ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 467

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Πολιτική Έφεση αρ. 12212

 

 

17 Απριλίου, 2007

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

 

ΠΙΤΣΑ ΕΙΚΟΣΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ ΜΑΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ, ΚΙΚΗΣ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΙ ΓΚΛΟΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ

Εφεσείουσες/Ενάγουσες

 

 

- ν. -

 

1.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

2.  ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑΡΩΝ

3.   ΚΩΣΤΑ ΒΩΝΙΑΤΗ

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

 

----------------------------

 

Σ. Δράκος,  για τις εφεσείουσες/ενάγουσες

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον εφεσίβλητο 1

Α. Πλουτάρχου, για τον εφεσίβλητο 2

Α. Κοντογιώργης, για τον εφεσίβλητο 3

 

-----------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

 

----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Οι εφεσείουσες ήγειραν την αγωγή αρ. 4163/02 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία διεκδικούσαν αποζημιώσεις επικαλούμενες διάφορες αιτίες αγωγής μεταξύ των οποίων παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία, και το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 25/10/04, απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και αναφορικά με τον εφεσίβλητο 3 εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειουσών για το ποσό των £330,00 πλέον έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. 

 

Με την παρούσα έφεση (την οποία στηρίζουν σε 24 λόγους) οι εφεσείουσες προσβάλλουν τόσο την απόρριψη της αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 όσο και την απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου 3 ισχυριζόμενες ότι οι επιδικασθείσες εναντίον του αποζημιώσεις είναι πολύ χαμηλές.  Σημειώνουμε εδώ ότι ο 24ος λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί και πολύ ορθά κατά την άποψη μας.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπόθεσης, στην έκταση που αυτά αποτελούσαν κοινό έδαφος, έχουν ως ακολούθως:  Οι εφεσείουσες είναι συνιδιοκτήτριες ενός ακινήτου, του τεμ. 72, στο χωριό Πάνω Λεύκαρα της επαρχίας Λάρνακας.  Μέσα στο εν λόγω τεμάχιο διασώζονταν κάποια κτίσματα μεταξύ των οποίων και η πέτρινη οθόνη ενός υπαίθριου κινηματογράφου γνωστού ως «Το Σινεμά της Σαλωμούς» που είχε κτιστεί γύρω στην δεκαετία του 1930.  Η Κυπριακή Δημοκρατία ως απαλλοτριούσα αρχή, με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ημερ. 10/2/99 γνωστοποίησε ότι η επίδικη ιδιοκτησία ήταν αναγκαία για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, δηλαδή «για τη δημιουργία, βελτίωση και ανάπτυξη των συγκοινωνιών στη Δημοκρατία και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης παρά το Δημοτικό Σχολείο Πάνω Λευκάρων».  Οι εφεσείουσες υπέβαλαν ένσταση η οποία όμως απορρίφθηκε και η επίδικη περιουσία απαλλοτριώθηκε με αποτέλεσμα οι εφεσείουσες να καταχωρήσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 11/10/99 την προσφυγή 1286/99 μαζί με αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής του διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Στις 10/11/99 ο δικηγόρος των εφεσειουσών και ο δικηγόρος που εμφανιζόταν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, κατέληξαν σε συμφωνία σε σχέση με την πορεία της αίτησης για προσωρινό διάταγμα.  Συγκεκριμένα ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δήλωσε ότι η περιουσία «θα παραμείνει ανέπαφη και δε θα γίνει οποιαδήποτε επέμβαση ή εργασία πάνω στον τοίχο που χρησίμευε παλιά σαν οθόνη και σε ολόκληρο το μήκος του περιτοιχίσματος» και ενόψει αυτής της δήλωσης ο συνήγορος των εφεσειουσών απέσυρε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα και συνέχισε μόνο με την προσφυγή.  Στις 27/11/00 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην εν λόγω προσφυγή και ακύρωσε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Η ακύρωση στηρίχθηκε ουσιαστικά στο ότι δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε μελέτη από την οποία να φαίνεται ότι έγινε η δέουσα έρευνα που να τεκμηριώνει την απόλυτη ανάγκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της συγκεκριμένης ιδιοκτησίας και ότι υπό τις περιστάσεις η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.

 

Στο μεταξύ από τις 19/2/99 δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα επίταξης της επίδικης ιδιοκτησίας για περίοδο 2 ετών δηλαδή μέχρι 19/2/01, το οποίο διάταγμα παρατάθηκε μέχρι τις 19/2/02.  Εναντίον του διατάγματος αυτού ασκήθηκε η προσφυγή αρ. 290/01 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 23/7/02 ακύρωσε το διάταγμα.  Ενώ οι δικαστικές διαμάχες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίσκονταν σε εξέλιξη, μέρος των οικοδομών της επίδικης ιδιοκτησίας κατεδαφίστηκε.  Οι εφεσείουσες κατάγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία και ακολούθησε η καταχώρηση από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας της ποινικής υπόθεσης 8309/00 με κατηγορούμενο τον εφεσίβλητο 3 Κώστα Βωνιάτη.  Κατηγορήθηκε ότι εσκεμμένα και παράνομα προξένησε ζημιά στον πέτρινο τοίχο του πρώην σινεμά, δηλαδή κατεδάφισε αυτόν, περιουσία του Δήμου Λευκάρων αξίας £420, κατά παράβαση του άρθρου 324 (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Η εν λόγω ποινική δίωξη αναστάληκε από το Γενικό Εισαγγελέα στις 28/9/00. 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ

Όπως ήδη αναφέραμε, οι εφεσείουσες επικαλούνται σωρεία λόγων έφεσης.  Το θεωρούμε ευχερέστερο να τους εξετάσουμε κατά ομάδες, με κριτήριο το θέμα που αφορούν.

 

Οι 1ος, 2ος, 7ος και 8ος λογοι αφορούν ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στην έκταση που αυτή στηριζόταν στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος ενόψει των ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερθείσες προσφυγές 1286/99 και 290/01.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού ορθά ανάφερε ότι πρώτη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης, αναφορικά με τις υπόλοιπες προϋποθέσεις είπε τα ακόλουθα:

 

"Η ζημιά θα πρέπει να προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή να προέκυψε ως άμεση συνέπειά της.  Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας προέκυψε ζημιά, η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί από την Αρμόδια Διοικητική Αρχή.  Η περί αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αξίωση πρέπει να απευθύνεται αρχικά προς τη Διοίκηση και εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Διαφορετικά, δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα. 

 

Οι διατάξεις, λοιπόν, της παραγράφου 6, του άρθρου 146, επιβάλλουν την υποχρέωση σε αυτόν που αξιώνει αποζημίωση, να υποβάλει και επαναδιατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στην Διοίκηση και αν αυτή δεν ανταποκριθεί, τότε να προσφύγει στο Δικαστήριο (Βλ. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Χάρη Θεοχαρίδη (1993) 1 ΑΑΔ 420, Πελαγία Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 ΑΑΔ 697, Χαράλαμπος Νικόλας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 (Β) ΑΑΔ 983).»

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι οι εφεσείουσες δεν ικανοποιούσαν την προαναφερθείσα προϋπόθεση δηλαδή να αποταθούν πρώτα στην αρμόδια αρχή για αποκατάσταση της ζημιάς και επομένως δεν είχαν αποκτήσει αγώγιμο δικαίωμα με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.  Ότι δεν είχαν αποταθεί, φαίνεται να ήταν αποδεκτό γεγονός, αφού αυτό φαίνεται και από τη θέση του τότε δικηγόρου των εφεσειουσών, ο οποίος όμως είχε υποβάλει ότι δεν ήταν αναγκαίο να το πράξουν αφού εδώ η ζημιά που προκλήθηκε με την κατεδάφιση του τοίχου, δεν μπορούσε να αποκατασταθεί. 

 

Θεωρούμε ορθή την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο όσον αφορά την νομική πτυχή της υπόθεσης, όσο και την απόφασή του ότι οι εφεσείουσες δεν ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις για απόκτηση αγώγιμου δικαιώματος.  Επομένως οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης  προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε οι εφεσείουσες να είχαν αξιώσει και δικογραφήσει αξίωση για προστακτικό διάταγμα για αποκατάσταση των κατεδαφισθέντων.  Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειουσών ότι σκόπιμα δεν δικογράφησαν τέτοια αξίωση και τούτο κατόπιν νομικής συμβουλής, διότι δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιδιορθώσουν τη ζημιά «χωρίς να παραβιάσουν και λεηλατήσουν εκ νέου την ιδιοκτησία τους».  Είμαστε της άποψης ότι η προβαλλόμενη δικαιολογία στερείται νομικής υποστήριξης.  Η υποχρέωση του αδικοπραγήσαντα ήταν να αποκαταστήσει τη ζημιά, εδώ να επαναφέρει τον τοίχο της οθόνης στην προτέρα του κατάσταση, κάτι που οι εφεσείουσες, για το λόγο που αναφέρουν, δεν επιδίωξαν.  Εν πάση περιπτώσει, με την πρωτόδικη απόφαση η Δημοκρατία δε θεωρήθηκε υπεύθυνη για την επέμβαση και κατεδάφιση του τοίχου.  Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Με τους 4ο, 5ο και 6ο λόγους ουσιαστικά προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν απέδειξαν οι εφεσείουσες την ενοικιαστική αξία του κτήματος.  Πράγματι οι εφεσείουσες δεν παρουσίασαν τέτοια μαρτυρία.  Η μαρτυρία που παρουσίασαν σχετιζόταν με την αγοραία αξία του κτήματος που, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο βασιζόμενο και σε σχετική αυθεντία, δεν ήταν νομικά το κατάλληλο κριτήριο για σκοπούς υπολογισμού της αποζημίωσης για παράνομη επέμβαση. Στην έκταση που οι λόγοι αυτοί συνδέουν το θέμα με αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος, τα όσα αναφέραμε για τους 1ο, 2ο, 7ο και 8ο λόγους έφεσης είναι αρκετά για απόρριψη και αυτών των ισχυρισμών. 

 

Ανεδαφικό κρίνουμε και τον 9ο λόγο έφεσης ότι δηλαδή εσφαλμένα αποφάσισε το δικαστήριο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει παραβεί συμφωνία στο δικαστήριο αφού ο τότε συνήγορος των εφεσειουσών βασιζόμενος σε δήλωση του κ. Μαππουρίδη ότι δε θα γίνει επέμβαση στον τοίχο απόσυρε την αίτησή τους για προσωρινό διάταγμα.  Τα όσα είχαν δηλωθεί στο δικαστήριο, δεν ήταν κάτω από συνθήκες που ισοδυναμούσαν με «συμφωνία επί δικαστηρίω» (rule of court).  Άλλωστε αυτό που έχει διαφανεί είναι ότι η επέμβαση έγινε από τον εφεσίβλητο 3 και όχι από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Επομένως και να αποτελούσαν τα πιο πάνω συμφωνία μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και εφεσειόντων, η συμφωνία δεν παραβιάστηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Με τον 10ο  λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δε δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος 3 κατά το χρόνο κατεδάφισης του τοίχου, δεν ενεργούσε ως υπηρέτης του εφεσίβλητου 2.  Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό.  Το γεγονός ότι από τη μαρτυρία είχε διαφανεί ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε εμφανιστεί ως ιδιοκτήτης του ακινήτου και ότι επέτρεψε στον εφεσίβλητο 3 να εισέλθει σ' αυτό, δεν καθιστά αυτομάτως τον εφεσίβλητο 3 υπάλληλο και/ή υπηρέτη του εφεσίβλητου 2.  Το μέρος της μαρτυρίας του Δημάρχου από τη σελ. 158 που επικαλούνται στο περίγραμμα οι εφεσείουσες, όχι μόνο δεν υποστηρίζει τη θέση τους ότι ο εφεσίβλητος 3 ήταν υπηρέτης του Δήμου Λευκάρων (εφεσίβλητου 2) αλλά αντίθετα ότι αυτός είχε την ιδιότητα εργολάβου που χειρίζεται έργα του Δήμου.  Η ευθύνη ενός προσώπου που αναθέτει ένα έργο σε ανεξάρτητο εργολάβο διέπεται από διαφορετικά κριτήρια από αυτά που διέπουν τις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτημένου.  Όμως  και ο ίδιος ο εφεσίβλητος 3 είχε αναφέρει ότι ο Δήμαρχος δεν του ανέθεσε να κατεδαφίσει τον τοίχο.  Το συμπέρασμα λοιπόν του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 3 δεν ενεργούσε ως εργοδοτούμενος και/ή υπηρέτης του εφεσίβλητου2, με την ενώπιον του μαρτυρία, είναι ορθό.

 

Τα πιο πάνω είναι αρκετά για απόρριψη τόσο του 10ου όσο και αρκετών άλλων λόγων έφεσης, όπως ο 11ος , 14ος , 16ος  μέχρι  και 22ος λόγοι. 

 

Με τους 12ο και 13ο λόγους προσβάλλεται θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων.  Με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το θέμα αυτό ανήκει σε πρώτο στάδιο στο πρωτόδικο δικαστήριο.   Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη.  (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κα. ν. Σμυρλή κα (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1668 και συνέχεια με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).  Εξετάζοντας την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η περίπτωση είναι τέτοια που θα πρέπει να επέμβουμε.  Επομένως το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 3 εισήλθε στο χώρο για να μετακινήσει υλικά που είχε εκεί τοποθετημένα αφού πληροφορήθηκε ότι είχε απαλλοτριωθεί το ακίνητο, είναι ορθό, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίστηκε η πλευρά των εφεσειουσών.

 

Με το 15ο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι έπρεπε οι εφεσείουσες να αποδείξουν τη ζημιά τους.  Σίγουρα ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί καθότι η θέση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ορθή.  Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο ενάγων έχει το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του και κατ' επέκταση το μέγεθος της ζημιάς που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί.  Η περίπτωση μας δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του κανόνα αυτού.   Το γεγονός ότι νομικά η παράνομη επέμβαση παρέχει από μόνη της δικαίωμα αγωγής, δε σημαίνει ότι απαλλάσσει τον ενάγοντα από το βάρος να αποδείξει την έκταση της ζημιάς του.  Αν αποτύχει να το πράξει, δικαιούται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι αποδείχθηκε ζημιά της έκτασης των £330 και όχι όπως απαιτούσαν οι εφεσείουσες.   

 

Τέλος έχουμε τον 23ο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τους επιδίκασε παραδειγματικές αποζημιώσεις.  Σύμφωνα με νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων  Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65, 74-79, Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400 και Adrian Holdings Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1836) η επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων ενδείκνυται  μόνο «όπου η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει επιβολή τιμωρίας από το πολιτικό δικαστήριο.  Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου, ιδιαίτερα όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος».  Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος 3 κατεδάφισε μέρος του τοίχου της οθόνης του εν λόγω ακινήτου σίγουρα δεν εμπίπτουν στην πιο πάνω κατηγορία.  Αυτές οι περιστάσεις έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ακολούθως:

 

«Είναι λοιπόν, εύρημά μου με βάση τα πιο πάνω, ότι ο εναγόμενος 3 τοποθετούσε χρόνια πριν την 26.11.1999, οικοδομικά υλικά στην επίδικη ιδιοκτησία.  Όταν πληροφορήθηκε ότι αυτή απαλλοτριώθηκε, μετέβηκε μαζί με δύο υπαλλήλους του στο χώρο αυτό για να μετακινήσει τα οικοδομικά υλικά.  Για να εισέλθει στην επίδικη ιδιοκτησία απέκοψε την αλυσίδα, η οποία χρησιμοποιείτο για να κλειδώνει το κάγκελο της περίφραξης.  Εισερχόμενος έδωσε οδηγίες στους υπαλλήλους του να κατεδαφίσουν μέρος του τοίχου της οθόνης.  Τις οδηγίες αυτές τις έδωσε μετά από προτροπή γειτόνων οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο τοίχος της οθόνης ήταν επικίνδυνος για τα παιδιά που χρησιμοποιούν το χώρο.»

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα £550 (περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) πλέον £30 πραγματικά έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                                   Δ.

                                                                   Δ.

                                                                   Δ.

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο