ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1213
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2006)
20 Νοεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
PERIHAN MUSTAFA KORKUT Ή EYIAM PERIHAM,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
v.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Χ. ΖΟΠΠΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
Αίτηση ημερομηνίας 8 Ιουνίου, 2007
Γ. Κορφιώτη (κα), για τον Αιτητή-Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Λ. Γεωργίου, για την Καθ' ης η Αίτηση-Εφεσείουσα.
Ε. Κορακίδης, για τον Καθ' ου η Αίτηση-Εφεσίβλητο.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ζήτησε όπως του επιτραπεί να συμμετάσχει και/ή να παρέμβει στη διαδικασία της Πολιτικής Έφεσης προς υποστήριξη των εξουσιών του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 139/91.
Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η αγωγή στην οποία ασκήθηκε η έφεση, για άγνωστους λόγους ουδέποτε επιδόθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα ή στον Κηδεμόνα με αποτέλεσμα να μην λάβουν μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία. Προβάλλεται η θέση ότι είναι αναγκαίο για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να λάβει μέρος στη διαδικασία και να ακουστεί, δεδομένου ότι η ακίνητη περιουσία η οποία αποτελεί αντικείμενο της έφεσης υπάγεται στις διατάξεις του Νόμου 139/91. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η έκβαση της έφεσης θα επηρεάσει άμεσα τα συμφέροντα του Κηδεμόνα και κατ' επέκταση το δημόσιο συμφέρον.
Στο αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα υπήρξε ένσταση από πλευράς εφεσίβλητου-ενάγοντα, ενώ η εφεσείουσα-εναγομένη συγκατατέθηκε. Στη γραπτή ένσταση του, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει: (α) ότι είναι αντινομικό και παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ο Γενικός Εισαγγελέας να παρέμβει στη δικαστική διαδικασία για να υποστηρίξει έναν από τους δύο διαδίκους, (β) δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα του Γενικού Εισαγγελέα από την έκβαση της έφεσης, (γ) δεν επηρεάζονται τα συμφέροντα του κοινού ώστε να χρειάζεται να παρέμβει ο αιτητής, (δ) τυχόν έγκριση του αιτήματος θα προκαλέσει αδικία στον καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητο και (ε) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ακουστεί ο Γενικός Εισαγγελέας ως φίλος του Δικαστηρίου.
Προτού προχωρήσουμε στην περαιτέρω εξέταση της αίτησης, θα παρεμβάλουμε τα γεγονότα που αφορούν στην αγωγή. Οι δύο διάδικοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Αυστραλίας. Ο εφεσίβλητος ο οποίος είναι Ελληνοκύπριος, μετακόμισε μόνιμα στην Αυστραλία το 1974, ενώ η εφεσείουσα η οποία είναι Τουρκοκύπρια, φαίνεται να έφυγε από την Κύπρο το 1956. Ο πρώτος συμφώνησε να αγοράσει δύο κτήματα της εφεσείουσας τα οποία βρίσκονται στην Πόλη Χρυσοχούς. Για το σκοπό αυτό υπέγραψαν Πωλητήριο Έγγραφο ημερ. 8.1.03 το οποίο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Το τίμημα πώλησης ήταν 950.000 Δολάρια Αυστραλίας και δόθηκε ως προκαταβολή στην εφεσείουσα το ποσό των 150.000 Δολαρίων Αυστραλίας. Φαίνεται ότι η εφεσείουσα αρνήθηκε να υλοποιήσει τη συμφωνία με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να διεκδικήσει δικαστικώς τα δικαιώματα του και να αιτηθεί ειδική εκτέλεση της συμφωνίας. Η εφεσείουσα ανταπαιτητικά αιτήθηκε την ακύρωση της συμφωνίας και την κήρυξη της ως ανυπόστατης.
Τα κτήματα μετά το 1974 περιήλθαν στην κατοχή του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ο οποίος τα παραχώρησε σε εκτοπισθέντες. Ένα από τα επίδικα θέματα κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν κατά πόσο τα δύο κτήματα θα πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν «εγκαταλειφθεί» από την εφεσείουσα και κατά πόσο αυτά σήμερα βρίσκονται στη νόμιμη κατοχή του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σύμφωνα με τον περί Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο 139/91. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο Νόμος 139/91 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των διαδίκων, ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας βρίσκεται έξω από το πλαίσιο των προνοιών του Νόμου και συνεπώς δεν συγκαταλέγεται στις εξουσίες του Κηδεμόνα, αφού δεν σχετίζεται με την διαχείριση περιουσίας. Επίσης, απαντώντας σε προδικαστική ένσταση, κατέληξε ότι στην πρωτόδικη διαδικασία δεν ενδείκνυτο να συμμετάσχει ο Κηδεμόνας ως διάδικος. Στη συνέχεια, βρήκε ότι η εφεσείουσα παρέβη τους όρους της συμφωνίας και εξέδωσε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης, ενώ απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Γενικό Εισαγγελέα, εισηγήθηκε διαζευκτικά, ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν επιτρέψει την παρέμβαση του ως διαδίκου, τότε θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να του επιτρέψει να παρέμβει ως φίλος του Δικαστηρίου. Τις ίδιες θέσεις προώθησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την καθ' ης αίτηση-εφεσείουσα.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητο, αναφορικά με την υπαλλακτική εισήγηση για να ακουστεί ως φίλος του Δικαστηρίου, πρόσθεσε ότι και αυτή η δυνατότητα δεν προσφέρεται αφού σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την έκβαση της δίκης, όπως είναι η εισήγηση της δικηγόρου για το Γενικό Εισαγγελέα, δεν μπορεί να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του Δικαστηρίου.
Για να προστεθεί ένα πρόσωπο ως διάδικος δυνάμει της Δ.9 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών θα πρέπει να κριθεί ως αναγκαίος διάδικος. Βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υπό αμφισβήτηση ή επηρεάζονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή συμφέροντα σε περιουσία όπου οι νόμιμοι ιδιοκτήτες πρέπει να αντιπροσωπεύονται.
Για το εάν ένας διάδικος είναι αναγκαίος ή όχι, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια. Μελέτη της Αγγλικής νομολογίας αποκαλύπτει διάφορες σχολές σκέψης για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.9 θ.10. (Βλ. Amon v. Raphael και Tuck & Sons Ltd. (1956) 1 All E.R. 273 και Gurtner v. Circuit (1968) 1 All E.R. 328). Όμως στην Κύπρο επικράτησε η σχολή η οποία αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο. (Βλ. Mepa Underwriting Management Ltd. κ.α. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772).
Η πρώτη μας διαπίστωση είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει άμεσο συμφέρον από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Είναι δεχτό και από τον ίδιο ότι τέτοιο συμφέρον δεν υπάρχει και ούτε είναι μέσα στις προθέσεις του να υποστηρίξει τον ένα ή τον άλλο διάδικο. Εκείνο που ισχυρίζεται είναι ότι επηρεάζονται τα ευρύτερα συμφέροντα του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και κατ' επέκταση του κράτους, γι' αυτό και το ενδιαφέρον του, περιορίζεται στο θεσμικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, όπως αυτές απορρέουν από τον Νόμο 139/91.
Από τη στιγμή που δεν θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά συμφέροντα του Γενικού Εισαγγελέα από το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι η κατάληξή μας ότι δεν τίθεται θέμα να προστεθεί ως διάδικος δυνάμει της Δ.9 θ.10, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις. Ούτε υπάρχει άλλο θεσμοθετημένο δικαίωμα εκπροσώπησής του, ώστε να καταστεί η προσθήκη του δυνατή. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν προσθήκη του ως διαδίκου θα παραβίαζε το γενικό κανόνα ότι κανένας άλλος εκτός από τους διαδίκους δεν νομιμοποιείται να λάβει μέρος στη διαδικασία.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τη διαζευκτική εισήγηση κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας θα πρέπει να ακουστεί ως φίλος του Δικαστηρίου. Οι αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται ένα τέτοιο αίτημα τέθηκαν αρχικά στην υπόθεση Theodosiadou and Others v. The Republic of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 178 και υιοθετήθηκαν αργότερα στην υπόθεση Preece v. Εστία Ανώνυμη Ασφαλιστική & Ανταασφαλιστική Εταιρεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 695. Όπως αναφέρεται, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να ακούει πρόσωπο ως amicus curiae δεν είναι υποκατάστατο της συνένωσης στη διαδικασία. Ειδικά στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα, του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να εκφέρει απόψεις από την απρόσωπη θέση του για θέματα δικαίου για τα οποία υπάρχει δημόσιο ενδιαφέρον ή έχουν ιδιαίτερη σημασία για το κοινό (Βλ. Katharina v. Ευθυμίου (1998) 2 Α.Α.Δ. 78).
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εμβέλεια του Νόμου 139/91. Μεταξύ των θεμάτων που επίσης θα εξεταστούν είναι και κατά πόσον περιουσία που ανήκει σε Τουρκοκύπριους οι οποίοι εγκατέλειψαν την Κύπρο πριν το 1974, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «εγκαταλειφθεί» μέσα στην έννοια του Νόμου 139/91 και κατά πόσον το δικαίωμα ιδιοκτησίας βρίσκεται έξω από το πλαίσιο των προνοιών του σχετικού Νόμου με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται από τις εξουσίες του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Είναι φανερό ότι για τα πιο πάνω θέματα υπάρχει έντονο το δημόσιο ενδιαφέρον.
Με τη διαπίστωση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ούτε έχει ιδιαίτερο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, ενώ υπάρχει δημόσιο ενδιαφέρον στο θέμα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, θεωρούμε ότι θα πρέπει να ακουστούν οι απόψεις του για τα νομικά θέματα που άπτονται της εμβέλειας του Νόμου 139/91. Υπό τις περιστάσεις, είναι η κατάληξή μας ότι δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί ως φίλος του Δικαστηρίου.
Δεν δεχόμαστε ότι η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα θα καθυστερήσει την εκδίκαση της έφεσης. Ήδη υπάρχει δέσμευση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα περιοριστεί σε αγόρευση επί της νομικής πτυχής των επίδικων θεμάτων. Κατά την κρίση μας η εμπλοκή του ως φίλου του Δικαστηρίου, θα βοηθήσει ώστε να ερμηνευθούν ορθότερα τα νομικά ζητήματα που σχετίζονται με το Νόμο 139/91. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του κ. Κορακίδη ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα μπορούσε να ακουστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η πρωτόδικη απόφαση και ο εφεσίβλητος ζητήσει μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του. Τυχόν εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, πιθανόν να μη βοηθούσε στην επίλυση της επίδικης διαφοράς, θα πολλαπλασίαζε τις δικαστικές διαδικασίες και θα αύξανε την δικαστική δαπάνη. Θεωρούμε ότι έστω και σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας της έφεσης, θα εξυπηρετηθούν τόσο τα συμφέροντα των διαδίκων όσο και της ορθότερης απονομής της δικαιοσύνης, αν κατά την εξέταση της ουσίας της έφεσης ακουστούν και οι θέσεις της Πολιτείας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα για όλα τα νομικά ζητήματα που θα εγερθούν σε σχέση με το Νόμο 139/91.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους το υπαλλακτικό αίτημα κρίνεται δικαιολογημένο και δίνουμε άδεια στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να ακουστεί ως φίλος του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας να καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης μέσα σε 21 μέρες από σήμερα.
Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιοδήποτε διάταγμα για τα έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