ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 820
8 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΜΑΡΩΣ
ΛΑΡΚΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΑ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12132)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διόδου βάσει του Άρθρου 11Α του περί Ακίνητου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου αποτελούσε την ορθή λύση υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ουσιώδες θέμα της διαδικασίας όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό ― Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις επί όλων των επιδίκων θεμάτων.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου σε έφεση-αίτηση εναντίον απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου για καθορισμό δικαιώματος διόδου ― Κατά πόσο ήταν αιτιολογημένη.
Η υπόθεση αυτή αφορά τον καθορισμό δικαιώματος διάβασης επί του δουλεύοντος ακινήτου προς όφελος του δεσπόζοντος ακινήτου. Ο εφεσείων, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του δουλεύοντος ακινήτου καταχώρησε έφεση-αίτηση με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης της αρμόδιας Κτηματολόγου η οποία είχε καθορίσει το προαναφερθέν δικαίωμα διάβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε όλους τους λόγους που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν «λογική, ορθή, νομότυπη, νόμιμη, συνταγματική και πλήρως αιτιολογημένη» και προέβη στην απόρριψη της αίτησης με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους.
(i) Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητα και εσφαλμένα και δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντος και όχι εκείνη του εφεσίβλητου, ιδιοκτήτη του δεσπόζοντος ακινήτου.
(ii) Το Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία των Άρθρων 11, 11Α, 12 και 14 του Κεφ. 224 και των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Παροχή Διόδου) Κανονισμών του 1956 και της σχετικής νομολογίας.
(iii) Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Αποφασίστηκε ότι:
(i) Δεν συντρέχει λόγος επέμβασης, ανατροπής της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και να απορρίψει εκείνη του εφεσείοντα. Οι σημειωθείσες διαφορές στη μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(ii) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και η αναφορά του στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες ευρίσκονται εντός των ορθών πλαισίων μέσα στα οποία θα έπρεπε να ληφθεί η επίδικη απόφαση.
(iii) Το δικαίωμα διόδου καθορίστηκε δια μέσου του τεμαχίου 1088 (δουλεύον ακίνητο) και κατά μήκος του δυτικού συνόρου λόγω της ύπαρξης κατοικίας εντός αυτού. Αυτό απαντά και στην εισήγηση του εφεσείοντος ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί δίοδος στην ανατολική πλευρά του δουλεύοντος ακινήτου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,
Αθανασίου v. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Kafieros a.o. v. Theocharous a.o. (1978) 1 C.L.R. 619.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπ. Αρ. 577/00), ημερ. 30/6/04.
Αντ. Τόκας, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Χαραλάμπους για Καραπατάκη-Παυλίδη-Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Ανδρέας Χρ. Ανδρέου (εφεσείων) είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του υπ' αρ. 1088 τεμαχίου, Φ/Σχ. 55/2 στο χωριό Ασγάτα (δουλεύον ακίνητο) και ο Ανδρέας Χρυσοστόμου (εφεσίβλητος) εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του υπ΄αρ. 868 τεμαχίου, Φ/Σχ. 55/2 στο χωρίο Ασγάτα (δεσπόζον ακίνητο). Ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού για τον καθορισμό του δικαιώματος διάβασης προς όφελος του δεσπόζοντος ακινήτου. Ως αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας που είχε διεξαχθεί από αρμόδιο Κτηματολόγο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας διαπιστώθηκε ότι το δικαίωμα διάβασης που υπήρχε ήδη στο φάκελο της υπόθεσης ήταν ακαθόριστο αναφορικά με την κατεύθυνση και το πλάτος του. Έτσι η αρμόδια Κτηματολόγος για να προκληθεί η μικρότερη δυνατή ζημιά, οχληρία ή ταλαιπωρία καθόρισε δίοδο κατά μήκος του δυτικού συνόρου του τεμαχίου 1088, πλάτους 1.83 μέτρων και τούτο γιατί η πιο πάνω δίοδος ήταν η συντομότερη προς το δημόσιο μονοπάτι και γιατί η θέση του κτιρίου στο τεμάχιο 1088 δεν επέτρεπε την ομαλή λειτουργία διόδου στην ανατολική πλευρά.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο εφεσείων καταχώρισε την υπ΄αρ. 577/2000 έφεση - αίτηση με την οποία ζητούσε την ακύρωση της για διάφορους λόγους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε όλους τους λόγους που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν «λογική, ορθή, νομότυπη, νόμιμη, συνταγματική και πλήρως αιτιολογημένη» και προέβη στην απόρριψη της αίτησης με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους.
(i) Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητα και εσφαλμένα και δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντος και όχι εκείνη του εφεσίβλητου.
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντος και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέδειξε συγκεκριμένες διαφορές στη μαρτυρία του εφεσείοντος (όπως π.χ. ότι ο εφεσείων ανέφερε ότι κατέστη ιδιοκτήτης του ακινήτου το 1980, ενώ το κτήμα ήταν τότε εγγεγραμμένο στο όνομα της μητέρας του, και αργότερα δέχθηκε ότι το κτήμα μεταβιβάστηκε στο όνομά του το 1997). Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί την εκδοχή του εφεσείοντος ότι το επίδικο δικαίωμα διόδου βρισκόταν σε αχρησία ή ασκείτο από θέση εκτός του κτήματος για περισσότερα από 30 χρόνια.
Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας η οποία παρουσιάζεται ενώπιον τους και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα (βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει όμως την ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (βλ. Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου τονίζοντας ότι ήταν ειλικρινής, ευθύς και σαφής σε αντίθεση με τον εφεσείοντα ο οποίος δεν ήταν ειλικρινής και δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος επέμβασης, ανατροπής της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και να απορρίψει εκείνη του εφεσείοντα. Οι σημειωθείσες διαφορές στη μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η εισήγηση ότι το δικαίωμα διόδου είχε περιπέσει σε αχρησία για περισσότερο από 30 χρόνια δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση της Λειτουργού του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Το δικαίωμα αποτελεί εμπράγματο βάρος και δεσμεύει τόσο το εγγεγραμμένο στο όνομά του κτήμα όσο και τον μετέπειτα ιδιοκτήτη. Η κατάργησή του μπορεί να επιτευχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12(2) του Κεφ. 224 με την προσκόμιση της κατάλληλης μαρτυρίας. Στην παρούσα περίπτωση δεν είχε ζητηθεί η κατάργηση του υπάρχοντος δικαιώματος διόδου αφού η αίτηση περιορίζεται στην ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου στις 25/10/2000. Έστω και αν η εισήγηση γινόταν αποδεκτή, η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος σφραγίζει την αποτυχία της.
(ii) Λανθασμένη ερμηνεία των άρθρων 11, 11Α, 12 και 14 του Κεφ. 224 και των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Παροχή Διόδου) Κανονισμών του 1956 και της σχετικής νομολογίας.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το επίδικο δικαίωμα παραχωρήθηκε με βάση το άρθρο 11Α του Κεφ. 224, το οποίο δεν προνοεί για τον καθορισμό της θέσης εγγεγραμμένου δικαιώματος διόδου. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι οι αποφάσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, αναφέρονται στις πρόνοιες του άρθρου 11Α του Κεφ. 224 και όχι στα άρθρα 11, 12, 14, 80 και 85 του Κεφ. 224, πάνω στις οποίες βασίζεται η αίτηση.
Η αίτηση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 14 του Κεφ. 224. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μια παράθεση των σχετικών νομοθετικών προνοιών αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές οι οποίες καθορίζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία ενεργούν τα Δικαστήρια όταν εξετάζουν αιτήσεις για την αναθεώρηση αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου και κατέληξε συμπερασματικά ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν "λογική, ορθή, νομότυπη, νόμιμη, συνταγματική και πλήρως αιτιολογημένη". Δεν έχουμε πεισθεί ότι το εύρημα του Δικαστηρίου και η αναφορά του στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες έχει οδηγήσει σε εκτροπή από τα πλαίσια μέσα στα οποία θα έπρεπε να ληφθεί η επίδικη απόφαση. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Έχει επίσης υποβληθεί η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, προβάλλοντας προς τούτο, μεταξύ άλλων, ισχυρισμό ότι το δικαίωμα διόδου σε λωρίδα γης στο Τεμάχιο 869Β είναι εκτός του Τεμαχίου 170/2 και ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί δίοδος στην ανατολική πλευρά του δουλεύοντος ακινήτου.
Έχουμε εξετάσει τις σχετικές εισηγήσεις και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ευσταθούν. Ο εφεσείων είχε την υποχρέωση να αποδείξει τους ισχυρισμούς του για να επιτύχει την ακύρωση της επίδικης απόφασης (βλ. Kafieros & Another v. Theocharous & Another (1978) 1 C.L.R. 619). Προς τούτο κάλεσε τον Κτηματολογικό Λειτουργό κ. Πόρακο (ο οποίος κατέθεσε για το ιστορικό των κτημάτων) και τον εφεσείοντα (η μαρτυρία του οποίου απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο). Η ειδικά εκπαιδευμένη Κτηματολόγος Ελένη Χατζηγιάννη, η οποία είχε διεξάγει την επιτόπια έρευνα, δεν κλήθηκε να καταθέσει ως προς τις διαπιστώσεις της πάνω στις οποίες βασίστηκε η επίδικη απόφαση. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί παρέμειναν μετέωροι και ατεκμηρίωτοι. Με βάση τα πιο πάνω δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και η εισήγηση ότι ο καθορισμός της διάβασης έγινε εκτός του Τεμαχίου 170/2. Το δικαίωμα καθορίστηκε δια μέσου του Τεμαχίου 1088 (προηγουμένως 170/2 και 869Β) και κατά μήκος του δυτικού συνόρου λόγω της ύπαρξης της κατοικίας.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η εισήγηση απορρίπτεται.
Συμπερασματικά η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.