ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
"EPCO LARTICO" ν. LARTICO (1978) 1 CLR 201
SAAB AND ANOTHER ν. HOLY MONASTERY AY. NEOPHYTOS (1982) 1 CLR 499
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Τ.G. & Sons Importing Ltd και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 180
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 1 ΑΑΔ 1084
30 Οκτωβρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ARCHBOLD INVESTMENTS LTD,
2. ΑΚΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
3. ΔΕΣΠΟΙΝΑ (ΛΙΝΤΑ) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 111/2005)
Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό χωρίς προκαθορισμένο ποσό ― Σύμβαση εγγύησης ― Σύμβαση επίσχεσης ― Κατά πόσο οι εγγυητές απαλλάσσονταν των ευθυνών που ανέλαβαν με βάση τη σύμβαση εγγύησης και τη σύμβαση επίσχεσης, όταν η Τράπεζα προέβη σε αυξήσεις του παραχωρηθέντος χρεωστικού ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού χωρίς τη συγκατάθεσή τους και λόγω του ότι η Τράπεζα χρησιμοποίησε το προϊόν τεσσάρων εμπρόθεσμων καταθέσεών τους, που είχαν δεσμευτεί ως πρόσθετη εξασφάλιση του επίδικου λογαριασμού, για σκοπούς άλλους από την εξόφλησή του.
Τόκος ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό ― Τρόπος υπολογισμού του τόκου από την Τράπεζα ― Κατά πόσο (α) η χρέωση τόκου υπερέβαινε το 9%, (β) υπήρξε οποιοσδήποτε ανατοκισμός ή παράνομη χρέωση του λογαριασμού με οποιοδήποτε ποσό, και (γ) με τον επιδικασθέντα τόκο παραβιάσθηκε το Άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν.2/77).
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (η Τράπεζα) αξίωσε με αγωγή της εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2 και 3 υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, τον οποίο διατηρούσαν μαζί της οι εφεσείοντες 1. Οι εφεσείοντες 2 και 3 ενάγονταν υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό των £48.433,63, με τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού £32.526,74 από 1/10/2003 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Οι θέσεις των μερών όπως προκύπτουν από τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είναι εν συντομία οι ακόλουθες:
Η Τράπεζα ισχυρίσθηκε ότι, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 6/9/1994 - Τεκμήριο 1 - άνοιξε προς όφελος των εφεσειόντων 1 τον τρεχούμενο λογαριασμό, υπ' Αρ. 114-11-002030 και παραχώρησε πιστωτική διευκόλυνση ύψους £5.000,00. Την αποπληρωμή του οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2 και 3 - μέτοχοι και διευθυντές των εφεσειόντων 1 - με γραπτή συμφωνία ίδιας ημερομηνίας. Στις 19/1/1999, η Τράπεζα έκλεισε τον πιο πάνω λογαριασμό, λόγω παράλειψης των εφεσειόντων 1 να διευθετήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο. Στη συνέχεια αξίωσε με την αγωγή της εξόφληση του υπολοίπου, το οποίο στις 30/9/2000 ανερχόταν σε £41.623,50, πλέον τόκο 9% ετησίως από 1/10/2000.
Οι εφεσείοντες 2 και 3 πρόβαλαν με την Υπεράσπισή τους ότι απαλλάσσονται οποιασδήποτε ευθύνης, λόγω της σταδιακής αύξησης του παραχωρηθέντος ορίου προς τους εφεσείοντες 1 από £5.000,00 σε £22.000,00, η οποία έγινε χωρίς την συγκατάθεσή τους, και λόγω του ότι η Τράπεζα χρησιμοποίησε το προϊόν τεσσάρων εμπρόθεσμων καταθέσεών τους, που είχαν δεσμευτεί ως πρόσθετη εξασφάλιση του επίδικου λογαριασμού, για σκοπούς άλλους από την εξόφλησή του. Πρόβαλαν, επίσης, όλοι οι εφεσείοντες ότι το αξιούμενο ποσό περιλαμβάνει τόκους πέραν του επιτρεπομένου ποσού και άλλες παράνομες χρεώσεις. Οι εφεσείοντες 2 και 3 ανταπαιτούσαν τα ποσά τα οποία είχαν κατατεθειμένα στις εμπρόθεσμες καταθέσεις τους, ως και δήλωση περί απαλλαγής τους από την ευθύνη, ως οι Υπερασπίσεις τους.
Με τους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας των διαφόρων συμφωνιών - (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3) - και η ορθότητα του ευρήματος ως προς το επιδικασθέν ποσό - (λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7).
