ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 944

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 326/2005)

 

 

20 Ιουλίου, 2007

 

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΣΟΥΜΠΑΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΛΤΔ.,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,

 

Εφεσίβλητων/Εναγόμενων.

 

 

 

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Αμερικάνου για Γ. Γιάγκου, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Στις 19/5/1995 υπεγράφη το α΄ συμβόλαιο μεταξύ της εφεσίβλητης-αιτήτριας και της εταιρείας Electroscan Ltd (Τεκμήριο 1) για την πώληση του υπ΄ αρ. 10 καταστήματος στην πολυκατοικία "Εμπορικό Κέντρο Αθηαινίτης", στους Αγίους Ομολογητές Λευκωσίας, έναντι του ποσού των £66.000. Οι κύριοι μέτοχοι της Electroscan Ltd ήταν η εταιρεία Βάσος Ηλιάδης Λτδ και ο Αντρέας Κουρσουμπάς, Διευθυντής της εφεσείουσας-αγοράστριας. Στις 19/7/1995 υπεγράφη το β΄ συμβόλαιο μεταξύ των πιο πάνω με την αλλαγή του πωλούμενου καταστήματος από το 10 σε 11 (Τεκμήριο 2), το οποίο ήταν πιο μεγάλο από το 10.

 

Στις 22/9/1997 υπεγράφη μεταξύ της εταιρείας Κυριάκος Αθηαινίτης και Υιοί Λτδ (εφεσίβλητη-πωλήτρια) και της εταιρείας Ανδρέας Κουρσουμπάς Κτηματική Λτδ (εφεσείουσα-αγοράστρια) έγγραφη συμφωνία για την αγορά εκ μέρους της εφεσείουσας-αγοράστριας εταιρείας από την εφεσίβλητη-πωλήτρια του πιο πάνω ισογείου καταστήματος υπ' αρ. 11 στο εμπορικό κέντρο της εφεσίβλητης-πωλήτριας (Τεκμήριο 3). Η ημερομηνία παράδοσης θα ήταν η ημερομηνία της επιτυχούς εξέτασης του υποστατικού από την Αρχή Ηλεκτρισμού.

 

Η εφεσείουσα-αγοράστρια καταχώρισε την παρούσα αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης-πωλήτριας με την οποία απαιτούσε,

 

      (α) £13.150,00 αποζημιώσεις για απώλεια ενοικίων από 1/4/96-8/10/98 λόγω καθυστερημένης παράδοσης του καταστήματος

 

            και

 

      (β) £5.000 αποζημιώσεις γιατί αντί του χώρου στάθμευσης αρ. 54 της μεταβιβάστηκε ο χώρος στάθμευσης αρ. 33 ο οποίος δεν ανταποκρινόταν στο συμφωνηθέν συνολικό εμβαδό.

 

Η εφεσίβλητη-πωλήτρια εταιρεία ισχυρίστηκε ότι,

 

    (α) η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη μεταβίβαση του υποστατικού οφειλόταν στη μη έγκαιρη καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού από την αγοράστρια και

 

    (β) ο χώρος στάθμευσης αρ. 33 που παραχωρήθηκε στην αγοράστρια είχε το ίδιο εμβαδό με τον αρ. 54. Η μόνη διαφορά ήταν η αλλαγή του χώρου και η νέα απαρίθμηση που είχε γίνει από το Κτηματολόγιο.

 

 

Αναφορικά με την καθυστέρηση στην παράδοση του καταστήματος ο Διευθυντής της εφεσείουσας-αγοράστριας Ανδρέας Κουρσουμπάς κατέθεσε ότι το κατάστημα έπρεπε να παραδοθεί την 1/4/1996 και παραδόθηκε στις 8/10/1998. Η επιτυχής εξέταση των υποστατικών από την Αρχή Ηλεκτρισμού έγινε στις 8/10/1998 και μέχρι τότε η εταιρεία του δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κατάστημα λόγω του ότι δεν υπήρχε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Σχετικά με το χώρο στάθμευσης ο πιο πάνω μάρτυς ανέφερε ότι ο χώρος αρ. 33 που παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα-αγοράστρια έχει το μισό εμβαδό εκείνου που έπρεπε να είχε πάρει και ότι είχε μειωθεί επίσης το εμβαδό της πρόσβασης στο χώρο στάθμευσης. Η αλλαγή η οποία είχε γίνει δεν οφειλόταν σε νέα απαρίθμηση από το Κτηματολόγιο, αλλά σε αλλαγές που είχαν γίνει από τους κατασκευαστές.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας-αγοράστριας για την καθυστερημένη παράδοση του καταστήματος, ο Διευθυντής της εφεσίβλητης-πωλήτριας κατέθεσε ότι αρχικά στις 19/5/1995 το κατάστημα πωλήθηκε ως αριθμός 10 στην Electroscan Ltd (Τεκμήριο 1), αργότερα στις 19/7/1995 ως αριθμός 11 στην Electroscan Ltd (Τεκμήριο 2) και τελικά στις 22/9/1997 ως αριθμός 11 στην εφεσείουσα-αγοράστρια. Στις 28/7/1995, δέκα δηλαδή μέρες μετά την υπογραφή του β΄ συμβολαίου (Τεκμήριο 2), τα δικαιώματα της Electroscan Ltd εκχωρήθηκαν στη Λαϊκή Τράπεζα. Η πιο πάνω εκχώρηση ακυρώθηκε στις 13/4/1998 και συνεπώς όλα τα δικαιώματα για το κατάστημα μέχρι τότε τα κατείχε η Λαϊκή Τράπεζα και όχι η εφεσείουσα-αγοράστρια. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης-πωλήτριας ότι η συμβατική υποχρέωση της εφεσείουσας-αγοράστριας με την εφεσίβλητη-πωλήτρια δημιουργήθηκε στις 22/9/1997 με την υπογραφή του σχετικού πωλητηρίου εγγράφου (Τεκμήριο 3) στο οποίο δεν αναφέρεται οτιδήποτε για ημερομηνία παράδοσης, αφού το κατάστημα είχε ήδη παραδοθεί. Η εφεσίβλητη-πωλήτρια ήταν έτοιμη να παραδώσει το κατάστημα από το Σεπτέμβριο του 1996 (όπως έγινε και με τα άλλα καταστήματα του εμπορικού κέντρου), αλλά η εφεσείουσα-αγοράστρια παρέλειψε να το παραλάβει αφού υπήρχαν διαφορές μεταξύ των μετόχων της Electroscan Ltd και της εκχώρησης των δικαιωμάτων στη Λαϊκή Τράπεζα και γιατί η εφεσείουσα-αγοράστρια είχε παραλείψει να καθορίσει το είδος του πατώματος του καταστήματος, παρά τις οχλήσεις της εφεσίβλητης-πωλήτριας. Σχετικά με το χώρο στάθμευσης ο Διευθυντής της εφεσίβλητης-πωλήτριας ανέφερε ότι η εταιρεία του δεν είχε καμιά ευθύνη για την αλλαγή που είχε σημειωθεί στο χώρο στάθμευσης όταν είχε υπογραφεί το α΄ συμβόλαιο πώλησης του καταστήματος (Τεκμηρίου 1) με την εταιρεία Electroscan Ltd. Η πιο πάνω εταιρεία ζήτησε αν ήταν δυνατό να της παραχωρηθεί μεγαλύτερος χώρος στάθμευσης εφόσον υπήρχε προς τούτο ελεύθερος χώρος και η εφεσίβλητη-πωλήτρια δέχθηκε νοουμένου ότι αυτό θα γινόταν δεκτό από την Πολεοδομία. Προς τούτο περιλήφθηκε στο Τεκμήριο 1 ο όρος 14 ο οποίος προνοεί ότι η εφεσίβλητη-πωλήτρια,

 

"δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη για διαφοροποιήσεις που αποδεδειγμένα έχουν επιβληθεί από την Αρμόδια Αρχή .... αλλά αναλαμβάνει να εγγράψει και μεταβιβάσει στο όνομα του Αγοραστή το υποστατικό όπως αυτό περιγράφεται στον τίτλο που θα εκδοθεί".

 

Ο ίδιος όρος συμπεριλήφθηκε στη συμφωνία της 22/9/1997 μεταξύ της εφεσείουσας-αγοράστριας και της εφεσίβλητης-πωλήτριας (Τεκμήριο 3).

 

Η εφεσίβλητη-πωλήτρια έλαβε στις 18/6/97 το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης σύμφωνα με το οποίο είχε τροποποιηθεί η αρίθμηση του καταστήματος και του χώρου στάθμευσης, αφού το κατάστημα από 11 έγινε 9 και ο χώρος στάθμευσης από 56 σε 33. Ο σχετικός τίτλος ιδιοκτησίας μαζί με το τοπογραφικό για το χώρο στάθμευσης στάληκε στο Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της μεταβίβασης του ακινήτου στο Κτηματολόγιο δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση ή επιφύλαξη εκ μέρους του αναφορικά με το χώρο στάθμευσης.

 

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας και αποδέχθηκε την εκδοχή του Διευθυντή της εφεσίβλητης- πωλήτριας. Αναφορικά με την αξιοπιστία του Διευθυντή της αγοράστριας- εφεσείουσας ο πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε ότι ο πιο πάνω μάρτυς του είχε δημιουργήσει μια πολύ κακή εντύπωση και απώτερος σκοπός του φαινόταν ότι ήταν ο αποπροσανατολισμός του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του,

 

"Ο τρόπος που απαντούσε ήταν επιτηδευμένος προσπαθώντας να πείσει (μάταια όμως) για την αλήθεια των ισχυρισμών του. Ακόμα, η μαρτυρία του σε πάρα πολλά σημεία είχε κενά και δεν είναι λίγες οι φορές που κατέφευγε στην εύκολη λύση απαντώντας με το «δεν ξέρω» και «δε θυμούμαι». Η όλη μαρτυρία του διακρινόταν μπορώ να πω σε εμπάθεια, ο τρόπος που απαντούσε ήταν επιτηδευμένος και προσποιητός και ακόμα τολμώ να πω ότι δεν είχε ούτε το απαραίτητο ήθος όταν έδιδε τις απαντήσεις του είτε αυτές του υποβάλλοντο από την πλευρά του Δικηγόρου του, αλλά κυρίως όταν του υποβάλλοντο από την πλευρά του κ. Αμερικάνου κατά την αντεξέταση του. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι οι απαντήσεις του εν πολλοίς στερούνταν λογικής συνοχής και συνάφειας. Σε κάποιες περιπτώσεις σχημάτισα την ακράδαντη πεποίθηση ότι ο μάρτυρας αυτός βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου αφού δεν υπήρχε ούτε το παραμικρό ίχνος λογικής στες απαντήσεις που έδιδε."

 

 

Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του Διευθυντή της πωλήτριας-εφεσίβλητης. Ο πρωτόδικος Δικαστής τόνισε ότι ο μάρτυς του δημιούργησε εξαιρετική εντύπωση και ότι,

 

"Σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απαντούσε με σταθερότητα, άμεσα, χωρίς δισταγμό και μπορώ να πω με αξιότιμο, αξιοπρεπή και ανεπιτήδευτο τρόπο δείχνοντας πως είναι μάρτυρας της αλήθειας ο οποίος ήρθε στο Δικαστήριο με όλη την καλή του θέληση και διάθεση να βοηθήσει το Δικαστήριο να καταλήξει μέσα από τη μαρτυρία και μέσα από λογικά συμπεράσματα στην ανεύρεση της αλήθειας."

 

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού κατέληξε, μεταξύ άλλων, και στα πιο κάτω συμπεράσματα αναφορικά με τις δύο βασικές απαιτήσεις της εφεσείουσας-αγοράστριας:

 

    (α) Το κατάστημα δεν παρελήφθη και δεν μεταβιβάστηκε από την εφεσείουσα-αγοράστρια αν και η εφεσίβλητη-πωλήτρια ήταν έτοιμη να το παραδώσει από το Σεπτέμβριο του 1996, όπως έγινε με τα άλλα καταστήματα του συγκροτήματος,

 

    (β) Η πωλήτρια εταιρεία δεν προέβηκε σε διαφοροποίηση του εμβαδού του χώρου στάθμευσης, αλλά η Πολεοδομική Αρχή δεν ενέκρινε το αίτημα για μεγαλύτερο χώρο στάθμευσης.

 

 

 

 

 

(β) Η έφεση.

Η εφεσείουσα-αγοράστρια αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι το Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένες εκτιμήσεις της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, ότι με τους χαρακτηρισμούς του αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας ο πρωτόδικος Δικαστής έδειξε ότι ήταν προκατειλημμένος εναντίον του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ευρήματα τα οποία βρίσκονται εκτός δικογράφων.

 

Οι λόγοι έφεσης που έχουν προβληθεί είναι ανεδαφικοί.

 

Αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικα δικαστήρια έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ επανάληψη. Σημειώνεται συνοπτικά η υποχρέωση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του και να προβαίνει σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έτσι ώστε η απόφασή του να περιλαμβάνει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να αξιολογήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).

 

Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβασή μας αναφορικά με τα πρωτόδικα ευρήματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων που έχουν καταθέσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει τους μάρτυρες να καταθέτουν στο Δικαστήριο και μετά την αξιολόγησή της μαρτυρίας τους κατέληξε στην απόφασή του να αποδεχθεί την εκδοχή της εφεσίβλητης-πωλήτριας και να απορρίψει την εκδοχή που είχε προβάλει η εφεσείουσα-αγοράστρια. Μπορεί οι χαρακτηρισμοί του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση συμπεριφοράς του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας να ήταν έντονα επικριτικοί, αλλά αυτό δεν υποστηρίζει την άποψη ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έχει οδηγηθεί σε λανθασμένα ευρήματα. Σημειώνουμε ότι ο Διευθυντής της εφεσείουσας-αγοράστριας δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση κατά το στάδιο της μεταβίβασης του ακινήτου στο κτηματολόγιο και ότι δεσμευόταν επίσης και από το περιεχόμενο της επιστολής του πρώτου δικηγόρου του ημερομηνίας 9.11.1998, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας αν η μεταβίβαση του επίδικου κτήματος (το οποίο αποτελούσε και το επίδικο κτήμα στην αγωγή 5133/98 μεταξύ των ιδίων διαδίκων) γινόταν πριν τις 2/12/1998 οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων θα θεωρούνταν ως διευθετηθείσες. Η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου έλαβε χώρα στις 20/11/1998.

 

Αναφορικά με την εισήγηση ότι ο πρωτόδικος δικαστής έχει επιδείξει προκατάληψη εναντίον του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας σημειώνουμε ότι το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε στις αποφάσεις Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691 και Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271 στην οποία τονίστηκε ότι ο Δικαστής δεν πρέπει να είναι αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτος, όπως επίσης και στις υποθέσεις Παπακυριακού ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7802, της 26/2/2007, Σταύρου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7803, της 28/2/2007, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπακυριακού, Ποινική Έφεση 7804, της 28/2/2007 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σταύρου, Ποινική Έφεση 7805, της 28/2/2007, στις οποίες τονίστηκε ότι το κριτήριο της αμεροληψίας "δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια". Στην Αγγλία το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Taylor v. Lawrence (2002) ALL E.R. 353 στην οποία γίνεται ευρεία ανάλυση της νομολογίας με αναφορά στην υπόθεση Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) (1999) 1 ALL E.R. 577. Τα πλαίσια τα οποία καθορίζουν την ύπαρξη προκατάληψης είναι αν με βάση τα γεγονότα όπως αυτά διαπιστώνονται "ένας δικαιόφρων και καλά πληροφορημένος παρατηρητής θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πραγματική πιθανότητα ή κίνδυνος ότι το Δικαστήριο ήταν προκατειλημμένο". (Βλ. Δώρος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 7243, της 20/6/2002). Με βάση τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση για την ύπαρξη προκατάληψης είναι ανεδαφική. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας μπορεί να περιέχει έντονα απορριπτικά στοιχεία, αλλά δεν υποστηρίζει την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν προκατειλημμένο εναντίον του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα ευρήματα.

 

Είχε επίσης υποβληθεί ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία βρίσκονται εκτός δικογράφων, όπως π.χ. ότι ο Διευθυντής της εφεσείουσας-αγοράστριας λειτούργησε το κατάστημα με προσωρινή ηλεκτρική παροχή και ότι το κατάστημα παραδόθηκε στην Electroscan Ltd το Σεπτέμβριο του 1996. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τα πιο πάνω δύο θέματα αποτελούσαν λεπτομέρειες του επίδικου θέματος της ισχυριζόμενης καθυστερημένης παράδοσης του υποστατικού και η συμπερίληψή τους στα σχετικά δικόγραφα δεν ήταν αναγκαία. Σημειώνουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα-αγοράστρια λειτουργούσε το κατάστημα με προσωρινή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, προέκυψε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του Διευθυντή της εφεσίβλητης-πωλήτριας από το δικηγόρο της εφεσείουσας-αγοράστριας και ότι το εύρημα ότι η παράδοση του καταστήματος έγινε το Σεπτέμβριο του 1996 προέκυψε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του Διευθυντή της εφεσείουσας-αγοράστριας όταν σε υποβολή ότι ολόκληρο το κτίριο παραδόθηκε στους αγοραστές το Σεπτέμβριο του 1996 μετά από την επιτυχή εξέταση από τη Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, ο μάρτυς απάντησε "Συμφωνώ ότι πρέπει να είναι κάπου εκεί."

 

Έχοντας υπόψη ότι η απόφαση βασίστηκε στην αξιοπιστία των μαρτύρων των δύο πλευρών και δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα διαφοροποιούσαν τα πρωτόδικα ευρήματα, η έφεση απορρίπτεται με £1.000 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

                                                                Δ.

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο