ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1247

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 220/2005)

 

6 Δεκεμβρίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]

 

 

ANDREAS ORTHODOXOU LIMITED,

 

Εφεσείoντες,

 

ν.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΥΛΛΗΡΗ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

_________

 

Μ. Σαβεριάδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Σεργίδου (κα) για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη, Ν. Πιριλίδη και Συνεργάτες, για τους Εφεσίβλητους.

_________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου

απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία επιδικάστηκε εναντίον τους ποσό £3.376,46 ως αποζημιώσεις για ζημιές που οι εφεσίβλητοι υπέστησαν λόγω παράβασης σύμβασης παρακαταθήκης και/ή σύμβασης μεταφοράς αγαθών διά θαλάσσης.

 

Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία που ασχολείται με την εμπορία μαρμάρων, μωσαϊκών και γρανιτών.  Περί τα μέσα Οκτωβρίου του 2000 συμφώνησαν με τους εφεσείοντες τη μεταφορά από εργοστάσιο της εταιρείας Παυλίδης Α.Ε., στη Δράμα, εμπορευματοκιβωτίου στο οποίο θα φορτωνόταν εμπόρευμα.  Οι εφεσείοντες θα το παραλάμβαναν από το εργοστάσιο και θα το μετέφεραν μέσω του λιμένος της Θεσσαλονίκης, στη Λεμεσό.  Σε κανένα στάδιο κατάρτισης της ρηθείσας συμφωνίας δεν αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους ότι ενεργούσαν εκ μέρους άλλων.

 

Η εταιρεία Παυλίδης Α.Ε. ασχολείται με την εξόρυξη και επεξεργασία μαρμάρων και είχε πολύχρονη συνεργασία με τους εφεσίβλητους.  Στην προκειμένη περίπτωση εξέδωσε τιμολόγιο σε σχέση με τα εμπορεύματα που παραλήφθηκαν και φορτώθηκαν στο εμπορευματοκιβώτιο.  Η συμφωνία της εταιρείας Παυλίδη με τους εφεσίβλητους προνοούσε όπως τα εμπορεύματα παραδοθούν στο εργοστάσιο της εταιρείας από όπου άλλη εταιρεία θα αναλάμβανε τη μεταφορά τους.  Αφού τοποθετήθηκαν τα εμπορεύματα σε εμπορευματοκιβώτιο με ανοικτή οροφή, το κάλυμμα δέθηκε κανονικά και το εμπορευματοκιβώτιο σφραγίστηκε στην παρουσία του τελωνείου.

 

Τη μεταφορά των εμπορευμάτων από τη Δράμα στο λιμάνι Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια τη φόρτωσή τους στο πλοίο "Ion Ro/Ro", καθώς και την έκδοση των σχετικών τελωνειακών εγγράφων, περιλαμβανομένης και φορτωτικής, ανέλαβε η εταιρεία  Intercargo Ltd, η οποία έχει την έδρα της στον Πειραιά και γραφεία στη Θεσσαλονίκη, είναι δε οι συνεργάτες των εφεσειόντων στην Ελλάδα.

 

Κατά την άφιξη του εμπορευματοκιβωτίου στο εργοστάσιο των εφεσιβλήτων στην Κύπρο διαπιστώθηκε ότι το κάλυμμα ήταν ανοικτό και κίτρινα υγρά είχαν προκαλέσει ζημιά στις πλάκες και τα μάρμαρα.

 

Η φορτωτική περιήλθε στα χέρια των εφεσιβλήτων για πρώτη φορά όταν ειδοποιήθηκαν για την άφιξη των εμπορευμάτων, οπότε και παραλήφθηκε από την τράπεζα τους, στην οποία είχε ανοιχτεί πίστωση.  Η φορτωτική οπισθογραφήθηκε επ΄ ονόματι  του Μ.Ε.1 Δημήτρη Τηλλυρή, διευθυντή της εταιρείας των εφεσιβλήτων.  Η οπισθογράφηση έγινε για να μπορέσουν οι εφεσίβλητοι να παραλάβουν τα εμπορεύματα.  Κατέστησαν έτσι εξ οπισθογραφήσεως δικαιούχοι της φορτωτικής.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες παρέβηκαν την υποχρέωση που είχαν προς τους εφεσίβλητους για ασφαλή μεταφορά και παράδοση των εμπορευμάτων τους στην ίδια καλή κατάσταση στην οποία είχαν παραδοθεί από τους προμηθευτές και επιδίκασε αποζημιώσεις, ως ανωτέρω.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τη νομική σημασία και τις συνέπειες της οπισθογράφησης της φορτωτικής προς όφελος των εφεσιβλήτων από την τράπεζα.  Αφού, υποστηρίζουν, στη φορτωτική ως μεταφορέας αναγράφεται η εταιρεία Intercargo Ltd και όχι οι εφεσείοντες,  η αγωγή εναντίον των εφεσειόντων στην βάση παράβασης συμφωνίας μεταφοράς των εμπορευμάτων θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.