Προς υποστήριξη των τριών πρώτων λόγων έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι οι μεταγενέστερες αυξήσεις του πιστωτικού ορίου προς τους εφεσείοντες 1, οι οποίες έγιναν εν αγνοία των εφεσειόντων 2 και 3, συνιστούν αλλαγή των όρων της συμφωνίας-Τεκμήριο 1 - και οδηγούν σε απαλλαγή τους. Η εγγύηση, την οποία αυτοί έδωσαν, αφορούσε το ποσό των £5.000,00. Η φράση στο Τεκμήριο 1, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ερμηνευόμενη, λαμβανομένου υπόψη και του προοιμίου του Τεκμηρίου 1, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εγγύηση δεν ήταν για απεριόριστο ποσό, ώστε να μπορεί να καλύψει τις μεταγενέστερες αυξήσεις του πιστωτικού ορίου. Ορθή δεν ήταν επίσης ούτε και η ερμηνεία της συμφωνίας επίσχεσης (lien) Τεκμήριο 11, την οποία συνήψε η Τράπεζα και οι εφεσείοντες 2 και 3 και είχε τη μορφή γραπτής διαβεβαίωσης την οποία οι τελευταίοι έδωσαν προς την Τράπεζα αναφορικά με τα θέματα που αναφέρονται σ' αυτή.
Σε σχέση με το επιδικασθέν ποσό, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι με αυτό παραβιάζεται το Άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν.2/77) και ότι η συμφωνία Τεκμήριο 1, στη βάση της οποίας υπολογίστηκε και επιδικάσθηκε ο τόκος, είναι παράνομη. Προβλέπει υπολογισμό του τόκου επί 360 ημερών, αντί 365 που είναι το ημερολογιακό έτος, με αποτέλεσμα ο τόκος να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο του 9% ετησίως.
Σε σχέση με την κίνηση του λογαριασμού και τα οφειλόμενα ποσά, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος 2 για ανατοκισμό εσφαλμένα απορρίφθηκε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τις συμφωνίες και τα ενώπιόν του έγγραφα όπως καθορίζει η νομολογία. Η συμφωνία - Τεκμήριο 1 - αποτελεί συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό, χωρίς προκαθορισμένο ποσό. Η συμφωνία εγγύησης - Τεκμήριο 2 - δόθηκε και αφορά το Τεκμήριο 1. Η προσπάθεια των εφεσειόντων 2 και 3 να συνδέσουν το αρχικώς παραχωρηθέν ποσό των £5.000,00 με τη συμφωνία εγγύησης, προς το σκοπό περιορισμού της ευθύνης τους, είναι εκτός του γράμματος και του πνεύματος αυτής, η οποία ρητά παραπέμπει στη συμφωνία - Τεκμήριο1 - η οποία παρέχει τη δυνατότητα στην Τράπεζα, κατά την απόλυτη κρίση της, να καθορίζει το ποσό και το είδος της διευκόλυνσης. Οι αυξήσεις χρεωστικού ορίου που παραχωρήθηκαν είναι στα πλαίσια εφαρμογής και λειτουργίας της συμφωνίας - Τεκμήριο 1 - και με κανένα τρόπο δεν επηρεάζουν την ευθύνη των εφεσειόντων 2 και 3, η οποία δόθηκε για απεριόριστο ποσό, στη βάση του Τεκμηρίου 2. Ότι η ευθύνη των εφεσειόντων είναι για απεριόριστο ποσό προκύπτει και από το Άρθρο 18 της συμφωνίας εγγύησης -Τεκμήριο 2. Ορθά ερμηνεύθηκε και η συμφωνία ημερομηνίας 2/8/1994 - Τεκμήριο 11. Το λεκτικό της, από μόνο του, αλλά και σε συνδυασμό με τις οδηγίες που έδωσαν οι εφεσείοντες 2 και 3 με τα Τεκμήρια 12 και 20, σχετικά με τη διαχείριση των εμπρόθεσμων καταθέσεών τους, εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί ευθύνονται ως εγγυητές.
2. Εσφαλμένα θεωρούν οι εφεσείοντες ότι το οφειλόμενο από αυτούς κεφάλαιο ήταν £22.000,00 και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ανακτηθεί πέραν του διπλασίου. Ο λογαριασμός τους ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία της Τράπεζας αλλά και του εφεσείοντα 2, δεν ήταν σταθερό. Στο λογαριασμό εγκρίθηκαν αυξήσεις των ορίων παρατραβήγματος, εγίνοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις, ώστε δεν υπάρχει σταθερό κεφάλαιο, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες. Έπεται ότι δεν παραβιάσθηκε το Άρθρο 6(1) του Ν.2/77.
3. Δεν έχει υποδειχθεί, με αναφορά στα τεκμήρια, οτιδήποτε, που να καταδεικνύει το εσφαλμένο της κατάληξης για τον ανατοκισμό.
4. Στη βάση των χρεώσεων, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε με την αποδοχή του Τεκμηρίου 19, προκύπτει ότι η χρέωση τόκου δεν υπερέβαινε το 8.5% μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας, δηλαδή 19/1/1999.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 180,
Epco v. Lartico (1978) 1 C.L.R. 201,
Saab a.ο. v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,
Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 204.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 9850/00), ημερ. 17/3/05.
Κ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Κινάνης, με Δ. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, με την Αγωγή Αρ. 9850/2000, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αξίωσαν από τους εφεσείοντες - εναγόμενους 1, 2 και 3 - υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, τον οποίο διατηρούσαν οι εφεσείοντες 1 μαζί τους. Οι εφεσείοντες 2 και 3 ενάγονταν υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσιβλήτων και ερμηνεύοντας τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν είτε εκ συμφώνου είτε χωρίς ένσταση, κατέληξε στην έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό των £48.433,63, με τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού £32.526,74 από 1/10/2003 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες την αμφισβητούν με εφτά λόγους έφεσης, στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τις θέσεις των μερών, μέσα από τα δικόγραφα, τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, ως και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ασχολούνται με τραπεζικές εργασίες, ότι, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 6/9/1994, άνοιξαν προς όφελος των εφεσειόντων 1 τον τρεχούμενο λογαριασμό, υπ' Αρ. 114-11-002030 και παραχώρησαν πιστωτική διευκόλυνση ύψους £5.000,00. Την αποπληρωμή του οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2 και 3 - μέτοχοι και διευθυντές των εφεσειόντων 1 - με γραπτή συμφωνία ίδιας ημερομηνίας. Στις 19/1/1999, οι εφεσίβλητοι έκλεισαν τον πιο πάνω λογαριασμό, λόγω παράλειψης των εφεσειόντων 1 να διευθετήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο. Στη συνέχεια, με την αγωγή τους, αξίωσαν εξόφληση του υπολοίπου, το οποίο στις 30/9/2000 ανερχόταν σε £41.623,50, πλέον τόκο 9% ετησίως από 1/10/2000.
Με την Υπεράσπισή τους, οι εφεσείοντες 2 και 3 πρόβαλαν ότι απαλλάσσονται οποιασδήποτε ευθύνης, λόγω της σταδιακής αύξησης του παραχωρηθέντος ορίου προς τους εφεσείοντες 1 από £5.000,00 σε £22.000,00, η οποία έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν το προϊόν τεσσάρων εμπρόθεσμων καταθέσεών τους, που είχαν δεσμευτεί ως πρόσθετη εξασφάλιση του επίδικου λογαριασμού, για σκοπούς άλλους από την εξόφλησή του. Πρόβαλαν, επίσης, όλοι οι εφεσείοντες ότι το αξιούμενο ποσό περιλαμβάνει τόκους πέραν του επιτρεπομένου ποσού και άλλες παράνομες χρεώσεις. Οι εφεσείοντες 2 και 3 ανταπαιτούσαν τα ποσά τα οποία είχαν κατατεθειμένα στις εμπρόθεσμες καταθέσεις τους, ως και δήλωση περί απαλλαγής τους από την ευθύνη, ως οι Υπερασπίσεις τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα:-
«Εν ολίγοις, από τα πιο πάνω έγγραφα προκύπτει ότι κατά καιρούς υπήρξε αύξηση του ορίου του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας καθώς επίσης και ότι τα χρήματα τα οποία ήσαν κατατεθειμένα στις τέσσερις εμπρόθεσμες καταθέσεις των εναγομένων 2 και 3 οι οποίες είχαν δεσμευτεί από τους ενάγοντες ως πρόσθετη εξασφάλιση του εν λόγω τρεχούμενου λογαριασμού μεταφέρθηκαν κατά το 1995 στο νέο λογαριασμό 114-31-004853 ο οποίος ανοίχθηκε επ' ονόματι των εναγομένων αυτών και από εκεί χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τους ενάγοντες για πληρωμές έναντι ή και προς εξόφληση επτά άλλων λογαριασμών ένας εκ των οποίων ανήκε στους εναγόμενους 2 και 3 ενώ οι υπόλοιποι ήσαν επ' ονόματι κάποιων εταιρειών. Τα πιο πάνω γεγονότα όπως και αυτά που προκύπτουν από τα τεκμήρια 1 έως 10 αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών.
.........................................................................................................
... Στη βασική συμφωνία μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης εταιρείας, τεκμήριο 1, αναφέρεται στον όρο 2 ότι το ποσό και ο τύπος των χορηγουμένων πιστωτικών διευκολύνσεων θα υπόκειντο στην απόλυτη κρίση των εναγόντων. Ο όρος αυτός γίνεται ρητά αποδεκτός και στην υπεράσπιση των εναγομένων. Είναι δε φανερό ότι παρείχε τη δυνατότητα στους ενάγοντες να αυξήσουν το όριο του τρεχούμενου λογαριασμού που είχε ανοιχθεί δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας προς όφελος της εναγομένης εταιρείας, πράγμα το οποίο είχε γίνει σε τρεις περιπτώσεις χωρίς αυτό, βεβαίως, να συνιστά μεταβολή οποιουδήποτε όρου της συμφωνίας αυτής αλλά αντίθετα πιστή εφαρμογή του. Με τα πιο πάνω πιστεύω απαντάται η υπό εξέταση ένσταση των εναγομένων 2 και 3. Όμως, συναφώς επισύρεται η προσοχή και στον όρο 18 της συμφωνίας εγγύησης, τεκμήριο 2 με τον οποίο οι εναγόμενοι 2 και 3 είχαν δεσμευτεί ότι η ευθύνη τους με βάση την εγγύηση αυτή θα ήταν απεριόριστη. ...
.........................................................................................................
Συναφώς προς την υπεράσπιση της απαλλαγής από τη συμφωνία εγγύησης, τεκμήριο 2, οι εναγόμενοι 2 και 3 έχουν προτάξει τη θέση ότι πλην της δέσμευσης της εμπρόθεσμης κατάθεσης τους για ποσό £5.044,15 σεντ η οποία έγινε στις 6.9.1994 συγχρόνως με τη σύναψη της βασικής συμφωνίας και της συμφωνίας εγγυήσεως (τα τεκμήρια 1, 2 και 3 είναι σχετικά), για τη δέσμευση των υπολοίπων τριών εμπρόθεσμων καταθέσεων τους που έγινε μεταγενέστερα δεν εσυνήφθη οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τους και των εναγόντων. Περαιτέρω, εγείρουν θέμα ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες δεν εδικαιούντο να χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια τα χρήματα που είχαν προέλθει από τις δεσμευμένες εμπρόθεσμες καταθέσεις τους, για την πληρωμή χρεών εκτός αυτού που θα μπορούσε να προκύψει από τον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό και προπαντός χρεών άλλων προσώπων, νομικών ή φυσικών.
Η απάντηση των εναγόντων όσον αφορά το πρώτο θέμα είναι ότι εδικαιούντο να ενεργήσουν κατά τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω ότι ενήργησαν με βάση συμφωνία επισχέσεως (lien) την οποία είχαν συνάψει μεταξύ τους στις 2.8.1994. Η συμφωνία αυτή κατατέθηκε από τον κ. Αγαπίου και είναι το τεκμήριο 11. ...
Ο πιο πάνω ισχυρισμός του κ. Αγαπίου υποστηρίζεται εμμέσως πλην σαφώς από τη συμφωνία ημερομηνίας 2.8.1994, τεκμήριο 11, στην οποία τα μέρη αναφέροντο ως τη συμφωνία επισχέσεως. Είναι μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 2 και 3 και έχει την μορφή γραπτής διαβεβαίωσης την οποία οι τελευταίοι έδωσαν προς τους ενάγοντες αναφορικά με τα θέματα που αναφέρονται σ' αυτή. ...
.........................................................................................................
Στο τέλος του το έγγραφο αυτό φέρει τις υπογραφές των εναγομένων 2 και 3. Με την εναπόθεση τους σ' αυτό οι εναγόμενοι διακηρύττουν εγγράφως ότι αναγνωρίζουν πως υφίστατο μεταξύ των εναγομένων και της εναγομένης εταιρείας κάποια συμβατική σχέση. Περαιτέρω, δηλώνουν ότι επί τη βάσει της σχέσης αυτής ή και της συνέχισης διατήρησης συμβατικών σχέσεων μεταξύ τους, ουσιαστικά, παραχωρούν στους ενάγοντες το δικαίωμα για δέσμευση και συνακόλουθα χρήση του προϊόντος οποιουδήποτε πιστωτικού λογαριασμού ή κατάθεσης τους προς εξόφληση χρεών της εναγομένης εταιρείας. Η δέσμευση των εναγομένων 2 και 3 κατά τον τρόπο που εξηγείται πιο πάνω, επεκτεινόμενη και στο μέλλον για κάλυψη μελλοντικών υποχρεώσεων της εναγομένης εταιρείας, προκύπτει σαφώς από το συνδυασμό των προνοιών της συμφωνίας ημερομηνίας 2.8.1994, τεκμήριο 11.
