ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Demades Auto Suppl.(L/ssoI) Ltd ν. Ιωαννίδου (1996) 1 ΑΑΔ 228
Χαραλάμπους Κασιάνα ν. Γιαννάκη Αναστασιάδη (2003) 1 ΑΑΔ 1709
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Touchstone Technologies Ltd ν. Μαργαρίτας Μαυρομμάτη (2014) 1 ΑΑΔ 1829, ECLI:CY:AD:2014:A587
ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ERMES DEPARTMENT STORES PLC, Πολιτική Έφεση Αρ. 309/14, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A109
Argus Stockbrokers Ltd ν. Aνδρέα Xατζηθεοδοσίου (2009) 1 ΑΑΔ 1514
ARGUS STOCKBROKERS LTD ν. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2007, 2 Δεκεμβρίου 2009
Lounic Confectionery Ltd ν. Θεόδωρου Θεοδώρου (Αρ. 2) (2015) 1 ΑΑΔ 2247, ECLI:CY:AD:2015:A698
Μαρκαντώνης Ηλίκκος ν. Ανδρονίκης Καρυόλαιμου (2015) 1 ΑΑΔ 2845, ECLI:CY:AD:2015:A839
ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. HAWAII HOTELS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 297/2014, 6/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A148
(2006) 1 ΑΑΔ 625
4 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2005)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Εξαναγκασμός σε παραίτηση εργοδοτουμένου ― Η πρόθεση από πλευράς των εργοδοτών να εξαναγκάσουν εργοδοτούμενό τους σε παραίτηση, δεν είναι απαραίτητη, εάν η συμπεριφορά τους τείνει να καταδείξει τέτοιο εξαναγκασμό ― Επιδίκαση αποζημιώσεων σε διευθυντή προγραμμάτων τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος, ενόψει των ενεργειών των εργοδοτών του, είχε το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του ως απολυθέντα λόγω υπαιτιότητας των εργοδοτών του.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Αποζημιώσεις ― Ύψος αποζημιώσεων ― Επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Λέξεις και Φράσεις ― «Νομικό σημείο» ή «νομικό ερώτημα» ― Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός ― Περιλαμβάνει εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί.
Ο εφεσίβλητος, οποίος εργοδοτείτο στο ραδιοφωνικό σταθμό των εφεσειόντων, στις 3/9/2004 παραιτήθηκε δι' επιστολής των δικηγόρων του, στην οποία εξετίθεντο οι λόγοι που τον ώθησαν να το πράξει. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι ο τερματισμός της απασχόλησής του συνιστούσε παράνομη απόλυση βάσει του Άρθρου 7(1) και 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67, όπως τροποποιήθηκε. Το Δικαστήριο του επιδίκασε το ποσό των £11.821,25, το οποίο αντιστοιχούσε σε 35 εβδομαδιαίους μισθούς του, ως αποζημιώσεις.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, είναι εντελώς αδικαιολόγητη.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το χρόνο αποχώρησης του εφεσίβλητου. Υποστηρίζουν συναφώς πως έστω και αν η διαγωγή τους ήταν τέτοια που συνιστούσε λόγο εξαναγκασμού σε παραίτηση, το γεγονός της παραμονής του εφεσίβλητου για κάποιο χρονικό διάστημα στην εργασία του, συνεπάγεται αποδοχή της συμπεριφοράς τους και επιβεβαίωση της μεταξύ τους σύμβασης.
Ο εφεσίβλητος με αντέφεση υποστηρίζει ότι το δικαστήριο αδικαιολόγητα παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να του επιδικάσει μεγαλύτερη αποζημίωση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε (α) στον ορισμό του «νομικού σημείου» και (β) στο ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο για νομικά σημεία. Θεωρώντας δε ότι με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης δεν αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά με αυτούς οι εφεσείοντες προσπαθούν να πείσουν ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν συνάδουν με την ενώπιον του μαρτυρία ή ότι η κατάληξη του δικαστηρίου επί των γεγονότων δεν μπορούσε εύλογα να υποστηριχτεί, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Α. Έφεση
1. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η σχέση του εφεσίβλητου με τους εργοδότες του κλονίστηκε οριστικά.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνοντας την υπόθεση ως ενιαίο σύνολο, ορθά έκρινε πως οι εφεσείοντες προσπάθησαν να παραγκωνίσουν και επίσης να μειώσουν τον εφεσίβλητο.
3. Δεν είναι απαραίτητο όπως ο εργοδότης έχει πράγματι πρόθεση να εξαναγκάσει τον εργοδοτούμενο σε παραίτηση. Το θέμα είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του είναι τέτοια που να τον εξαναγκάζει να παραιτήσει, προβαίνοντας σε κινήσεις που να καθιστούν τη συνέχιση της μεταξύ τους συνεργασίας αδύνατη.
Β. Αντέφεση
Σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα του Ν.24/67, όπως έχει τροποποιηθεί, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτη διακριτική εξουσία να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό κρίνει πρέπον. Δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκτιμήσει τα δεδομένα για να καταλήξει το ίδιο στο ύψος της αποζημίωσης που δικαιολογείται να επιδικαστεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26,
Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1709,
Demades Auto Supplies (Limassol) Ltd v. Ιωαννίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 228.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 10835/02), ημερ. 1/8/06.
Κ. Κοκκινόφτας προσωπικά και για Χρ. Πατσαλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Παπαπέτρου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου δίδεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες του ραδιοφωνικού σταθμού «Ράδιο Πρώτο». Ο εφεσίβλητος ο οποίος εργοδοτείτο από αυτούς ως διευθυντής προγραμμάτων, στις 3.9.2004 παραιτήθηκε δι' επιστολής των δικηγόρων του, στην οποία εξετίθεντο οι λόγοι που τον ώθησαν να το πράξει. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, στο οποίο προσέφυγε, αποφάσισε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του συνιστούσε παράνομη απόλυση βάσει του άρθρου 7(1) και 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, όπως τροποποιήθηκε. Του επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους £11.821,25, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε σε 35 εβδομαδιαίους μισθούς του.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η πιο πάνω κατάληξη. Οι εφεσείοντες εγείρουν αριθμό λόγων υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, είναι εντελώς αδικαιολόγητη.
Ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή του μεταξύ των συγκρουόμενων εκδοχών και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν. Στη συνέχεια, με άλλους λόγους έφεσης, αναφέρονται σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων. Επισημαίνουν για παράδειγμα, ότι το συμπέρασμα ότι οι εντολές του άμεσα προϊστάμενου του εφεσίβλητου να αναλάβει καθήκοντα ηχολήπτη με βάρδιες, δόθηκαν με σκοπό να τον μειώσουν, ήταν λανθασμένο και ότι η σχετική μαρτυρία δεν αξιολογήθηκε σωστά. Παραπονούνται ακόμα ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι η όλη μεταξύ των διαδίκων αλληλογραφία έδειχνε το μέγεθος της συνεχούς μείωσής του και τον τρόπο χειρισμού ο οποίος μεθοδικά κατέληξε στην παραίτησή του.
Όπως προβλέπεται στο άρθρο 11Α του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999, Ν.110(Ι)/99, η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση μόνο για νομικά σημεία.
Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του «νομικού σημείου». Περιλαμβάνει εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί (Αναφορικά με τον Πέτρο Κυριακίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 26).
Δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο αν οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα συμπεράσματα του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με την παρούσα διαδικασία. Θα θεωρήσουμε τους εγειρόμενους λόγους έφεσης όχι ως αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αλλά ως προσπάθεια των εφεσειόντων να πείσουν ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν συνάδουν με την ενώπιόν του μαρτυρία ή ότι η κατάληξη του δικαστηρίου επί των γεγονότων δεν μπορούσε εύλογα να υποστηριχτεί.
Ακόμα και μέσα στο πιο πάνω πνεύμα, κανένας από τους εγειρόμενους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Το δικαστήριο ανέλυσε την ενώπιόν του μαρτυρία και δεν παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόφασή του επί των συγκεκριμένων ισχυρισμών που τέθηκαν, σχολιάζοντας και τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί.
Ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι η σχέση του εφεσίβλητου με τους εργοδότες του κλονίστηκε οριστικά. Βασίστηκε γι' αυτό στην αλληλογραφία μεταξύ του εφεσίβλητου και του προϊστάμενού του, στις διάφορες ενέργειες των εφεσειόντων, όπως για παράδειγμα τον εξαναγκασμό του εφεσίβλητου να πάρει τη συσσωρευθείσα άδεια απουσίας τριών μηνών, αλλά και τις συνεχείς προσπάθειες υποβιβασμού του, όπως για παράδειγμα την επιμονή να ασκεί καθήκοντα ηχολήπτη με βάρδιες ή τον πλήρη παραγκωνισμό του μετά την επιστροφή του στην εργασία του ο οποίος, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, κλόνισε οριστικά τη σχέση του εφεσίβλητου με τους εργοδότες του.
Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί ως ενιαίο σύνολο (Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1709). Από την όλη απόφαση είναι σαφές ότι η κατάληξη του δικαστηρίου για προσπάθεια παραγκωνισμού του εφεσίβλητου και μείωσής του είναι ορθή.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το χρόνο αποχώρησης του εφεσίβλητου. Ακόμα κι' αν η διαγωγή τους ήταν τέτοια που συνιστούσε λόγο εξαναγκασμού σε παραίτηση, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στην εργασία του, συνεπάγεται αποδοχή της συμπεριφοράς τους και επιβεβαίωση της μεταξύ τους σύμβασης.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε αναλυτικά το χρόνο αποχώρησης. Η πίεση στον εφεσίβλητο ασκήθηκε βέβαια σταδιακά. Εκτός από διάφορες επιστολές, ως προσπάθεια μείωσής του χαρακτηρίστηκε και το γεγονός ότι ενώ ο εφεσίβλητος συμβούλευε τη διεύθυνση να απολυθούν συγκεκριμένοι υπάλληλοι του τμήματός του, αυτοί προάγονταν ή το ότι, όταν ο ίδιος αρνήθηκε άδεια σε υπάλληλο, χωρίς να τον συμβουλευθούν, της την παραχώρησαν. Οι κινήσεις αυτές κλόνισαν, σιγά σιγά, την εμπιστοσύνη που πρέπει να διέπει μια σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου με κατάληξη την παραίτηση του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι αν ήθελαν να τον απολύσουν θα το έπρατταν όταν προέβη σε ατασθαλίες στο τμήμα διαφημίσεων. Θα πρέπει να πούμε ότι ο όρος «ατασθαλία» είναι τουλάχιστον υπερβολικός, αφού επρόκειτο για εξουσιοδότηση δωρεάν μετάδοσης διαφήμισης για φιλικό πρόσωπο του εφεσίβλητου. Δύσκολα κάτι τέτοιο θα συνιστούσε λόγο απόλυσης.
Από την άλλη, στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι απαραίτητο όπως ο εργοδότης έχει πράγματι πρόθεση να εξαναγκάσει τον εργοδοτούμενο σε παραίτηση. Το θέμα είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του είναι τέτοια που να τον εξαναγκάζει να παραιτήσει, προβαίνοντας σε κινήσεις που να καθιστούν τη συνέχισή της μεταξύ τους συνεργασίας αδύνατη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο εφεσίβλητος με αντέφεση υποστηρίζει ότι το δικαστήριο αδικαιολόγητα παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να του επιδικάσει μεγαλύτερη αποζημίωση λαμβάνοντας υπ' όψιν τις απολαβές του, τη διάρκεια υπηρεσίας του, την ηλικία του και τις πραγματικές συνθήκες τερματισμού των υπηρεσιών του.
Σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα του Ν.24/67, όπως έχει τροποποιηθεί, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτη διακριτική εξουσία να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό κρίνει πρέπον (βλέπε επίσης Demades Auto Supplies (Limassol) Ltd v. Ιωαννίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 228) όπου επιβεβαιώθηκε ότι η εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου να καθορίζει το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης είναι απόλυτη. Δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκτιμήσει τα δεδομένα για να καταλήξει το ίδιο στο ύψος της αποζημίωσης που δικαιολογείται να επιδικαστεί.
Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο λόγο αντέφεσης. Ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι θα έπρεπε στον υπολογισμό της αποζημίωσης να ληφθεί υπ' όψιν και ποσό £200 το οποίο πληρωνόταν σ' αυτόν χωριστά από τον υπόλοιπο του μισθό και το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο την εκδοχή των εφεσειόντων, κατέληξε ότι αφορούσε οδοιπορικά. Αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε στη διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου, το οποίο δέκτηκε στο σημείο αυτό την εκδοχή των εργοδοτών.
Εν όψει των πιο πάνω και η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση απορρίπτονται, με έξοδα στην έφεση εναντίον των εφεσειόντων και στην αντέφεση εναντίον του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.