 

Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε μια μελετημένη και τεκμηριωμένη απόφαση, είναι ορθή.  Η φορτωτική αποτελεί έγγραφο εκδιδόμενο από ή εκ μέρους του μεταφορέα αγαθών διά θαλάσσης, στο πρόσωπο με το οποίο έχει συμβληθεί για τη μεταφορά των αγαθών.  Καθορίζει τη μεταφορά των αγαθών από συμφωνηθέντα προορισμό, είτε στο κατονομαζόμενο πρόσωπο ή, πιο συχνά, σε πρόσωπο που καθορίζεται.  Η φορτωτική εκδίδεται στη διαταγή του προσώπου στο οποίο τα αγαθά πρέπει να παραδοθούν και εξυπηρετεί τρεις σκοπούς.  Συνιστά απόδειξη της φόρτωσης των περιγραφόμενων σ΄ αυτήν αγαθών στο πλοίο, αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία της συμφωνίας μεταφοράς και τέλος αποτελεί έγγραφο τίτλου για τα αγαθά (βλέπε Benjamin´s Sale of Goods, 2η έκδοση, παραγρ. 1464).  Κατοχή της φορτωτικής θεωρείται ως τεκμαρτή κατοχή των αγαθών.

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση J. & P. Ltd κ.a. ν. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 451, 459-460, η φορτωτική είναι έγγραφο που υπογράφεται από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπό του με το οποίο αναγνωρίζεται ότι τα αγαθά έχουν φορτωθεί επί του συγκεκριμένου σκάφους το οποίο αναμένεται να φτάσει σε συγκεκριμένο προορισμό και το οποίο καθορίζει τους όρους με τους οποίους θα μεταφερθούν τα αγαθά που έχουν παραληφθεί (βλέπε Sewell v. Burdick (1884) 10 App. Cas. 74, 105.  Βλέπε επίσης Scrutton on Charterparties 18η έκδοση, σελ.2).  Η σύμβαση μεταφοράς αποτελεί τη συμφωνία, ενώ η φορτωτική συνιστά την απόδειξη παραλαβής των αγαθών, στην οποία αναφέρονται και οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά.

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγουμε ότι σε κανένα στάδιο πριν από την παραλαβή της φορτωτικής από τους εφεσίβλητους μέσω της τράπεζας τους, περιήλθε εις γνώση τους το περιεχόμενο της φορτωτικής και ορθά το δικαστήριο θεώρησε ότι η φορτωτική που εκδόθηκε δεν μπορούσε να αποτελέσει μαρτυρία της συμφωνίας μεταφοράς που συνήφθη μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων.  Η συμφωνία που έγινε μεταξύ των διαδίκων μερών και το περιεχόμενό της, καταγράφηκε ορθά στα πλαίσια διατύπωσης των διαπιστώσεων του δικαστηρίου.

 

Η ιδιοκτησία στο φορτίο πλοίου δεν οφείλεται στη μεταβίβαση της φορτωτικής που το αντιπροσωπεύει.  Η φορτωτική αποτελεί εκ πρώτης όψεως τίτλο ιδιοκτησίας, αλλά τούτο οφείλεται κυρίως στο συμβολικό χαρακτήρα της φορτωτικής.  Δεν δημιουργεί ουσιαστικά δικαιώματα κυριότητας στο φορτίο.  Η κυριότητα στο φορτίο εξαρτάται από τη δοσοληψία μεταξύ των μερών, μέρος της οποίας μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταβίβαση ή όχι της φορτωτικής (Standard Fruit Company (Bermuda) Limited κ. a. ν. Gold Seal Shipping Company Ltd, (1997) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται η ιδιότητα των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητών των εμπορευμάτων.  Αμφισβητήθηκε το δικαίωμα να εγείρουν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων, ενώ προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η αγωγή έπρεπε να εγερθεί εναντίον της εταιρείας Intercargo Ltd η οποία παρουσιάζεται ως μεταφορέας.

 

Στην υπόθεση Standard Fruit Company (Bermuda) Limited κ. a. ν. Gold Seal Shipping Company Ltd, ανωτέρω, αναφέρεται ότι ο μεταφορέας σύμφωνα με το κοινοδίκαιο έχει υποχρέωση ως θεματοφύλακας μεταφορέας (common carrier) να παραδώσει το φορτίο με ασφάλεια και, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, είναι υπόλογος για οιανδήποτε ζημιά η οποία θα συμβεί στο φορτίο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς.

 

Στην υπόθεση J. & P. Ltd κ.a. ν. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd κ.α., ανωτέρω, γίνεται αναφορά και στις υποθέσεις Runquist v. Ditchell  (1800) 2 Camp. 556 και Philips v. Edwards (1858) 3 H. & N. 813, οι οποίες, άνκαι ασαφείς επί του συγκεκριμένου σημείου, φαίνεται να ευνοούν τη θέση ότι η φορτωτική δεν αποτελεί αναμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης της σύμβασης (βλέπε επίσης την απόφαση του δικαστή Gibbs C.J.  στην υπόθεση Sanderson v Busher (1814) 4 Camp. 54).  Η σύμβαση μεταφοράς, αποτελεί τη συμφωνία, ενώ η φορτωτική συνιστά την απόδειξη παραλαβής των αγαθών στην οποία αναφέρονται και οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά.

 

Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα θα πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος βασίζεται στο επιχείρημα ότι η φορτωτική τεκμαίρεται ότι αποτελεί τη συμφωνία μεταφοράς των εμπορευμάτων και συνεπώς ο εξ οπισθογραφήσεως δικαιούχος δεσμεύεται από τους όρους της φορτωτικής.  Όπως είδαμε, κάτι τέτοιο δεν είναι ορθό αφού το περιεχόμενο της φορτωτικής, πριν ή κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας με τους εφεσείοντες, δεν περιήλθε εις γνώση των εφεσιβλήτων.  ΄Ετσι δεν μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία της συναφθείσας συμφωνίας μεταφοράς.

 

Όπως έχει επιβεβαιωθεί και στην υπόθεση Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, για να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει αποδεκτεί όρους σύμβασης θα πρέπει να τους πληροφορηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας. ΄Οροι οι οποίοι εισάγονται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν ισχύουν γιατί δεν έχουν συμφωνηθεί.  Κανένας δεν μπορεί να συμφωνήσει σε κάτι που δεν γνωρίζει.  Οι όροι θα πρέπει να τεθούν υπ΄ όψιν του συμβαλλόμενου που θα δεσμευτεί, πριν ή κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.  Αν δεν του γνωστοποιηθούν μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας, δεν έχουν οποιονδήποτε αποτέλεσμα (Olley v. Marlborough Court Ltd (1949) 1 K.B. 532.  Βλέπε επίσης Chitty on Contracts, 25η έκδοση, 1ος τόμος, σελ. 406, παραγρ. 739).

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο Μ.Ε.1 κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας ήταν ενήμερος του περιεχομένου της φορτωτικής ή ότι του γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη όρων.  Αντίθετα, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Μ.Ε.1 είδε τη φορτωτική μετά την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας.  Έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι δεσμεύονται από το συγκεκριμένο όρο, ο οποίος καθορίζει το δίκαιο που διέπει τη φορτωτική ή τη χρονική προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσαν να εγείρουν αγωγή εναντίον του μεταφορέα.

 

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέβλεψε μέρος της μαρτυρίας  των εναγόντων-εφεσιβλήτων το οποίο μάλιστα έκρινε ως αξιόπιστο, για να καταλήξει εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι υπήρξε συμφωνία μεταφοράς των εμπορευμάτων στην Κύπρο από τους εφεσείοντες.  Στο περίγραμμα γίνεται αναφορά σε αποσπάσματα της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, για να φανεί ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε θεώρησαν τους εφεσείοντες ως μεταφορείς των εμπορευμάτων και ότι γνώριζαν ότι η μεταφορά θα γινόταν από την εταιρεία Intercargo Ltd.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία  και κατέληξε ορθά πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν ενεργούσαν ως μεταφορείς, δεν ήταν ποτέ γνωστό στους εφεσίβλητους.  ΄Οπως επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο περιγράφει και αποκαλεί τον εαυτό του ως πράκτορα μεταφορών (forwarding agent) δεν τον απαλλάσσει από του να θεωρηθεί ότι ευθύνεται ως μεταφορέας ακόμα κι΄ αν η μεταφορά δεν διενεργηθεί από τον ίδιο προσωπικά.  Οι εφεσείοντες κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας ανέλαβαν την ευθύνη μεταφοράς των εμπορευμάτων στο λιμάνι της Λεμεσού επ΄ αμοιβή.  Απέτυχαν να αποδείξουν ότι αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους την πραγματική τους ιδιότητα ή ότι αποκάλυψαν την ανάμειξη της εταιρείας Intercargo Ltd, ενώ, ταυτόχρονα, παραδέχτηκαν ότι πληρώθηκαν από τους εφεσίβλητους συμφωνημένη αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφεραν.  Κανένα σημείο της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, από αυτά που περιγράφονται στο περίγραμμα των εφεσειόντων, δεν αιτιολογεί αλλαγή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η παρούσα έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

                                                               Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

                                                               Α. Κραμβής, Δ.

 

                                                               Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο