ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 1 ΑΑΔ 1111

30 Οκτωβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΜΑΡΙΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12129)

 

Αστικά αδικήματα ― Κακόβουλη δίωξη ― Άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Martin v. Watson [1995] 3 All E. R. 559.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών για κλοπή και πλαστογράφηση κυβερνητικών επιταγών. Η κατηγορία ήταν ότι αυτός και η εφεσίβλητη, αφού άνοιγαν τους φακέλους που περιείχαν τις επιταγές, έκλεβαν τις επιταγές, ακολούθως δε η εφεσίβλητη τις πλαστογραφούσε και τις παρουσίαζε σε διάφορες τράπεζες, όπου τις εξαργύρωνε και εισέπραττε τα χρήματα.

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ανέστειλε την ποινική δίωξη της εφεσίβλητης, η δε υπόθεση προχώρησε εναντίον του εφεσείοντος μόνο, με κυριότερη μάρτυρα κατηγορίας την εφεσίβλητη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε επιτυχώς την καταδικαστική απόφαση. Ο εφεσείων παρέμεινε στη φυλακή για 52 συνολικά μέρες.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της εφεσίβλητης. Αιτία της αγωγής (cause of action) ήταν το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης (malicious prosecution). Η αξίωση ήταν για £21.110 ειδικές αποζημιώσεις, πλέον γενικές αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.

Στην πορεία της διαδικασίας ακρόασης, ο εφεσείων απέσυρε την αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα με καταδίκη του δεύτερου σε £600 έξοδα. Η ακρόαση συνεχίστηκε εναντίον της εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή επειδή ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει δύο από τα προαπαιτούμενα για επιτυχία της αγωγής του, ήτοι απέτυχε να αποδείξει ότι η εναγόμενη Νο. 2 έθεσε σε κίνηση την διαδικασία του Νόμου εναντίον του και ότι η διαδικασία ήταν χωρίς καλό λόγο και αιτία. Το Δικαστήριο επικαλέσθηκε τις αρχές της Αγγλικής απόφασης Martin ν. Watson [1995] 3 All E. R. 559, πριν καταλήξει στην απόφασή του.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τα δύο προαπαιτούμενα της αγωγής του τα οποία αναφέρονται ανωτέρω.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, διαφοροποιώντας την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην Martin (ανωτέρω), απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Στην Martin, η εφεσίβλητη κατήγγειλε επανειλημμένα τον εφεσείοντα για το αδίκημα που διώχθηκε και αθωώθηκε, είναι δε με την επιμονή της ίδιας που η υπόθεση προωθήθηκε στο Δικαστήριο όπου εκείνη ήταν η παραπονούμενη και η ουσιαστική κατήγορος του εφεσείοντος. Εδώ τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Την κίνηση του Νόμου εναντίον του εφεσείοντος έθεσαν οι παραπονούμενοι/δικαιούχοι των επιταγών και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Ο Νόμος, μάλιστα, κινήθηκε και εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία, μέχρι την καταχώρηση αναστολής της ποινικής της δίωξης, ήταν συγκατηγορούμενη του εφεσείοντος στην ίδια υπόθεση. Μετά την αναστολή της δίωξής της, η εφεσίβλητη έδωσε απλώς μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Τίποτε περισσότερο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31,

Martin ν. Watson [1995] 3 All E. R. 559.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού�Δικαστηρίου Πάφου (Υπ.�Αρ. 4763/98), ημερ. 1/7/04.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το Δεκέμβριο του 1994 ο εφεσείων αρραβωνιάστηκε την εφεσίβλητη. Ο εφεσείων εργαζόταν στο Ταχυδρομείο Πάφου ως διανομέας επιστολών. Η εφεσίβλητη εργαζόταν ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο της Πάφου. Συζούσαν στο σπίτι των γονιών της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων συνήθιζε να παίρνει την αλληλογραφία στο σπίτι για ταξινόμηση, με σκοπό τη διευκόλυνση της διανομής της. Στην αλληλογραφία περιλαμβάνονταν και φάκελοι με κυβερνητικές επιταγές συντάξεων και επιταγές για επιδόματα τέκνων.

Μετά από καταγγελία στην Αστυνομία από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας για κάποια Μαρία Ιωάννου, ότι μεταξύ του Δεκεμβρίου 1994 και του Φεβρουαρίου 1995, αριθμός κυβερνητικών επιταγών κλάπηκαν και, στη συνέχεια, πλαστογραφήθηκαν και εξαργυρώθηκαν, διενεργήθηκαν ανακρίσεις, ως αποτέλεσμα των οποίων ο εφεσείων και η εφεσίβλητη συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν στην ποινική υπόθεση 8821/1995 Ε.Δ. Πάφου. Η κατηγορία ήταν ότι ο εφεσείων και η εφεσίβλητη, αφού άνοιγαν τους φακέλους, έκλεβαν τις επιταγές, ακολούθως δε η εφεσίβλητη τις πλαστογραφούσε και τις παρουσίαζε σε διάφορες τράπεζες, όπου τις εξαργύρωνε και εισέπραττε τα χρήματα.

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ανέστειλε την ποινική δίωξη της εφεσίβλητης, η δε υπόθεση προχώρησε εναντίον του εφεσείοντος μόνο, με κυριότερη μάρτυρα κατηγορίας την εφεσίβλητη.

Στις 13.1.1998 ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών. Εφεσίβαλε την απόφαση με επιτυχία. Στις 4.3.1998 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του και τον αθώωσε. Το σκεπτικό ήταν ότι (α) το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ενίσχυε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν εσφαλμένο, καθότι τα ψεύδη τα οποία είχε εντοπίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μαρτυρία του δεν ήταν, στην πραγματικότητα, ψεύδη, αλλά, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν ψεύδη, αυτά δεν είχαν αποδειχθεί με μαρτυρία ανεξάρτητη από εκείνη της εφεσίβλητης, και (β) η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να υποδείξει εκείνα τα μέρη της μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενισχυτικά της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, αποτελούσε σφάλμα το οποίο, από μόνο του, ήταν αρκετό να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης. Ο εφεσείων παρέμεινε στη φυλακή για 52 συνολικά μέρες. (Βλ. Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31).

Η αθώωση του εφεσείοντος και η παραμονή του στη φυλακή μέχρι την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτέλεσε το έναυσμα της υπ' αρ. 4763/1998 αγωγής εκ μέρους του και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της εφεσίβλητης. Αιτία της αγωγής (cause of action) ήταν το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης (malicious prosecution). Η αξίωση ήταν για £21.110 ειδικές αποζημιώσεις, πλέον γενικές αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση. Στην πορεία της διαδικασίας ο εφεσείων απέσυρε την αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με καταδίκη του δεύτερου σε £600 έξοδα. Ακολούθως, η ακρόαση συνεχίστηκε εναντίον της εφεσίβλητης μέχρι που συμπληρώθηκε.

Την 1.7.2004 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του. Απέρριψε την αγωγή με το ακόλουθο σκεπτικό:

"Στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με την νομική ανάλυση που προηγήθηκε ο ενάγοντας είχε υποχρέωση να αποδείξει α) Εναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του β) έλλειψη εύλογης και πιθανής αιτίας γ) κακοβουλία δ) λήξη της ποινικής δίωξης υπέρ του και ε) ζημιά που υπέστη συνεπεία της δίωξης. Στην Αγγλική απόφαση της βουλής των Λόρδων Martin v. Watson [1995] All E.R. σελίδα 559 στη σελίδα 562 εκτίθενται οι πιο πάνω αρχές στο ακόλουθο απόσπασμα:

«It is common ground that the ingredients of the tort of malicious prosecution are correctly stated in Clerk and Lindsell on Torts (16th edn, 1989) p1042 para 19-05:

'In an action of malicious prosecution the plaintiff must show first that he was prosecuted by the defendant, that is to say, that the law was set in motion against him on a criminal charge; secondly, that the prosecution was determined in his favour; thirdly, that it was without reasonable and probable cause; fourthly, that it was malicious. The onus of proving every one of these is on the plaintiff.'»

Στην παρούσα υπόθεση πράγματι κινήθηκε η διαδικασία του Νόμου για ποινική δίωξη του εναγομένου, αλλά όχι υπό της εναγομένης αρ. 2. Τουναντίον η εναγομένη αρ. 2 υπήρξε ύποπτη και στην συνέχεια συγκατηγορούμενη του ενάγοντα στην ίδια υπόθεση. Δεν ήταν ούτε κατήγορος, ούτε παραπονούμενη αλλ' ούτε και προχώρησε σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του. Καταγγελία στην Αστυνομία υπέβαλε το Γενικό Λογιστήριο του κράτους και μια παραπονουμένη που κλάπηκε η επιταγή της. Κατήγορος και πρόσωπο που προώθησε και εκδίκασε την υπόθεση ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι η εναγομένη αρ. 2, απηλλάγη των κατηγοριών λόγω καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα - και που ασκεί το δικαίωμα αυτό δυνάμει του Νόμου, χωρίς να υπόκειται σε οποιοδήποτε έλεγχο - δεν μετατρέπει την εναγομένη αρ. 2 σε κατήγορο ή σε πρόσωπο που κίνησε την διαδικασία του Νόμου εναντίον του ενάγοντα. Η εναγομένη αρ. 2 κλήθηκε σαν μάρτυρας κατηγορίας και έδωσε την μαρτυρία της σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Το αν τα πολιτειακά όργανα του κράτους, Γενικός Εισαγγελέας και Πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα ή κακόβουλα ή πεπλανημένα προχώρησαν την διαδικασία που ακυρώθηκε, δεν ήταν ευθύνη της εναγομένης αρ. 2 ή εξαρτάτο από τη θέληση της. Αν ήταν ορθή η λογική του ενάγοντα, ότι η εναγομένη προχώρησε σε κακόβουλη δίωξη του ενάγοντα, τότε όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας σε ποινικές υποθέσεις που απορρίπτονται ή και ακυρώνονται κατ΄ έφεση θα διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο να εναχθούν για κακόβουλη δίωξη των κατηγορουμένων που αθωώθηκαν. Στην πιο πάνω Αγγλική υπόθεση είναι η εναγομένη που επανειλημμένα κατάγγειλε τον ενάγοντα για το αδίκημα που διώχθηκε και είναι με την επιμονή της ίδιας που η υπόθεση προωθήθηκε στο δικαστήριο και η εναγομένη ήταν η παραπονούμενη και η ουσιαστική κατήγορος του ενάγοντα. Την κίνηση του Νόμου εναντίον του ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση την έθεσαν οι παραπονούμενοι - δικαιούχοι των κλαπέντων επιταγών - και ο Γενικός Εισαγγελέας. Η αγωγή παρ' όλα ταύτα εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας απεσύρθη έναντι καταβολής προς τον ενάγοντα συγκεκριμένου ποσού εξόδων. Δεν θα ασχοληθώ με το θέμα αυτό, αν δηλαδή ορθώς ή λανθασμένα αποσύρθη η αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα.

..........................................................................................................

Είναι ολοφάνερο από τα πιο πάνω ότι ο ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει δύο από τα προαπαιτούμενα για επιτυχία της αγωγής του, ήτοι απέτυχε να αποδείξει ότι η εναγομένη Νο. 2 έθεσε σε κίνηση την διαδικασία του Νόμου εναντίον του και ότι η διαδικασία ήταν χωρίς καλό λόγο και αιτία. Συνακόλουθα η αγωγή του απορρίπτεται."

Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει δύο από τα προαπαιτούμενα για επιτυχία της αγωγής του, ήτοι (α) ότι η εφεσίβλητη έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία του Νόμου εναντίον του και (β) ότι η εναντίον του διαδικασία ήταν χωρίς καλό λόγο και αιτία. Και τούτο διότι "Σύμφωνα με το νόμο και τη νομολογία όταν ένα πρόσωπο: (α) ενεργώντας κακόβουλα δώσει ψεύτικες πληροφορίες στην Αστυνομία και (β) όταν τα γεγονότα του ισχυριζόμενου αδικήματος είναι στην αποκλειστική γνώση του ατόμου αυτού, τότε το πρόσωπο αυτό μπορεί να βρεθεί ένοχο του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης: Martin v. Watson [1995] 3 All ER 559 και Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50 όπου απεφασίσθη ότι το άρθρο 32 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου δεν αποκλείει το κοινοδίκαιο."

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Martin, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφοροποιείται από την υπόθεση του εφεσείοντος. Εκεί η εφεσίβλητη κατήγγειλε επανειλημμένα τον εφεσείοντα για το αδίκημα που διώχθηκε και αθωώθηκε, είναι δε με την επιμονή της ίδιας που η υπόθεση προωθήθηκε στο Δικαστήριο όπου εκείνη ήταν η παραπονούμενη και η ουσιαστική κατήγορος του εφεσείοντος. Εδώ τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Την κίνηση του Νόμου εναντίον του εφεσείοντος έθεσαν οι παραπονούμενοι/δικαιούχοι των επιταγών και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Ο Νόμος, μάλιστα, κινήθηκε και εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία, μέχρι την καταχώρηση αναστολής της ποινικής της δίωξης, ήταν συγκατηγορούμενη του εφεσείοντος στην ίδια υπόθεση. Μετά την αναστολή της δίωξής της, η εφεσίβλητη έδωσε απλώς μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Τίποτε περισσότερο.

Δοθέντος ότι, έστω και κατ' επίκληση της Martin, αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, δεν θεωρούμε χρήσιμο να υπεισέλθουμε στην εξέταση των οποιωνδήποτε ερωτημάτων τα οποία ενδεχομένως εγείρονται αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Ούτε στην εξέταση των άλλων λόγων έφεσης που προβάλλονται, εφόσον αυτοί τελούν υπό την προϋπόθεση ότι ο εφεσείων πέτυχε να αποδείξει τα προαναφερθέντα δύο προαπαιτούμενα για επιτυχία της αγωγής του.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο