ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1127
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αíτηση Αρ. 37/2007)
12 Οκτωβρίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ YAZEED ESSA ΝΥΝ ΕΙΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΟΥ
YAZEED ESSA ΣΤΙΣ Η.Π.Α. ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/06/2007
--------------------------------------
Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο Yazeed Essa, Παλαιστίνιος, κάτοικος Αμερικής (ο αιτητής), ζητά την ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (αρ. 97/70) και της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων Μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (αρ. 9(ΙΙΙ)/1997) για την κράτηση του και την απόδοση του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για να δικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης (aggravated murder).
(α) Τα γεγονότα.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και ιδιαίτερα από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των ανακριτών της υπόθεσης, Garry McKee και William Mason, ο αιτητής γεννήθηκε στις 6/9/1968 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ήταν παντρεμένος με την Rosemarie Essa με την οποία κατοικούσε στην πολιτεία Ohio. Ο αιτητής κατείχε πτυχίο ιατρικής το οποίο απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Cleveland, Ohio και από το 1997 ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα ως ιατρός στις Πρώτες Βοήθειες. Στις 24/2/2005 γύρω στις 2 μ.μ. η σύζυγος του αιτητή ενώ οδηγούσε το όχημα της ενεπλάκη σε ένα τροχαίο μικροατύχημα. Ένας μάρτυρας που έτρεξε και άνοιξε την πόρτα του οχήματος της την βρήκε ακόμα ζωντανή, σωριασμένη στο κάθισμα της. Η σύζυγος του αιτητή προτού χάσει τις αισθήσεις της έκαμε εμετό και ακολούθως μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Μερικά λεπτά πριν από το ατύχημα η σύζυγος του αιτητή τηλεφώνησε σε μια στενή φίλη της και της ανέφερε ότι ο σύζυγος της την πίεζε να πάρει ένα χάπι ασβεστίου προτού φύγει από το σπίτι. Αν και η ίδια δεν ήθελε, τελικά πείστηκε να το πάρει και ευθύς αμέσως άρχισε να έχει τάσεις προς εμετό.
Την επόμενη του θανάτου της συζύγου του αιτητή, ο αιτητής και ένας ξάδελφος του ζήτησαν και πήραν το όχημα που οδηγούσε η αποθανούσα και το μετέφεραν στο σπίτι του αιτητή για να το καθαρίσουν. Σε μεταγενέστερη έρευνα που διενήργησε η αστυνομία, παρά τον καθαρισμό, διαπιστώθηκε ότι στο όχημα υπήρχε μικρή ποσότητα εμεσμάτων, από την ανάλυση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα εμέσματα περιείχαν κυάνιο.
Ο αστυνομικός ανακριτής δοκίμασε λίγο μετά το θάνατο της συζύγου του αιτητή να επικοινωνήσει με τον αιτητή, αλλά για μια περίοδο 3½ βδομάδων δεν μπορούσε να έλθει σε επαφή μαζί του. Τελικά μετά από ένα τηλεφωνικό μήνυμα ο αιτητής παρουσιάστηκε στον αστυνομικό σταθμό για ανάκριση και μετά την κατάθεση στην οποία προέβηκε, ο αιτητής δέχθηκε να οδηγήσει τον ανακριτή στο σπίτι του. Εκεί ο αιτητής του παρέδωσε αρκετά χάπια τα οποία, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, αντί ασβέστιο περιείχαν κυανιούχο κάλλιο (potassium cyanide). Ως αποτέλεσμα νεκροψίας που επακολούθησε στο πτώμα της συζύγου του αιτητή, η αρμόδια ιατροδικαστίνα της κομητείας Cuyahoga Dr. Elizabeth Balraj διαπίστωσε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε οξεία δηλητηρίαση από κυάνιο. Επιπρόσθετα, νόμιμη εξέταση του ηλεκτρονικού υπολογιστή του αιτητή αποκάλυψε ότι είχαν αναζητηθεί στοιχεία από το διαδίκτυο που αναφέρονταν στους όρους "Arrythmia and Calcium Pill Deaths".
24 ώρες μετά την κατάθεση του ο αιτητής άφησε τα δύο ανήλικα τέκνα του στην κουνιάδα του γιατί, όπως ισχυρίστηκε, έπρεπε να πάει στη Βόρεια Καρολίνα για να φροντίσει ένα άρρωστο συγγενή κάποιου φίλου του. Αντί τούτου ο αιτητής μετέβη στο Toronto του Καναδά. Έκτοτε ο αιτητής ανεζητείτο από τις αμερικανικές αστυνομικές αρχές. Την 7/2/2006 καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο Cuyahoga ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή με την κατηγορία της εκ προθέσεως πρόκλησης θανάτου της συζύγου του.
Με σχετικό μήνυμα της ημερομηνίας 6/6/2006 η Διεθνής Αστυνομία (Interpol) ειδοποίησε τις Κυπριακές Αρχές ότι από Δικαστήριο του Ohio είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του αιτητή. Ακολούθως με άλλο μήνυμα στις 7/10/2006 οι Κυπριακές Αρχές ειδοποιήθηκαν ότι ο αιτητής πιθανόν να ταξίδευε την ίδια μέρα στην Κύπρο με το όνομα Khalife Maurice. Πράγματι κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο με το όνομα Khalife Maurice και κατά τη διάρκεια της κράτησης του παραδέχθηκε ότι το όνομα του ήταν Yazeed Essa και ότι το διαβατήριο στο οποίο αναφερόταν ως Khalife Maurice ήταν πλαστογραφημένο και το είχε αγοράσει στο Λίβανο έναντι $5.000. Στις 11/10/2006 εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ακολούθως στις 5/12/2006 καταχωρήθηκε η εξουσιοδότηση του Κύπριου Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για την έναρξη διαδικασίας για την έκδοση του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Προς υποστήριξη της πιο πάνω αίτησης έκδοσης κατέθεσαν εκ μέρους της Δημοκρατίας ο αστυφύλακας Ιωάννου ο οποίος χειρίστηκε τα της κράτησης και σύλληψης του αιτητή και η Έλλη Μορφάκη Υπεύθυνη της μονάδας διεθνούς συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης η οποία κατέθεσε τα σχετικά έγγραφα, ενώ εκ μέρους του αιτητή κατέθεσε ο Αμερικανός δικηγόρος Larry Zuckerman. Με βάση τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε διάταγμα κράτησης και απόδοσης του αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για να δικαστεί για το αδίκημα φόνου εκ προμελέτης.
(β) Οι λόγοι της αίτησης.
Προς υποστήριξη της αίτησης για την έκδοση του διατάγματος Habeas Corpus έχουν υποβληθεί εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή οι πιο κάτω λόγοι ακύρωσης:
(i) Το Τεκμήριο 20 δεν αποκαλύπτει επαρκή μαρτυρία η οποία δημιουργεί τεκμήριο ενοχής εναντίον του αιτητή,
(ii) Οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τις Η.Π.Α. ότι δεν θα εκτελεστεί η θανατική ποινή μετά την έκδοση του αιτητή δεν είναι επαρκείς,
(iii) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι το βάρος απόδειξης για την πιθανότητα επιβολής της θανατικής ποινής βρίσκεται στους ώμους του αιτητή,
(iv) Η ενδιάμεση απόφαση για την αποδοχή του Τεκμηρίου 35 είναι λανθασμένη,
(v) Υπήρξε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που αφορούσαν δύο εταιρείες στην Αμερική στις οποίες ο αιτητής ήταν μέτοχος και
(vi) Ο Ομοσπονδιακός Νόμος, ο οποίος υπερισχύει των Πολιτειακών Νόμων, προνοεί για φόνο εκ προμελέτης την επιβολή θανατικής ποινής.
(i) Το Τ. 20 δεν αποκαλύπτει επαρκή μαρτυρία η οποία δημιουργεί τεκμήριο ενοχής του αιτητή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 20 που παρουσίασαν οι αιτητές δεν αποκαλύπτει επαρκή μαρτυρία που να δημιουργεί τεκμήριο ενοχής εναντίον του κατηγορούμενου.
Το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε στην υπόθεση Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 ως ακολούθως:
"Τέλος έχει εγερθεί το εξής θέμα: ποίο ακριβώς είναι το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus. Η δικαιοδοσία του, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, είναι πράγματι περιορισμένη. Αυτή είναι η άποψη που επικράτησε από την αρχή, όταν ανεφύη το θέμα, στη νομολογία. Το δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες του εξουσίες. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.
Αναγνωρίζεται όμως στο Ανώτατο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση με την έννοια που προεκτέθηκε."
Οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζονται οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, έχουν συνοψιστεί στην απόφαση Hachem (πιο πάνω) ως ακολούθως:
"Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν τη βασιμότητα των κατηγοριών όπως ενσωματώνονται στην υπουργική εξουσιοδότηση. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το νόμο [άρθρ. 9(5)]. Αφορά δε τα προσαγόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία: In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922. Το επαρχιακό δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσον η μαρτυρία αυτή είναι επαρκής για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη εφόσον το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο. Αναφορικά με το επίπεδο ή το βαθμό απόδειξης εισάγεται το κριτήριο του άρθρ. 94 του Κεφ. 155 που ισχύει για τις προανακρίσεις. Είναι αρκετό δηλαδή, για να διαταχθεί η έκδοση αν η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί, όπως ορίζει το άρθρ. 94, πιθανό τεκμήριο ενοχής. Βλέπε Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266."
Έχω ήδη παραθέσει τα στοιχεία τα οποία έχουν παρουσιαστεί από τους αιτητές με τις ένορκες δηλώσεις των ανακριτών William Mason και Garry McKee και της ιατροδικαστίνας Dr. Elizabeth Balraj, πάνω στα οποία βασίστηκε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Έχω εξετάσει την πιο πάνω εισήγηση του αιτητή και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν προβληθεί οποιοιδήποτε συγκεκριμένοι λόγοι που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το πιο πάνω εύρημα.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τις Η.Π.Α. δεν είναι επαρκείς ότι δεν θα εκτελεστεί η θανατική ποινή μετά την έκδοση του αιτητή.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι διπλωματικές διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί από τις Η.Π.Α. δεν ήταν επαρκείς, αφού άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο να επιβληθεί και να εκτελεστεί η θανατική ποινή.
Το άρθρο 6 της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων Μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπως έχει επικυρωθεί με τις πρόνοιες του Νόμου 9(ΙΙΙ)/97, προνοεί ότι αν το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση τιμωρείται με θάνατο σύμφωνα με το νομικό σύστημα του αιτούντος κράτους και δεν τιμωρείται με θάνατο σύμφωνα με το νομικό σύστημα του αιτούμενου κράτους, το αιτούμενο κράτος μπορεί να αρνηθεί την έκδοση διατάγματος έκδοσης, εκτός αν του δοθούν διαβεβαιώσεις ότι η θανατική ποινή, αν επιβληθεί, δεν θα εκτελεστεί.
Στην παρούσα περίπτωση το αδίκημα που θα αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση έκδοσης του είναι το αδίκημα φόνου εκ προμελέτης (aggravated murder) σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού κώδικα The Ohio Revised Code Section 2929.04 (A). Το πιο πάνω αδίκημα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (π.χ. όταν σχετίζεται με τη δολοφονία του Προέδρου, του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλων προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα, τη δολοφονία από ένα φυλακισμένο και ότι ο φόνος διαπράχθηκε με σκοπό την αποφυγή εντοπισμού, σύλληψης, εκδίκασης και επιβολής ποινής για ένα άλλο αδίκημα που πιθανό να διαπράχθηκε από το δράστη), επιφέρει την επιβολή της θανατικής ποινής. Είναι η θέση του αιτητή ότι μπορεί να περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας, μετά την έκδοση του αιτητή, μαρτυρία ότι το θύμα κατείχε στοιχεία τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του αιτητή και ότι ο τελευταίος είχε σκοτώσει το θύμα για να αποφύγει τη σύλληψή του. Επιπρόσθετα μπορεί να περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας μετά την έκδοση του αιτητή μαρτυρία ότι ο θάνατος του θύματος σχετιζόταν με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και έτσι η Κατηγορούσα Αρχή θα έχει την ευχέρεια να τροποποιήσει το σχετικό κατηγορητήριο και ο αιτητής να αντιμετωπίσει την επιβολή της ποινής του θανάτου. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή ότι σύμφωνα με ένα δημοσίευμα σε αμερικάνικη εφημερίδα, ο αιτητής υποβοηθήθηκε για να αποφύγει τη σύλληψη με χρηματικές συναλλαγές που ισοδυναμούσαν με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αφού είχαν διοχετευθεί προς τούτο χρήματα από ένα κατεπίστευμα από το οποίο η αδελφή του αιτητή απέσυρε χρήματα για να βοηθά τα δύο παιδιά του αιτητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πιο πάνω εισηγήσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανησυχίες του αιτητή δεν ήταν δικαιολογημένες. Αναφορικά με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, το οποίο βασίστηκε σε υπαινιγμό ενός ανακριτή, δεν μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ότι ο θάνατος είχε σχέση με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και δεν υπήρχε πιθανότητα τροποποίησης του κατηγορητηρίου ή αναστολής της ποινικής δίωξης για να προσαφθεί κατηγορία η οποία θα επέφερε την επιβολή της θανατικής ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αιτητής απέτυχε να παρουσιάσει στοιχεία που θα δημιουργούσαν εύλογη πιθανότητα (reasonable chance) ή σοβαρή πιθανότητα (serious possibility) ή πραγματικό κίνδυνο (real risk) ότι το κατηγορητήριο θα μπορούσε να τροποποιηθεί ή να ανασταλεί η ποινική δίωξη για να καταχωρηθεί νέο κατηγορητήριο που θα μπορούσε να επιφέρει την επιβολή της θανατικής ποινής. Τα όσα είχαν προβληθεί από το δικηγόρο του αιτητή κ. Zuckerman αποτελούσαν εικασίες.
Η πιο πάνω προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του ήταν εύλογη.
Για τη μη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πρόσαψη κατηγορίας η οποία θα επέφερε τη θανατική ποινή σε περίπτωση καταδίκης, παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την ένορκη δήλωση του Δημόσιου Κατήγορου της πολιτείας Cuyahoga, Ohio, William Mason (Τ. 35), στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:
«7. I have carefully reviewed the evidence against Yazeed Essa and have determined that none of the aggravating factors listed in Ohio Revised Code Section 2929.04 (A) apply. Because none of these aggravating factors are present in this case, there is no foreseeable possibility that I will seek the death penalty against Yazeed Essa or that it will be imposed.
8. I will not seek the death penalty against Yazeed Essa under any circumstances."
Αν και η αναφορά στην παράγραφο 7 ότι "δεν υπάρχει προβλεπτή πιθανότητα" ότι ο Δημόσιος Κατήγορος δεν θα επεδίωκε την επιβολή θανατικής ποινής πιθανό να άφηνε ανοικτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εντούτοις με την κατάληξη στην παράγραφο 8 ότι ο Δημόσιος Κατήγορος δεν θα επιδιώξει τη θανατική ποινή "κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες" σφραγίζει με αδιαμφισβήτητο τρόπο την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους των Η.Π.Α. ότι οι ποινικές κατηγορίες που θα προσαφθούν εναντίον του αιτητή στις Η.Π.Α., δεν θα επιζητούν την επιβολή της θανατικής ποινής.
Το θέμα της ανάληψης υποχρέωσης για τη μη επιβολή της θανατικής ποινής εξετάστηκε στην υπόθεση Soering v. U.K. (1989) 1 EHRR 439. Στην πιο πάνω υπόθεση ο αιτητής Jens Soering, ένας Γερμανός υπήκοος ηλικίας 18 χρόνων και η Καναδή φιλενάδα του Elizabeth Hayson, ηλικίας 20 χρόνων, οι οποίοι φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο της Virginia, καταζητούντο για το φόνο των γονέων της Hayson, ηλικίας 72 και 53 χρόνων. Τα θύματα δεν επικροτούσαν το δεσμό της κόρης τους και ο θάνατος ήταν το αποτέλεσμα πολλαπλών σωματικών κτυπημάτων που είχαν δεχθεί με μαχαίρι από τον αιτητή. Ο τελευταίος συνελήφθη και εκρατείτο στην Αγγλία ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία έκδοσης τους στις Η.Π.Α. Ο Δημόσιος Κατήγορος της πολιτείας Virginia είχε διαβεβαιώσει ότι αν ο κατηγορούμενος βρισκόταν ένοχος, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να προβεί σε παραστάσεις για τη μη επιβολή της θανατικής ποινής. Η διαβεβαίωση του Δημόσιου Κατήγορου ήταν ότι αν ο κατηγορούμενος βρισκόταν ένοχος σε κατηγορία φόνου από το Δικαστήριο του Bedford County στην Virginia, "a representation will be made in the name of the United Kingdom to the judge at the time of sentencing that it is the wish of the United Kingdom that the death penalty should not be imposed or carried out". Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι η έκδοση του αιτητή δεν έπρεπε να επιτραπεί αφού λόγω της ανεπάρκειας της διαβεβαίωσης του Αμερικανού Δημόσιου Κατήγορου ότι δεν θα εκτελείτο η θανατική ποινή, υπήρχε μια προβλεπτή πιθανότητα (foreseeable possibility) ότι ο αιτητής εάν εκδιδόταν, μπορούσε να καταδικαστεί σε θάνατο.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι το βάρος απόδειξης ότι η πιθανότητα επιβολής θανατικής ποινής βρίσκεται στους ώμους του αιτητή.
Στην παρούσα περίπτωση η διαβεβαίωση εκ μέρους των αιτητών ότι δεν θα επιδιωχθεί η επιβολή της θανατικής ποινής "κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες" είναι αρκούντως ικανοποιητική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του αιτητή κ. Zuckerman αναφορικά με την πιθανότητα τροποποίησης του κατηγορητηρίου ή απόσυρσης της κατηγορίας και καταχώρισης νέας κατηγορίας που θα μπορούσε να επισύρει τη θανατική ποινή μετά την έκδοση του αιτητή, σημειώνοντας ότι, "το βάρος απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους του καθ'ου η αίτηση δεν αποσείεται με ισχυρισμούς για την ύπαρξη ανησυχιών". Ο αιτητής εισηγείται ότι η πιο πάνω προσέγγιση ότι ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει την πιθανότητα επιβολής της θανατικής ποινής και η μη αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Zuckerman, είναι λανθασμένη.
Το θέμα του βάρους της απόδειξης των ισχυρισμών του προσώπου εναντίον του οποίου εξετάζεται αίτηση για την έκδοση του έχουν καθοριστεί με τον πιο κάτω τρόπο από το Δικαστή Diplock στην υπόθεση Fernandez v. Government of Singapore (1971) 2 All E.R. 691 ως ακολούθως:
"38. Το βάρος απόδειξης για τα πιο πάνω θέματα βρίσκεται στους ώμους του καθ'ου η αίτηση και δεν είναι αυτό της ποινικής δίκης δηλ. έξω από κάθε Λογική αμφιβολία ούτε της αστικής υπόθεσης δηλ. με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Είναι κατώτερο απ' αυτά, δοθέντος της σοβαρότητας των συνεπειών επιστροφής ενός προσώπου. Είναι αρκετό εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα (reasonable chance), ουσιώδεις λόγοι να πιστεύει (substantial grounds for thinking) ή σοβαρή πιθανότητα (serious possibility) να υφίστανται αυτές οι επιπτώσεις. Σε τέτοια περίπτωση ο φυγόδικος δεν θα εκδοθεί."
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι είχε παρουσιαστεί ικανοποιητική μαρτυρία, η οποία δημιουργούσε τεκμήριο ενοχής εναντίον του αιτητή και ότι οι διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί για τη μη επιδίωξη της επιβολής της ποινής του θανάτου ήταν ικανοποιητικές. Ο αιτητής είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει τους ισχυρισμούς του για την πιθανότητα ενδεχόμενης τροποποίησης της κατηγορίας ή της καταχώρισης νέας κατηγορίας που θα επέφερε την επιβολή της θανατικής ποινής, αφού δεν αρκούσε προς τούτο η παράθεση μιας απλής ύπαρξης ανησυχιών. Ο αιτητής δεν παρουσίασε στοιχεία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογη ή σοβαρή πιθανότητα ή ουσιώδεις λόγους που θα υποστήριζαν τις θέσεις του.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Η ενδιάμεση απόφαση για την αποδοχή του Τ. 35 είναι λανθασμένη.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η ενδιάμεση απόφαση με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του Τεκμηρίου 35 είναι λανθασμένη. Το Τ. 35 είναι η ένορκη δήλωση του εκ των ανακριτών της υπόθεσης κ. William Mason, στην οποία περιέχεται επιπρόσθετη διαβεβαίωση των αρμόδιων αρχών των Η.Π.Α. ότι δεν θα επιβληθεί και εκτελεστεί η θανατική ποινή εναντίον του, μετά τις έντονες ανησυχίες του αιτητή ότι αν εκδοθεί και αποδοθεί στις αμερικανικές αστυνομικές αρχές πιθανό να του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι εφόσον η διαδικασία έκδοσης διεξάγεται όπως η δίκη ενός συνοπτικού αδικήματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου (αρ. 97/70), η επιπρόσθετη ένορκη δήλωση δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 74(1)(ε) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφόσον δεν είχε προκύψει απρόβλεπτα (ex improviso). Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η υπεράσπιση του ήταν εκ των προτέρων γνωστή στις αρχές της Δημοκρατίας, η οποία θα έπρεπε να είχε παρουσιάσει την υπόθεση της χωρίς να χρειάζεται η επιπρόσθετη παράθεση μαρτυρίας για θέμα το οποίο δεν εγέρθηκε απρόβλεπτα (ex improviso).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση της ένορκης δήλωσης με το πιο κάτω σκεπτικό:
"5. ΄Οπως έχει αναφερθεί από τη συνήγορο των αιτητών σκοπός της κατάθεσης ως τεκμηρίου της ένορκης δήλωσης του κατηγόρου κ. Mason είναι να παράσχει περαιτέρω διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν θα εκτελέσουν την θανατική ποινή σε περίπτωση που κριθεί ένοχος. 6.1 ΄Εχοντας υπόψη μου τη φύση της διαδικασίας, τις πρόνοιες των Άρθρων 6 και 8 της Συνθήκης, το γεγονός ότι η διαβεβαίωση δεν εμπίπτει στα απαιτούμενα έγγραφα του πιο πάνω άρθρου κρίνω ότι σ' αυτό το στάδιο η διαβεβαίωση που επιχειρείται να κατατεθεί μπορεί να κατατεθεί ως τεκμήριο με τον τρόπο που επιχειρείται, έχοντας υπόψη μου τη δήλωση του συνηγόρου του καθ'ου η αίτηση ότι η ένσταση του σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή προβλέπονται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η Σύμβαση και ο Νόμος για την κατάθεση του ως τεκμηρίου. Αδυνατώ να αντιληφθώ πως θα επηρεαστεί δυσμενώς ο καθ'ου η αίτηση με την κατάθεση του πιο πάνω εγγράφου ως τεκμηρίου. 6.2 Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η ένσταση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ'ου η αίτηση σε σχέση με την κατάθεση ως τεκμηρίου της διαβεβαίωσης δεν με βρίσκει σύμφωνο και συνακόλουθα απορρίπτεται. Το τι βαρύτητα θα δοθεί σ' αυτήν θα αποφασισθεί στο κατάλληλο στάδιο."
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Η ένορκη δήλωση κατατέθηκε μέσα στα πλαίσια άλλης παρόμοιας μαρτυρίας που είχε ήδη δοθεί, και δεν συνιστούσε άλλη νέα επιπρόσθετη μαρτυρία που θα καταλάμβανε τον αιτητή εξ απίνης, σε βαθμό που δεν θα του παρεχόταν η ευχέρεια να απαντήσει. Αντίθετα συνιστούσε μια επιπρόσθετη διαβεβαίωση που θα διασκέδαζε τις ανησυχίες του αιτητή ότι σε περίπτωση έκδοσης του θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(v) Υπήρχε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που αφορούσαν δύο εταιρείες στην Αμερική στις οποίες ο αιτητής ήταν μέτοχος.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έχουν προσαφθεί εναντίον του αδελφού του Firas Essa και της αδελφής του Runa Ighneim διάφορες κατηγορίες στην υπ' αριθμό CR496786 υπόθεση, που εκκρεμούν προς εκδίκαση στην πολιτεία Ohio που αφορούν μεταξύ άλλων την υπεξαίρεση $1.000.000,00. Είναι η θέση του αιτητή ότι η υπεξαίρεση των πιο πάνω χρημάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους αιτητές για την τροποποίηση της σχετικής κατηγορίας με άμεσο επακόλουθο την πιθανή επιβολή της θανατικής ποινής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την πιο πάνω εισήγηση και αφού έλαβε υπόψη ότι αυτή οφειλόταν σε ένα υπαινιγμό ενός από τους ανακριτές της υπόθεσης, που είχε δημοσιευθεί σε μια τοπική εφημερίδα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, "δεν μπορεί να εξαχθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο η πιθανότητα ότι ο θάνατος της Rosemarie Essa έχει σχέση με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος" και ότι "δεν καταδεικνύεται από το σύνολο του περιεχομένου του δημοσιεύματος ότι υπάρχει πιθανότητα να τροποποιηθεί το κατηγορητήριο ή να ανασταλεί η ποινική δίωξη ώστε να προβλέπεται η θανατική ποινή".
Έχω εξετάσει την εισήγηση και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η υπεξαίρεση του ποσού των $1.000.000,00 σχετίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ή έχει οποιαδήποτε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο επιζητείται η έκδοση του αιτητή. Αντίθετα, από τα σχετικά κατηγορητήρια που έχουν κατατεθεί στην παρούσα διαδικασία οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ο αδελφός και η αδελφή του αιτητή αναφέρονται σε κλοπή, πλαστογράφηση εγγράφων και εξαπάτηση πιστωτών, που δεν φαίνεται ότι συνιστούν ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ή χρημάτων που σχετίζονται με τη διάπραξη του αδικήματος. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(vi) Ο Ομοσπονδιακός Νόμος, ο οποίος υπερισχύει των Πολιτειακών Νόμων προνοεί για το φόνο εκ προμελέτης την επιβολή θανατικής ποινής.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι σε περίπτωση εκδίκασης του από Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ο αιτητής πιθανό να αντιμετωπίσει την επιβολή της θανατικής ποινής, αφού το άρθρο 1111 του Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, Τίτλος 18, προνοεί ότι η πρόκληση φόνου εκ προμελέτης με δηλητηρίαση επισύρει τη θανατική ποινή. Εφόσο δε οι Ομοσπονδιακοί Νόμοι υπερέχουν των νόμων των διαφόρων πολιτειών, η πιθανότητα εκδίκασης του αιτητή από Ομοσπονδιακό Δικαστήριο θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη θανατική ποινή. Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Στην παρούσα περίπτωση η έκδοση επιζητείται από το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και η εκδίκαση της καταχωρηθείσας ποινικής υπόθεσης αρ. 476832 εναντίον του αιτητή θα διεξαχθεί στο Ποινικό Δικαστήριο του Common Pleas, στην πολιτεία Cuyahoga, Ohio. Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα δικαιολογούσαν τη μεταφορά της υπόθεσης του αιτητή από το Πολιτειακό Δικαστήριο του Ohio ενώπιον άλλου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.