Η συμφωνία αυτή ήταν αρκούντως δεσμευτική για τα μέρη και δεν απαιτείτο η σύναψη οποιασδήποτε νέας συμφωνίας για τη δέσμευση κάθε φορά και άλλης εμπρόθεσμης κατάθεσης των εναγομένων 2 και 3, όταν αυτό γινόταν από τους ενάγοντες με την ευκαιρία της αύξησης του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας. ... Αντίθετα, εγνώριζαν και είχαν συναινέσει στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος όπως σαφώς προκύπτει από την επιστολή τους προς τους ενάγοντες ημερομηνίας 28.12.1994, τεκμήριο 20. ... Σ' αυτή οι εναγόμενοι εδήλωναν την αμετάκλητη υποχρέωση τους να μην αποσύρουν τους τόκους οι οποίοι προέκυπταν σε καταθέσεις τους οι οποίες ήσαν δεσμευμένες προς όφελος των εναγόντων (blocked in your favour) μέχρι εξόφλησης των υποχρεώσεων της εναγομένης εταιρείας ή και των δικών τους υποχρεώσεων.
.........................................................................................................
..., όπως προέκυψε μέσα από τη μαρτυρία και δεν αμφισβητήθηκε, ότι με την εν λόγω ενοποίηση ουδόλως επηρεάστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εναγομένων 2 και 3. Όπως δε ελέχθη το ενοποιημένο ποσό του εν λόγω νέου λογαριασμού συνέχισε να παράγει τόκους προς όφελος των εναγομένων αυτών ενώ παράλληλα παρέμεινε δεσμευμένο για κάλυψη τυχόν υποχρεώσεων τους. Τέλος, να σημειωθεί επίσης ότι η συμφωνία της 2.8.1994 παρείχε στους ενάγοντες την ευχέρεια για ενοποίηση λογαριασμών ή καταθέσεων των εναγομένων 2 και 3 κάτω από ένα λογαριασμό.»
Σε σχέση με το ζήτημα της απαλλαγής των εφεσειόντων 2 και 3, για το λόγο ότι τα χρήματα των δεσμευμένων εμπρόθεσμων καταθέσεών τους χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση χρεών άλλων από το επίδικο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των εφεσειόντων και αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, ως προς το ζήτημα της γνώσης από τον εφεσείοντα 2 της ύπαρξης του λογαριασμού, στον οποίο μετακινήθηκαν τα χρήματα των δεσμευμένων καταθέσεων, είπε:-
«Ασφαλώς και εγνώριζε τον εν λόγω λογαριασμό και το ύψος του ποσού που ήταν κατατεθειμένο σ' αυτό και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο. Όμως, για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να γίνει πιστευτή η θέση του ότι δεν εγνώριζε το ότι είχαν μεταφερθεί σ' αυτόν τα χρήματα των τεσσάρων εμπρόθεσμων καταθέσεων οι οποίες ήσαν δεσμευμένες για εξασφάλιση του επίδικου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας. Διότι εφόσον εγνώριζε για το λογαριασμό είναι λογικό να εγνώριζε και από πού είχαν προέλθει τα χρήματα που ήσαν κατατεθειμένα σ' αυτόν.
.........................................................................................................
... Ένα σημαντικό στοιχείο σε σχέση με τις οδηγίες του κ. Γρηγορίου προς τον κ. Μούσκο είναι ότι δεν του ανέφερε ποιες εταιρείες είχε υπόψη του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ούτε στη μαρτυρία του ενώπιον του δικαστηρίου ανάφερε τα ονόματα οποιωνδήποτε εταιρειών. Προφανώς άφησε το θέμα της επιλογής των εταιρειών με προβληματικούς λογαριασμούς στην κρίση του κ. Μούσκου γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι του παρέδωσε το έντυπο τεκμήριο 12, έχοντας θέση σ' αυτό μόνο τις υπογραφές τους. Υπάρχει βέβαια και εκδοχή του κ. Μούσκου ότι το τεκμήριο 12 καταρτίστηκε στην παρουσία των εναγομένων 2 και 3 όταν εδίδοντο οι οδηγίες η οποία εκδοχή γίνεται πιστευτή όπως και η υπόλοιπη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού δεδομένων των παρατηρήσεων σχετικά, ανωτέρω.
Όμως, σημασία δεν έχει εάν ήσαν παρόντες ή όχι οι εναγόμενοι 2 και 3 όταν συμπληρώθηκε το τεκμήριο 12 με τους αριθμούς των λογαριασμών στους οποίους θα εγίνοντο πληρωμές από το λογαριασμό 114-31-004853. Αλλά ότι είχαν ζητήσει ενυπογράφως από τον κ. Μούσκο όπως τα χρήματα του πιο πάνω λογαριασμού χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση λογαριασμών εταιρειών του ομίλου εταιρειών Άκη Γρηγορίου χωρίς να δώσουν οδηγίες για λογαριασμούς συγκεκριμένων εταιρειών. Το πιο πάνω συμπέρασμα προκύπτει πιστεύω από την ανάλυση της μαρτυρίας που έχει προηγηθεί. Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο ισχυρισμός του κ. Γρηγορίου ότι είχε δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για εξόφληση και του επίδικου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας και μάλιστα από τα χρήματα των εμπρόθεσμων καταθέσεων αφού όπως διαπιστώνεται πιο πάνω αυτές δεν υφίσταντο τότε και τα χρήματα που υπήρχαν σ' αυτές είχαν μεταφερθεί στον λογαριασμό 114-31-004853, γεγονός το οποίο ο κ. Γρηγορίου εγνώριζε, όπως διαπιστώνεται πιο πάνω.
... Κατ' αρχή αυτό που έχει συμβεί δεν αποτελεί μεταβολή των όρων της συμφωνίας μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης εταιρείας όπως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των εναγομένων 2 και 3. Άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 91, ανωτέρω.»
Για την οφειλή του ποσού, ενόψει της γραμμής της Υπεράσπισης ότι κανένα ποσό δεν οφείλεται και ότι το αξιούμενο υπόλοιπο είναι προϊόν χρεώσεων τόκου πέραν του επιτρεπομένου ποσού και/ή προϊόν παράνομου ανατοκισμού και χρεώσεων, το Δικαστήριο, αποδεχόμενο και πάλι τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι:-
«... οι ενάγοντες κατάφεραν να αποδείξουν ... ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε ανατοκισμός ή παράνομη χρέωση του λογαριασμού με οποιοδήποτε ποσό. ... ότι καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού και μέχρι σήμερα έφερε τόκο μέσα στο πλαίσιο του σχετικού νόμου και προπαντός της συμφωνίας των μερών, τεκμήριο 1, η οποία προέβλεπε κατά την έναρξη της για χρέωση τόκου προς 8.5% ετησίως (όρος 2(α)) και από τον τερματισμό της και μετά μέχρι εξοφλήσεως προς 9% ετησίως (όρος 5). Και τέλος ότι ο τόκος θα υπολογίζετο με βάση το εμπορικό έτος που αποτελείται από 360 ημέρες (όρος 2(α)).
Η βασική διαφορά μεταξύ των αντίστοιχων θέσεων των δυο πλευρών που οδηγά και σε διαφορετικό υπόλοιπο όσον αφορά τον επίδικο λογαριασμό έγκειται στη μέθοδο καταλογισμού των πληρωμών που εγίνοντο έναντι του λογαριασμού. Συναφώς προς το θέμα αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για οποιαδήποτε συμφωνία ή άλλη συνεννόηση μεταξύ των μερών αναφορικά με τη μέθοδο που έπρεπε να χρησιμοποιούν οι ενάγοντες για τον καταλογισμό των πληρωμών. Ενόψει δε της απουσίας τέτοιων περιστάσεων είναι και νομολογιακά αποδεκτό ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενάγοντες είναι η ορθή. Το θέμα ετέθη από τον Κραμβή Δ. στην πρόσφατη υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. 2005 1(Α) Α.Α.Δ. 38 ...»
Με τους λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας των διαφόρων συμφωνιών - (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3) - και η ορθότητα του ευρήματος ως προς το επιδικασθέν ποσό - (λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7).
Προς υποστήριξη των τριών πρώτων λόγων έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων, με αναφορά στην ίδια νομολογία*, στην οποία και πρωτόδικα στηρίχθηκε, υπέβαλε ότι οι μεταγενέστερες αυξήσεις του πιστωτικού ορίου προς τους εφεσείοντες 1, οι οποίες έγιναν εν αγνοία των εφεσειόντων 2 και 3, συνιστούν αλλαγή των όρων της συμφωνίας - Τεκμήριο 1 και οδηγούν σε απαλλαγή τους. Η εγγύηση, την οποία αυτοί έδωσαν, αφορούσε συγκεκριμένο ποσό - (£5.000,00) - όπως ήταν και το αίτημα των εφεσειόντων 1, όταν ανοίχθηκε ο λογαριασμός. Η φράση στη συμφωνία - Τεκμήριο 1, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ερμηνευόμενη, λαμβανομένου υπόψη και του προοιμίου του Τεκμηρίου 1, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εγγύηση δεν ήταν για απεριόριστο ποσό, ώστε να μπορεί να καλύψει τις μεταγενέστερες αυξήσεις του πιστωτικού ορίου. Ούτε η ερμηνεία, υπέβαλε, σε σχέση με τη συμφωνία επίσχεσης ημερομηνίας 2/8/1994 - Τεκμήριο 11 - είναι ορθή. Η συμφωνία ήταν προγενέστερη της επίδικης. Αφορούσε σε δάνειο ή λογαριασμό που έπαυσε να υπάρχει και, συνεπώς, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη δέσμευση των καταθέσεών τους χωρίς νέα συμφωνία. Χρησιμοποίηση, επίσης, των χρημάτων του λογαριασμού 114-31-004853 για πληρωμή άλλων χρεών, πλην του επιδίκου, συνιστά παράβαση της μεταξύ των μερών συμφωνίας. Η αναφορά στη συμφωνία - Τεκμήριο 11: «... να παρέχετε και/ή να συνεχίσετε να παρέχετε τραπεζικές διευκολύνσεις ...», ορθά ερμηνευόμενη, οδηγεί στη συμφωνία - Τεκμήριο 1, το ποσό της οποίας και εξασφάλιζε.
Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα των εφεσειόντων σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3. Δε συμφωνούμε με όσα αυτοί προβάλλουν. Η ερμηνεία η οποία δόθηκε στις συμφωνίες - Τεκμήρια 1 και 2 μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τις συμφωνίες και τα ενώπιόν του έγγραφα όπως καθορίζει η νομολογία, δηλαδή συνολικά και με συμμετρικότητα, ώστε να μη δημιουργείται δυσαρμονία στην εξήγησή τους - (βλ. Epco ν. Lartico (1978) 1 C.L.R. 201· Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499· Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 204). Η συμφωνία - Τεκμήριο 1 - αποτελεί συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό, χωρίς προκαθορισμένο ποσό. Η συμφωνία εγγύησης - Τεκμήριο 2 - δόθηκε και αφορά το Τεκμήριο 1. Η προσπάθεια των εφεσειόντων 2 και 3 να συνδέσουν το αρχικώς παραχωρηθέν ποσό των £5.000,00 με τη συμφωνία εγγύησης, προς το σκοπό περιορισμού της ευθύνης τους, είναι εκτός του γράμματος και του πνεύματος αυτής, η οποία ρητά παραπέμπει στη συμφωνία - Τεκμήριο 1 - η οποία παρέχει στους εφεσίβλητους τη δυνατότητα, κατά την απόλυτο κρίση τους, να καθορίζουν το ποσό και το είδος της διευκόλυνσης. Οι αυξήσεις του χρεωστικού ορίου που παραχωρήθηκαν είναι στα πλαίσια εφαρμογής και λειτουργίας της συμφωνίας - Τεκμήριο 1 - και με κανένα τρόπο δεν επηρεάζουν την ευθύνη των εφεσειόντων 2 και 3, η οποία δόθηκε για απεριόριστο ποσό, στη βάση του Τεκμηρίου 2. Ότι η ευθύνη των εφεσειόντων είναι για απεριόριστο ποσό προκύπτει και από το Άρθρο 18 της συμφωνίας - Τεκμήριο 2 - όπου αναφέρονται τα εξής:-
«18. Νοείται, ακόμη, ότι η ολική μου ευθύνη με βάση την εγγύηση αυτή θα είναι απεριόριστη πλέον τόκοι με το μεγαλύτερο ποσοστό επιτοκίου που ισχύει από καιρό σε καιρό, πλέον προμήθεια, τραπεζικά δικαιώματα, άλλα έξοδα και δαπάνες που θα προκύψουν ως τον τελικό διακανονισμό όλων των οφειλόμενων από τον Πρωτοφειλέτη ποσών.»
Ούτε η συμφωνία ημερομηνίας 2/8/1994 - Τεκμήριο 11 - ερμηνεύθηκε λανθασμένα. Το λεκτικό της, από μόνο του, αλλά και σε συνδυασμό με τις οδηγίες που οι εφεσείοντες 2 και 3 έδωσαν με τα Τεκμήρια 12 και 20, σχετικά με τη διαχείριση των εμπρόθεσμων καταθέσεών τους, όπως με λεπτομέρεια και σαφήνεια εξηγούνται στο απόσπασμα από την απόφαση που έχουμε ήδη παραθέσει, εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί ευθύνονται ως εγγυητές.
Η απόρριψη του επιχειρήματος ως προς την ερμηνεία του Τεκμηρίου 11, καθιστά το λόγο έφεσης σε σχέση με την ανταπαίτηση χωρίς αντικείμενο.
Παραπονούνται, επίσης, οι εφεσείοντες ότι, με το επιδικασθέν ποσό, παραβιάζεται το Άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν. 2/77), σύμφωνα με το οποίο το ποσό που μπορεί να ανακτηθεί ως καθυστερημένος τόκος δεν υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους, όπως και ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι στο αξιούμενο και επιδικασθέν ποσό δεν υπάρχει ανατοκισμός. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η συμφωνία - Τεκμήριο 1 - στη βάση της οποίας υπολογίστηκε και επιδικάστηκε ο τόκος, είναι παράνομη. Προβλέπει υπολογισμό του τόκου επί 360 ημερών, αντί 365 που είναι το ημερολογιακό έτος, με αποτέλεσμα ο τόκος να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο του 9% ετησίως.
Και αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Εσφαλμένα οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το οφειλόμενο από αυτούς κεφάλαιο ήταν £22.000,00 και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ανακτηθεί ποσό πέραν του διπλασίου. Ο λογαριασμός, τον οποίο διατηρούσαν με τους εφεσίβλητους, ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αλλά και του εφεσείοντα 2, δεν ήταν σταθερό. Στο λογαριασμό εγκρίθηκαν αυξήσεις των ορίων παρατραβήγματος, εγίνοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις, ώστε δεν υπάρχει σταθερό κεφάλαιο, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες.
Σε σχέση με την κίνηση του λογαριασμού και τα οφειλόμενα ποσά, το παράπονο των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα 2 για ανατοκισμό εσφαλμένα απορρίφθηκε δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τις καταστάσεις του λογαριασμού με τις διάφορες χρεοπιστώσεις - (Τεκμήρια 19 και 21) - ως και την προφορική μαρτυρία των προσώπων που τις συνέταξαν. Εξέτασε τις εξηγήσεις που έδωσαν, συνέκρινε τα τεκμήρια και επεξήγησε με επάρκεια τους λόγους που οδήγησαν στην αποδοχή του Τεκμηρίου 19. Ενώπιόν μας δεν έχει υποδειχθεί, με αναφορά στα τεκμήρια, ο,τιδήποτε, που να καταδεικνύει το εσφαλμένο της κατάληξης για τον ανατοκισμό. Απορρίπτοντας τη θέση περί ανατοκισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε τα εξής, με τα οποία και συμφωνούμε:-
«..., από το τεκμήριο 19 συνάγεται με ευκολία ότι οι δεδουλευμένοι τόκοι για κάθε περίοδο προστίθεντο μεν στο υπόλοιπο (balance) όμως ο τόκος υπολογίζετο πάνω στο εκάστοτε υπόλοιπο κεφαλαίου (capital). Αυτό φαίνεται καλύτερα στις ημερομηνίες κατά τις οποίες είχαν γίνει πληρωμές στο λογαριασμό οπότε φαίνεται και πώς γινόταν ο καταλογισμός τους, δηλαδή με βάση τη μέθοδο την οποία ανέφερε ο κ. Σακκάς και επιβεβαίωσε ο κ. Ευσταθίου ότι είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται από τις τράπεζες.»
Ούτε η υποβολή των εφεσειόντων ότι ο τρόπος υπολογισμού του τόκου επί 360 ημερών αντί 365 οδηγεί σε χρέωση πέραν του 9% είναι νομίζουμε ορθός, στη βάση των χρεώσεων, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε με την αποδοχή του Τεκμηρίου 19. Προκύπτει από αυτό ότι η χρέωση τόκου δεν υπερέβαινε το 8.5% μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας, δηλαδή 19/1/1999.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.