ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1017

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                                Αίτηση αρ. 43/2007.

 

                                                (27 Ιουλίου 2007.)

 

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Π. ΑΡΤΕΜΗ Δ.

 

Αναφορικά με το άρθρο 154(4) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964.

 

- και -

 

Αναφορικά με την αίτηση των Ανδρούλας Λάντου, Αντωνίας Λάντου, Νικόλα Λάντου, Δημήτρη Λάντου, Χρυστάλλας Λάντου και Αναστάση Λάντου από το Παραλίμνι για άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari.

 

- και -

 

Αναφορικά με το προσωρινό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που εξεδόθη την 20.7.2007 στην αγωγή 600/2006.

 

- - -

 

Για τους αιτητές:  Κ. Αιμιλιανίδης με Αχ. Αιμιλιανίδη.

 

- - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Οι εναγόμενοι 2 - 7 σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου πέτυχαν την ακύρωση ενδιάμεσου διατάγματος που εξεδόθη αρχικά μονομερώς εναντίον τους.  Ο ενάγων καταχώρησε έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης στις 16.3.2007. Στις 4.4.2007 ο ενάγων καταχώρησε μονομερή αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου ζητώντας ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, παρόμοιο με το προηγούμενο, με ισχύ μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της έφεσής του.  Μετά από ακρόαση, το διάταγμα αυτό που στην ουσία ήταν κάτι ανάλογο με αναστολή απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης, έγινε απόλυτο.

 

Με την παρούσα τους αίτηση οι εναγόμενοι αιτητές ζητούν την άδεια του δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που φέρει ημερομηνία 20.7.2007.  Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση αφορούν την κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου που προέκυπτε από λανθασμένη εφαρμογή νομικών κριτηρίων που αντιστρατεύονται την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία.  Περαιτέρω, υπάρχει ισχυρισμός ότι, παρόλη την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, δηλαδή του δικαιώματος έφεσης, οποιαδήποτε άλλη διαδικασία «θα ήταν ατελέσφορη ή και συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να συνηγορούν στη διαδικασία της παρούσας αίτησης». 

 

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδεται το προνομιακό ένταλμα Certiorari και που εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του εντάλματος είναι (α) η έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, (β) η έκδηλη πλάνη νόμου (error of law apparent on the face of the record), (γ) προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, (δ) δόλος η ψευδορκία στη λήψη της απόφασης, και (ε) παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ.  La Qualite Κώστας Άσπρος Λτδ (Αρ. 1) (1997)1 Α.Α.Δ. 281. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) (1990)1 Α.Α.Δ. 682.)   

 

Από τη νομολογία προκύπτει πως για να χορηγηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος πρέπει να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης.  (In re Nina Panaretou (1972)1 C.L.R. 165, In re Hjisoteriou and Another (1985)1 C.L.R. 387, Iacovidou v. Christophi (1985))1 C.L.R. 533, R.C.Κ. Sports Ltd (Aρ. 1) (1993)1 A.A.Δ. 571 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1990)1 Α.Α.Δ. 10.)

 

Περαιτέρω, όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, για να εκδοθεί άδεια για διάταγμα Certiorari πρέπει να υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις».  Στην υπόθεση Ανθίμου (1991)1 Α.Α.Δ. 41, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του προκειμένου.

 

«Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια.  Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες.  Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.».

 

Επίσης, έχει επανειλημμένως τονιστεί πως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τι συνιστά «εξαιρετικές περιστάσεις» και το θέμα κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε υπόθεσης. (Αλέκα Παπακόκκινου (1993)1 Α.Α.Δ. 31.).

 

Εφόσον το ζήτημα της ύπαρξης δικαιοδοσίας για έκδοση προσωρινού εντάλματος, όπου υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, αποφασίζεται θετικά μόνο όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τότε, λογικά αυτό θα πρέπει να κρίνεται πριν τα άλλα θέματα που εγείρονται σε δεδομένη αίτηση.

