ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παπακόκκινου Aλέκα ν. I.M. και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 1162
ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ν. Ι.Μ. κ.α., Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2010, 27 Ιουνίου 2011
(2006) 1 ΑΑΔ 957
26 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4)
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.2,
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ,
Εφεσείων,
v.
Κ. Κ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2005)
Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Αίτηση διαδίκου για άδεια έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον δικηγόρου ― Απόρριψη της αίτησης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων ― Έφεση ― Κατά πόσο η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων ήταν εφέσιμη ― Εφαρμογή των αρχών που διατυπώθηκαν στην Γεωργίου Ν. Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384.
Η έφεση αυτή στρέφεται κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων να μη χορηγήσει άδεια στον εφεσείοντα για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον δικηγόρου. Η καταγγελία του εφεσείοντος στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων αφορούσε παράβαση του Κανονισμού 13 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών 2002, με τις πρόνοιες του οποίου προστατεύεται και διασφαλίζεται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης ήγειρε προδικαστική ένσταση με την εισήγηση πως το αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι εφέσιμο. Η εισήγηση βασίστηκε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ.384, στην οποία κρίθηκε πως η έφεση που προβλέπει το Άρθρο 17(2)(δ) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, αφορά αποκλειστικά αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων που είναι αθωωτικές ή καταδικαστικές.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως το Εφετείο πρέπει να αποστεί από την εν λόγω απόφαση, η οποία κατά την άποψή του δεν είναι αναντίρρητη. Προς τούτο επικαλέστηκε τις εν παρόδω παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα υπόθεση, όπου, μεταξύ άλλων, λέχθηκε πως θα ήταν σκόπιμο όπως εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης του Νόμου με τρόπο που να παρέχεται δικαίωμα έφεσης και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός του εδαφίου 2(δ). Στήριξε τη θέση του πως σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, η πρόσβαση στο Δικαστήριο πρέπει να είναι απρόσκοπτη.
Αποφασίστηκε ότι:
Το Άρθρο 30 του Συντάγματος δεν διασφαλίζει δικαίωμα έφεσης. Αντίθετα, σύμφωνα με το Άρθρο 155.1 και 2 του Συντάγματος η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζεται από το Σύνταγμα ή το νόμο. Η Βουλή, στην άσκηση της αποκλειστικής της αρμοδιότητας να νομοθετεί, σύμφωνα με το Άρθρο 61 του Συντάγματος, προφανώς δεν επιθυμεί την τροποποίηση του Νόμου. Οι αρχές της Γεωργίου είναι δεσμευτικές και εφαρμόζονται και στην εξεταζόμενη υπόθεση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, ημερ. 18/1/05.
Αδ. Κ. Αδαμίδης με Λ. Κολατσή, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Παύλου, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων κατήγγειλε δικηγόρο στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων για παράβαση του Κανονισμού 13 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών 2002, με τις πρόνοιες του οποίου προστατεύεται και διασφαλίζεται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έδωσε άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας, και επομένως το ζήτημα σταμάτησε εκεί. Ο εφεσείων καταχώρισε την υπό συζήτηση έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ηγέρθη από το δικηγόρο της εφεσίβλητης προδικαστική ένσταση με την εισήγηση πως το αντικείμενο της ενώπιον μας διαδικασίας δεν είναι εφέσιμο. Η εισήγηση βασίζεται στην υπόθεση Γεώργιου Ν. Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384. Δεν αμφισβητεί ο δικηγόρος του εφεσείοντος πως στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε πως η έφεση που προβλέπει το άρθρο 17(2)(δ) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2. αφορά αποκλειστικά αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων που οδηγούν σε καταδίκη ή αθώωση. Συγκεκριμένα το εφετείο στην πιο πάνω υπόθεση, με παρόμοια γεγονότα όπως εδώ, είπε τα εξής:
«Εδώ δεν έχει δοθεί η εν λόγω άδεια. Δεν έχει επομένως ενεργοποιηθεί η διαδικασία για επιβολή ποινής και δεν έχει διεξαχθεί η έρευνα με τον τρόπο που προβλέπεται από το εδάφιο 7. Η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την δυνάμει του εδαφίου 2(δ) απαιτούμενη άδεια δεν αποτελεί απόφαση εντός της έννοιας του εδαφίου (4). Δεν είναι επομένως εφέσιμη η απόφαση.» (σελ.390)
Εισηγήθηκε όμως ο δικηγόρος του εφεσείοντος πως εμείς πρέπει να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση του εφετείου μας, η οποία, κατά την άποψη του, δεν είναι αναντίρρητη. Προς τούτο επικαλέστηκε τις εν παρόδω παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην πιο πάνω υπόθεση, ότι δηλαδή η εξέταση και απόρριψη παραπόνου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, χωρίς να έχει προηγηθεί ακρόαση προφορικής μαρτυρίας όπως προβλέπεται και από το εδάφιο 7 του άρθρου 17 του Νόμου, δυνατό να οδηγεί σε παραβίαση βασικών αρχών του δικαίου η οποία μεγεθύνεται και λόγω της απουσίας δικαιώματος έφεσης. Θα ήταν, συνεχίζει η παρατήρηση του εφετείου, σκόπιμο όπως εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης του Νόμου με τρόπο που να παρέχεται δικαίωμα έφεσης και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός του εδαφίου 2(δ).
Συνέδεσε ο συνήγορος τα πιο πάνω λεχθέντα με τη δική του θέση πως σύμφωνα με το άρθρο 30 του Συντάγματος η πρόσβαση στο Δικαστήριο πρέπει να είναι απρόσκοπτη. Εφόσον δε η Βουλή δεν τροποποίησε το Νόμο, στη βάση των παρατηρήσεων του Εφετείου, θα μπορούσαμε σήμερα να αποκλίνουμε από την απόφαση Γεωργίου.
Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν διασφαλίζει δικαίωμα έφεσης. Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 155.1 και 2 του Συντάγματος η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζεται από το Σύνταγμα ή το νόμο. Η Βουλή, στην άσκηση της αποκλειστικής της αρμοδιότητας να νομοθετεί, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Συντάγματος, προφανώς δεν επιθυμεί την τροποποίηση του Νόμου. Υποδείξαμε μάλιστα στο συνήγορο πως ο νομοθέτης έκρινε ορθό να καταργήσει και προηγούμενη πρόνοια του Νόμου, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο μπορούσε αυτεπάγγελτα να θέσει ενώπιον του και να εξετάσει απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων. Να επισημάνουμε επίσης πως ο Νόμος παρέχει ένα ειδικό δικαίωμα στην επαγγελματική τάξη των δικηγόρων, την υποβολή δηλαδή απ' ευθείας έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο από απόφαση του Πειθαρχικού τους Συμβουλίου. Κάτι βεβαίως που δεν συμβαίνει με τα συμβούλια άλλων επαγγελματικών τάξεων. Έχει κριθεί συνταγματική αυτή η πρόνοια, λόγω του στενού δεσμού του δικηγορικού σώματος με το έργο της απονομής της δικαιοσύνης, όπως λειτουργεί στο δικό μας νομικό σύστημα. Η υπόθεση Γεωργίου είναι δεσμευτική και την εφαρμόζουμε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.