ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 630
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 21/2005)
25 Μαΐου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ,
2. LAND OF THE KINGS (CATERING) LTD,
3. ΚΟΥΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΚΟΥΝΗ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ),
3. ΧΡΥΣΟΥΛΛΑ ΝΕΟΚΛΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ),
4. ΜΕΛΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
5. LAND OF THE KINGS HOTEL APARTMENTS LTD,
Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες
- - - - - -
Τ. Κουκούνης με Δ. Κουκούνη, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Πιριλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ΄ αρ. 4052/1996 αγωγή, που καταχώρησαν στο Ε.Δ. Πάφου, στις 13.12.1996, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από τους εφεσείοντες (α) διάταγμα του Δικαστηρίου για πλήρεις εξελεγμένους λογαριασμούς για τη διαχείριση της επιχείρησης ενός εστιατορίου από το 1985 μέχρι σήμερα, (β) διάταγμα που να διατάζει τους εφεσείοντες να πληρώσουν στους εφεσίβλητους το 1/3 των κερδών της επιχείρησης, πλέον τόκους, και (γ) διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής του εστιατορίου.
Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, ο εφεσίβλητος 1 ήταν ο αρχικός ιδιοκτήτης ακινήτου στην περιοχή Μούτταλλος στην Πάφο. Μεταξύ των ετών 1983 έως 1987, ο εφεσίβλητος 1 ανήγειρε στο ακίνητο 120 τουριστικά διαμερίσματα, καταστήματα και άλλους χώρους, μεταξύ των οποίων και ένα εστιατόριο. Στο όλο συγκρότημα δόθηκε η ονομασία "Land of the Kings". Ο εφεσίβλητος 1, σε δύο περιπτώσεις, το 1994 και το 1997, μεταβίβασε δια δωρεάς το ακίνητο εξίσου στις θυγατέρες του, εφεσίβλητες 2, 3 και 4, οι οποίες και κατέστησαν συνιδιοκτήτριες. Με την τελική μεταβίβαση, ο εφεσίβλητος 1 επιφύλαξε το δικαίωμά του να καρπούται, εφόρου ζωής, τα 25/100 των εισοδημάτων του ακινήτου. Παρά ταύτα, οι εφεσίβλητες 2, 3 και 4 εκχώρησαν στον πατέρα τους όλα τα εισοδήματά τους από το συγκρότημα. Επειδή ο εφεσίβλητος 1 ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, με γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 23.4.1983, διόρισε ως αντιπρόσωπό του στην Κύπρο, σε σχέση με τη διαχείριση του συγκροτήματος, τον εφεσειόντα 1, ο οποίος, πριν το θάνατό του, ήταν δικηγόρος στη Λάρνακα, και τον οποίο ο εφεσίβλητος 1 θεωρούσε ως έμπιστό του πρόσωπο. Κατά ή περί τα μέσα του 1985, ο εφεσίβλητος 1 συμφώνησε προφορικά με τον εφεσείοντα 1 και ή την εφεσείουσα 2 εταιρεία, την οποία ο εφεσείων 1 ήλεγχε κατά 67%, και με κάποια θεία του εφεσείοντος 1, να λειτουργούν το εστιατόριο, το οποίο ανήκε στο συγκρότημα, και να μοιράζονται εξίσου τα κέρδη. Ο εφεσίβλητος 1 θα διέθετε το χώρο, ο εφεσείων 1 ή η εταιρεία του, εφεσείουσα 2, θα ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση των λογαριασμών και τη γενική εποπτεία του εστιατορίου, ενώ η θεία του εφεσείοντος 1 θα ήταν υπεύθυνη για την καθημερινή του λειτουργία. Αργότερα, η θεία αντικαταστάθηκε από την εφεσείουσα 3, με την οποία ο εφεσίβλητος 1 συνήψε την ίδια προφορική συμφωνία για τη λειτουργία του εστιατορίου. Ο εφεσίβλητος 1 από το 1985 εισέπραξε διάφορα ποσά, αλλά οι εφεσείοντες, παρά τις εκκλήσεις του, ουδέποτε του έδωσαν λεπτομέρειες των λογαριασμών για τον κάθε χρόνο λειτουργίας του εστιατορίου. Για το λόγο αυτό, με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 9.10.1996, ο εφεσίβλητος 1 ζήτησε από τους εφεσείοντες 1 και 2 να του δώσουν τελικούς λογαριασμούς από το 1985 και εφεξής. Ταυτόχρονα, τερμάτισε την προφορική συμφωνία από την 31.12.1996. Η εφεσίβλητη 5 εταιρεία συστάθηκε από τον εφεσίβλητο 1. Σε αυτή ο εφεσίβλητος 1, σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση απαιτήσεως, εκχώρησε προσωρινά τα δικαιώματά του τα οποία απέρρεαν από τη συμφωνία του για τα έτη 1994 έως 1996. Όμως, από την 1.1.1997, όλα τα δικαιώματα ανήκαν και πάλι στους εφεσίβλητους 1, 2, 3 και 4.
Με την υπεράσπιση, οι εφεσείοντες, αφού ήγειραν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις, πρόβαλαν τη θέση ότι ο εφεσίβλητος 1 ουδέποτε συνήψε μαζί τους οποιαδήποτε συμφωνία συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου. Στην πραγματικότητα, το εστιατόριο ενοικιάστηκε από την εφεσείουσα 2 εταιρεία η οποία, αφού το εξόπλισε, ξοδεύοντας άνω των £100.000, το μετέτρεψε σε καφεστιατόριο, εξασφαλίζοντας στο όνομά της τις απαραίτητες άδειες λειτουργίας. Η συμφωνία ενοικίασης έγινε κατά ή περί τον Απρίλιο του 1987, ήταν προφορική, είχε αρχικά διάρκεια ενός έτους και, έκτοτε, ανανεωνόταν από έτος σε έτος. Η επιχείρηση του εστιατορίου ανήκε αποκλειστικά στην εφεσείουσα 2 εταιρεία, η οποία και κατέστη θέσμιος ενοικιαστής του εστιατορίου το οποίο και λειτουργούσε ως τέτοιο. Η ενοικίαση στην εφεσείουσα 2 εταιρεία έγινε από τον εφεσίβλητο 1, ως ένα εκ των συνιδιοκτητών του εστιατορίου, ο οποίος και εισέπραττε τα ενοίκια, υπογράφοντας και τις σχετικές αποδείξεις. Όμως, από το 1994, ο εφεσίβλητος 1 έπαυσε να έχει οποιαδήποτε σχέση, αφού μεταβίβασε τα δικαιώματά του στην εφεσίβλητη 5 εταιρεία, η οποία και έκτοτε εισέπραττε όλα τα ενοίκια. Η αγωγή, σύμφωνα πάντοτε με την υπεράσπιση, καταχωρίστηκε από τους εφεσίβλητους εκδικητικά και για να επωφεληθούν την εμπορική εύνοια η οποία δημιουργήθηκε από τη λειτουργία του εστιατορίου, εύνοια η οποία ανερχόταν στις £100.000.
Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία, για τους εφεσίβλητους, οι εφεσίβλητοι 1 και 3 και ο Γιαννάκης Γεωργίου, σύζυγος της εφεσίβλητης 2.
Κύριος μάρτυρας για τους εφεσίβλητους ήταν ο εφεσίβλητος 1. Εξήγησε ότι το εστιατόριο βρισκόταν σε ακίνητο το οποίο αρχικά ανήκε στον ίδιο και στο οποίο είχε ανεγερθεί το συγκρότημα "Land of the Kings". Αναφέρθηκε, ακολούθως, στο μετέπειτα ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου, στις δωρεές του προς τις θυγατέρες του και στο πληρεξούσιο τους για να τις αντιπροσωπεύει. Η εφεσίβλητη 5 ήταν οικογενειακή εταιρεία, η οποία δημιουργήθηκε για να διαχειρίζεται το συγκρότημα. Επειδή ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, το 1983 διόρισε επίσημα τον αποβιώσαντα δικηγόρο Ανδρέα Κουκούνη - εφεσείοντα 1 - ως δικηγόρο, σύμβουλο και αντιπρόσωπό του στην Κύπρο. Σε κάποιο στάδιο, το 1986, του ανέθεσε τις πωλήσεις διαμερισμάτων και καταστημάτων στο συγκρότημα, όπως και το γενικό συντονισμό του όλου έργου. Όταν πλησίαζε ο καιρός που θα άρχιζαν να λειτουργούν τα διαμερίσματα, ο ΚΟΤ τους ζήτησε να δημιουργήσουν εστιατόριο για την εξυπηρέτηση των ενοίκων των τουριστικών διαμερισμάτων. Ο Ανδρέας Κουκούνης, ως σύμβουλος και δικηγόρος του, τον συμβούλευσε να μην ενοικιάσει το εστιατόριο σε ξένο πρόσωπο, αλλά να το λειτουργήσει ο ίδιος, ώστε να ελέγχει τις προσφερόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες. Τον παρότρυνε να βρουν κάποιο δικό τους άνθρωπο να το διαχειρίζεται. Σε κάποιο στάδιο ο Ανδρέας Κουκούνης του σύστησε τη θεία του, Χρυστάλλα Χριστοδούλου, και, αρχές του 1986, οι τρεις τους συμφώνησαν τα εξής: Ο εφεσίβλητος 1 θα διέθετε το οίκημα του εστιατορίου, ο Ανδρέας Κουκούνης, ως υπεύθυνος για το συντονισμό του συγκροτήματος, θα αναλάμβανε και την εποπτεία για την ορθή διαχείριση του εστιατορίου, ενώ η Χρυστάλλα Χριστοδούλου θα διαχειριζόταν το εστιατόριο επί καθημερινής βάσεως. Όσον αφορά τη διανομή των κερδών, ο Ανδρέας Κουκούνης του εισηγήθηκε, και αυτός δέχθηκε, όπως τα καθαρά κέρδη διαμοιράζονται μεταξύ των τριών, ανά 1/3 ο καθένας. Αφού συμφώνησε και η Χρυστάλλα Χριστοδούλου, το εστιατόριο άρχισε τη λειτουργία του. Περί το 1988-1989, ο Ανδρέας Κουκούνης τον πληροφόρησε ότι δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα στη συνεργασία τους με τη Χρυστάλλα Χριστοδούλου, η οποία και θα έπρεπε να αντικατασταθεί. Προς τούτο διευθετήθηκε συνάντηση στο διαμέρισμα του εφεσίβλητου 1, στη Λεμεσό, στην οποία παρευρέθηκαν, πλην του εφεσίβλητου 1, ο γαμπρός του Γιαννάκης Ιωάννου, ο Ανδρέας Κουκούνης και η Κούλλα Κουκούνη, την οποία ο εφεσίβλητος 1 γνώριζε από προηγουμένως, αφού αυτή εργαζόταν ως γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο του Ανδρέα Κουκούνη, στη Λάρνακα. Η Κούλλα Κουκούνη εξέφρασε την ετοιμότητά της να αναλάβει την επιχείρηση του εστιατορίου και να τηρεί και τους λογαριασμούς. Ο εφεσίβλητος 1 της εξήγησε ότι, ως αμοιβή, θα έπαιρνε το 1/3 των κερδών. Αφού όλοι συμφώνησαν, το εστιατόριο συνέχισε να λειτουργεί με την Κούλλα Κουκούνη. Κατά καιρούς οι εφεσείοντες 1 και 3 του έδιδαν χρήματα. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του εστιατορίου, το 1986, δεν πήρε οτιδήποτε. Πήρε για πρώτη φορά χρήματα το 1987 και συνέχισε να παίρνει το μερίδιό του μέχρι τα μέσα του 1996. Για μερικές χρονιές πληρώθηκε £5.000, £7.000 και £8.000, ποσά που αντιστοιχούσαν στο μερίδιο που του αναλογούσε. Για άλλες χρονιές τα ποσά που πήρε ήταν λιγότερα, αφού τα κέρδη ήταν μειωμένα. Κατά καιρούς ζητούσε λογαριασμούς για τη λειτουργία του εστιατορίου, αλλά δεν του δίνονταν. Η Κούλλα Κουκούνη του έλεγε ότι τους έστελλε στον Ανδρέα Κουκούνη, στη Λάρνακα, ο δε Ανδρέας Κουκούνης ότι τους έστελλε στην Κούλλα Κουκούνη, στην Πάφο. Σε κάποιο στάδιο έκαμε σοβαρή εγχείρηση στην Αγγλία. Την περίοδο εκείνη το δικό του μερίδιο είτε του το έφερνε ο Ανδρέας Κουκούνης στην Αγγλία, και υπέγραφε σχετική απόδειξη, είτε αυτό διδόταν στο γαμπρό του Γιαννάκη Ιωάννου, όταν ο τελευταίος ερχόταν στην Κύπρο. Σε μια περίπτωση, όταν ήταν στο Νοσοκομείο, πρόσεξε ότι οι αποδείξεις αναφέρονταν σε ενοίκια. Μίλησε σχετικά στον Ανδρέα Κουκούνη, λέγοντάς του ότι δεν ήταν αυτή η συμφωνία τους. Τότε ο Ανδρέας Κουκούνης του εξήγησε ότι αυτό έγινε για να αποφευχθεί η πληρωμή φόρων και ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν επηρεαζόταν από αυτή τη ρύθμιση. Σε κάποιο στάδιο, ο εφεσίβλητος 1 ανέφερε στον Ανδρέα Κουκούνη ότι ένα από τα παιδιά του στην Αγγλία ήθελε να επιστρέψει στην Κύπρο και εξέφρασε την επιθυμία να αναλάβει την επιχείρηση του εστιατορίου. Ο Ανδρέας Κουκούνης αντέδρασε αρνητικά. Το Σεπτέμβριο του 1996 ακολούθησε και συνάντηση στην Πάφο για το ίδιο θέμα. Όμως, ο Ανδρέας Κουκούνης επέμενε. Ταυτόχρονα, αρνιόταν να εφοδιάσει τον εφεσίβλητο 1 με τους λογαριασμούς του εστιατορίου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ήταν ενοικιαστής, και, μάλιστα, θέσμιος, και, ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος 1 δεν εδικαιούτο να αξιώνει λογαριασμούς ή επιστροφή του εστιατορίου. Τότε, ο εφεσίβλητος 1 αποτάθηκε στο δικηγόρο του, ο οποίος απέστειλε στους εφεσείοντες 1 και 2 ειδοποίηση με την οποία αξίωνε, επίσημα πλέον, την παράδοση του εστιατορίου μαζί με τους εξελεγμένους λογαριασμούς. Όμως, οι δικηγόροι των εφεσειόντων, με δική τους επιστολή, απέρριψαν τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου 1, προβάλλοντας τη θέση ότι η μόνη σχέση που υπήρχε ήταν αυτή του ενοικιαστή του εστιατορίου με την εφεσείουσα 2 εταιρεία. Δήλωσαν, επίσης, ότι οι πελάτες τους ήταν θέσμιοι ενοικιαστές. Ακολούθησε απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντος 1, με την οποία αρνούνταν ότι υπήρξε ποτέ οποιαδήποτε ενοικίαση.
Η μαρτυρία της εφεσίβλητης 3 περιορίστηκε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου στο οποίο βρίσκεται το εστιατόριο και στην εξουσιοδότηση που έδωσε η ίδια και οι αδελφές της στον πατέρα τους να ενεργεί για λογαριασμό τους. Αντεξεταζόμενη αρνήθηκε ότι ο πατέρας της, τον Απρίλιο του 1987, ενοικίασε το εστιατόριο στην εφεσείουσα 2 εταιρεία για £5.000 το χρόνο. Διερωτήθηκε, μάλιστα, αν έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί ο Ανδρέας Κουκούνης, ως δικηγόρος που ήταν, δεν φρόντισε να υπογραφεί ενοικιαστήριο έγγραφο και, επίσης, γιατί στις γραπτές ενημερώσεις προς τον πατέρα της δεν ανέφερε οτιδήποτε για ενοικίαση.
Ο Γιαννάκης Γεωργίου (ΜΕ3), σύζυγος της εφεσίβλητης 2 κατέθεσε ότι, ως γαμπρός του εφεσίβλητου 1, γνώριζε από την αρχή τους προγραμματισμούς για την ανέγερση του συγκροτήματος και είχε την ευκαιρία να μιλήσει στους εφεσείοντες 1 και 2. Η κυριότερη επαφή που είχε με την εφεσείουσα 2 ήταν το Σεπτέμβριο του 1988, όταν αυτός μαζί με τον Ανδρέα Κουκούνη συναντήθηκαν με τον πεθερό του στο διαμέρισμα του τελευταίου, στη Λεμεσό. Στη συνάντηση εκείνη η Κούλλα Κουκούνη δέχθηκε να μετακομίσει με την οικογένειά της από τη Λάρνακα στην Πάφο και να αναλάβει τη θέση της Χρυστάλλας Χριστοδούλου στη λειτουργία του εστιατορίου παίρνοντας, αντί αμοιβής, το 1/3 των κερδών. Η απόδειξη παραλαβής του ποσού των £5.000 για λογαριασμό του εφεσίβλητου 1 (Τεκμήριο 43) έφερε τη δική του υπογραφή.
Για την υπεράσπιση κατέθεσαν 14 συνολικά μάρτυρες. Οι κυριότεροι ήταν η εφεσείουσα 3, Κούλλα Κουκούνη, η Χρυστάλλα Χριστοδούλου (ΜΥ11) και ο λογιστής Χρίστος Θεμιστοκλέους (ΜΥ4).
Η εφεσείουσα 3 αρνήθηκε ότι έκαμε οποιαδήποτε συμφωνία με τον εφεσίβλητο 1 για τη συνδιαχείριση του εστιατορίου. Τον εφεσίβλητο 1 τον γνώρισε το 1982, όταν αυτός άρχισε να επισκέπτεται το δικηγορικό γραφείο του εφεσείοντος 1 όπου αυτή εργαζόταν, ως δικηγορικός υπάλληλος. Το εστιατόριο ενοικιάστηκε από την εφεσείουσα 2 εταιρεία, μετά από προφορική συμφωνία με τον εφεσίβλητο 1. Η προφορική αυτή συμφωνία έγινε στις αρχές Μαρτίου 1987 και προέβλεπε για ενοικίαση ενός χρόνου, από 1.4.1987 μέχρι 31.3.1988, και για ενοίκιο £5.000 το χρόνο. Αφού η εφεσείουσα 2 εταιρεία εξασφάλισε τον απαραίτητο εξοπλισμό, προσέλαβε ως Διευθύντρια του εστιατορίου τη Χρυστάλλα Χριστοδούλου, όπως και άλλο προσωπικό. Η ίδια ανέλαβε την τήρηση των λογιστικών βιβλίων του εστιατορίου. Ταυτόχρονα, η εφεσείουσα 2 εταιρεία άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο κατέθετε τις καθημερινές εισπράξεις και από τον οποίο έκαμνε όλες τις πληρωμές της, συμπεριλαμβανομένων και των ενοικίων του εστιατορίου. Η απόδειξη, Τεκμήριο 27, δακτυλογραφήθηκε από την ίδια και υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο 1 στην παρουσία της. Είναι συγκεντρωτική απόδειξη αναφορικά με τα ενοίκια που εισπράχθηκαν για τα δύο χρόνια, μεταξύ 1.4.1987 και 31.3.1989. Ετοίμασε και άλλες αποδείξεις, οι οποίες υπογράφηκαν είτε από τον εφεσίβλητο 1 είτε από άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, με τις οποίες επιβεβαιωνόταν, πάντοτε, η είσπραξη των ενοικίων. Κατά την προφορική ανανέωση της ενοικίασης, αρχικά με τον εφεσίβλητο 1, μεταγενέστερα δε με την εφεσίβλητη 5 εταιρεία, συμφωνείτο και το ενοίκιο. Κατά την ανανέωση της ενοικίασης μεταξύ της εφεσίβλητης 5 εταιρείας και της εφεσείουσας 2 εταιρείας συμφωνήθηκε ως ετήσιο ενοίκιο £8.000. Γι΄ αυτό και ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε το Τεκμήριο 38 εκ μέρους της εφεσίβλητης 5 εταιρείας.
Την ύπαρξη της κάτ΄ ισχυρισμό συμφωνίας αρνήθηκε και η Χρυστάλλα Χριστοδούλου (ΜΥ11). Τον εφεσίβλητο 1 τον γνώρισε το καλοκαίρι του 1987. Της συστήθηκε, είπε, ως ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου το οποίο ενοικίαζε η εφεσείουσα 2 εταιρεία. Η ίδια προσλήφθηκε από την εφεσείουσα 2 εταιρεία το Μάρτιο του 1987 και πληρωνόταν £300 το μήνα πλέον 13ο μισθό. Η επιταγή, Τεκμήριο 60, εκδόθηκε από την ίδια προς τον εφεσίβλητο 1 και αφορούσε τα ενοίκια για τη δεύτερη χρονιά λειτουργίας του εστιατορίου. Ουδέποτε εισέπραξε οποιοδήποτε ποσοστό από τα κέρδη της εφεσείουσας 2 εταιρείας, εφόσον ήταν πάντοτε υπάλληλός της.
Ο Χρίστος Θεμιστοκλέους (ΜΥ4), λογιστής και ελεγκτής από τη Λάρνακα, κατέθεσε ότι ο Ανδρέας Κουκούνης του σύστησε τον εφεσίβλητο 1 μέσα στο 1985. Ήλεγχε λογιστικά την εφεσείουσα 2 εταιρεία, η οποία συστάθηκε το 1982-1983 αλλά ήταν αδρανής μέχρι το 1987. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα Τεκμήρια 27, 28 και 29 με σκοπό να αποδείξει ότι τα ποσά τα οποία εισπράττονταν από τον εφεσίβλητο 1 αντιπροσώπευαν οφειλόμενα ενοίκια του εστιατορίου. Αντεξεταζόμενος εξήγησε ότι ο λόγος που συνέταξε τα Τεκμήρια 28 και 29 ήταν για να εξασφαλίσει ως λογιστής ανεξάρτητη πιστοποίηση δύο πραγμάτων, (α) του ύψους του ενοικίου που όφειλε να πληρώσει η εφεσείουσα 2 εταιρεία στον εφεσίβλητο 1 για τον συγκεκριμένο χρόνο, και (β) το υπόλοιπο που όφειλε η εφεσείουσα 2 εταιρεία στον εφεσίβλητο 1 για την ίδια περίοδο. Τούτο ήταν αναγκαίο γιατί η εφεσείουσα 2 εταιρεία της οποίας ήλεγχε τους λογαριασμούς δεν παρουσίασε γραπτή συμφωνία ενοικίασης του εστιατορίου, ενώ εμφανιζόταν να πληρώνει ενοίκια. Δεν του ζήτησε κανένας να ετοιμάσει τα Τεκμήρια 28 και 29 αλλά τα ετοίμασε ο ίδιος επειδή τα θεώρησε απαραίτητα "για καθαρά δικούς του σκοπούς και για τον έλεγχο των λογαριασμών της εταιρείας". Τις πληροφορίες για να ετοιμάσει τα Τεκμήρια 28 και 29 τις πήρε από τα λογιστικά βιβλία της εφεσείουσας 2 εταιρείας. Για τα δύο πρώτα χρόνια δεν έκρινε σκόπιμο να ετοιμάσει παρόμοια Τεκμήρια, γιατί ικανοποιήθηκε πλήρως από τη συγκεντρωτική απόδειξη, Τεκμήριο 27.
Η υπόλοιπη μαρτυρία για τους εφεσείοντες αφορούσε παρεμφερή θέματα και, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε.
Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε, πλην δύο σημείων, τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων τους οποίους κάλεσαν οι εφεσίβλητοι, ως αξιόπιστη, ενώ, πλην δύο σημείων, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας 2, της Χρυστάλλας Χριστοδούλου και του Χρίστου Θεμιστοκλέους, ως αναξιόπιστη. Τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων υπεράσπισης την αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Τα δύο σημεία στα οποία το Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία της υπεράσπισης, κρίνοντας ότι, αναφορικά με αυτά, ο εφεσίβλητος 1 έσφαλλε, αφορούσαν (α) το χρόνο κατά τον οποίο αυτός συνήψε τη συμφωνία του με τον Ανδρέα Κουκούνη και τη Χρυστάλλα Χριστοδούλου και (β) το χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος συνήψε τη συμφωνία του με την εφεσείουσα 3 Κούλλα Κουκούνη. Στα σημεία αυτά, για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχθηκε, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία της Χρυστάλλας Χριστοδούλου και της Κούλλας Κουκούνη.
Τελικά το Δικαστήριο, αφού πραγματεύθηκε σειρά νομικών σημείων τα οποία ήγειραν οι δικηγόροι των εφεσειόντων, και εξέφρασε συναφώς την κρίση του, στηριζόμενο στη μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των ενώπιόν του εγγράφων τεκμηρίων, την εμβέλεια των οποίων και αξιολόγησε, κατέληξε στο εύρημα ότι η συμφωνία, η οποία ήταν και το κύριο επίδικο ζήτημα, ήταν για συνεκμετάλλευση του εστιατορίου και για διαμοιρασμό των κερδών εξίσου (1/3) μεταξύ τριών συμβαλλομένων και όχι συμφωνία ενοικίασης του εστιατορίου σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Συνακόλουθα, εξέδωσε (α) διάταγμα όπως οι εφεσείοντες 1 και 3 δώσουν στους εφεσίβλητους εξελεγμένους λογαριασμούς από τον Απρίλιο του 1987 μέχρι σήμερα, (β) διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 3 όπως πληρώσουν τους εφεσίβλητους οποιαδήποτε ποσά ευρεθούν ότι οφείλονται σ΄ αυτούς, στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας για το 1/3 των κερδών του εστιατορίου, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία οι εφεσίβλητοι ήδη εισέπραξαν, και (γ) διάταγμα εναντίον όλων των εφεσειόντων για παράδοση ελεύθερης κατοχής του εστιατορίου στους εφεσίβλητους. Επιδίκασε, επίσης, τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Με την ενώπιόν μας έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν, για σειρά λόγων, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι "η καταχώρηση της αγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόωρη και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα κωλύματος" στην έγερσή της. Και τούτο διότι, με την επιστολή του δικηγόρου του εφεσίβλητου 1, ημερομηνίας 9.10.1996, (Τεκμήριο 13), εζητείτο από τους εφεσείοντες 1 και 2 να δώσουν στον εφεσίβλητο 1 εξελεγμένους λογαριασμούς από το 1985 μέχρι την ημερομηνία της επιστολής, η δε προφορική συμφωνία συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου τερματιζόταν από την 31.12.1996. Εφόσον, επομένως, με το Τεκμήριο 13, είχε προσδιοριστεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα θα εγεννάτο μετά την 31.12.1996, δοθέντος ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε, προηγουμένως, ήτοι στις 13.12.1996, αυτή ήταν πρόωρη.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ΄ ης στιγμής οι εφεσείοντες, με την απαντητική επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 21.10.1996, (Τεκμήριο 14), απέρριψαν την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας για συνεκμετάλλευση του εστιατορίου και, συνακόλουθα, απέρριψαν τον τερματισμό της, δεν εγειρόταν για τους εφεσίβλητους θέμα να αναμένουν να παρέλθει η 31.12.1996 για να εγείρουν την αγωγή. Η αντίδραση των εφεσειόντων δεν συνιστούσε παρά άμεση παράβαση της συμφωνίας συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου και, ταυτόχρονα, άρνηση εκτελέσεως ουσιωδών συμβατικών τους υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα την άμεση γέννηση αγώγιμου δικαιώματος εναντίον τους εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδει στην απόφασή του διάταγμα όπως οι εφεσείοντες 1 και 3 αποδώσουν στους εφεσίβλητους εξελεγμένους λογαριασμούς από τον Απρίλιο του 1985 "μέχρι σήμερα", δηλαδή μέχρι την 2.12.2004, ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του. Και τούτο διότι, η φράση "μέχρι σήμερα" έχει ως συνέπεια να επεκτείνει το χρόνο απόδοσης εξελεγμένων λογαριασμών για επτά έτη από την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου, όπως ήταν η θέση των εφεσιβλήτων.
Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Εφόσον, όπως ήταν η θέση των εφεσιβλήτων, την οποία και αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συμφωνία συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου τερματίστηκε με τη λήξη της προθεσμίας η οποία αναφερόταν στην ειδοποίηση τερματισμού, ήτοι την 31.12.1996, η οποιαδήποτε υποχρέωση των εφεσειόντων για παροχή εξελεγμένων λογαριασμών και η οποιαδήποτε θεραπεία των εφεσιβλήτων για απόδοση λογαριασμών δεν μπορούσε παρά να καλύπτει μόνο την περίοδο από 1.4.1987 μέχρι την 31.12.1996, οπότε η εν λόγω συμφωνία τερματίστηκε.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στην απόφασή του διάταγμα όπως η εφεσείουσα 3 αποδώσει στους εφεσιβλήτους εξελεγμένους λογαριασμούς από τον Απρίλιο του 1987 "μέχρι σήμερα", δηλαδή μέχρι τις 2.12.2004, ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του. Και τούτο διότι η εφεσείουσα 3 αντικατέστησε τη Χρυστάλλα Χριστοδούλου την 1.12.1989, η δε συμφωνία εκμετάλλευσης του εστιατορίου τερματίστηκε την 31.12.1996.
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα 3 αντικατέστησε τη Χρυστάλλα Χριστοδούλου την 1.12.1989 και, συνακόλουθα, η μεταξύ της και του εφεσίβλητου 1 συμφωνία έγινε τότε, δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθεί η εφεσείουσα 3 να αποδώσει εξελεγμένους λογαριασμούς στους εφεσιβλήτους από 2 ½ και πλέον χρόνια προηγουμένως, ήτοι τον Απρίλιο του 1987. Μπορούσε να διαταχθεί να αποδώσει τέτοιους λογαριασμούς μόνο από την 1.12.1989 και μόνο μέχρι την 31.12.1996, οπότε και τερματίστηκε η συμφωνία εκμετάλλευσης του εστιατορίου, όπως εξηγήσαμε στον προηγούμενο λόγο έφεσης.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στην απόφασή του διάταγμα όπως οι εφεσείοντες 1 και 3 αποδώσουν στους εφεσιβλήτους "εξελεγμένους" λογαριασμούς και όχι απλώς λογαριασμούς. Και τούτο διότι οι εφεσίβλητοι, στην έκθεση απαίτησής τους, δεν ισχυρίζονται ότι ήταν όρος της συμφωνίας συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου με τους εφεσείοντες 1 και 3 όπως η απόδοση των κερδών ανά 1/3 στον καθένα θα γινόταν επί τη βάσει εξελεγμένων λογαριασμών.
Και αυτός ο λόγος είναι βάσιμος. Στη βάση της συμφωνίας για συνεκμετάλλευση του εστιατορίου οι εφεσείοντες 1 και 3 είχαν υποχρέωση απόδοσης λογαριασμών, όχι όμως εξελεγμένων, στους εφεσίβλητους.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η περίοδος εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου 1 όσο και των δικαιωμάτων των θυγατέρων του τις οποίες, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, αντιπροσώπευε, τα οποία απέρρεαν από την, κατά τον ισχυρισμό του, συμφωνία συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου, προς την εφεσίβλητη 5 εταιρεία, τερματίστηκε "το αργότερο την 1.10.1996". Και τούτο διότι το μόνο εύρημα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει υπό τις περιστάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι, εφόσον έγινε εκχώρηση δικαιωμάτων, ως η θέση των εφεσιβλήτων, αυτή έληξε την 31.12.1996 και όχι "το αργότερο την 1.10.1996".
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Έχουμε μελετήσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του δικηγόρων των εφεσειόντων, όπως και την επί του θέματος απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στη βάση των στοιχείων τα οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως τα παραθέτει στην απόφασή του, εύλογα μπορούσε να καταλήξει, όπως και κατέληξε, στο εύρημα ότι η περίοδος εκχώρησης των υπό συζήτηση δικαιωμάτων τερματίστηκε το αργότερο την 1.10.1996. Εύστοχη ήταν, άλλωστε, και η κατάληξή του επί του θέματος ότι:
"Εν πάση περιπτώσει το ότι ο ενάγων 1, τόσο ο ίδιος όσο και για λογαριασμό των θυγατέρων του εκχώρησε τα δικαιώματα του στην ενάγουσα 5 εταιρεία για την περίοδο 1994-96 δεν βλέπω πως αυτό εμποδίζει τους ενάγοντες 1-4 από του να εγείρουν την παρούσα αγωγή για τα υπόλοιπα έτη. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξη μου, δεν βλέπω πώς η εκχώρηση θα μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα για τους ενάγοντες 1-4 εφόσον εκείνο που θα συνέβαινε είναι ότι οι ίδιοι σε περίπτωση επιτυχίας θα περιορίζονταν σε θεραπεία για τα υπόλοιπα έτη, ενώ για τα έτη 1994-96 θα δικαιούταν σε θεραπεία η εναγόμενη 5 εταιρεία."
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η συμφωνία ήταν για συνεκμετάλλευση του εστιατορίου και για διαμοιρασμό των κερδών ανά 1/3 μεταξύ των εκάστοτε συμβεβλημένων, αντί συμφωνία ενοικίασης του εστιατορίου μεταξύ του εφεσείοντος 1 και της εφεσίβλητης 2 εταιρείας. Και τούτο διότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων 1 και 3 και του Γιαννάκη Γεωργίου (ΜΕ3), συζύγου της εφεσίβλητης 2, και κακώς απέρριψε τη μαρτυρία της Κούλλας Κουκούνη (ΜΥ3), του Λογιστή Χρίστου Θεμιστοκλέους (ΜΥ4) και της Χρυστάλλας Χριστοδούλου (ΜΥ11).
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματά του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ειρ. Ανδρέου κ.ά. ν. Ζ. Ζήνωνος, (2001) 1 ΑΑΔ 472).
Έχουμε διεξέλθει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος των εφεσειόντων προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας. Οι λόγοι τους οποίους δίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων και την αποδοχή της μαρτυρίας από πλευράς των εφεσιβλήτων είναι απόλυτα πειστικοί και υποστηρίζονται από την ενώπιόν του μαρτυρία. Το ίδιο ισχύει και για τους συναφείς λόγους έφεσης αναφορικά με το χρόνο σύναψης της συμφωνίας συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου, όπως και για το ρόλο της εφεσίβλητης 2 εταιρείας στην υπόθεση.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στο εύρημα ότι η συμφωνία ήταν συμφωνία συνεκμετάλλευσης του εστιατορίου και όχι συμφωνία ενοικίασής του από την εφεσίβλητη 2 εταιρεία, στηρίχθηκε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, η οποία αποτελείτο, ως επί το πλείστον, από αποσπάσματα δηλώσεων του αποβιώσαντα Ανδρέα Κουκούνη. Και τούτο διότι, η εν λόγω μαρτυρία δεν πληρούσε "τις προϋποθέσεις των εξαιρέσεων του κανόνα για τη μη αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας" και διότι αυτή έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο χωρίς καν να κάνει μνεία στην απόφασή του για το γεγονός ότι θα πρέπει να είναι "προσεκτικό στην αποδοχή μιας τέτοιας μαρτυρίας που προέρχεται από αποβιώσαντα" ή "καχύποπτο στην εκδοχή του ενάγοντα 1 λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ανδρέας Κουκούνης είναι αποβιώσας".
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εν πρώτοις, παρατηρούμε ότι, όπως προβάλλεται, ο λόγος αυτός ενέχει αφ΄ εαυτού αντίφαση εφόσον, εάν η μαρτυρία των δηλώσεων του αποβιώσαντος Ανδρέα Κουκούνη ήθελε θεωρηθεί ως εξ ακοής, αυτή θάπρεπε (στη βάση του δικαίου της αποδείξεως που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) να αποκλεισθεί ως μη αποδεκτή (inadmissible). Σε τέτοια περίπτωση δεν θα εγειρόταν θέμα αν η μαρτυρία αυτή θάπρεπε να προσεγγιστεί ή όχι με καχυποψία. Το αν θάπρεπε η εν λόγω μαρτυρία να προσεγγιστεί με καχυποψία ή όχι, προϋποθέτει ότι αυτή ήταν αποδεκτή (admissible) ως μη εξ ακοής. Όσον αφορά, τώρα, την ουσία του λόγου έφεσης, παρατηρούμε ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 αναφορικά με τις προς αυτόν δηλώσεις του αποβιώσαντος Ανδρέα Κουκούνη δεν ήταν εξ ακοής, για το λόγο ότι αυτή απέβλεπε στην απόδειξη του γεγονότος ότι οι εν λόγω δηλώσεις έγιναν, όπως και του περιεχομένου τους, και όχι της αλήθειας του περιεχομένου τους. Έπρεπε δε, δοθέντος ότι αυτές ήταν αποδεκτή μαρτυρία, να προσεγγιστούν όντως με καχυποψία, εφόσον ο Ανδρέας Κουκούνης είχε αποβιώσει. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να κάνει και ρητή αναφορά στην απόφασή του ότι προειδοποίησε τον εαυτό του ότι τέτοιες δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται με καχυποψία. Δεν υπάρχει, εν προκειμένω, αναλογία με τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο στηρίζεται σε συγκεκριμένη μαρτυρία στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας (corroboration) αναγκαίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως θέμα πρακτικής. Στη περίπτωση του εφεσίβλητου 1 είναι πρόδηλο, από τα όσα παραθέτει και σχολιάζει λεπτομερώς στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αποδέχθηκε τη μαρτυρία του αφού την αξιολόγησε με εξαιρετική σοβαρότητα, επιμέλεια και προσοχή.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται, συναφής με τον προηγούμενο, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μεμονωμένα αποσπάσματα των επιστολών του αποβιώσαντα Ανδρέα Κουκούνη (Τεκμήρια 10, 11 και 12, όπως και άλλα) προς τον εφεσίβλητο 1, χωρίς να αναφέρει αν προσήγγισε τις εν λόγω επιστολές με καχυποψία ή όχι.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όσον αφορά το θέμα της καχυποψίας επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο έφεσης, αν και οι εν λόγω επιστολές ομιλούν σαφώς αφ΄ εαυτών. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
"Έρχομαι τώρα στην ενημερωτική επιστολή ημερ. 30.1.90, Τεκμ. 10 στην οποία γίνεται μια σύντομη αλλά αρκετά λεπτομερής ενημέρωση για τα εισοδήματα του εστιατορίου. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής:
«Δ. Το εστιατόριο έχει μέτρια κίνηση. Δυστυχώς θα δυσκολευτούν να βγουν στις £3.000 ΛΚ αυτό το μήνα.»
Ακολουθεί στο τέλος του επόμενου μήνα η επιστολή ημερ. 28.2.90, Τεκμ. 11 στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Θ. Το εστιατόριο πάει καλά. Πήραμε σαν αποθήκη το διπλανό κατάστημα όπως είπες της Κούλλας. Θα πρέπει να το ενοικιάσουμε γιατί μας πιέζει το Υγειονομείο και το Τελωνείο.»
Στις 14.3.90 αποστέλλεται η επιστολή, Τεκμ. 12 με το πιο κάτω περιεχόμενο:
«ΚΟΤ
Ο ΚΟΤ μας ενοχλεί συνέχεια και μας απειλεί ότι δεν θα μας αφήσει να τα λειτουργήσουμε τα νέα φλάτς. Υπάρχει και αυτό το πρόβλημα. Μας απείλησαν να κλείσουν το εστιατόριο και αναγκαστήκαμε να υποδείξουμε το διπλανό κατάστημα για αποθήκη και W.C. Το ενοίκιον όμως που θέλουν είναι £300 ΛΚ τον μήνα. Τι να κάνωμεν. Δεχτήκαμε διότι διαφορετικά θα μας το έκλειναν.»
Τέλος στην επιστολή ημερ. 1.4.1990, Τεκμ. 9, την οποία απέστειλε ο Α. Κουκούνης στον ενάγοντα, στην παραγρ. 6 προέβαινε στην εξής ενημέρωση:
«ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ: Το εστιατόριο οργανώθηκε καλύτερα. Κρατήθηκε τον χειμώνα με το προσωπικό του και έτσι άρχισε την σαιζόν καλά από σήμερα. Προσελήφθη προσωπικό και γίνεται αγώνας να στολιστούν καλύτερα οι χώροι. Ο Αντώνης προσπαθεί και πιστεύω να πετύχουμε κάτι καλύτερο φέτος. Το προσωπικό και εκεί δυστυχώς δεν είναι στα επιθυμητά επίπεδα. Θα μας δώσει η Κούλλα σύντομα κάποιαν εικόνα του τι κάναμε τον χειμώνα.»
Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, "Το περιεχόμενο και το ύφος της ενημέρωσης σε ό,τι αφορά το εστιατόριο είναι ξεκάθαρο και δεν υπάρχει κατά την άποψη μου μεγάλο περιθώριο ερμηνείας των όσων καταγράφονται. Αν το επίδικο κατάστημα είχε ενοικιαστεί τότε γιατί ο εναγόμενος 1 να προβαίνει σε μια τέτοια ενημέρωση; Σ΄ αυτό το ερώτημα οι εναγόμενοι δεν έδωσαν καμία πειστική απάντηση. Δεν μπορώ να δεχθώ την εισήγηση του συνηγόρου των εναγομένων ότι είναι ουσιώδες για ένα ενοικιαστή να ενημερώνει τον ιδιοκτήτη καταστήματος για προβλήματα που αντιμετώπιζε και για την κερδοφορία της επιχείρησής του. Μια τέτοια προσέγγιση είναι ενάντια στη συνήθη και αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων στη ζωή και δεν πείθει. ........ Είναι φανερό ότι οι αναφορές στις επιστολές Τεκμ. 9-12 και ιδιαίτερα εκείνες που αναφέρονται στις εργασίες και έσοδα του εστιατορίου, συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης συμφωνίας για συνεκμετάλλευση του εστιατορίου."
Ενόψει των όσων αναφέραμε, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, με αποτέλεσμα την τροποποίηση του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, ώστε αυτό, λαμβανομένης υπόψη της Δ.34 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, να έχει ως εξής:
(α) Εκδίδεται διάταγμα όπως, εντός ενός μηνός από της επιδόσεως του διατάγματος, οι εφεσείοντες 1 και 3 παραδώσουν στους εφεσίβλητους τους λογαριασμούς που αφορούν στην εκμετάλλευση του εστιατορίου για την περίοδο από 1.12.1989 μέχρι 31.12.1996.
(β) Εκδίδεται διάταγμα όπως, εντός ενός μηνός από της επιδόσεως του διατάγματος, ο εφεσείων 1 παραδώσει στους εφεσίβλητους τους λογαριασμούς που αφορούν στην εκμετάλλευση του εστιατορίου για την περίοδο από τον Απρίλιο 1987 μέχρι 30.11.1989.
(γ) Εκδίδεται διάταγμα όπως, εντός δύο μηνών από της επιδόσεως του διατάγματος, ο εφεσείων 1 πληρώσει στους εφεσίβλητους οποιοδήποτε ποσό βρεθεί ότι οφείλει σ΄ αυτούς στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας για το 1/3 των κερδών από την εκμετάλλευση του εστιατορίου από τον Απρίλιο 1987 μέχρι την 31.12.1996, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία οι εφεσίβλητοι έχουν ήδη εισπράξει.
(δ) Εκδίδεται διάταγμα όπως, εντός δύο μηνών από της επιδόσεως του διατάγματος, η εφεσείουσα 3 πληρώσει στους εφεσίβλητους οποιοδήποτε ποσό βρεθεί ότι οφείλει σ΄ αυτούς στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας για το 1/3 των κερδών από την εκμετάλλευση του εστιατορίου από 1.12.1989 μέχρι την 31.12.1996, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία οι εφεσίβλητοι έχουν ήδη εισπράξει.
(ε) Εκδίδεται διάταγμα όπως, εντός ενός μηνός από της επιδόσεως του διατάγματος, οι εφεσείοντες παραδώσουν στους εφεσίβλητους ελεύθερη την κατοχή του καταστήματος αρ. 5 το οποίο λειτουργεί ως εστιατόριο και βρίσκεται στο κτίριο 1 του κτιριακού συγκροτήματος Land of the Kings στην Κάτω Πάφο.
Θέμα αποζημίωσης των εφεσιβλήτων για παράνομη επέμβαση των εφεσειόντων στο εστιατόριο μετά τον τερματισμό της συμφωνίας συνεκμετάλλευσης την 31.12.1996, ήτοι από την 1.1.1997 και εφεξής, δεν εγείρεται, εφόσον, με την έκθεση απαιτήσεως, σχέση ιδιοκτήτη εναντίον παράνομου επεμβασία, από την 1.1.1997, δεν δικογραφήθηκε ούτε ανάλογο αιτητικό για αποζημίωση υπήρξε. Ούτε και προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για την ενοικιαστική αξία του εστιατορίου από την 1.1.1997 και εφεξής.
Οι εφεσείοντες να καταβάλουν τα ¾ των εξόδων των εφεσιβλήτων, πρωτόδικα και κατ΄ έφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