ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 371
Έφεση Αρ.7/2005
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Καθ΄ου η αίτηση,
και
JOSEPHINE BYE,
Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.
----------
Εφεσείων, εμφανίζεται προσωπικά
Γ. Γεωργίου, για εφεσίβλητη.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με αίτησή του ημερομηνίας 20.7.04 ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο εφεσείων Ανδρέας Ονουφρίου ζητούσε τη φυλάκιση της πρώην συζύγου του, με τον ισχυρισμό ότι αυτή παρήκουσε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.6.02, το οποίο ρύθμιζε ζητήματα γονικής μέριμνας του ανήλικου παιδιού τους και το οποίο τροποποιούσε προγενέστερο διάταγμα, που είχε εκδοθεί στις 14.7.98.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα και ανέλυσε τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «για να είναι επιβλητό (enforceable) ένα διάταγμα του Δικαστηρίου πρέπει να είναι είτε αναγκαστικό (coercive order) είτε διατακτικό (mandatory) είτε απαγορευτικό (prohibitory). Αναγνωριστικά διατάγματα δικαιωμάτων, τα οποία εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 41 του Ν. 14/60 δεν είναι επιβλητά δυνάμει του άρθρου 42». (Δέστε Πετράκη ν. Ann Marie Marks Petraki (2002) 1 Α.Α.Δ. 911).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση το διάταγμα, που επισυνάφθηκε και στην αίτηση του εφεσείοντα, δεν ήταν διατακτικό, αλλά μόνο αναγνωριστικό και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρακοή του από την εφεσίβλητη. Ο πρωτόδικος Δικαστής εν τέλει απέρριψε την αίτηση.
Με την έφεσή του, την οποία καταχώρησε και χειρίστηκε προσωπικά ο εφεσείων, αμφισβητεί το πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου. Η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε περίγραμμα και ο δικηγόρος της δεν αγόρευσε ενώπιον του Εφετείου.
Ο εφεσείων πρόβαλε ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το διάταγμα δεν ήταν προστακτικό ή απαγορευτικό, ήταν εσφαλμένη, αναφερόμενος και στην οπισθογράφηση του Πρωτοκολλητή που αναφέρεται σε σύλληψη και κατάσχεση περιουσίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε θίξει ακόμη ένα σχετικό θέμα στην απόφασή του. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι προηγουμένως είχε απορρίψει άλλη αίτηση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 11.3.04, για το λόγο ότι το διάταγμα της 18.6.02 δεν είχε ποτέ επιδοθεί στην εφεσίβλητη. Έτσι, πριν την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, η οποία εφεσιβάλλεται, ο εφεσείων φρόντισε και το διάταγμα επεδόθη στις 2.7.04, όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 2 της ένορκης του δήλωσης.
Είναι ουσιώδες όμως πως η επίδοση του διατάγματος στο πρόσωπο που αφορά πρέπει να προηγείται της συγκεκριμένης πράξης παρακοής, για την οποία παραπονείται ο αιτητής. Έτσι, θα πρέπει εδώ να εξετάσουμε κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για παρακοή του διατάγματος μετά τις 2.7.04, δηλαδή την ημερομηνία της επίδοσης. Η σχετική μαρτυρία που είχε προσφέρει ο αιτητής επί του θέματος της παρακοής περιέχεται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση.
Πρόκειται ουσιαστικά για επανάληψη των, γενικών και αορίστων πρέπει να σημειώσουμε, ισχυρισμών που προβλήθηκαν με την προηγούμενη ένορκη δήλωση του, ημερομηνίας 11.3.04 που συνόδευε την αίτηση που απορρίφθηκε εξαιτίας της μη επίδοσης του διατάγματος. Χωρίς καμμία απολύτως εξειδίκευση κάποιας ενέργειας που κατ΄ισχυρισμό ακολούθησε την επίδοση του διατάγματος μέχρι την καταχώρηση της αίτησης.
Ως εκ τούτου δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για να αποδειχθεί παρακοή του διατάγματος, που θα οδηγούσε σε τιμωρία της εφεσίβλητης. (Βλέπε σχετικά την Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 314). Όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα απέρριπτε την αίτηση και γι΄αυτό το λόγο.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε και να αποφασίσουμε το κατά πόσο το επίδικο διάταγμα ήταν προστακτικό και/ή απαγορευτικό ή όχι, εν πάση περιπτώσει, επιβλητό (enforceable).
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.