ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 457
22 Μαΐου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 34/2005)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΓΚΟΡΟΖΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2005)
ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΓΑΠΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 34/2005, 55/2005)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Αξιώσεις εργοδοτουμένων για πλήρη αμοιβή για το χρόνο που αυτοί βρίσκονταν σε επιφυλακή ― Κατά πόσο ο χρόνος επιφυλακής ήταν στην πραγματικότητα χρόνος εργασίας ― O περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος του 2002(Ν.63(Ι)/2002) ― Ποιό το αντικείμενο του προαναφερθέντος νόμου.
Οι Στ. Αγαπίου και Μ. Κογκορόζης, τακτικοί ωρομίσθιοι υπάλληλοι του Τμήματος Δασών, εντάσσονταν στο σώμα δασοπυροσβεστών - πυροφυλάκων κατά τη θερινή περίοδο. Με αιτήσεις τους στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεκδίκησαν πλήρη αμοιβή και για τις ώρες που ήσαν σε επιφυλακή για την περίοδο μεταξύ 1/5/03 και 16/11/03, θεωρώντας πως ο χρόνος επιφυλακής ήταν στην πραγματικότητα χρόνος εργασίας. Στηρίχθηκαν στον περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμο του 2002 (Ν.63(Ι)/2002) που θεσπίστηκε προς εναρμόνιση με τις Οδηγίες 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, ημερομηνίας 23/11/93 και 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ημερομηνίας 22/6/00.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο χρόνος επιφυλακής του Στ. Αγαπίου δεν ήταν χρόνος εργασίας αφού δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση του οι τρεις σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις. Αντίθετα, ήταν χρόνος εργασίας στην περίπτωση του Μ. Κογκορόζη. Στην βάση αυτή απέρριψε την αίτηση του Στ. Αγαπίου, ενώ εξέδωσε απόφαση υπέρ του Μ. Κογκορόζη για £13.333,19 σ που ήταν το συμφωνημένο αριθμητικό αποτέλεσμα ενόψει των ωρών και της αμοιβής γι' αυτές.
Η Δημοκρατία άσκησε έφεση προς παραμερισμό της απόφασης υπέρ του Μ. Κογκορόζη και ο Στ. Αγαπίου προς έκδοση ανάλογης απόφασης για το ποσό των £17.207,55σ που συμφωνήθηκε ότι θα αντιστοιχούσε στα δικά του δεδομένα.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν υπάρχει πρόνοια στο νόμο που να παρεμβαίνει στο ζήτημα της αμοιβής, πολύ λιγότερο με τρόπο που να επιβάλλει υποχρέωση αμοιβής για το χρόνο της επιφυλακής ίσης προς την αμοιβή για πραγματική εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου. Είναι άλλες ανάγκες που αποβλέπει να καλύψει ο νόμος. Το αντικείμενο το καθορίζει ρητά ο ίδιος και έχει εξηγηθεί στις αναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (ΔΕΚ) από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο, που και εκείνες δεν αφορούσαν σε ζητήματα αποζημίωσης της εργασίας αλλά σε ζητήματα εργατικού δικαίου.
Η έφεση της Δημοκρατίας επιτράπηκε.
Η έφεση του Στ. Αγαπίου απορρίφθηκε. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, στη βάση μιας υπόθεσης, επιδικάσθηκαν υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των Στ. Αγαπίου και Μ. Κογκορόζη εξίσου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Sindicato de Mdicos de Asistencia Pblica (Simap) v. Conselleria de Sanidad y Consumo de la Generalidad Valenciana (ΔΕΚ), ημερομηνίας 3/10/2000,
Landeshauptstadt Kiel v. Norbert Jaeger (ΔΕΚ), ημερομηνίας 9/9/2003.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Υπ. Αρ. 1732/97), ημερ. 19/1/05.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφεση Αρ. 34/05 και για τον Εφεσίβλητο στην Πολ. Έφεση Αρ. 55/05.
Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο στην Πολ. Έφεση Αρ. 34/05 και για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφεση Αρ. 55/05.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι Στ. Αγαπίου και Μ. Κογκορόζης ανήκουν στο τακτικό ωρομίσθιο προσωπικό του Τμήματος Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Κατά τη θερινή περίοδο εντάσσονταν στο σώμα δασοπυροσβεστών-πυροφυλάκων και απασχόλησε πρωτοδίκως το ζήτημα της αμοιβής τους για τις ώρες που βρίσκονταν σε επιφυλακή, ο πρώτος στο δασικό σταθμό Λυθροδόντα και ο δεύτερος στο δασικό σταθμό Πλατανιών, για την περίοδο μεταξύ της 1.5.03 και 16.11.03.
Οι όροι της απασχόλησής τους, την οποία βεβαίως εξασφάλισαν με δική τους αίτηση, ήταν συμφωνημένοι. Θα είχαν πραγματική απασχόληση 38 ωρών εβδομαδιαίως και, περαιτέρω, θα παρέμεναν σε επιφυλακή («on call») για άλλες 82 ώρες έναντι αμοιβής που θα αντιστοιχούσε προς 65 ώρες εβδομαδιαίως, δηλαδή για 27 ώρες πέραν των 38 του βασικού ωραρίου πραγματικής απασχόλησής τους. Εν τούτοις, με αιτήσεις τους στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεκδίκησαν πλήρη αμοιβή και για τις 120 ώρες, θεωρώντας πως ο χρόνος επιφυλακής ήταν στην πραγματικότητα χρόνος εργασίας. Έρεισμά τους ήταν ο περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος του 2002 (Ν. 63(Ι)/2002) που θεσπίστηκε προς εναρμόνιση με τις Οδηγίες 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, ημερομηνίας 23.11.93 και 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ημερομηνίας 22.6.00. Ειδικά, ο όρος «χρόνος εργασίας» που καθορίζεται να σημαίνει «κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις για κάθε κατηγορία εργαζομένων».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο από δυο αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τις Sindicato de Mdicos de Asistencia Pblica (Simap) v. Conselleria de Sanidad y Consumo de la Generalidad Valenciana, ημερομηνίας 3.10.2000, και Landeshauptstadt Kiel v. Norbert Jaeger, ημερ. 9.9.03, έκρινε πως ο χρόνος επιφυλακής του Στ. Αγαπίου δεν ήταν χρόνος εργασίας αφού δεν συνέτρεχαν στην περίπτωσή του οι τρεις σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις (να ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και να ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του). Αυτό, εφόσον κατά το χρόνο της επιφυλακής του διέμενε στο σπίτι του στο Λυθροδόντα αντί στο δασικό σταθμό Λυθροδόντα. Αντίθετα, ήταν χρόνος εργασίας στην περίπτωση του Μ. Κογκορόζη αφού, κατά τις ώρες της επιφυλακής, διέμενε σε κυβερνητική κατοικία που βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρων από το δασικό σταθμό Πλατανιών. Σε αυτή τη βάση απέρριψε την αίτηση του Στ. Αγαπίου θεωρώντας πως η κατά αποκοπή αμοιβή του, όπως αυτή συμφωνήθηκε, «ήταν υπό τις περιστάσεις πέραν από ικανοποιητική, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί καν ο χρόνος που ήταν «οn call» στην οικία του ως 'χρόνος εργασίας' δυνάμει του νόμου». Ενώ εξέδωσε απόφαση υπέρ του Μ. Κογκορόζη για £13.333,19σ που ήταν το συμφωνημένο αριθμητικό αποτέλεσμα ενόψει των ωρών και της αμοιβής γι' αυτές. Με καταληκτικό σκεπτικό πως
«.οι διαβουλεύσεις στα πλαίσια της Μεικτής Εργατικής Επιτροπής και η κατάληξη για τους όρους εργασίας των δασοπυροσβεστών και ειδικότερα όσον αφορά τον χρόνο επιφυλακής και τον τρόπο της αντιμισθίας τους, ήταν αντίθετοι με το Νόμο και από την 1.1.2003 που ετέθη σε ισχύ».
Άσκησαν έφεση η Δημοκρατία προς παραμερισμό της απόφασης υπέρ του Μ. Κογκορόζη και ο Στ. Αγαπίου προς και υπέρ του έκδοσης ανάλογης απόφασης για το ποσό των £17.207,55σ που συμφωνήθηκε ότι θα αντιστοιχούσε στα δικά του δεδομένα.
Τα μέρη αφιέρωσαν και ενώπιόν μας μεγάλο μέρος των αγορεύσεών τους στο κατά πόσο τα στοιχεία για τον κάθε ένα, ορθά αποτιμούμενα, στο πλαίσιο του ορισμού και της νομολογίας γι' αυτόν, θα έπρεπε ή όχι να οδηγήσουν στη μια ή στην άλλη ταξινόμηση. Όμως ο ορισμός του χρόνου εργασίας παρέχεται για τους σκοπούς του συγκεκριμένου νόμου και θα ήταν σχετικός προς το επίδικο ζήτημα αν ο νόμος, στις πρόνοιες του οποίου στηρίχθηκαν οι διεκδικήσεις, περιλάμβανε ρυθμίσεις σε σχέση με την αμοιβή γι' αυτόν. Εγείρει και αυτό το ζήτημα η Δημοκρατία με την υπενθύμιση πως η αμοιβή καθορίστηκε με συμφωνία και με την εισήγηση πως «καμιά νομοθετική διάταξη δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό και ούτε υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός». Ζητήσαμε, λοιπόν, ευθέως από τον κ. Νικολάου να μας υποδείξει πρόνοια του νόμου που να ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι επιδρά στη νομιμότητα της συμφωνίας ως προς την αμοιβή και που να παρέχει, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης για το ορισμένο ή οποιοδήποτε ποσό στη βάση πως η επιφυλακή αντιστοιχούσε σε χρόνο εργασίας. Δεν μας υπέδειξε τέτοια πρόνοια. Περιορίστηκε στη δήλωση πως, ανεξάρτητα από τη συμφωνία που καθόριζε την αμοιβή, εφόσον η επιφυλακή ήταν χρόνος εργασίας, το δίκαιο ήταν να επιδικαστεί το ποσό. Εννοείται, κατά εξομοίωση ως προς το ύψος της αμοιβής, της πραγματικής εργασίας και της απλής επιφυλακής.
Ούτε εμείς εντοπίσαμε οποιαδήποτε πρόνοια στο νόμο που να επιτρέπει συζήτηση καν σε σχέση με τη διεκδίκηση των αιτητών. Είναι άλλες ανάγκες που αποβλέπει να καλύψει ο νόμος. Το αντικείμενο το καθορίζει ρητά ο ίδιος και έχει εξηγηθεί στις αναφερθείσες αποφάσεις του ΔΕΚ που και εκείνες, ας σημειωθεί, δεν αφορούσαν σε ζητήματα αποζημίωσης της εργασίας αλλά σε ζητήματα εργατικού δικαίου. Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο 3 του Νόμου:
«3(1) Ο παρών Νόμος καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
(2) Εφαρμόζεται -
(α) Στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και
(β) σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του παρόντος Νόμου, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 3 του Νόμου.
(4) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων, τα μέλη της Αστυνομίας και τους ναυτικούς.
(5) Οι διατάξεις του Νόμου εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων του παρόντος Νόμου».
Ακολουθούν πρόνοιες καθοριστικές ελάχιστου χρόνου ανάπαυσης και ετήσιας άδειας όπως και μέγιστου χρόνου εργασίας. Με ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τη νυκτερινή εργασία, τη λήψη μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και το ρυθμό της εργασίας αλλά και για αναγνώριση δυνατότητας παρεκκλίσεων στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται. Με εν τέλει πρόνοια πως ο εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις του νόμου είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
Είναι γι' αυτούς τους σκοπούς που καθορίζεται η έννοια του χρόνου εργασίας και ούτε ο ορισμός ούτε οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του νόμου παρεμβαίνει στο ζήτημα της αμοιβής, πολύ λιγότερο με τρόπο που να επιβάλλει υποχρέωση αμοιβής για το χρόνο της επιφυλακής ίσης προς την αμοιβή για πραγματική εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου. Ήταν λάθος, λοιπόν, η θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως οι διαβουλεύσεις και η συμφωνία ως προς την αντιμισθία για το χρόνο επιφυλακής είναι αντίθετη προς το νόμο. Όπως ήταν εκτός του πλαισίου της δικαιοδοσίας του και η εκτίμηση πως η αμοιβή του Στ. Αγαπίου ήταν «πέρα από ικανοποιητική». Ενώ, αφού στη δική του περίπτωση, όπως στη συνέχεια σημειώνει και το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο, ο δικός του χρόνος επιφυλακής δεν ήταν χρόνος εργασίας. Οπότε, προεκτεινόμενης της λογικής της πρωτόδικης απόφασης, αν πράγματι ο νόμος ρύθμιζε τέτοιο θέμα, θα ετίθετο ζήτημα σε σχέση με την καθόλου αμοιβή του Στ. Αγαπίου για τις δικές του ώρες επιφυλακής.
Άλλος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και σημειώνουμε εδώ την πρόσθετη αξίωση των δυο εργαζομένων πως η απασχόλησή τους πέραν των 48 ωρών ήταν παράνομη. Όπως και το άρθρο 18 του νόμου σύμφωνα με το οποίο «αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών». Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όμως εκείνη την αξίωση, δεν ασκήθηκε έφεση και δεν θα διατυπώσουμε οποιαδήποτε άποψη είτε γενική είτε σε σχέση με το ιδιαίτερο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, ιδίως κατά το μέρος του σύμφωνα με το οποίο τέτοιας μορφής «διάταγμα» «λόγω της πιο πάνω κατάληξής μας είναι άνευ αντικειμένου». Ως εάν να ήταν δυνατό η καταβολή αμοιβής να νομιμοποιούσε αφ' εαυτής ό,τι προβλεπόταν ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφάλειας και υγείας.
Η έφεση της Δημοκρατίας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ως προς το Μ. Κογκορόζη παραμερίζεται. Η έφεση του Στ. Αγαπίου απορρίπτεται με το σκεπτικό που εξειδικεύσαμε. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, στη βάση μιας υπόθεσης, επιδικάζονται υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των Στ. Αγαπίου και Μ. Κογκορόζη εξ ίσου.
H έφεση της Δημοκρατίας επιτρέπεται. Η έφεση του Στ. Αγαπίου απορρίπτεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, στη βάση μιας υπόθεσης, επιδικάζονται υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των Στ. Αγαπίου και Μ. Κογκορόζη εξίσου.