ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 224
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτησεις αρ.69/2006 και 70/2006).
20 Φεβρουαρίου, 2007.
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΤΔ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 12.9.2006 ΕΚΔΟΔΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΔΙΚΑΣΤΗ Σ. ΚΑΡΑΤΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠ. ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗ 95/97.
___________________________
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τους Αιτητές.
Γ. Νικολάου (κα..) για Π. Παύλου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Χρ. Αδάμου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 1, Αρίστη Φιλίππου.
Π. Πολυβίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2, Τράπεζα Κύπρου Λτδ.
_____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με τις αιτήσεις αυτές ζητούνται προνομιακά εντάλματα Prohibition και Certiorari αναφορικά με τρία διατάγματα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκαν την 12.9.2006 στην Αίτηση αρ. 95/97.
Με το πρώτο διατάγμα που εξέδωσε το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κηρυσσόταν άκυρη η μεταβίβαση του ακινήτου με αρ. εγγραφής 11064 Φυλ.Σχ. LIV/27, Τεμάχιο 104, στην περιοχή Αγίου Αθανασίου Λεμεσού (το ακίνητο), από την Αρίστη Φιλίππου από τη Λεμεσό (η σύζυγος) προς τις Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (η εταιρεία), που έγινε την 1.6.2001, ως δόλια μεταβίβαση και/ή ως μεταβίβαση που έγινε για καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή-αιτητή Ιάκωβου Φιλίππου (ο σύζυγος). Το δεύτερο διάταγμα διάτασσε την κατάσχεση και πώληση του προαναφερομένου ακινήτου προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της καθ΄ ης η αίτηση-συζύγου προς τον αιτητή-σύζυγο, δυνάμει αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση 164, ημερ. 6.10.2003. Με το τρίτο διάταγμα διατασσόταν, ταυτόχρονα με την ακύρωση της εγγραφής του ακινήτου στην εταιρεία και την επανεγραφή του στο όνομα της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας συζύγου, η εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους, ως επιβάρυνση επί του ακινήτου, με τις ίδιες συνέπειες που έχει η εγγραφή δυνάμει των άρθρων 53 και 62 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Οι λόγοι στους οποίους βασίζονται τα αιτήματα, της εταιρείας, για προνομιακά εντάλματα είναι:
(α) Κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή κώλυμα του Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την Αίτηση 95/97 ενόψει δύο προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί, από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, στην Έφεση 164, στις 6.10.2003 και από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Αγωγή υπ΄ αρ. 5785/00 στις 27.2.2001. Σύμφωνα με την εταιρεία, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ακυρώθηκαν, ουσιαστικά, οι δύο προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις.
(β) Το Οικογενειακό Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, παραγνωρίζοντας τη ρητή διάταξη του άρθρου 4 που προνοεί ότι αίτηση για ακύρωση μεταβίβασης υποβάλλεται μόνον στο πλαίσιο υφιστάμενης αγωγής.
(γ) Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία rationae personae καθότι η επίδικη διαφορά δεν αφορούσε σε ζήτημα μεταξύ συζύγων και επίσης δεν είχε δικαιοδοσία rationae materiae επειδή το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε καταστεί Functus Officio μετά την τελεσίδικη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(δ) Το Οικογενειακό Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφαση του, δεν καθόρισε χρόνο τέλεσης των πράξεων που διατάσσονταν με τα εκδοθέντα διατάγματα, κατά παράβαση της Δ.35 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Οι λόγοι ένστασης είναι οι εξής:
1. Οι αιτητές δεν έκαμαν πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, στην αίτηση τους για άδεια για καταχώριση των αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα.
2. Οι αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας ένεκα του ότι παράλληλα με την παρούσα διαδικασία οι αιτητές άσκησαν και έφεση εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 12.9.2006.
3. Η ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Διογένους, ημερ. 13.10.2006, που συνοδεύει τις αιτήσεις, είναι παράτυπη επειδή ο ενόρκως δηλών δεν αποκαλύπτει τις πηγές της πληροφόρησης του.
4. Δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν είτε την έκδοση της σχετικής άδειας είτε την έκδοση των ιδίων των προνομιακών ενταλμάτων.
5. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης ημερ. 9.10.2003 στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 95/97 και να αποφασίσει την έκδοση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν με την απόφαση του ημερ. 12.9.2006.
