ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 607
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10/2006)
25 Μαΐου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ & ΣΙΑ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
― ― ― ― ―
Χρ. Χρίστου για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι συνεταιρισμός και ασχολούνται με λογιστικές και ελεγκτικές εργασίες. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνεργάζονταν με το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους & Σία από το οποίο προέρχονταν και οι περισσότεροι πελάτες τους. Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο, ανέθετε λογιστικές και ελεγκτικές εργασίες στους εφεσείοντες και τους παρείχε πρόσβαση σε ορισμένα από τα ηλεκτρονικά του προγράμματα μεταξύ των οποίων και το profit maker.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι εγκεκριμένος λογιστής (certified accountant) προσλήφθηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων την 1.9.1997 στη θέση διευθυντή με προοπτική να γίνει συνέταιρος. Η εργοδότηση του τερματίστηκε με την πιο κάτω επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 20.12.2000.
«Δια χειρός
Κύριε Πετρίδη,
Εχεις ήδη ενημερωθεί για το σοβαρότατο πρόβλημα που προέκυψε στο δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους & Σία με την διαρροή πληροφοριών πελατών μας.
Όπως καλά γνωρίζεις την εργασία μας την παίρνουμε αποκλειστικά από το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους & Σία, το οποίο γραφείο μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση σε ορισμένα προγράμματα, όπως το Profit Maker.
Περί τον Σεπτέμβριο του χρόνου τούτου πληροφορίες οι οποίες υπήρχαν στο πάνω πρόγραμμα, οι οποίες αφορούσαν πελάτες του πιο πάνω δικηγορικού γραφείου διέρρευσαν στο τουριστικό γραφείο Zeus.
Από εκτεταμένες έρευνες που έκανε το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους & Σία, τόσο ενδοεπιχειρησιακά όσο και εξωεπιχειρησιακά έχει πεισθεί ότι η διαρροή έγινε από εσένα. Ενημερωθήκαμε ανάλογα και ύστερα και από δικές μας έρευνες συμφωνούμε με αυτή την κατάληξη.
Παρά το γεγονός ότι σου δόθηκε η ευκαιρία να προβάλεις τις θέσεις σου και ακόμα σε κάποιο χρόνο σου είχε ζητηθεί να παραδεχθείς το λάθος σου και επιπλέον να εξηγήσεις στους πελάτες ότι δεν υπήρχε άλλη διαρροή εκτός από τα ονόματα των εταιρειών, τηλέφωνα και αριθμούς φαξ, εσύ δεν το έπραξες, με αποτέλεσμα οι πελάτες να πιστεύουν ότι έγινε μεγαλύτερη διαρροή και να σκέφτονται κατά πόσο θα παραμείνουν πελάτες μας και/ή πελάτες του εν λόγω δικηγορικού γραφείου ή και ακόμα αν θα παραμείνουν στην Κύπρο.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε η διαγωγή σου ήταν τέτοια που δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί πλέον η σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου και περαιτέρω γνωρίζεις ότι διέπραξες ένα σοβαρότατο παράπτωμα κατά την εκτέλεση καθηκόντων σου.
Συνεπώς και μετά την άρνηση σου να υποβάλεις παραίτηση όπως συζητήσαμε και συμφωνήσαμε την περασμένη βδομάδα, είμαστε υποχρεωμένοι να τερματίσουμε τις υπηρεσίες σου πάραυτα βάσει του άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67 όπως τροποποιήθηκε).»
Οι ετήσιες απολαβές του εφεσίβλητου κατά το χρόνο τερματισμού της απασχόλησής του, ανέρχονταν στις £18.000 συμπεριλαμβανομένου και του 13ου μισθού.
Ο εφεσίβλητος αξίωσε από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις λόγω παράνομου και/ή αδικαιολόγητου τερματισμού της απασχόλησής του, αποζημιώσεις για δυσφήμιση, καταστροφή και/ή απώλεια καριέρας, Ταμείο Προνοίας Β, τόκους και έξοδα.
Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο εφεσίβλητος υπήρξε ένοχος διαγωγής η οποία δικαιολογούσε την απόλυσή του και απαλλαγή τους από την καταβολή αποζημίωσης. Αφού διαπιστώθηκε ότι ο εφεσίβλητος εργάστηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων για τρία συναπτά έτη με εισόδημα £18.000 ετησίως, συμπεριλαμβανομένου του 13ου μισθού, και για σκοπούς του νόμου με απολαβές £346,15 εβδομαδιαίως, επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου αποζημίωση αντίστοιχη των απολαβών 5 εβδομάδων ήτοι £2076,90 πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της. Αναπτύχθηκαν οκτώ λόγοι έφεσης από τους οποίους, οι πρώτοι τρεις, οι έκτος και έβδομος, έχουν ως κοινή συνισταμένη τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο εφεσίβλητος υπήρξε πράγματι ένοχος για τη διαρροή των πληροφοριών, δηλαδή, της επιλήψιμης διαγωγής για την οποία είχε κατηγορηθεί. Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη τόσο την πιο πάνω διαπίστωση όσο και τη σχετική αναφορά του δικαστηρίου ότι η υποψία τέλεσης σοβαρής παράβασης δεν στοιχειοθετεί κατά νόμο, λόγο τερματισμού της απασχόλησης εργοδοτούμενου. Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης ότι οι εφεσείοντες δεν άσκησαν το δικαίωμα απόλυσης του εφεσίβλητου εντός λογικού χρονικού διαστήματος και ότι εγκατέλειψαν/απώλεσαν το εν λόγω δικαίωμα. Με τον όγδοο λόγο έφεσης ουσιαστικά αμφισβητείται η ορθότητα του υπολογισμού της αποζημίωσης η οποία, κατά τους εφεσείοντες, ανέρχεται στις £1730,75 και όχι στις £2076,90 όπως είχαν υπολογιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Οι εφεσείοντες είχαν εν προκειμένω το βάρος να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε νόμιμα για ένα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, ανατρέποντας το νόμιμο μαχητό τεκμήριο που καθιερώνει το άρθρο 6(1) του νόμου υπέρ του εργοδοτούμενου.
Η προηγούμενη γνωριμία του εφεσίβλητου με το φερόμενο παραλήπτη των εμπιστευτικών πληροφοριών που διέρρευσαν, ορθά κρίθηκε πως δεν μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της το καθοριστικό στοιχείο ενοχής του εφεσίβλητου στην κατηγορία της επιλήψιμης διαγωγής. Η ορθότητα της διαπίστωσης υπογραμμίζεται από το αναντίλεκτο γεγονός ότι, εκτός από τον εφεσίβλητο, είχαν πλήρη πρόσβαση στο συγκεκριμένο πρόγραμμα άλλα τέσσερα άτομα του γραφείου Α. Νεοκλέους & Σία.
Ενόψει των πιο πάνω αλλά και της ορθής διαπίστωσης ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε επιστημονικό ή άλλο στοιχείο που συνέδεε τον εφεσίβλητο με τη διαρροή των πληροφοριών, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο λογικό συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι οι πληροφορίες προς τρίτους διέρρευσαν από τον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, πως με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, εύλογα θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί υποψία ότι ο εφεσίβλητος πιθανόν να ήταν το πρόσωπο που προέβη στη συγκεκριμένη πράξη. Και με βάση αυτή την πιθανολόγηση, εξέτασε κατά πόσο μπορούσε νομίμως να τερματιστεί η απασχόληση του, μόνο με την υποψία. Το δικαστήριο ακροθιγώς αναφέρθηκε στην περίπτωση όπου, σύμφωνα με ξένα δίκαια, η υποψία κατ΄ αντικειμενική κρίση, κλονίζει από μόνη της την εμπιστοσύνη του εργοδότη στο πρόσωπο του εργοδοτούμενου σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον ανεκτή για τον εργοδότη η συνέχιση της συμβατικής σχέσης οπότε ο τερματισμός της θεωρείται νόμιμος. Το Δικαστήριο στη συνέχεια, διέκρινε την πιο πάνω περίπτωση από τα ισχύοντα στο δικό μας δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι αρκετή μόνο η υποψία τέλεσης μιας πράξης αλλά απαιτείται ταυτόχρονα και η ύπαρξη συγκεκριμένης διαγωγής που να δικαιολογεί τον τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτούμενου. Κάτω και από αυτό το πρίσμα, το Δικαστήριο κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν υπό τις περιστάσεις παράνομος αφού οι εφεσείοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με αντικειμενικά κριτήρια ότι ο εφεσίβλητος ήταν αυτός που διέρρευσε τις πληροφορίες.
Η θέση των εφεσειόντων ότι το θέμα της υποψίας έπρεπε να κριθεί στο ζυγό των πιθανοτήτων, οπότε σε τέτοια περίπτωση η πλάστιγγα θα έκλινε υπέρ της εκδοχής τους, δεν μας βρίσκει σύμφωνους γιατί οι λόγοι τερματισμού της απασχόλησης εργοδοτούμενου καθορίζονται περιοριστικά από το νόμο, το δε βάρος απόδειξης της ύπαρξης ενός ή περισσοτέρων τέτοιων λόγων βρίσκεται στον εργοδότη. Εχουμε επομένως την άποψη ότι η απλή πιθανολόγηση υπαίτιας συμπεριφοράς δεν είναι αρκετή για νόμιμο τερματισμό της απασχόλησης.
Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω διαπιστώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν παράνομη και για το λόγο ότι το δικαίωμα απόλυσης δεν ασκήθηκε εντός λογικού χρονικού διαστήματος αφότου προέκυψε το συγκεκριμένο γεγονός, που κατ΄ ισχυρισμό δημιούργησε το εν λόγω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να θεωρούνται (οι εφεσείοντες) ότι το εγκατέλειψαν. Επισημαίνεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η υποψία για τον εφεσίβλητο εδραιώθηκε στη σκέψη των εφεσειόντων περί τον Αύγουστο 2000, ένα και πλέον μήνα μετά που έγινε γνωστό το θέμα της διαρροής των πληροφοριών ενώ η απόλυση του εφεσίβλητου έγινε στις 20.12.2000. Στην L´ Union Nationale (Tourism & Sea Resorts) Ltd v. Ανδρέα Αγαθοκλέους (2000) 1 ΑΑΔ 2117 κρίθηκε ότι η πάροδος ενός σχεδόν μήνα από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς από τον εργοδοτούμενο μέχρι την απόλυσή του ήταν πέραν του λογικού χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε ασκηθεί από τους εργοδότες το δικαίωμα απόλυσης. Βλ. επίσης Thanos Hotels Ltd v. Ανδρέου (2002) 1(B) ΑΑΔ 1000.
Καθόσον αφορά το θέμα του υπολογισμού της αποζημίωσης που έχει επιδικαστεί παρατηρούμε ότι οι εφεσείοντες δεν εξειδικεύουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι λανθασμένα επιδικάστηκε αποζημίωση £2076,90 αντί £1730,75 που κατά τη γνώμη τους αποτελεί το ορθό ποσό της αποζημίωσης. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διατηρεί σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου τη διακριτική ευχέρεια υπολογισμού της αποζημίωσης υπό τους περιορισμούς που θέτει η σχετική διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε λάθος στον υπολογισμό ή λάθος αναγόμενο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικάσαντος δικαστηρίου.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.