ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1000
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.4/2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,,
και
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητος-Εναγόμενος.
― ― ― ―
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 8.10.99 στις 8.30 το βράδυ, κατά τη διάρκεια του σκότους, ο εφεσείων-ενάγων οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Αστρομερίτη και συγκρούστηκε στο πίσω μέρος γεωργικού ελκυστήρα, τον οποίο οδηγούσε κατά τη στιγμή εκείνη ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο ενάγων και να εγείρει αγωγή για αμέλεια εναντίον του εφεσίβλητου.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, το ύψος των αποζημιώσεων συμφωνήθηκε και εκδικάστηκε η υπόθεση μόνο στο θέμα της ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία και τα γεγονότα της υπόθεσης, θεώρησε ως μόνο υπεύθυνο τον εφεσείοντα-ενάγοντα και απέρριψε την αγωγή του.
Με την παρούσα έφεση η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται.
Το κυριότερο θέμα που ήταν επίδικο και πρωτοδίκως και αποτελεί και αντικείμενο της έφεσης είναι το κατά πόσο ο γεωργικός ελκυστήρας είχε φώτα στο πίσω μέρος ή όχι κατά την ώρα του ατυχήματος.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι ο ελκυστήρας δεν έφερε καθόλου φωτισμό στο πίσω μέρος του και κατά τη στιγμή εκείνη ο εφεσείων-ενάγων προσπερνούσε δύο προπορευόμενα οχήματα που ακολουθούσαν τον ελκυστήρα. Όταν συμπλήρωσε τη διαδικασία αυτή και ενώ προσπαθούσε να επανέλθει στην αριστερή λωρίδα του δρόμου βρέθηκε αντιμέτωπος σε πολύ κοντινή απόσταση με τον ελκυστήρα, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με αυτόν.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου-εναγόμενου ήταν ότι ο ελκυστήρας του είχε κανονικά φώτα πίσω, καθώς και ένα προβολέα και ότι μερικές ημέρες πριν το ατύχημα ο ελκυστήρας έτυχε επιδιόρθωσης και ηλέχθη και ο φωτισμός του. Προς τούτο κλήθηκε μάρτυρας μηχανικός, ο οποίος παρουσίασε και τιμολόγιο, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι έγινε και επιδιόρθωση των φώτων. Κατά τη διάρκεια όμως της μαρτυρίας του, προέκυψε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει και ορθά απορρίφθηκε αυτό το μέρος της εκδοχής του εφεσίβλητου.
Ο μάρτυρας Πεχλιβάνης, ειδικός, εξέτασε τον ελκυστήρα 10 ημέρες περίπου μετά το ατύχημα και με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά την ώρα του ατυχήματος δεν υπήρχε φωτισμός στον ελκυστήρα, αφού τα σύρματα στον προβολέα ήταν αποσυνδεδεμένα και τυλιγμένα «από παλιά γύρω από τον προβολέα, το φανάρι στην ίδια μεριά ήταν αφαιρεμένο από προηγουμένως και ο συσσωρευτής της μπαταρίας ήταν εκτός θέσεως.» Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στη δήλωση του κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, ότι δεν μπορούσε να πει ακριβώς πότε είχαν συμβεί όλα τα πιο πάνω, έκρινε ότι θα μπορούσε να είχαν συμβεί μετά το ατύχημα και εντός των 10 ημερών που μεσολάβησαν και θεώρησε εξουδετερωμένη τη μαρτυρία του και την απέρριψε.
Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, που αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του ειδικού, ευσταθεί. Από τη μαρτυρία του προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο μάρτυρας αυτός εξήγησε ουσιαστικά τι εννοούσε με το ότι τα φώτα πρέπει να μην λειτουργούσαν «από παλιά» και οι λόγοι που έδωσε δεν μπορεί να συνάδουν με τη θέση πως η μη παροχή ηλεκτρισμού προς τα πίσω φώτα ήταν αποτέλεσμα ενέργειας που έγινε μετά το ατύχημα. Προφανώς, αυτή ήταν και η θέση του εμπειρογνώμονα, αφού ο ίδιος κατέληξε με βάση τα στοιχεία που διαπίστωσε, ότι κατά την ώρα του ατυχήματος δεν υπήρχε φωτισμός. Έτσι θεωρούμε πως η απόρριψη της μαρτυρίας του στο σύνολό της δεν αιτιολογείται ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην τελική θέση του ελκυστήρα και τις ζημίες που υπήρχαν στα δύο οχήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα-ενάγοντα πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερο του επιτρεπόμενου ορίου των 80 χλμ., καθιστώντας τον έτσι αμελή, κάτω από τις περιστάσεις.
Επί του σημείου αυτού ευσταθεί και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι κακώς κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα το Δικαστήριο χωρίς μαρτυρία ειδικού, καθιστώντας τον εαυτό του εμπειρογνώμονα. Υπάρχει σωρεία υποθέσεων, στις οποίες αποφασίστηκε ότι είναι ανεπίτρεπτο ο Δικαστής να καθιστά τον εαυτό του εμπειρογνώμονα. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 713 και Μαυρίδης v. Dharaghji και άλλοι (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).
Tέλος, παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως «δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο γεωργικός ελκυστήρας του εναγομένου δεν έφερε επαρκή ή και καθόλου φωτισμό». Η παρατήρηση αυτή είναι εσφαλμένη, ε φόσον υπήρχε η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα-ενάγοντα, που υποστηριζόταν ουσιαστικά από εκείνη του εμπειρογνώμονα, αν αυτή δεν απορριπτόταν από το Δικαστήριο με τον τρόπο που υποδείξαμε πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ουσία είχε δύο συγκρουόμενες εκδοχές, εκείνη του εφεσείοντα-ενάγοντα, που δυνητικά υποστηριζόταν από το μάρτυρα Πεχλιβάνη και εκείνη του εφεσίβλητου-εναγομένου, που διαψεύστηκε σε ουσιώδες της σημείο και υποστηριζόταν από εκείνη του μηχανικού του, η μαρτυρία του οποίου είχε ορθά κριθεί ως αναξιόπιστη. Παρόλο τούτο, το Δικαστήριο απέτυχε να καταλήξει σε θετικό συμπέρασμα, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ποια από τις δύο εκδοχές αποδεχόταν.
Εν όψει των πιο πάνω δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να διατάξουμε επανεκδίκαση, αφού η αξιολόγηση των πιο πάνω μαρτυριών θα πρέπει να επηρέασε και την κατάληξη του Δικαστηρίου στην εκτίμηση της μαρτυρίας των διαδίκων.
Η έφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή, το συντομότερο δυνατό. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Τα πρωτόδικα έξοδα θα είναι έξοδα δίκης.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.