ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1148
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 12073, 12074, 12101, 12102,
12103, 12214)
22 Οκτωβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12073)
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων-Τριτοδιάδικος,
ν.
ΑΡΕΣΤΗ Χ" ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα,
και
1. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
____________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12074)
ΑΡΕΣΤΗΣ Χ"ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσείων-Ενάγοντας,
ν.
1. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων,
και
ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητου-Τριτοδιάδικου.
____________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12101)
TOWBAY RENT A CAR LTD
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
1. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων,
και
ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητου-Τριτοδιάδικου.
____________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12102)
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων-Εναγόμενος
ν.
ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,
____________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12103)
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα,
και
ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσίβλητης-Τριτοδιάδικου.
____________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12214)
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων-Τριτοδιάδικος,
ν.
TOWBAY RENT A CAR LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγóντων,
και
1. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
____________
Π.Ε. 12073
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα-Τριτοδιάδικο.
Κ. Ορφανίδης για Χαρ. Σιαηλή, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2-Εναγόμενους.
Π.Ε. 12074
Κ. Ορφανίδης για Χαρ. Σιαηλή, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα.
Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2-Εναγόμενους.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο.
Π.Ε. 12101
Ν. Καθητζιώτου-Στασή (κα), για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες
Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2-Εναγόμενους.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο.
Π.Ε. 12102
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) για Λ. Θεοφάνους (κα), για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.
Π.Ε. 12103
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) και Λ. Θεοφάνους (κα), για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Λ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη-Τριτοδιάδικο.
Π.Ε. 12214
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα-Τριτοδιάδικο.
Ν. Καθητζιώτου Στασή (κα), για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους.
_________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου
απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία ξεκίνησε από ένα δυστύχημα που έγινε στις 21.2.1994. Η εφεσίβλητη οδηγούσε το αυτοκίνητό της κατά μήκος της λεωφόρου Νικολάου Νικολαΐδη στην Πάφο και επειδή, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων-τριτοδιάδικος παρέλειψε να σταματήσει στη συμβολή της πιο πάνω λεωφόρου με την οδό Κωνσταντινουπόλεως στην οποία ήλαυνε, την ανάγκασε να στρίψει το τιμόνι της προς τα αριστερά, σε μια προσπάθειά της να αποφύγει την επικείμενη σύγκρουση του αυτοκινήτου της με αυτό του τριτοδιάδικου, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με άλλο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά της λεωφόρου Νικολάου Νικολαΐδη. Το σταθμευμένο αυτοκίνητο σπρώχτηκε προς τα μπρος με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με άλλο, το οποίο επίσης σπρώχτηκε προς τα μπρος και συγκρούστηκε με τέταρτο αυτοκίνητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις του, την εκδοχή της εφεσίβλητης, απορρίπτοντας συνάμα την εκδοχή του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου και εξέδωσε απόφαση εναντίον του.
Οι παρούσες εφέσεις καταχωρήθηκαν από τους ενάγοντες, ιδιοκτήτες των σταθμευμένων οχημάτων και από τον τριτοδιάδικο. Σε όλες ουσιαστικά αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του δικαστηρίου και υποστηρίζεται ότι λανθασμένα έγινε δεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης και απορρίφθηκε αυτή του εφεσείοντα. Δεν εγείρεται και γι΄ αυτό δεν θα εξετάσουμε βέβαια, ποια θα έπρεπε να ήταν η τύχη των αγωγών εν όψει του γεγονότος ότι το δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη/εναγόμενη δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι, παρά τα κάποια σημεία της κατάθεσής της στα οποία παρουσιάστηκε διστακτική και επιφυλακτική, η εφεσίβλητη γενικά ήταν αξιόπιστη μάρτυρας.
