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Belcy Company Ltd v. Λουκά (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 871,
Σχίζα ν. Βραχίμη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1742,
Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαΐδη (2006) 1 ?.?.?. 1057,
Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,
Demou v. Constantinou (1979) 1 C.L.R. 21,
Panayiotou v. Christofi a.o. (1983) 1 C.L.R. 143,
Avraam a.o. v. Andreou (1988) 1 C.L.R. 391,
Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181,
Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696,
Παναγίδου κ.?. ν. Κόκκινου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 122,
Ιωαννίδου κ.?. ν. Singh κ.?. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811,
Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1825.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ.�Αρ. 336/01), ημερ. 16.12.04.
Α. Παπαλλής, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Καουτσιάνη για Π. Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Στις 27/2/00 περί την 8.35 π.μ. η ώρα ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΑΒΜ 971 σε δρόμο του προσφυγικού συνοικισμού ΑΗΚ στη Δεκέλεια με σκοπό να εισέλθει στο δρόμο Δεκέλειας-Ορμήδειας, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής WP 975 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος στον εν λόγω δρόμο με κατεύθυνση την Ορμήδεια. Έτσι ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον του εφεσίβλητου την αγωγή 336/01 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξιώνοντας αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, η οποία όμως αγωγή απορρίφθηκε. Δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι ενώ ο τελευταίος οδηγούσε στον κύριο δρόμο και βρισκόταν μόνο περί τα 25 μέτρα από την πάροδο, ο εφεσείων ξεκίνησε και εξήλθε από την πάροδο και εισήλθε στον κύριο δρόμο με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς Δεκέλεια, με αποτέλεσμα τα δυο οχήματα να συγκρουστούν, παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου (με χρήση φρένων και με στροφή προς τα αριστερά) να αποφύγει την σύγκρουση. Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων οδηγούσε σε πάροδο η οποία έχει προειδοποιητική πινακίδα ΑΛΤ αλλά δεν έχει άσπρη γραμμή στο δρόμο που να καθορίζει ακριβώς τη θέση που θα σταματήσει ένα όχημα προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο και ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε κύριο δρόμο.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τους 1ο και 2ο λόγους έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία. Με τον 3ο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, παρόλο που δεν υπήρξε επιστημονική μαρτυρία για την ταχύτητα του εφεσίβλητου, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει ότι η ταχύτητα του ήταν τέτοια που να του προσδίδει αμέλεια.
Οι δυο πρώτοι λόγοι αφορούν θέμα αξιοπιστίας. Το θέμα αυτό εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία Belcy Company Ltd. v. Λουκά (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 871, Σχίζα ν. Βραχίμη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1742 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. ν. Nικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).
Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους η πλευρά του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία, δηλαδή, ότι απέτυχε να λάβει υπόψη τις αντιφάσεις του εφεσίβλητου όπως αυτές φαίνονται σε σχετική κατάθεση του, τεκμ. 12 στην υπόθεση. Εξηγεί ο εφεσείων ότι (α) σε ένα μέρος της μαρτυρίας του ο εφεσίβλητος αναφέρει ότι πετάχτηκε ο εφεσείων όταν τον πλησίασε στα 25 μέτρα και σε άλλο μέρος όταν τον πλησίασε στα 20 μέτρα και (β) ότι σε ένα σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι τον είδε που κινείτο στην πάροδο και νόμισε ότι θα σταματήσει, ενώ σε άλλο σημείο ότι τον πρωτοείδε σταματημένο στο Αλτ και μετά βγήκε και του έκοψε τον δρόμο.
Εξετάσαμε τις εν λόγω αντιφάσεις αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι ήσαν ουσιώδεις με την έννοια να εξουδετερώνει η μια εκδοχή την άλλη. Αναφορικά με την απόσταση, ο εφεσίβλητος την καθόριζε με τη λέξη «περίπου». Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι τη μια φορά ανάφερε ότι είδε τον εφεσείοντα και νόμισε ότι θα σταματήσει, ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσης του ότι είδε το αυτοκίνητο του σταματημένο στο άλτ και μετά βγήκε, είναι ισχυρισμοί που εξετάστηκαν με βάση το σύνολο της κατάθεσης του, στην οποία καταλήγει ως εξής: «Θέλω να αναφέρω ότι όταν προτού είδα το κόκκινο αυτό αυτοκίνητο ήταν σταματημένο πάνω στο αλτ, και μετά βγήκε και μου έκοψεν τον δρόμο». Το ότι ήταν σταματημένο συνάδει και με την εκδοχή του εφεσείοντα.
Η ουσία του θέματος είναι ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε στον κύριο δρόμο και ο εφεσείων θα εξέρχετο από πάροδο για να εισέλθει στο δρόμο αυτό. Άλλωστε το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι σταμάτησε στο άλτ, προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο. Σύμφωνα με τη νομολογία είχε ο εφεσείων το καθήκον τότε μόνο να εισέλθει στον κύριο δρόμο, όταν μπορούσε να το πράξει με ασφάλεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης που κάλεσε ο εφεσείων, ο οποίος μάρτυρας κατάληξε ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν το Α3 αντί το Χ2 που υπέδειξε ο εφεσείων. Το Α3 ήταν 1,15 μ από τη νοητή γραμμή της παρόδου, μέσα στον κύριο δρόμο. Η μαρτυρία του αστυνομικού στηρίχθηκε στα ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου καθώς και σε σπασμένα γυαλιά που υπήρχαν στο σημείο σύγκρουσης που εντόπισε ο ίδιος. Επομένως ορθά απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα που ισχυριζόταν ότι η σύγκρουση ήταν στο σημείο Χ2.
Αναφορικά με τον τρόπο που εισήλθε ο εφεσείων στον κύριο δρόμο και το δυστύχημα που ακολούθησε, σχετικός είναι και ο τρίτος λόγους έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι έπρεπε το δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος κινείτο με τέτοια ταχύτητα που τον καθιστούσε αμελή. Έχουμε εδώ ως δεδομένο το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε στον κύριο δρόμο. Η γενική αρχή είναι ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας δεν αποτελεί από μόνη της αμέλεια εκτός αν η υπέρβαση αυτή, συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα και/ή περιστάσεις, οδηγεί σε τέτοια κατάληξη. (Βλ. μεταξύ άλλων Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Demou v. Constantinou (1979) 1 C.L.R. 21, Panayiotou v. Christofi a.o. (1983) 1 C.L.R 143, Avraam a.o. v. Andreou (1988) 1 C.L.R. 391, Βρυωνίδης v. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181, Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696, Παναγίδου κ.ά. ν. Κόκκινου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 122, 126-127, Ιωαννίδου κ.ά. ν. Singh κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811,1816 και Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1825, 1831). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί (το βάρος ήταν στον εφεσείοντα) ότι ο εφεσίβλητος είχε τέτοια μεγάλη ταχύτητα και ότι οι περιστάσεις ήταν τέτοιες, που έπρεπε να του αποδοθεί αμέλεια. Η μόνη μαρτυρία ήταν αυτή του εφεσίβλητου που δήλωσε ότι οδηγούσε με 60-70 χ.α.ω. σε δρόμο που το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 50 χ.α.ω. Δε θεωρούμε την υπέρβαση τέτοια που να ώφειλε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με £850 έξοδα (περιλαμβανομένου και του ΦΠΑ) πλέον £40 πραγματικά έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £850 έξοδα πλέον £40 πραγματικά έξοδα.