Τα ουσιώδη γεγονότα σε συντομία είναι τα εξής:
Το προαναφερόμενο ακίνητο πωλήθηκε στην εταιρεία στις 8.10.97 από τη σύζυγο μετά την κατάρρευση της έγγαμης σχέσης της με το σύζυγο. Στις 13.11.97 ο σύζυγος καταχώρησε την Αίτηση 95/97 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για διασφάλιση των συμφερόντων του στο ακίνητο. Ταυτόχρονα εξασφάλισε και παρεμπίπτον διάταγμα, στις 17.11.97, με το οποίο απαγορευόταν στη σύζυγο να μεταβιβάσει το ακίνητο. Το διάταγμα επιδόθηκε στη σύζυγο στις 22.11.97 και οριστικοποιήθηκε στις 28.11.97. Την 1.6.2001 η σύζυγος μεταβίβασε το κτήμα στην εταιρεία. Είχε προηγηθεί η καταχώριση της Αγωγής 5785/00, από την εταιρεία εναντίον της συζύγου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και η εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της συζύγου στις 27.2.01 για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας πώλησης ημερ. 8.10.97.
Στις 17.4.02 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην Αίτηση 95/97, αναγνωρίζοντας ότι ο αιτητής-σύζυγος δικαιούτο να εγγραφεί ιδιοκτήτης του ενός δευτέρου μεριδίου του ακινήτου. Επιπρόσθετα εκδίδετο και διάταγμα για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ενός δευτέρου μεριδίου του ακινήτου στο όνομα του αιτητή. Ασκήθηκε έφεση και αντέφεση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με απόφαση του στις 6.10.03 απέρριψε την έφεση και επέτρεψε την αντέφεση παραμερίζοντας το διάταγμα για μεταβίβαση και εγγραφή του ενός δευτέρου μεριδίου του κτήματος στο όνομα του συζύγου και παράλληλα εκδίδοντας απόφαση υπέρ του συζύγου για το ποσό των £40.669,50.-, με τόκο και έξοδα (Δέστε: Αρίστη Φιλίππου ν. Ιάκωβου Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343).
Ο σύζυγος θεώρησε την πώληση και μεταβίβαση του κτήματος από τη σύζυγο στην εταιρεία ως δόλια και με αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού επεδίωξε την ακύρωσή της. Η αίτηση βασιζόταν στον περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ. 62 και στα άρθρα 91Α και 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε.
Τόσο η σύζυγος όσο και η εταιρεία αλλά και η Τράπεζα Κύπρου Λτδ, ως ενυπόθηκος δανειστής της εταιρείας και ενδιαφερόμενο μέρος στην προαναφερόμενη διαδικασία καταχώρισαν ενστάσεις.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού εξέτασε το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αιτήσεως, και αφού εξέτασε την ουσία της αίτησης, εξέδωσε τα προαναφερόμενα τρία διατάγματα ενώ απέρριψε ένα τέταρτο διάταγμα που ζητείτο διαζευκτικά.
Αφού έλαβα υπόψη όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αιτήσεως του συζύγου, δυνάμει των Εδαφίων 1 και 2 του άρθρου 16 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν 23/90). Το Εδάφιο 1 του άρθρου 16 προνοεί ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια, τηρουμένων των αναλογιών, ασκούν όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων. Το Εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου προνοεί ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν και όλες τις εξουσίες που παρέχονται στα Επαρχιακά Δικαστήρια δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 14(1) (β) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, η πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας ή η επιβάρυνση της με την εγγραφή δικαστικής απόφασης είναι μέθοδος εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η πληρωμή χρημάτων.
Άλλη μέθοδος εκτέλεσης απόφασης Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14(1) (ε) του Κεφ. 6, είναι η έκδοση διατάγματος δυνάμει του Μέρους ΙΧ του Κεφ. 6 στο οποίο εμπίπτουν και τα άρθρα 91Α και 91Γ. Στο πρώτο άρθρο καθορίζονται ενδεικτικά οι ενέργειες εξ αποφάσεως οφειλέτη που συνιστούν πράξεις καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών και στο δεύτερο άρθρο καθορίζεται η εξουσία του Δικαστηρίου να κηρύξει άκυρη κάθε καταδολιευτική μεταβίβαση, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων και οποιονδήποτε καλόπιστων τρίτων.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αφού έκρινε ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου αποτελούσε δικαστική απόφαση με την οποία διατασσόταν η πληρωμή χρημάτων και αφού θεώρησε ότι η απόφαση εκείνη μπορούσε να εκτελεστεί με τη μέθοδο του άρθρου 14(1) (β) του Κεφ. 6 (αν το ακίνητο δεν μεταβιβαζόταν από τη σύζυγο στην εταιρεία), εκτίμησε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης κατά το άρθρο 91Γ του Κεφ. 6. Ακόμα έκρινε ότι για να καταστεί άμεσα δυνατή η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, το Δικαστήριο μπορούσε να διατάξει την εγγραφή του εξ αποφάσεων χρέους, ως επιβάρυνση επί του ακινήτου, σύμφωνα με το άρθρο 91Γ (2) (γ) του Κεφ. 6, όπως και έπραξε.
Αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσο τα προαναφερόμενα διατάγματα μπορούσαν να εκδοθούν στα πλαίσια αίτησης για εκτέλεση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι αίτηση ακύρωσης υποβάλλεται μετά το πέρας της εκκρεμοδικίας. Η αίτηση όμως γίνεται στην ίδια αγωγή στην οποία το δικαίωμα για ανάκτηση του χρέους έχει αποδειχθεί και στο ίδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή έχει ακουστεί και παρέπεμψε σχετικά στο άρθρο 4 του Κεφ. 62. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δικαίωμα του συζύγου, στην προκείμενη περίπτωση, είχε αποδειχθεί στην Αίτηση 95/97 της 13.11.97. Η αίτηση εκείνη ήταν αγωγή με την ευρύτερη έννοια της Δ.1 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η περιουσιακή διαφορά των συζύγων έπαψε να είναι σε εκκρεμότητα με την έκδοση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 6.10.03. Με το διάβημα του συζύγου, της 9.10.03, τέθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου το ενδεχόμενο ακύρωσης της μεταβίβασης του κτήματος με σκοπό την ανάκτηση του χρέους ή την ικανοποίηση του. Η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν πως το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ως το δικαστήριο που εκδίκασε την Αίτηση 95/97, ήταν το μόνο αρμόδιο να εκδικάσει αίτηση ακύρωσης κατά τις διατάξεις του Κεφ. 62. Επίσης κατέληξε ότι ήταν πρόδηλο πως το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού που εξέδωσε την απόφαση στην Αίτηση 95/97 ήταν το μόνο αρμόδιο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχονται από τα άρθρα 91Α και 91Γ του Κεφ. 6 προκειμένου να καταστήσει δυνατή την εκτέλεση της απόφασης του όπως προνοεί το άρθρο 14 του Κεφ. 6. Την εξουσία αυτή, το Οικογενειακό Δικαστήριο, είχε βέβαια και δυνάμει της ρητής εξουσιοδότησης του άρθρου 16 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου.
Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού να επιληφθεί της προαναφερόμενης αιτήσεως του συζύγου και να εκδώσει τα προαναφερόμενα διατάγματα. Κατά συνέπεια απορρίπτω τους λόγους στους οποίους βασίζονται τα υπό εξέταση αιτήματα οι οποίοι σχετίζονται με την δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, την κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το κώλυμα του Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της προαναφερόμενης αιτήσεως, αλλά και την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 62.
Ο τελευταίος λόγος που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι τα εκδοθέντα διατάγματα είναι μεμπτά εξαιτίας του ότι δεν προσδιορίζεται σ΄ αυτά χρόνος εκτέλεσης τους, κατά παράβαση των προνοιών της Δ.34 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε πολύ πρόσφατα από τον αδελφό Δικαστή κ. Αρτέμη στις Αιτήσεις αρ. 2/07 και 3/07 για άδεια καταχώρισης αιτήσεων για την έκδοση ενταλμάτων Prohibition και Certiorari, ημερ. 31.1.2007. Στην απόφαση του ο αδελφός Δικαστής παρέπεμψε στην απόφαση του Εφετείου στη Νικολαϊδου ν. Αττίπα κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1620 από την οποία παρέθεσε και σχετικό απόσπασμα. Στο απόσπασμα εκείνο αναφέρεται ότι έκδοση διατάγματος άμεσα εκτελεστού δεν σημαίνει πως ικανοποιεί και τη ρητή απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου μέσα στον οποίο η πράξη την οποίαν εντέλλεται (το διάταγμα) πρέπει να τελεστεί. Σύμφωνα με τη Δ.34 θ.5 απαιτείται ρητά να προσδιορίζεται ο χρόνος ή ο χρόνος μετά την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος, μέσα στον οποίο η πράξη πρέπει να τελεστεί και δεν μπορεί να θεωρείται ότι αυτό ικανοποιείται απλώς επειδή το διάταγμα ή η απόφαση δεν τελούν υπό αναστολή εκτέλεσης.
Τόσο στην υπόθεση Νικολαϊδου (ανωτέρω) όσο και στις Αιτήσεις 2/07 και 3/07 (ανωτέρω) τα διατάγματα στα οποία δεν καθοριζόταν ο χρόνος εκτέλεσης ήταν εντάλματα ανάκτησης κατοχής ακινήτων. Ο αδελφός Δικαστής κ. Αρτέμης στην προαναφερόμενη απόφαση του έδωσε άδεια καταχώρισης αίτησης με κλήση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τρία διατάγματα, τα υπ΄ αρ. 1, 3 και 4 στο αιτητικό της αίτησης που είχε ενώπιόν του. Με το πρώτο διάταγμα που εκδόθηκε (υπ΄ αρ. 1 στην αίτηση ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου) κηρυσσόταν άκυρη η μεταβίβαση του ακινήτου από τη σύζυγο στην εταιρεία. Κατά την κρίση μου δεν τίθεται θέμα ακύρωσης του διατάγματος αυτού επειδή δεν καθορίζεται οποιοσδήποτε χρόνος συμμόρφωσης, σε εκείνο το διάταγμα. Εν όψει του ότι το διάταγμα εκείνο είναι κατ΄ ουσία δηλωτικό και όχι προστακτικό και δεν διατάσσεται η τέλεση οποιασδήποτε πράξης, οπόταν θα έπρεπε να καθοριστεί και ο χρόνος εντός του οποίου θα έπρεπε η πράξη να τελεστεί, θεωρώ ότι το διάταγμα εκείνο δεν είναι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο μεμπτό ούτε και ότι καταστρατηγεί τις πρόνοιες της Δ.34 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Το δεύτερο διάταγμα που εκδόθηκε (το υπ΄ αρ. 3 στην αίτηση ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου) διατάσσει την κατάσχεση και πώληση του ακινήτου, όντως, χωρίς να καθορίζει χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να γίνει η κατάσχεση και η πώληση του ακινήτου. Ο αιτητής δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη θεραπεία αυτής της παράλειψης και επομένως, σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην Νικολαϊδου (ανωτέρω), κρίνω ότι το διάταγμα αυτό είναι ορθό και δίκαιο να ακυρωθεί με προνομιακό ένταλμα Certiorari.
Το τρίτο διάταγμα που εκδόθηκε (υπ΄ αρ. 4 στην αίτηση ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου) διατάσσει, ταυτόχρονα με την ακύρωση της εγγραφής του ακινήτου (όπως προνοείται στο πρώτο διάταγμα) και όταν το ακίνητο εγγραφεί στο όνομα της συζύγου, η εγγραφή στο όνομα της συζύγου να συνοδεύεται, ταυτόχρονα, και με εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους (υπέρ του συζύγου) ως επιβάρυνση επί του ακινήτου. Θεωρώ ότι η λέξη «ταυτόχρονα», η οποία αναγράφεται δύο φορές στο διάταγμα αυτό, προσδιορίζει επαρκώς το χρόνο μέσα στον οποίο θα πρέπει να τελεστούν οι πράξεις τις οποίες εντέλλεται το διάταγμα. Επομένως δεν θεωρώ ούτε και αυτό το διάταγμα ως μεμπτό ούτε και ότι καταστρατηγεί τις πρόνοιες της Δ.34 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Είναι προφανές ότι εκείνο που διατάσσει το διάταγμα είναι την εγγραφή του ακινήτου επ΄ ονόματι της συζύγου ταυτόχρονα με την ακύρωση της εγγραφής στο όνομα της εταιρείας, και την ταυτόχρονη εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους (υπέρ του συζύγου) ως επιβάρυνση επί του ακινήτου.
Εν όψει των όσων προσπάθησα να εξηγήσω δεν διακρίνω έλλειψη δικαιοδοσίας , υπέρβαση εξουσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ή οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο δικαιολογείται η έκδοση των ζητουμένων προνομιακών ενταλμάτων, εκτός από τον προαναφερόμενο λόγο της καταστρατήγησης της Δ.34 θ.5 από το δεύτερο διάταγμα που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Παρατηρώ επίσης ότι οι αιτητές δεν έδειξαν και οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα ζητούμενα προνομιακά εντάλματα, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση το ένδικο μέσο της έφεσης ήταν διαθέσιμο για τους αιτητές και μάλιστα αυτοί, μετά την έκδοση της αδείας του Δικαστηρίου για καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα, καταχώρισαν και έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου (έστω και αν αργότερα δήλωσαν ότι θα την απέσυραν). Εξαιρετικές περιστάσεις συντρέχουν μόνο για την ακύρωση του προαναφερόμενου δευτέρου διατάγματος που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεδομένης της καταστρατήγησης της προαναφερόμενης δικονομικής πρόνοιας και κατ΄ επέκταση της υπέρβασης της εξουσίας του δικαστηρίου.
Δεν αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στους τυπικούς λόγους ενστάσεως όπως τη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και τη μη αποκάλυψη των πηγών γνώσης του ενόρκως δηλούντος κ. Διογένους. Δεν πείστηκα ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ευσταθούν. Ούτε και θεωρώ ότι οι αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας, εφόσον η σχετική έφεση καταχωρίστηκε μεταγενεστέρα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η αίτηση για Certiorari εγκρίνεται μόνον αναφορικά με το δεύτερο διάταγμα που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο και ακυρώνεται. Το υπόλοιπο μέρος της αίτησης για Certiorari απορρίπτεται όπως απορρίπτεται και η αίτηση για Prohibition. Τα 2/3 των εξόδων των αιτήσεων επιδικάζονται εις βάρος των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.