ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παντζιαρή ν. Aquarian Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 748
Kαταφυγιώτης Kώστας και Άλλη ν. Xρυσόστομου Xρυσοστομή (1997) 1 ΑΑΔ 1746
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Electromatic Constructions Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 258
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ν. F W WOOLWORTH CO (CYPRUS) LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 18/2009, 20/7/2012
XENOS TRAVEL LTD ν. PANASOFT A.E., Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2011, 21/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:A55
Κωνσταντόπουλος Χρίστος ν. F. W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1752
Γεωργίου Xαράλαμπος και Άλλος ν. Alpha Concrete Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 1049
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α ν. ALPHA CONCRETE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 267/2007, 10 Σεπτεμβρίου 2009
(2007) 1 ΑΑΔ 54
19 Ιανουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. METAXAS LOIZIDES SYRIMIS & CO.,
2. KPMG, Κ.Α.,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
v.
L. K. GLOBALSOFT COM. LIMITED,
Εφεσιβλήτων - Εναγoμένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 250/2005)
Συμβάσεις ― Διάρρηξη σύμβασης πώλησης μετοχών ― Διεκδίκηση αποζημιώσεων από το αναίτιο μέρος ― Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος, το οποίο, κατόπιν τερματισμού της σύμβασης διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση της ισχύος της σύμβασης.
Συμβάσεις ? Η μόνη βάση για την διεκδίκηση αποζημιώσεων μετά την ακύρωση σύμβασης είναι εκείνη που παρέχεται από το Άρθρο 75 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ? Το Άρθρο 75 διαφυλάττει το δικαίωμα συμβαλλομένου ο οποίος ακυρώνει τη σύμβαση για βάσιμο λόγο να διεκδικήσει αποζημιώσεις για ζημιά που υφίσταται λόγω ανακοπής ή μη εκπλήρωσης του συμβολαίου.
Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερ. 11/11/1999, η εφεσίβλητη εταιρεία συμφώνησε να αγοράσει από τους εφεσείοντες όλες τις μετοχές που κατείχαν έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, δηλαδή με την παραχώρηση σ' αυτούς 851.612 ειδικών μετατρέψιμων πλήρως πληρωθέντων μετοχών της, ονομαστικής αξίας £0.25σ εκάστη, ήτοι για το συνολικό ποσό των £212.903. Σύμφωνα με όρο της συμφωνίας, οι πιο πάνω μετοχές θα ήταν αυτόματα μετατρέψιμες σε συνήθεις μετοχές της εφεσίβλητης εταιρείας στις 15/12/2000.
Στις 7/2/2000 σε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εφεσίβλητης εταιρείας και με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων με ειδικό ψήφισμα απεφασίσθη ότι το 25% των ειδικά μετατρέψιμων μετοχών κάθε μέλους θα μετατρεπόταν αυτόματα σε συνήθεις μετοχές ενώ το υπόλοιπο 75% θα ονομάζονταν πλέον σε μετοχές κατηγορίας «Α» και «Β».
Σε νέα έκτακτη γενική συνέλευση στις 7/11/2000 οι μετοχές που κατείχαν οι διάφοροι μέτοχοι «Α» και «Β» μετατράπηκαν σε δικαιώματα αγοράς συνήθων μετοχών. Στην πιο πάνω σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης και διαφοροποίησης των μετοχών οι εφεσείοντες υπέβαλαν ένσταση και εισηγήθηκαν ότι τέτοια διαφοροποίηση ερχόταν σε σύγκρουση με τις πρόνοιες της μεταξύ τους συμφωνίας.
Το 25% των μετοχών που μετετράπησαν σε συνήθεις μετοχές και κατείχαν οι εφεσείοντες το πώλησαν πραγματοποιώντας κέρδος πέραν του ενός εκατομμυρίου λιρών.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή για παράβαση σύμβασης από πλευράς της εφεσίβλητης και συγκεκριμένα ότι αυτή δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα γιατί δεν έδωσε το αντάλλαγμα που όφειλε. Όσον αφορά τις αποζημιώσεις, αυτές ήταν προβλεπτές αφού στις 15/12/2000 η εισηγμένη στο ΧΑΚ μετοχή της εφεσίβλητης επωλείτο προς £5,31 σεντ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας από την εφεσίβλητη και ότι οι εφεσείοντες δεν εγκατέλειψαν τα δικαιώματά τους ή ότι υπήρξε κώλυμα δια συμπεριφοράς για την έγερση της αγωγής. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά ίση με την αξία της μετοχής της εφεσίβλητης που ετύγχανε διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ στις 15/12/2000.
Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με το σκεπτικό ότι, παρά τη διάρρηξη των όρων της συμφωνίας από την εναγόμενη-εφεσίβλητη, οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν υπέστησαν ζημιά εφόσον ούτε τερμάτισαν, αλλά κατακράτησαν και τις μετοχές.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είναι δυνατόν αυτοί να κατέχουν τις μετοχές και ταυτόχρονα να απαιτούν αποζημιώσεις, (β) λανθασμένα έκρινε ότι είχαν πρώτιστα την υποχρέωση να τερματίσουν τη συμφωνία και μετά να απαιτήσουν αποζημιώσεις και/ή (γ) λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν τερμάτισαν τη συμφωνία.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση προσβάλλοντας ως εσφαλμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υποστηρίζοντας ότι με την έκδοση και την παράδοση στους εφεσείοντες των μετοχών που ήταν ειδικά μετατρέψιμες, εκτέλεσε την υποχρέωσή της που πηγάζει από τη συμφωνία.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση.
1. Το θέμα διέπεται από το Άρθρο 75 του Κεφ. 149 και αποτελεί τη μόνη βάση για διεκδίκηση αποζημιώσεων από το αναίτιο μέρος μετά την ακύρωση της σύμβασης.
2. Εφόσον υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας από την εφεσίβλητη, οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία. Αντί τούτου σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί και κατακράτησαν και τις μετοχές. Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος, το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς.
Β. Αντέφεση.
1. Οι εφεσείοντες συνεβλήθησαν να λάβουν ως αντιπαροχή κατ' ουσίαν συνήθεις μετοχές της εφεσίβλητης, οι οποίες κατά την υπογραφή της συμφωνίας είχαν καθοριστεί να είναι ειδικές μετατρέψιμες πλήρως πληρωθείσες μετοχές (special convertible fully paid up shares).
2. Δεν είναι ορθή η θέση της εφεσίβλητης ότι με την έκδοση και την παράδοση στους εφεσείοντες των μετοχών που ήταν ειδικά μετατρέψιμες εκτέλεσαν την υποχρέωσή τους που πηγάζει από τη συμφωνία. Η εταιρεία είχε υποχρέωση να μετατρέψει τις μετοχές σε συνήθεις μέχρι τις 15/12/2000 και μόνο τότε θα εξεπλήρωνε τη συμβατική υποχρέωσή της.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παντζιαρή ν. Acquarian Container Lines Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 748,
Δρυάδης ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881,
Johnson v. Agnew [1979] 1 All E.R. 833,
Καταφυγιώτης ν. Χρυσοστομής (1997) 1 Α.Α.Δ. 1746.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 2988/02), ημερ. 15.7.05.
Ρ. Χαραλάμπους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.
Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο μετοχές στην εταιρεία Novasys Information Services Ltd.. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερ. 11.11.1999, η εφεσίβλητη εταιρεία συμφώνησε να αγοράσει από τους εφεσείοντες όλες τις μετοχές που κατείχαν έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, δηλαδή με την παραχώρηση σ' αυτούς 851.612 ειδικών μετατρέψιμων πλήρως πληρωθέντων μετοχών της, ονομαστικής αξίας £0,25 σ. εκάστη, ήτοι για το συνολικό ποσό των £212.903. Σύμφωνα με όρο της συμφωνίας, οι πιο πάνω μετοχές θα ήταν αυτόματα μετατρέψιμες σε συνήθεις μετοχές της εφεσίβλητης εταιρείας στις 15.12.2000.
Στις 7.2.2000 σε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εφεσίβλητης εταιρείας και με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων με ειδικό ψήφισμα απεφασίσθη ότι το 25% των ειδικά μετατρέψιμων μετοχών κάθε μέλους θα μετατρεπόταν αυτόματα σε συνήθεις μετοχές ενώ το υπόλοιπο 75% θα ονομάζονταν πλέον σε μετοχές κατηγορίας «Α» και «Β».
Σε νέα έκτακτη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 7.11.2000 οι μετοχές που κατείχαν οι διάφοροι μέτοχοι «Α» και «Β» μετετράπησαν σε δικαιώματα αγοράς συνήθων μετοχών με την έκδοση δύο τέτοιων δικαιωμάτων για κάθε πέντε μετοχές έναντι δύο λιρών. Η ημερομηνία δε ενάσκησης του δικαιώματος ήταν σε τρία χρόνια από την έκδοση των δικαιωμάτων. Επίσης εκδόθηκαν δύο δικαιώματα για κάθε πέντε μετοχές έναντι τεσσάρων λιρών σε έξι χρόνια από την έκδοση τους.
Στην πιο πάνω σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης και διαφοροποίησης των μετοχών οι εφεσείοντες υπέβαλαν ένσταση με επιστολή τους ημερ. 23.10.2000. Σ' αυτή εξέφραζαν έκπληξη για την πρόθεση αυτή της εφεσίβλητης, εισηγούμενοι ότι τέτοια διαφοροποίηση συγκρουόταν πλήρως με τις πρόνοιες της μεταξύ τους συμφωνίας και ειδικά του όρου ότι οι ειδικές μετατρέψιμες μετοχές (που είχαν δοθεί ως αντάλλαγμα για την αγορά των μετοχών της Novasys) θα μετατρέπονταν σε συνήθεις μέχρι τις 15.12.2000. Η επιστολή αυτή επεσήμανε επίσης το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου είχε δώσει διαβεβαιώσεις, στη συνεδρία της 7.2.2000, ότι θα τηρούνταν οι μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες.
Το 25% των μετοχών που μετετράπησαν σε συνήθεις μετοχές, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και κατείχαν οι εφεσείοντες το πώλησαν και εισέπραξαν ποσό συνολικού ύψους £1.221.175,00 πραγματοποιώντας κέρδος της τάξης πέραν του ενός εκατομμυρίου λιρών, δηλαδή εξαπλάσιο σχεδόν της αξίας των μετοχών της Novasys.
Η θέση της εφεσίβλητης εκφράστηκε από το Λυκούργο Κυπριανού, Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου. Ανέφερε ότι, κατόπιν συμφωνίας με το ΧΑΚ, έγινε η εισαγωγή του 25% των μετοχών με τη μετατροπή τους σε συνήθεις μετοχές. Στη δε έκτακτη γενική συνέλευση της 7.2.2000 δεν έδωσε καμιά υπόσχεση αναφορικά με το υπόλοιπο 75% των μετοχών, πράγμα που γνώριζαν οι εφεσείοντες αφού ήταν παρόντες. Η εφεσίβλητη αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της απέστειλε σε όλους τους μετόχους, περιλαμβανομένων των εφεσειόντων, όλους τους τίτλους. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι η συμφωνία εξαγοράς της Novasys είχε πλήρως εκπληρωθεί απ' αυτή με την παραχώρηση στους εφεσείοντες των αντιστοίχων συμφωνηθέντων μετοχών.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων, όπως εκφράστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσίβλητη δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα γιατί δεν έδωσε το αντάλλαγμα που όφειλε και ειδικότερα ότι οι 851.612 μετοχές θα ήταν μετατρέψιμες σε συνήθεις μετοχές στις 15.12.2000. Οι εφεσείοντες ισχυρίζοντο ότι ήταν πωλητές των μετοχών που κατείχαν στη Novasys και έτσι οι μεταγενέστερες αποφάσεις με τις έκτακτες γενικές συνελεύσεις της εφεσίβλητης εταιρείας δεν τους δέσμευαν με οποιονδήποτε τρόπο. Όσον αφορά τις αποζημιώσεις, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ήταν προβλεπτές αφού στις 15.12.2000 η εισηγμένη στο ΧΑΚ μετοχή της εφεσίβλητης επωλείτο προς £5,31 σεντ.
Ήταν επίσης η θέση της εφεσίβλητης, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η ημερομηνία μετατροπής των μετοχών δεν ήταν ουσιώδης όρος της σύμβασης και ότι οι εφεσείοντες με την αποδοχή του ψηφίσματος της έκτακτης γενικής συνέλευσης ημερ. 7.2.2000, και την επακολουθήσασα αποδοχή των τίτλων για το υπόλοιπο 75% αποποιήθηκαν οποιουδήποτε δικαιώματος εναντίον της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μακροσκελή και εμπεριστατωμένη απόφαση του αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και ερμήνευσε την επίδικη συμφωνία κατέληξε ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας από την εφεσίβλητη. Απέρριψε τη θέση της εφεσίβλητης ότι οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν τα δικαιώματα τους (waiver or forbearance) ή ότι υπήρξε κώλυμα δια συμπεριφοράς για την έγερση της αγωγής. Είναι περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά ίση με την αξία της μετοχής της εφεσίβλητης που ετύγχανε διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ στις 15.12.2000.
Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά από εκτενή ανάπτυξη της νομικής θέσης και το εύρημα ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία και κατακράτησαν τις μετοχές, κατέληξε να απορρίψει την αγωγή των εφεσειόντων με το εξής καταληκτικό σκεπτικό:-
«Η περίπτωση των εναγόντων είναι διάφορη από τις μνημονευθείσες υποθέσεις. Παρά τη διάρρηξη των όρων της συμφωνίας, οι ενάγοντες δεν υπέστησαν ζημιά εφόσον ούτε τερμάτισαν, αλλά κατακράτησαν και τις μετοχές. Δεν έχουν ζημιωθεί κατά προσμετρήσιμο τρόπο. Εκείνο το οποίο οι ενάγοντες όφειλαν να έπρατταν έχοντας εκ των προτέρων τη γνώση της κατοχής των μετοχών και της πρόθεσης τους να τις πωλήσουν σε εύθετο και οικονομικά συμφέροντα γι' αυτούς χρόνο, ήταν να ζητήσουν (εάν ήθελαν όντως να εγείρουν αγωγή), δηλωτική απόφαση όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδίων και της εταιρείας κάτω από τη συμφωνία (Treitel: The Law of Contract, 8η Έκδ., σελ. 824-5). Εδώ, παρά τη διακήρυξη του Δικαστηρίου ως προς το βάσιμο των θέσεων των εναγόντων, όσον αφορά τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις, οι ενάγοντες δεν υπέστησαν ζημιά. Δεν είναι η περίπτωση όπου θα δικαιολογείτο ακόμη και η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγοντες δεν υπέστησαν ζημιά, παρά τη διάρρηξη της συμφωνίας από την εταιρεία. Υπάρχει απουσία της ίδιας της ζημιάς και όχι απλώς απουσία ή δυσκολία στην επιμαρτύρηση της. (McGregor on Damages, 14η Έκδ., σελ. 222, παρ. 304).
Εναντίον της τελικής κατάληξης της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης. Ο τρίτος λόγος έφεσης προτείνεται διαζευκτικά προς τον δεύτερο. Και οι τρεις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είναι δυνατό οι εφεσείοντες να κατέχουν τις μετοχές και ταυτόχρονα να απαιτούν αποζημιώσεις. Επίσης ισχυρίζονται ότι λανθασμένα έκρινε ότι είχαν πρώτιστα την υποχρέωση να τερματίσουν τη συμφωνία και μετά να απαιτήσουν αποζημιώσεις και διαζευκτικά ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν τερμάτισαν τη συμφωνία.
Με πέντε λόγους αντέφεσης η εφεσίβλητη προσβάλλει ως εσφαλμένα τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία ερμηνεύοντας την επίδικη συμφωνία, κατέληξε ότι η αντιπαροχή ήταν οι μετοχές που η εφεσίβλητη είχε εκδώσει και οι οποίες ειδικά θα μετατρέπονταν σε συνήθεις μετοχές στις 15.12.2000. Αναφέρει τα εξής στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Συνάγεται από το σύνολο των πιο πάνω ότι η εταιρεία είχε ακριβώς δώσει ως αντιπαροχή ειδικές μετατρέψιμες μετοχές που η εταιρεία είχε ήδη εκδώσει και οι οποίες θα μετατρέπονταν στις 15.12.00 σε συνήθεις μετοχές με σκοπό βέβαια τη διαπραγμάτευση τους ελεύθερα στο ΧΑΚ. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, όπως αυτή που εισηγήθηκε ο κ. Χριστοδούλου για το νόημα ή το ουσιώδες της παρενθετικής αναφοράς στον όρο 2.2 και με την οποία το Δικαστήριο δεν συμφωνεί, θα αλλοίωνε το λόγο και σκοπό της συμφωνίας και θα αποστερούσε από αυτή την ουσία της. Άλλωστε, και ο επόμενος όρος, 2.3, ερμηνευτικά ιδωμένος, συνηγορεί υπέρ των πιο πάνω με δεδομένο ότι εκεί προνοείται ότι η μεταβίβαση των μετοχών της Novasys στο όνομα της εταιρείας θα πραγματοποιείτο ταυτόχρονα με την παράδοση στους ενάγοντες ως πωλητές των πιστοποιητικών της εταιρείας για τις ειδικές μετατρέψιμες μετοχές, ουχί αργότερον της 15.12.99. Άρα είναι φανερό ότι η συμφωνία, Τεκμ. «Γ» προνοούσε εξελικτικά την παράδοση των ειδικών μετατρεψίμων μετοχών της εταιρείας (οι οποίες ήδη υπήρχαν), ένα χρόνο προηγουμένως από την μετατροπή τους στις 15.12.00 σε συνήθεις μετοχές.»
Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε πέραν του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες συνεβλήθησαν να λάβουν ως αντιπαροχή κατ' ουσίαν συνήθεις μετοχές της εφεσίβλητης, οι οποίες κατά την υπογραφή της συμφωνίας είχαν καθοριστεί να είναι ειδικές μετατρέψιμες πλήρως πληρωθείσες μετοχές (special convertible fully paid up shares).
Οι πιο πάνω θέσεις απαντούν και στο λόγο αντέφεσης αρ. 1 ο οποίος κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προχώρησε και διαπίστωσε, ορθά κατά την άποψη μας, ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης. Η αντιπαροχή αποτελείτο μεν από μετοχές στην καθορισθείσα αξία των £212,903 αλλά η υποχρέωση της εφεσίβλητης δεν εξαντλείτο με την έκδοση και παραλαβή των μετοχών αυτών από τους εφεσείοντες και μόνο. Οι μετοχές που είχε υποχρέωση να δώσει η εφεσίβλητη είχαν δύο χαρακτηριστικά, ότι ήταν ειδικώς μετατρέψιμες και είχαν ημερομηνία μετατροπής τους σε συνήθεις, την 15.12.2000. Η θέση της εφεσίβλητης, στο λόγο αντέφεσης αρ. 2 ότι με την έκδοση και την παράδοση στους εφεσείοντες των μετοχών που ήταν ειδικά μετατρέψιμες εκτέλεσαν την υποχρέωση τους που πηγάζει από τη συμφωνία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η συλλογιστική αυτή, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι λανθασμένη. Η εταιρεία είχε υποχρέωση να μετατρέψει τις μετοχές σε συνήθεις μέχρι τις 15.12.2000 και μόνο τότε θα εξεπλήρωνε τη συμβατική υποχρέωση της.
Με τα πιο πάνω απαντάται και ο λόγος αντέφεσης αρ. 2 ο οποίος κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Έχουμε αναφερθεί στα πιο πάνω ειδικά για να ακολουθήσουμε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία όμως απαντούν και στους δύο από τους πέντε λόγους αντέφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει ότι υπήρξε πράγματι διάρρηξη της συμφωνίας, έθεσε το θεμελιακό ερώτημα κατά πόσο οι εφεσείοντες έχουν όντως υποστεί τη ζημιά που απαιτούν και ότι έχουν δικαίωμα στη σχετική αποζημίωση. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επίδικη απόφαση του:-
«Το ερώτημα τίθεται διότι είναι παραδεκτό μέσα από τη μαρτυρία των εναγόντων, αλλά και δεν υπάρχει τίποτε το αντίθετο στη δικογραφία τους, ότι οι ενάγοντες εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να είναι κάτοχοι του 75% των μετοχών αυτών οι οποίες τώρα έχουν μετατραπεί σε συνήθεις. Απόδοση σε αυτούς του πιο πάνω ποσού θα σήμαινε ότι οι ενάγοντες θα λάμβαναν την αποζημίωση ενώ ταυτόχρονα κατακρατούν το αγαθό, δηλαδή τις μετοχές, τις οποίες και θα μπορούν οποτεδήποτε στο μέλλον ανάλογα με τις αυξομειώσεις της τιμής στο ΧΑΚ να τις πωλήσουν πραγματοποιώντας ακόμη περισσότερο κέρδος επιπρόσθετα των αποζημιώσεων που θα λάμβαναν. Αυτή είναι άλλωστε και η σαφής μαρτυρία των Συρίμη και Χριστοφίδη κατά την κατάθεση τους. Πρόθεση τους, όπως δήλωσαν απερίφραστα, είναι να πωλήσουν τις μετοχές ευθύς ως είναι εμπορεύσιμες στο ΧΑΚ.
Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν έξω από κάθε αρχή δικαίου διότι ένας ενάγων, έστω και αν έχει κριθεί ότι είναι αναίτιος της διάρρηξης ενός συμβολαίου, δεν μπορεί να αξιώνει αποζημιώσεις και ταυτόχρονα να κατέχει το συγκεκριμένο αγαθό.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία και αντί τούτου εξακολουθούσαν ακόμα και κατά τη διάρκεια της δίκης να κατακρατούν τις μετοχές. Το Δικαστήριο προβαίνει σε ανάλυση του νομικού θέματος υπό το φως της νομολογίας.
Το θέμα διέπεται από το άρθρο 75 του Κεφ. 149 και αποτελεί τη μόνη βάση για διεκδίκηση αποζημιώσεων από το αναίτιο μέρος μετά την ακύρωση της σύμβασης. (Βλέπε: Παντζιαρή ν. Acquarian Container Lines Ltd. (1993) 1 Α.Α.Δ. 748 και Δρυάδης ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881).
Στην ανάλυση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνούμε:-
«Αποτελεί κοινό τόπο στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές: είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση. Δύναται επίσης να προχωρήσει και με τις δύο πιο πάνω θεραπείες διαζευκτικά, αν και στη δίκη θα πρέπει να επιλέξει ποια εν τέλει θα ακολουθήσει. Αν ο πωλητής αποδεχθεί την παράβαση και τερματίσει τη σύμβαση, δεν μπορεί να ζητήσει ειδική εκτέλεση εφόσον και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση. Όπου η ειδική εκτέλεση παραμένει επιλογή και εκδίδεται σχετικό διάταγμα, η σύμβαση παραμένει σε ισχύ και δεν απορροφάται ("merged") στη δικαστική απόφαση για ειδική εκτέλεση. Η επιλογή εδώ είναι για συνέχιση της σύμβασης υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου. Τέλος, αν ο αγοραστής δεν συμμορφωθεί με το διάταγμα για ειδική εκτέλεση, τότε ο πωλητής (το αναίτιο μέρος) δύναται είτε να ζητήσει από το Δικαστήριο την εφαρμογή του διατάγματος, είτε να αιτηθεί από το Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος και να ζητήσει σ' εκείνο το στάδιο τον τερματισμό της σύμβασης και να του αποδοθούν αποζημιώσεις.
Τα πιο πάνω αποτελούν την αυθεντική προσέγγιση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στην Johnson v. Agnew* - supra. O Lord Wilberforce έθεσε επίσης τέρμα στην λανθασμένη αντίληψη ότι αποδοχή μιας παράβασης σε σύμβαση που επιφέρει τερματισμό, ισοδυναμεί με τερματισμό της σύμβασης εξ υπαρχής. Εξ' υπαρχής τερματισμός ή ακύρωση ("rescission ab initio") συμβαίνει μόνο όπου η σύμβαση εμποτίζεται από λάθος, δόλο ή έλλειψη συγκατάθεσης, οπότε και η σύμβαση θεωρείται ως μηδέποτε γενομένη. ........................................................
...............................................................................................................
Οι πιο πάνω ορθές αρχές δεν βοηθούν την υπόθεση των εναγόντων. Οι ενάγοντες είχαν με τη διαπίστωση της διάρρηξης την επιλογή είτε να τερματίσουν είτε να συνεχίσουν τη συμφωνία. Δεν την τερμάτισαν και δεν υπάρχει τίποτε είτε στη συμπεριφορά τους είτε στην αλληλογραφία που να δείχνει το αντίθετο. Όπως αναφέρει και στον Treitel: The Law of Contract, 8η Έκδ., σελ. 746:
«It is a question of fact in each case whether the option to rescind has been exercised. Active steps seem to be necessary for this purpose; and notice of the exercise of the option must sometimes be given to the party in breach.»
Είναι η θέση των εφεσειόντων, όπως εκφράζεται στους λόγους έφεσης 1 και 2 ότι δεν μπορούσαν νομικώς να τερματίσουν τη συμφωνία δεδομένου ότι η συμφωνία είχε ήδη εκτελεστεί και ούτε ηδύναντο να πωλήσουν τις μετοχές αφού υπήρξε πλήρης αδυναμία εξεύρεσης οποιουδήποτε αγοραστή.
Όσον αφορά το πρώτο δεν εξηγείται γιατί ήταν αδύνατος ο τερματισμός της συμφωνίας. Έχουμε ήδη αναφέρει την ορθή θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης. Και εφόσον υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία. Αντί τούτου σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί και κατακράτησαν και τις μετοχές. Όπως αναφέρεται στην Καταφυγιώτης ν. Χρυσοστομής (1997) 1 Α.Α.Δ. 1746 (σελίδα 1754):-
«Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.»
Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ο οποίος τίθεται διαζευκτικά των άλλων δύο ευσταθεί. Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και δεν αποδέχθηκε, ορθά, τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, ένεκα και του γεγονότος, πρόσθετα, ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να κατακρατούν τις μετοχές. Αναφέρει στην απόφαση του:-
«Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ίδια η αγωγή με την αξίωση για αποζημιώσει σήμαινε την επιλογή των εναγόντων να την τερματίσουν (Tilcon Ltd. v. Land and Real Estate Investments Ltd. [1987] 1 All E.R. 615) επιλέγοντας τη θεραπεία της αποζημίωσης αντί της ειδικής εκτέλεσης, όπως εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης (μια πρόταση αμφίβολη υπό τις περιστάσεις - στην Καταφυγιώτης, αντίθετα, υπήρχε σχετικός ισχυρισμός περί ακύρωσης στην ίδια την έκθεση απαίτησης, ενώ στη Δρυάδης ν. Καλησπέρα - supra - άλλο Εφετείο κατέγραψε τη θέση ότι κατά πόσο η καταχώριση της αγωγής συνιστά αποκήρυξη της συμφωνίας, λόγω της προβολής αξίωσης για αποζημιώσεις για διάρρηξη της συμφωνίας είναι όντως συζητήσιμο θέμα), και πάλι οι ενάγοντες δεν μπορούν να διεκδικούν αποζημιώσεις ενόψει της κατοχής των μετοχών.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται. Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε και με τους υπόλοιπους λόγους αντέφεσης πέραν των δύο κύριων λόγων που έχουμε απορρίψει πιο πάνω. Κατά συνέπεια απορρίπτεται και η αντέφεση.
Ενόψει της αποτυχίας τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.
Η�έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.