Το δικαστήριο αντίθετα κατέληξε ότι για σωρεία λόγων οι οποίοι επισημαίνονται με λεπτομέρεια, ο εφεσείων ήταν εντελώς αναξιόπιστος. Στην πραγματικότητα, ο εφεσείων στην προσπάθειά του να απεκδυθεί πάσης ευθύνης δεν έδωσε οποιαδήποτε εκδοχή για το δυστύχημα, ισχυριζόμενος ότι όταν άκουσε το θόρυβο της σύγκρουσης απείχε δύο μέτρα από το σημείο 'αλτ' που βρισκόταν στη συμβολή των δύο δρόμων.
Ο πρώτος λόγος έφεσης επικεντρώνεται στο επιχείρημα ότι το δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα ότι ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει το λόγο για τον οποίο η εφεσίβλητη απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Το δικαστήριο σχολιάζοντας τη μαρτυρία της εφεσίβλητης η οποία είχε αναφέρει ότι ο λόγος που απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της ήταν η ξαφνική παρεμπόδιση της πορείας του αυτοκινήτου της από τον εφεσείοντα, προχώρησε και επεσήμανε ότι δεν είχε τεθεί υπό μορφή μαρτυρίας οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την απώλεια του ελέγχου. Το δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι με τη διαθέσιμη πραγματική μαρτυρία, χωρίς να προσαχθεί οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία, δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με τη ταχύτητα της εφεσίβλητης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα επιχειρήματα του εφεσείοντα ήταν ότι το δυστύχημα προκλήθηκε λόγω της υπερβολικής ταχύτητας της εφεσίβλητης.
Ουσιαστικά το δικαστήριο είχε ενώπιόν του μία εκδοχή ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκε το δυστύχημα, αυτή της εφεσίβλητης. Αφού λοιπόν δέχτηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη, ουσιαστικά δεν είχε άλλη εκλογή από του να δεχτεί ότι ο λόγος της αλλαγής της πορείας του αυτοκινήτου της ήταν η παρεμβολή του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα. Απλώς δέχτηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της αποδοχής από το δικαστήριο της εκδοχής της εφεσίβλητης, η οποία, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ήταν παράλογη και αβάσιμη. Στη γραπτή του αγόρευση επισημαίνει διάφορα σημεία της απόφασης που αποδεικνύουν, κατά τη γνώμη του, τον πιο πάνω ισχυρισμό.
Επισημαίνει ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης ως αναξιόπιστους και κατασκευασμένους εκ των υστέρων. Ένα τέτοιο σημείο είναι και ο ισχυρισμός της ότι σε κάποια απόσταση από το σημείο σύγκρουσης υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, τα οποία δημιουργούσαν προβλήματα στην ορατότητά της σε σχέση με τη γωνία της οδού Κωνσταντινουπόλεως και της λεωφόρου Νικολάου Νικολαΐδη. Επισημαίνει, ακόμα, κάποια διστακτικότητά της να απαντήσει ερωτήσεις ιδιαίτερα σε θέματα αποστάσεων, διστακτικότητα την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι μειώνει την αξιοπιστία της ως προς τη δυνατότητά της να ανακαλέσει στη μνήμη της λεπτομέρειες αναφορικά με το χώρο του ατυχήματος.
Δεν θα αναφέρουμε διεξοδικά τα σημεία τα οποία ο εφεσείων εγείρει για να αποδείξει την αναξιοπιστία της εφεσίβλητης. Και ο λόγος είναι ότι από το κείμενο της απόφασης, είναι φανερό ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία της ταυτόχρονα ως αξιόπιστη και αναξιόπιστη, όπως το θέτει ο εφεσείων. Αντίθετα, έκρινε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη και την αποδέκτηκε στις γενικές της γραμμές, χωρίς να παραλείψει να επισημάνει και ορισμένα σημεία στα οποία η εφεσίβλητη είτε ήταν διστακτική, είτε προσπάθησε να μην απαντήσει. Τα σημεία, όμως, αυτά, δεν άπτονται της ουσίας του συμβάντος, ούτε και επηρεάζουν την αξιοπιστία της ως προς το ουσιαστικό μέρος, ότι δηλαδή αναγκάστηκε να παρεκκλίνει της πορείας της για να αποφύγει τον εφεσείοντα, ο οποίος, εκτός του ότι οδηγούσε σε μονόδρομο, παρέλειψε να σταματήσει στη συμβολή των δύο οδών.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων ανήκουν κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, όταν οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αυθαίρετες, παράλογες ή αντίθετες με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλέπε Νικήτα ν. Medcon Construction Limited κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643, 656).
Στην παρούσα υπόθεση οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου δεν ήταν ούτε αυθαίρετες, ούτε παράλογες, ούτε αντίθετες με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Απλώς επισημάνθηκε ότι η εφεσίβλητη ήταν διστακτική σε ορισμένα σημεία, τα οποία όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν είναι ουσιώδη.
Με τον επόμενο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η απόρριψη της εκδοχής του, λαμβανομένης υπ΄ όψιν της μαρτυρίας, ήταν παράλογη. Και στην περίπτωση αυτή αναφερόμενος σε συγκεκριμένα σημεία της απόφασης προσπαθεί να αποδείξει ότι το δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του a priori ως πασιφανή προσπάθεια να απομακρύνει τον εαυτό του από τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος και γι΄ αυτό ήταν επόμενο να απορρίψει τη μαρτυρία του.
Κανένα από τα σημεία που επισημαίνονται δεν προωθούν το επιχείρημα αυτό. Ο εφεσείων κρίθηκε από το δικαστήριο ως αναξιόπιστος λόγω της εντύπωσης που άφησε. Οι όποιοι χαρακτηρισμοί περιέχονται στην απόφαση, όσο κι΄ αν είναι αχρείαστοι, δεν μπορούν να επηρεάσουν τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, η εκδοχή του ήταν εντελώς αναξιόπιστη και ότι η μαρτυρία του ήταν απλώς μια προσπάθεια να απομακρύνει τις συνέπειες της αμέλειάς του. Το δικαστήριο πράγματι επισημαίνει μία σωρεία γεγονότων σχολιάζοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα που δείχνουν ότι η κατάθεσή του δόθηκε για να απεκδυθεί των όποιων ευθυνών του. ΄Ισως ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η ανάλυση να μπορούσε να γίνει με διαφορετικό τρόπο, αλλά αυτό δεν επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα που δεν είναι τίποτε άλλο από το γεγονός ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ορθά, κατά τη γνώμη μας, απορρίφθηκε.
Ως προς δε τον τέταρτο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων έφερε την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Το δικαστήριο απλώς σχολίασε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη οδηγούσε με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, ενώ είχε ενώπιόν του μόνο τη δική της εκδοχή ότι η ταχύτητά της ήταν περίπου 30 χ.α.ω. Το δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει στη διαπίστωση ότι η ταχύτητα της εφεσίβλητης ήταν υπερβολική βασιζόμενο μόνο στη βιαιότητα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου της με το σταθμευμένο όχημα. Χρειαζόταν τη μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα. Ούτε μπορούσε το δικαστήριο, με τη μαρτυρία που είχε αποδεχτεί, να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, επιπόλαια και ότι παρέλειψε να λάβει υπ΄όψιν την παρουσία των σταθμευμένων αυτοκινήτων. Αντίθετα, το δικαστήριο δέχτηκε ότι η σύγκρουση έγινε γιατί η εφεσίβλητη αναγκάστηκε να παρεκκλίνει της πορείας της στην προσπάθειά της ενστικτωδώς να αποφύγει το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Τέλος, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η απόφαση του δικαστηρίου να τον καταδικάσει στα έξοδα είναι λανθασμένη. Όπως είναι γνωστό τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και το δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή. Το ίδιο έχουμε να πούμε και εμείς, αφού τα κατ΄ ισχυρισμόν σφάλματα του δικαστηρίου δεν έχουν αποδειχθεί.
Οι εφέσεις όλες απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΔ