ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1251
23 Νοεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΔΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
MOHAMED IMBRAHIM GOODA,
Εφεσιβλήτου-Eναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11871)
Δικαστική παρέμβαση ― Παράμετροι παρέμβασης του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της ακρόασης και επιπτώσεις ― Εκτενής παρέμβαση του προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, οδήγησε σε ακύρωση της δίκης και σε διαταγή επανεκδίκασης.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην οποία αποφασίστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, ότι ο εφεσίβλητος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τους εργοδότες του, τους εφεσείοντες. Το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο £602.48 ως αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση και £1088.78 ως δεδουλευμένους και μη καταβληθέντες μισθούς συμπεριλαμβανομένου και 13ου μισθού για το έτος 2001, δηλαδή σύνολο £1691.26 πλέον έξοδα. Η πράξη εξαναγκασμού σε παραίτηση συνίστατο, σύμφωνα με το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην παράλειψη καταβολής προς τον εφεσίβλητο του μισθού του.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας 7 λόγους έφεσης μεταξύ των οποίων ήταν και ο λόγος ότι δεν έτυχαν δίκαιης και αμερόληπτης δίκης αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την υποβολή πολλών εχθρικών και ειρωνικών ερωτήσεων, έδειχνε ότι μεροληπτούσε υπέρ του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από εξέταση των πρακτικών της υπόθεσης, διαπιστώνεται εκτενής παρέμβαση του προέδρου του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία, ενέργεια που δεν είναι επιτρεπτή σύμφωνα με τη νομολογία. Η παρέμβαση αυτή είναι πολύ πιο εκτεταμένη στο στάδιο της μαρτυρίας των εφεσειόντων. Εκτός από τις πολλές ερωτήσεις κατά την εξέταση και αντεξέταση, που αρκετές από αυτές φαίνονται να ήσαν επιτρεπτές, υπήρχε εκτενής εξέταση από το ίδιο το δικαστήριο στο τέλος της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα.
2. Παρά το γεγονός ότι σε υποθέσεις που εκδικάζονται από το Δ.Ε.Δ. ο δικαστής έχει, ενόψει του εξεταστικού συστήματος που ισχύει, πιο ενεργό ρόλο στην όλη διαδικασία, εντούτοις δεν πρέπει η παρέμβαση του δικαστηρίου να είναι εκτεταμένη και να παίρνει τη μορφή αντεξέτασης του μάρτυρα γιατί τότε ο δικαστής χάνει την απαραίτητη ιδιότητα του αμερόληπτου κριτή.
3. Η έκταση και η μορφή της παρέμβασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν τέτοια που επηρέαζε τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδιαίτερα σε μια υπόθεση όπως την παρούσα που το αποτέλεσμα εξαρτάτο βασικά από την αξιοπιστία των μαρτύρων.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί και η υπόθεση να επανεκδικασθεί.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αθανασίου ν. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd. κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1635,
Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ ν. Μελάρτα κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 654.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Υπ. Αρ. 96/02), ημερ. 24/9/03.
Α. Σ. Παπαντωνίου, για τους Eφεσείοντες.
Μ. Ιακώβου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατάγεται από την Αίγυπτο. Εργαζόταν στο εργοστάσιο επίπλων της εφεσείουσας εταιρείας στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών μαζί με 18 άλλους ομοεθνείς του. Σε κάποιο στάδιο προέκυψε εργατική διαφορά με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος αλλά και οι άλλοι ομοεθνείς του, να καταχωρήσουν υποθέσεις στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εναντίον των εφεσειόντων. Ο εφεσίβλητος είχε καταχωρήσει την υπόθεση 96/02 με την οποία αξίωνε £1215.84 ως δεδουλευμένους μισθούς, £3280 για υπερωριακή εργασία και αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση που ισοδυναμεί με παράνομη απόλυση. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι η εργοδότησή του από τους εφεσείοντες είχε αρχίσει στις 4/7/00 και τερματίστηκε κατά ή περί την 21/1/02. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι ο εφεσίβλητος είχε αποχωρήσει και/ή εγκαταλείψει την εργασία του οικειοθελώς και ότι δεν του οφείλουν οποιοδήποτε ποσό. Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, κατάληξε ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων (παράλειψη δηλαδή καταβολής προς τον εφεσίβλητο του μισθού του) ήταν τέτοια που συνιστούσε εξαναγκασμό σε παραίτηση (constructive dismissal) με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 7(1) και 7(2) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (Ν 24/67 ως έχει τροποποιηθεί). Επιδίκασε στον εφεσίβλητο £602.48 ως αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση και £1088.78 ως δεδουλευμένους και μη καταβληθέντες μισθούς συμπεριλαμβανομένου και 13ου μισθού για το έτος 2001, δηλαδή σύνολο £1691.26 πλέον έξοδα.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση κατά της προαναφερθείσας απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου την οποία βασίζουν σε 7 λόγους έφεσης.
Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης, το κρίνουμε ορθό να εξετάσουμε πρώτα τον 6ο λόγο που ουσιαστικά περιέχει ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες δεν έτυχαν αμερόληπτης και δίκαιης δίκης αφού το πρωτόδικο δικαστήριο, με την υποβολή πολλών εχθρικών και ειρωνικών ερωτήσεων, έδειχνε ότι μεροληπτούσε υπέρ του εφεσίβλητου. Ήταν, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ο δικαστής εμφανώς εχθρικός προς τους μάρτυρές τους και εμφανώς υποβοηθητικός και φιλικός προς τον εφεσίβλητο. Επί του λόγου τούτου ο συνήγορος των εφεσειόντων προχωρεί και παραθέτει σχετικές σελίδες των πρακτικών που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του αποκαλύπτουν την μεροληψία του πρωτόδικου δικαστή.
Εξετάσαμε τα πρακτικά και ιδιαίτερα τα σημεία που ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έχει υποδείξει. Βέβαια από τα πρακτικά δεν μπορεί να διαφανεί είτε το έντονο ύφος, είτε η ειρωνεία. Αυτό που διαπιστώνεται όμως είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός παρεμβάσεων του προέδρου του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενέργεια που σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι επιτρεπτή. Αναφερόμαστε στην υπόθεση Αθανασίου v. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd. κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1635 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με το θέμα αυτό και σε υπόθεση που το παράπονο στρεφόταν κατά του ιδίου δικαστή όπως και στην παρούσα, τελικά ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Βέβαια εκεί δεν αναφέρθηκε αν το γεγονός αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό να οδηγήσει σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης αφού ο λόγος αυτός εξετάστηκε μετά που η τύχη της έφεσης είχε ήδη κριθεί με τους άλλους δυο λόγους έφεσης. Παρομοίως στην υπόθεση Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ. ν. Μελάρτα κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 654 η παρέμβαση ήταν τέτοιας έκτασης που σε 6 μάρτυρες που είχαν καταθέσει, το δικαστήριο (ίδιος δικαστής με την παρούσα) υπέβαλε συνολικά 355 ερωτήσεις. Η παρέμβαση ήταν πιο εκτενής κατά την εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσειόντων. Οι παρεμβάσεις θεωρήθηκαν τέτοιες που οδήγησαν σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και σε διαταγή για επανεκδίκαση.
Επιστρέφοντας στα πρακτικά της δικής μας περίπτωσης διαπιστώνουμε και εδώ μια εκτενή παρέμβαση του προέδρου του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά τη διαδικασία. Σε μια σχετικά σύντομη ακροαματική διαδικασία υποβλήθηκαν από τον ίδιο τον Πρόεδρο του δικαστηρίου κάπου 250 ερωτήσεις. Είναι δε η παρέμβαση αυτή πολύ πιο εκτεταμένη στο στάδιο της μαρτυρίας των εφεσειόντων. Εκτός από τις πολλές ερωτήσεις κατά την εξέταση και αντεξέταση, που πρέπει όμως να πούμε ότι αρκετές φαίνονται να ήσαν επιτρεπτές, υπήρχε εκτενής εξέταση από το ίδιο το δικαστήριο στο τέλος της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα. Για παράδειγμα στο μάρτυρα των εφεσειόντων Παναγιώτη Κουντουρίδη ενώ ο συνήγορος που τον κάλεσε δεν είχε οποιαδήποτε επανεξέταση, το δικαστήριο υπέβαλε κάπου 25 ερωτήσεις. Στο μάρτυρα των εφεσειόντων Γιαννάκη Νεοφύτου υπήρχε μια ερώτηση κατά την επανεξέταση και το δικαστήριο υπέβαλε συνολικά 27 ερωτήσεις.
Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω ότι, παρά το γεγονός ότι σε υποθέσεις που εκδικάζονται από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ο δικαστής έχει, ενόψει του εξεταστικού συστήματος που ισχύει, πιο ενεργό ρόλο στην όλη διαδικασία, εντούτοις δεν πρέπει η παρέμβαση του δικαστηρίου να είναι εκτεταμένη και να παίρνει τη μορφή αντεξέτασης του μάρτυρα γιατί τότε ο δικαστής χάνει την απαραίτητη ιδιότητα του αμερόληπτου κριτή. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Αθανασίου ν. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd. σελ.1642 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η πιο πάνω απόφαση αφορούσε διαδικασία στην οποία η δίκη διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα. Η δίκη που διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα, δίδει ευρύτερη εξουσία στο Δικαστήριο να διαπιστώσει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, τα επίδικα θέματα και τα πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. Δεν δίδει όμως απεριόριστη τέτοιαν εξουσία που να περιλαμβάνει πιεστική εξέταση και αντεξέταση του αιτητή και ιδιαίτερα επί μη επίδικων θεμάτων, γιατί άλλως θα δοθεί η εντύπωση ότι αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός εκ των διαδίκων. Ο Δικαστής έχει δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, με βάση πάντα το εξεταστικό σύστημα, να διακριβώσει, με την επέμβασή του, τα ουσιώδη και επίδικα θέματα, όπως επίσης και να εξακριβώσει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Επιβάλλεται, όμως, να αποφεύγει να θέτει τον εαυτό του στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθεί τη θέση του ενός ή του άλλου διαδίκου.»
Η μορφή αρκετών από τις ερωτήσεις του δικαστηρίου στη δική μας περίπτωση ήταν τέτοια που ενώ, όπως ορθά έθιξε το Δικαστήριο στην αρχή της υπόθεσης, το βάρος απόδειξης ήταν στον εφεσίβλητο, στη συνέχεια φαίνεται ότι το δικαστήριο θεωρούσε τους εφεσείοντες ως υπόχρεους να δικαιολογήσουν το κάθε τι σχετικά με τις περιστάσεις της απόλυσης. Σε πολλές δε απαντήσεις, συνέχιζαν ερωτήσεις που είχαν τη μορφή αντεξέτασης και κατ' επέκταση αμφισβήτησης, πριν την συμπλήρωση της δίκης, των ισχυρισμών των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι η έκταση και μορφή της παρέμβασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν τέτοια που επηρέαζε τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδιαίτερα σε μια υπόθεση όπως την παρούσα που το αποτέλεσμα εξαρτάτο βασικά από την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. Ενεργώντας, όπως και στην υπόθεση Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ., πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ορθή διαδικασία είναι η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης.