ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 424
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 17/2007
2 Απριλίου, 2007
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 13 ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΝΟΜΟΣ 39/63 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ν. 33/64) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19, 29, 30, 31, 32 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60)
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΜANDAMUS
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ 16/3/2007 ΔΕΟΝΤΩΣ ΧΑΡΤΟΣΗΜΑΣΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗΣ
-------------------
Ο αιτητής Ανδρέας Ευθυμίου παρουσιάζεται προσωπικά
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex tempore)
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία που παραθέτω αυτούσια:
«Ο αιτητής με την αίτηση αυτή ζητά την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με Κλήση για την έκδοση προνομιακού Εντάλματος Mandamus διατάσσοντας την καταχώρηση και αρίθμηση από τον Πρωτοκολλητή και κλήση ενώπιον του δικαστή του Κατηγόρου για απαγγελία του κατηγορητηρίου και την εγγραφή στο πινάκιο και ορισμού ημερομηνία ακρόασης από Δικαστή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Τμήμα Ποινικών Υποθέσεων της ιδιωτικής Ποινικής Αγωγής ημερομηνίας καταχώρησης 16/3/2007 δεόντως χαρτοσημασμένης και υπογεγραμμένης, καθότι (1) είναι χαρτοσημασμένο και δεν υπάρχουν λάθη στο κατηγορητήριο, και(2) δεν υπάρχει καμιά αιτιολογία για την άρνηση του δικαστή, το σημαντικό η οποιαδήποτε άρνηση του είναι απαγόρευση του αιτητή να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου, σε αντίθεση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Νόμος 39/63.»
Λεπτομέρειες του αιτήματος περιέχονται στην σχετική έκθεση και ένορκη δήλωση όπως αυτές απαιτούνται να υποστηρίζουν αίτηση αυτής της φύσης.
Tα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν διασαφηνιστεί από όγκο νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298 σελ. 1303 ο Αρέστης Δ. (όπως ήταν τότε) διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας ν. Π. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Kακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd., Αίτηση (2000) 1 Α.Α.Δ. 51.
Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
(β) Έκδηλη πλάνη Νόμου προφανής στα πρακτικά.
(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.
(δ) Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.
(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με το Genaro Perella (1995) 1 A.Α.Δ. 692).»
Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd. v. FASTACT DEVELOPMENTS LTD. κ.α. (2004) 1 (Γ) A.A.Δ. 1535, 1541 ο Γαβριηλίδης Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v Secretary of State (1986) 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Στ. Μεστάνα, Πολ. Εφ. 9906, 22.9.2000 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη, Αίτηση Αρ. 13/2001, 1.3.2001). Στη Hellenger Trading Ltd, Aίτηση αρ. 94/2000, 30.11.2000, διευκρινίστηκε, ορθά ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α., Αίτηση αρ. 133/03, 20.2.04). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Στρεφόμενος στη δική μας περίπτωση εξέτασα τα όσα περιέχονται στην αίτηση και τα οποία υιοθέτησε σήμερα ο αιτητής. Για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Καταρχή βρίσκω ότι το κατηγορητήριο, όπως το επισυνάπτει ο αιτητής στην αίτηση του, δεν είναι το πιστό αντίγραφο του κατηγορητηρίου που παρουσίασε στον Πρωτοκολλητή για καταχώρηση. Δε φαίνεται αν το ενέκρινε ή όχι ο Δικαστής. Ερευνώντας το θέμα, έχει διαφανεί ότι ο πρωτοκολλητής έχει ήδη πράξει αυτό που ζητά ο αιτητής για να διαταχθεί με mandamus να πράξει. Έθεσε δηλαδή την υπόθεση (ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ) ενώπιον Επαρχιακού δικαστή για να εγκριθεί η καταχώρηση της και ο δικαστής δεν ενέκρινε την καταχώρηση. Αυτό που έπρεπε να πράξει ο αιτητής ήταν να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 που διαλαμβάνει ως εξής:
«43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα»
(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Σχετικά με το άρθρο αυτό στο σύγγραμμα των Α.Ν. Λοϊζου και Γ. Μ. Πικής «Criminal Procedure in Cypurs", σελ. 61-62 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Before a charge is filed, it must be approved by a Judge of the Court before which the charge is preferred.
The Judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal the Judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed. A certificate of refusal must be in the form prescribed by the Criminal Procedure Rules."
(Η υπογράμμιση είναι και εδώ δική μου)
Παραπέμπει στο Criminal Form 8 σελ. 232 του συγγράμματος. Το εν λόγω πιστοποιητικό έχει ως ακολούθως:
«Criminal Form No. 8
Certificate of Refusal to Direct Filing of charge - section 43
In the District Court of .................
Before:
Whereas on the .... day of ............ 19.., acharge preferred by C.D., against A.B. of ...... For that (etc., as in the charge) was presented to me and I refused to direct that the said charge to be filed:
And whereas the said C.D. has applied to me, pursuant to sub-section (2) of section 42 of the Criminal Procedure Law, Cap. 14, for a certificate of such refusal:
Now, therefore, pursuant to the aforesaid section, I do hereby certify that I have refused to direct the filing of the said charge.
Dated the .....day of ........., 19.
(Signed)
Judge."
Έπρεπε δηλαδή ο αιτητής εντός 10 ημερών να ζητήσει από τον Δικαστή να δώση βεβαίωση της άρνησης και στη συνέχεια, εντός 10 ημερών από την ημερομηνία εξασφάλισης της βεβαίωσης να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η χειρόγραφη επιστολή ημερ. 22/3/07 που υπογράφεται από τον πρωτοκολλητή δεν είναι βεβαίωση από τον ίδιο το δικαστή, όπως διαλαμβάνει ρητά το πιο πάνω άρθρο και το σχετικό έντυπο βεβαίωσης (Τύπος 8). Ότι η εξουσία αυτή είναι του επαρχιακού δικαστή φαίνεται έμμεσα από την υπόθεση Police ν. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, σελ. 231 (Στυλιανίδης, Δ. όπως ήταν τότε) όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, (1981) 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033)."
Με τα γεγονότα της υπόθεσης ο πρωτοκολλητής ορθά αρνήθηκε να καταχωρήσει το κατηγορητήριο και να του δώσει αριθμό. Ενήργησε μέσα στις εξουσίες του. Επομένως δεν έχει καταδειχθεί, έστω και εκ πρώτης όψεως, καλός λόγος για έγκριση της αίτησης.
Ενόψει των πιο πάνω, δε χρειάζεται να αποφασίσω αν η φύση της ποινικής υπόθεσης (περιεχόμενο του κατηγορητηρίου) είναι τέτοια που θα έπρεπε να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Προτού τελειώσω θα ήθελα να αναφέρω τα εξής: Επειδή δυνατό να υπάρχει προσπάθεια καταχώρησης νέου κατηγορητηρίου, κρίνω ορθό όπως, έστω και εκ πρώτης όψεως, να αναφέρω ότι ενόψει του ότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155 και κατ' επέκταση το σχετικό έντυπο βεβαίωσης, είναι νομοθετήματα τα οποία συνέχισαν να ισχύουν στην Κυπριακή Δημοκρατία με βάση το άρθρο 188 του Συντάγματος, αυτά θα πρέπει να διαβάζονται και ερμηνεύονται με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα. Επομένως σε περίπτωση που ένας επαρχιακός δικαστής αρνείται να εγκρίνει την καταχώρηση ενός κατηγορητηρίου, είναι ορθό όπως δίδει και λόγους για την άρνηση του όπως απαιτεί το Σύνταγμα. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να φαίνονται είτε σε ξεχωριστό πρακτικό, είτε στη σχετική βεβαίωση που προβλέπεται από τον Τύπο 8 (πιο πάνω) η οποία μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