ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 792
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2005)
26 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα,
v.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΥΡΝΑ ΞΥΔΑ,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.
Στ. Πολυβίου-Ανδρέου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 17.12.1999 στην οδό Μετοχίου στη Λευκωσία μεταξύ της μοτοσυκλέτας του εφεσείοντα (ενάγοντα) και του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης (εναγομένης). Τα δύο οχήματα, τα οποία εκινούντο προς την ίδια κατεύθυνση συγκρούστηκαν στη δεξιά πλευρά της οδού Μετοχίου και στη συμβολή της με τη λεωφόρο Προδρόμου.
Συνοπτικά τα γεγονότα τα οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως ακολούθως:-
Η εφεσίβλητη οδηγούσε το σαλούν αυτοκίνητο της στην οδό Μετοχίου στη Λευκωσία με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στη λεωφόρο Προδρόμου. Προς τούτο κινήθηκε στο κέντρο του δρόμου και έδωσε προς τούτο σχετικό σήμα με το φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου της. Περιόρισε την ταχύτητα της, όταν έφθασε στη συμβολή, σχεδόν σε μηδενική, για να δώσει την ευκαιρία να περάσει εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα και αμέσως έκανε στροφή προς τα δεξιά για τη εισέλθει στη λεωφόρο Προδρόμου. Την ίδια στιγμή ο εφεσείων που οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του στην ίδια διεύθυνση πήρε τη δεξιά πλευρά του δρόμου με σκοπό να προσπεράσει από δεξιά το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, με συνέπεια να συγκρουσθεί στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης λίγο πριν την είσοδο της στη λεωφόρο Προδρόμου. Το πλάτος της οδού Μετοχίου είναι 11.50 μ. και το σημείο συγκρούσεως βρέθηκε σε απόσταση 1.40 μ. από τη δεξιά πλευρά. Στην οδό Μετοχίου δεν ήταν ορατές οποιεσδήποτε άσπρες γραμμές διαχωρισμού της σε λωρίδες κυκλοφορίας. Συνέπεια του τροχαίου αυτού ατυχήματος ήταν ο τραυματισμός του εφεσείοντα.
Στη διάθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν οι ένορκες μαρτυρίες ενός εκάστου των διαδίκων ως επίσης και η ένορκη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή του ατυχήματος, ο οποίος και κατέθεσε και το σχετικό σχεδιάγραμμα της σκηνής, το οποίο και επεξήγησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και σχολίασε τη μαρτυρία, δέχθηκε ως αξιόπιστη μαρτυρία αυτή του αστυνομικού εξεταστή και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Απέρριψε δε, ως αναξιόπιστη, τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Αφού δε κατέληξε στα ευρήματα του αποφάσισε ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο εφεσείοντα. Παρά την πιο πάνω απόφαση του, που προδιέγραφε την απόρριψη της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης του, υπολόγισε και τις αποζημιώσεις που θα εδικαιούτο επί πλήρους ευθύνης ο εφεσείων αν επετύγχανε στην αγωγή του. Υπολόγισε τις ειδικές αποζημιώσεις στο ποσό των £5.400 και τις γενικές στο ποσό των £8.000.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και προβάλλοντας έξι λόγους προς τούτο.
Με τους πρώτους δύο λόγους της έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο κατέληξε, παραθέτοντας προς τούτο επαρκείς λόγους, ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αναξιόπιστη. Αντίθετα δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αξιόπιστη.
Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τους ισχυρισμούς των ευπαιδεύτων δικηγόρων του εφεσείοντα που περιέχονται στο περίγραμμα τους, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν μας έχουν πείσει για την ορθότητα τους. Έχουμε μελετήσει επίσης τα πρακτικά στα οποία περιέχονται οι μαρτυρίες και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ των λόγων αυτών της έφεσης. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τέτοια επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένα.
Κατά συνέπεια οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε δώσει έγκαιρα σήμα, με τον φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου της, ότι είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά.
Ο λόγος αυτός της έφεσης συναρτάται απόλυτα από τους πιο πάνω λόγους που έχουν εξεταστεί. Το Δικαστήριο πράγματι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη έδωσε έγκαιρα σήμα ότι θα έστριβε δεξιά, βασιζόμενο στη μαρτυρία της ίδιας την οποία έκρινε ως αξιόπιστη. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν επιβεβαιώνεται από άλλο μάρτυρα και ιδιαίτερα από τον αστυνομικό εξεταστή δεν ευσταθεί. Έχουμε μελετήσει, από τα πρακτικά, τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή και ιδιαίτερα στις σελίδες που μας έχει παραπέμψει ο εφεσείων. Είναι φανερό ότι ο αστυνομικός εξεταστής δε ρωτήθηκε ούτε και ασχολήθηκε με το θέμα. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης από μόνη της ήταν αρκετή για να εξάξει το συμπέρασμα του το Δικαστήριο. Δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη επιβεβαιωτική μαρτυρία.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 3 και 5 είναι συναφείς και θα εξεταστούν μαζί. Με το λόγο έφεσης αρ. 3 προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα και έτσι δεν υπήρχε θέμα συντρέχουσας αμέλειας. Με το λόγο έφεσης αρ. 5 προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του με υπερβολική ταχύτητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την απόφαση του στο θέμα της ευθύνης και στο ακόλουθο συμπέρασμα όπως αναφέρεται στη σελίδα 43 της απόφασης του:-
«Αποτελεί επίσης εύρημα μου ότι η ίδια έλεγξε από το καθρεφτάκι της, πλην όμως η ταχύτητα του Ενάγοντα ήταν υπερβολική υπό τις περιστάσεις και δεν μπορούσε από το σημείο που κατευθυνόταν εκείνος στην οδό Μετοχίου στην Χείλωνος να έχει το χρονικό περιθώριο να τον παρατηρήσει που ερχόταν.»
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετο και δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε μαρτυρία παρά μόνο σε εικασίες.
Η εφεσίβλητη δίδοντας μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι δεν είδε τη μοτοσυκλέττα πριν τη σύγκρουση γιατί, όπως υπολόγισε ή υπέθεσε, είχε υπερβολική ταχύτητα. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για την ταχύτητα της μοτοσυκλέττας που οδηγούσε ο εφεσείων. Είναι νομολογημένο ότι η ταχύτητα οχήματος πρέπει να αποδεικνύεται αντικειμενικά είτε με βάση μαρτυρία εμπειρογνώμονα είτε με βάση ίχνη τροχοπέδησης που αφήνει το όχημα πριν τη σύγκρουση. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα και κατέληξε ότι ο εφεσείων οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του με υπερβολική ταχύτητα βασιζόμενο επί της μόνης μαρτυρίας της εφεσίβλητης που συνίστατο σε υποθέσεις και εικασίες.
Ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί και μας οδηγεί στο λόγο έφεσης αρ. 3. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ουδέποτε πριν από τη σύγκρουση των δύο οχημάτων αντελήφθη την παρουσία της μοτοσυκλέττας. Σύμφωνα επίσης με τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή του ατυχήματος ο δρόμος ήταν ευθύς και η ορατότητα απεριόριστη, πέραν των 100 μέτρων. Είναι επίσης δεδομένο ότι ο εφεσείων, οδηγώντας τη μοτοσυκλέττα του, ακολουθούσε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Και, κατά συνέπεια, εφόσον η ορατότητα ήταν απεριόριστη, η μοτοσυκλέττα δεν ήταν δυνατό παρά να ήταν ορατή σε οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένης της εφεσίβλητης, εάν είχε τη δέουσα προσοχή. Είναι νομολογημένο ότι οδηγός που προηγείται και έχει σκοπό να διασταυρώσει και να στρίψει δεξιά έχει υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι οχήματα που ακολουθούν έχουν αντιληφθεί την πρόθεση του. Η εφεσίβλητη έστριψε δεξιά χωρίς να δώσει προσοχή στα οχήματα που την ακολουθούσαν και έτσι να παραβεί το καθήκον της έναντι του εφεσείοντα (Βλέπε: Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727, Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188 και Στυλιανού ν. Νικηφόρου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602).
Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη έδωσε σήμα για την πρόθεση της να στρίψει δεξιά και έλαβε προς τούτο και την κατάλληλη θέση στο δρόμο. Απέτυχε όμως, προτού αρχίσει τη στροφή προς τα δεξιά, να βεβαιωθεί ότι το όχημα που ακολουθούσε, η μοτοσυκλέττα που οδηγούσε ο εφεσείων αντελήφθηκε την πρόθεση της. Η παράλειψη της αυτή, σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά αμέλεια.
Έχοντας υπόψη τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως επίσης και τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, καταλήγουμε να επιμερίσουμε την ευθύνη σε ποσοστό 20% εναντίον της εφεσίβλητης και 80% εναντίον του εφεσείοντα.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το επιδικασθέν ποσό για γενικές αποζημιώσεις ως έκδηλα χαμηλό. Το Δικαστήριο επεδίκασε ποσό £5.400 ως ειδικές αποζημιώσεις (περιλαμβανομένου και του ποσού για τη μελλοντική εγχείριση αρθροπλαστικής) και £8.000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Σύμφωνα με τον θεράποντα γιατρό του εφεσείοντα ο τελευταίος υπέστη από το ατύχημα τα ακόλουθα τραύματα:-
Θλαστικό τραύμα αριστερού αντίχειρα.
Κάταγμα βάσεως 5ου μετακαρπίου αριστεράς χειρός.
Συντριπτικό κάταγμα κοτύλης αριστερού ισχύου.
Διάστρεμμα αριστερού γόνατος.
Αίμαρθρο τραύματος αριστερού αντίχειρος.
Έγινε συρραφή του θλαστικού τραύματος του αντίχειρα και τοποθετήθηκε γύψινος νάρθηκας για την ακινητοποίηση του κατάγματος της φάσεως του 5ου μετακαρπίου της αριστεράς χειρός. Επίσης έγινε δερματική έλξις αριστερού κάτω άκρου για τρεις εβδομάδες. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για περίοδο 25 περίπου ημερών και εκτός εργασίας για περίοδο οκτώ μηνών.
Ο θεράπων γιατρός του εφεσείοντα στη μαρτυρία του για την πρόσφατη κατάσταση της υγείας του ανέφερε ότι από την τελευταία ακτινογραφία προκύπτει σκλήρυνση της οροφής της αριστεράς κοτύλης και ελάττωση μεσαρθρίου διαστήματος, πράγμα που υποδηλώνει εύρημα αρχόμενης οστεοαρθρίτιδος. Διαπίστωσε δε δυσκολία στο βαθύ κάθισμα και κούραση στην ορθοστασία και στο παρατεταμένο περπάτημα. Θα χρειαστεί δε στο μέλλον αντικατάσταση της άρθρωσης του ισχύου.
Επί του θέματος έδωσε μαρτυρία και γιατρός που εξέτασε τον εφεσείοντα εκπροσωπόντας τα συμφέροντα της εφεσίβλητης. Διαπίστωσε τα τραύματα και την θεραπεία όπως τα ανέφερε ο θεράποντας γιατρός του εφεσείοντα. Για την τελική δε κατάσταση του ανέφερε ότι υποφέρει από μικρού βαθμού δυσκαμψία του ισχύου που αφορά μόνο την έξω στροφή με συνέπεια την πιθανότητα ενόχλησης και αίσθησης αδυναμίας μετά από παρατεταμένη γρήγορη βάδιση ή άθληση. Περαιτέρω ανέφερε ότι η δημιουργία οστεοαρθρίτιδας και πλήρης καταστροφή της άρθρωσης ούτως ώστε να χρειαστεί εγχείριση είναι αρκετά απομακρυσμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τα τραύματα που υπέστηκε ο εφεσείων και τα επακόλουθα εκ τούτων που παρέμειναν ως μόνιμα, καθώς και την πιθανότητα δημιουργίας οστεοαρθρίτιδας καθώς και τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη, καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις στο ποσό των £8.000.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλέπε: Μαϊττάς ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 1 και Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228).
Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων έχουν νομολογηθεί και θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί πως διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων που επιδικάζονταν στο παρελθόν. (Βλέπε: Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευάς (1992) 1 Α.Α.Δ. 498 και Μαϊττάς (πιο πάνω)).
Είναι επίσης νομολογημένο ότι οι γενικές αποζημιώσεις πρέπει να περιλαμβάνουν και ποσό για τον πόνο, τη δυσχέρεια και την ταλαιπωρία που θα υποστεί ως αποτέλεσμα της μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης για αντικατάσταση της άρθρωσης του ισχύου (Βλέπε: Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66).
Η καταγραφή των κακώσεων που υπέστη ο εφεσείων και οι συνέπειες τους ήτοι η αδυναμία ή δυσκολία παρατεταμένης ορθοστασίας και βάδισης, η αδυναμία για βαθύ κάθισμα, η αδυναμία άθλησης και η μελλοντική δημιουργία οστεοαρθρίτιδας με αποτέλεσμα να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για αλλαγή της άρθρωσης, η ταλαιπωρία και ο πόνος που υπέφερε προδιαγράφουν αφ' εαυτών ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση είναι έκδηλα ανεπαρκής. Εφόσον κρίνεται αναγκαίος ο παραμερισμός αυτού του μέρους της απόφασης η ευθύνη για τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων βαρύνει το Εφετείο. Κρίνουμε ότι το ποσό των £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις συνιστά εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση και το διάταγμα για τα έξοδα παραμερίζεται.
Έχοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης της εφεσίβλητης και τις ειδικές και γενικές αποζημιώσεις που επιδικάσαμε επί πλήρους ευθύνης, εκδίδουμε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των £3.480 πλέον £1.500, πλέον Φ.Π.Α.. Έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Π. Δ. Δ.
/ΕΠσ