ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 78/2006)
27 Νοεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
SUPER SOUND TRADING LTD,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος.
- - - - - -
Μ. Γιατρού, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Κοϊνάς, για τον Εφεσίβλητο.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η (EX-TEMPORE)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.5.2002 επιδόθηκε στον εφεσίβλητο-εναγόμενο κλητήριο ένταλμα με το οποίο οι εφεσείοντες-ενάγοντες αξίωναν το ποσό των £1.050, ως υπόλοιπο του συμφωνηθέντος εκ £2.200 τιμήματος για την πώληση συστήματος αναπαραγωγής ήχου, προς χρήση στην μπυραρία του. Την επομένη της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, δηλαδή στις 28.5.2002, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, με επιστολή του, τερμάτισε τη συμφωνία, προβάλλοντας στη συνέχεια, με την υπεράσπιση και ανταπαίτησή του, πως το πωληθέν σύστημα δεν ήταν κατάλληλο για χρήση στην μπυραρία, που ήταν ο σκοπός του, όπως αυτός ρητά προσδιορίστηκε. Αρνήθηκε, επομένως, την αξίωση και ανταπαίτησε το ποσό των £1.150 που είχε ήδη καταβάλει.
Το ζήτημα ήταν αν οι εφεσείοντες διαβεβαίωσαν τον εφεσίβλητο πως το σύστημα ήταν κατάλληλο για την μπυραρία ή αν, στην πραγματικότητα, αφού του έδωσαν προσφορά με εναλλακτική λύση, ακριβότερη όμως, του συνέστησαν την επιλογή της δεύτερης. Ο Διευθυντής των εφεσειόντων ακριβώς κατέθεσε πως ήταν επιλογή του εφεσίβλητου η πρώτη λύση, ως φθηνότερη, επειδή θεωρούσε πως το σύστημα θα ήταν κατάλληλο αφού επρόκειτο για μπυραρία στην οποία θα διατηρούσε τον ήχο σε χαμηλή ένταση. Ενώ, από την άλλη, ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου πως αγόρασε το σύστημα μετά από τη διαβεβαίωση του Διευθυντή των εφεσειόντων πως το σύστημα ήταν κατάλληλο για την μπυραρία του.
Το σύστημα δεν ήταν ελαττωματικό αλλά, στην πορεία, αποδείχτηκε πως ήταν ακατάλληλο για την μπυραρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και είναι τώρα το παράπονο των εφεσειόντων πως αυτή η εκτίμηση ήταν εσφαλμένη. Περαιτέρω, πως και με αυτή ως αληθινή, η αξίωση θα έπρεπε να είχε, εν πάση περιπτώσει, απορριφθεί.
Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση και το επιβεβαίωσαν ενώπιόν μας και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών πως τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Η συμφωνία για την αγορά του συστήματος και η εγκατάστασή του στην μπυραρία του εφεσίβλητου έγιναν τον Ιούνιο του 2001. Ο εφεσίβλητος διαπίστωσε πως δεν ήταν κατάλληλο για την μπυραρία του δεκαπέντε μέρες περίπου αργότερα, αλλά δεν έθεσε τότε αυτό το θέμα προς τους εφεσείοντες. Το Σεπτέμβριο εξασφάλισε γνώμη τρίτου ειδικού, τον οποίο μάλιστα κάλεσε και ως μάρτυρά του, που επιβεβαίωσε την ακαταλληλότητα του συστήματος για τον σκοπό που αγοράστηκε, αλλά και πάλι δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς την κατεύθυνση των εφεσειόντων. Αντίθετα, στις 5.12.2001, υπέγραψε σχετικό τιμολόγιο και κατέβαλε το ποσό των £1.150 έναντι του τιμήματος. Το Φεβρουάριο δε του 2002, όταν ο εφεσίβλητος παρέδωσε το σύστημα για επιδιόρθωση κάποιου ελαττώματος που παρουσίασε, οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να του το επιστρέψουν αφού δεν είχε ακόμα εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος. Για να ακολουθήσει, όπως σημειώσαμε από την αρχή, η καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος που επιδόθηκε στις 27.5.2002 και ο τερματισμός, με επιστολή της επόμενης μέρας.
Συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων πως υπάρχει σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού, αντί να προσδοθεί σημασία στα πιο πάνω ουσιώδη και αναντίλεκτα, η κρίση περί την αξιοπιστία συναρτήθηκε προς στοιχεία εν πολλοίς άσχετα και σε κάθε περίπτωση επουσιώδη. Αυτά αναφέρονται στο ότι, κατά τη δική του μαρτυρία, ο εφεσίβλητος είχε την οικονομική δύναμη να αγοράσει το ακριβότερο σύστημα, όταν μάλιστα είχε ταυτοχρόνως αγοράσει το επίσης φθηνότερο για το σπίτι του στην όχι ευκαταφρόνητη τιμή των £891. Παρεμβάλλουμε εδώ πως η αγωγή αφορούσε και σε υπόλοιπο £391 για το δεύτερο αυτό σύστημα και πως, συναφώς, ο εφεσίβλητος είχε δεχτεί απόφαση. Περαιτέρω, το ότι, εν τέλει, σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρησης της αγωγής, ο εφεσίβλητος αγόρασε νέο ακριβότερο σύστημα.
Ούτως ή άλλως, όμως, η αγωγή θα έπρεπε να επιτύχει και η ανταπαίτηση να απορριφθεί. Εφόσον η υπόθεση του εφεσίβλητου είχε στη ρίζα της τη θέση ότι απέρριψε τα μηχανήματα με τον τερματισμό της σύμβασης όπως τον έκαμε, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε επιστροφή και του ποσού που ήδη είχε καταβάλει, ορθά οι εφεσείοντες επικαλούνται το άρθρο 42 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν.10(1) του 1994, όπως τροποποιήθηκε). Σύμφωνα με την παράγραφο (6) του οποίου, όπως εξηγήθηκε και στην υπόθεση Λαμπρίας ν. Χρυσός & Σία Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 281, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποδέχθηκε τα αγαθά όταν μετά από την παρέλευση εύλογου χρόνου τα κράτησε χωρίς να δηλώσει στον πωλητή ότι τα απορρίπτει. Και, εν προκειμένω, ασφαλώς είχε διαρρεύσει χρόνος πέραν του ευλόγου, όσο επιεικώς και αν μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει την περίπτωση. Ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα μηχανήματα επί μήνες. Κατά τη δική του παραδοχή τα ελαττώματα είχαν εκδηλωθεί από το πρώτο δεκαπενθήμερο και αντί άλλης ενέργειας, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, αφού εξασφάλισε και τη γνώμη ειδικού, υπέγραψε τα τιμολόγια και κατέβαλε πέραν του ημίσεως του τιμήματος. Για να εγείρει το θέμα όταν πλέον οι εφεσείοντες κατακράτησαν τα εμπορεύματα επειδή δεν κατέβαλε το υπόλοιπο, για το οποίο κίνησαν και την αγωγή.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των £1.050. Οι εφεσείοντες διεκδίκησαν και τόκο προς 8.5% από την 5.12.2001, αλλά δεν διακρίνουμε στοιχειοθέτηση τέτοιου δικαιώματος. Το ποσό των £1.050 θα φέρει νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, όπως το Δικαστήριο καθόρισε σε σχέση με τo ποσό των £391, η εκ συμφώνου απόφαση για το οποίο, βεβαίως, παραμένει. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