 

Θα πρέπει τώρα να εξετάσω ενόψει της ύπαρξης του ένδικου μέσου της έφεσης κατά πόσο υφίστανται «εξαιρετικές περιστάσεις» που να δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.  Στη ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναφέρονται τα ακόλουθα επί του προκειμένου, στην παράγραφο 8:

 

«Οι δικηγόροι μου με πληροφορούν ότι ενόψει της φύσης της υπόθεσης σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 20/7/2007,  αυτή θα είναι εκ των πραγμάτων ατελέσφορη και άνευ αντικειμένου διότι θα έχει στο μεταξύ εκδικαστεί η έφεση στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 6/3/2007 και εφόσον το αντικείμενο της ενδιάμεσης απόφασης είναι ακριβώς κατά πόσο μπορεί να εκδοθεί το προσβαλλόμενο ενδιάμεσο διάταγμα μέχρι την εκδίκαση της έφεσης στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 6/3/2007.  Ενόψει του πιο πάνω, το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 20/7/2007 θα καθίστατο εκ των πραγμάτων άνευ νοήματος, εφόσον, ο Ενάγοντας θα είχε στο μεταξύ διατηρήσει σε ισχύ το ενδιάμεσο διάταγμα μέχρι την εκδίκαση της έφεσης στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 6/3/2007 καθιστώντας άνευ νοήματος την οποιαδήποτε έφεση των Εναγομένων κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 20/7/2007.  Για τους πιο πάνω λόγους πιστεύω ότι δεν υπάρχει εν προκειμένω εναλλακτική θεραπεία για αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 20/7/2007, πέραν από τη διαδικασία της παρούσας αίτησης.»

 

Στην υπόθεση Μεστάνας (2000)1(Γ) Α.Α.Δ. σελ.1469 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Έγινε εισήγηση πως η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος και, ενώπιον μας, έγινε αναφορά στον παράγοντα του χρόνου.  Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως ΄΄ έγκαιρη΄΄ επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

 

Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα.» 

 

Είναι και εδώ προφανές ότι δεν καθορίζεται γιατί θα υπάρξει τέτοια καθυστέρηση που θα καταστήσει τη διαδικασία ατελέσφορη αν καταχωρείτο έφεση, και δεν παρατίθενται λεπτομερή στοιχεία στην ένορκη δήλωση. Υπάρχει η γενική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών που υποστήριξε ότι εκ της φύσης της η διαδικασία της έφεσης είναι χρονοβόρα.  Το Δικαστήριο επί του προκειμένου υπέδειξε στο συνήγορο πως σε επείγουσες περιπτώσεις πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα για άμεση εκδίκαση, κάτι που μπορούσε να προωθηθεί αν καταχωρείτο η έφεση.  Ενόψει των γεγονότων αυτών κρίνω ότι δεν υφίστανται «εξαιρετικές περιστάσεις» που να δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος.

 

Παρόλη την πιο πάνω κατάληξή μου θα πρέπει να παρατηρήσω πως, έστω και αν αυτή ήταν διαφορετική και πάλι θα κατέληγα για απόρριψη της αίτησης για τους ακόλουθους λόγους.

 

Αναφορικά με την έννοια του όρου «δικαιοδοσία» παραπέμπω σχετικά σε απόσπασμα από την R.C.K. Sports Ltd (αρ. 2) (1993)1 Α.Α.Δ.  618 :

 

«Η λέξη ΄΄δικαιοδοσία΄΄ έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας.  Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε Δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του.  Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή.  Το Δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.  ΄΄Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα΄΄, σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία  παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση (Thompson ν. Shiel (1980)3 Ir. Eq. 135 και Λαυρέντης Α. Δημητρίου  (1990)1 A.A.Δ. 256

 

Προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι ο ισχυρισμός για έλλειψη δικαιοδοσίας είναι αποτέλεσμα της εισήγησης για ύπαρξη νομικής πλάνης, που συνίσταται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και της νομολογίας.    Στη Γενικός Εισαγγελέας  (Αρ.2) (1995)1 Α.Α.Δ. 126 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα:

 

«Από την Κυπριακή νομολογία προκύπτει ότι εντάλματα της φύσης Certiorari ή Mandamus μπορούν να εκδοθούν σε περίπτωση όπου υπάρχει νομική πλάνη, η οποία είναι καταφανής από τα πρακτικά.  Αυτό δεν  συμπεριλαμβάνει όμως νομικά εσφαλμένες αποφάσεις.  Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση.  Δεν είναι δηλαδή αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή.  Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας.»

 

Είναι καθαρό ότι στην παρούσα περίπτωση η νομική πλάνη δεν είναι καταφανής από τα πρακτικά.  Τούτο προκύπτει σαφώς και από τη μακρά πραγμάτευση του θέματος της νομολογίας από το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά και από την μακροσκελή, πλήρη και εμπεριστατωμένη αγόρευση του συνηγόρου των αιτητών, ο οποίος δέχθηκε ότι δεν υπάρχει αυθεντία που να αφορά αμέσως το θέμα, είτε θετικά είτε αρνητικά. 

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 

 

                                                                        Π. Αρτέμης

                                                                               Δ.

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο