ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 449
22 Μαΐου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ DIMITRU GHEORCHE, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 31/5/01 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΥ,
2. ΕΠΑΥΛΗ ΚΟΜΗΤΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Χ"ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12096)
Αμέλεια ― Τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα ― Οδηγός φορτηγού ο οποίος, εντελώς απρόσμενα, πήδηξε στο δρόμο από το σταθμευμένο φορτηγό στο αριστερό παγκέτο του δρόμου, τραυματίστηκε θανάσιμα όταν κτυπήθηκε από όχημα που ακολουθούσε στην αριστερή πλευρά του δρόμου ― Κρίθηκε ότι ο οδηγός του φορτηγού ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος και οι εργοδότες του ως εκ προστήσεως υπεύθυνοι ― Εφετείο δεν επενέβη.
Η έφεση αυτή αφορά το ζήτημα της ευθύνης σε σχέση με την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος το οποίο συνέβηκε στις 28/9/99 στο δρόμο Λάρνακας προς τη Λευκωσία, με την εμπλοκή φορτηγού και Mitsubishi Pajero. Στο ατύχημα αυτό ο οδηγός του φορτηγού, εργοδοτούμενος των εφεσειόντων, έχασε τη ζωή του και ο οδηγός του Pajero, ο εφεσίβλητος, «κατέστη τετραπληγικός ή κάτι παραπλήσιο σε αυτό».
Ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου πως ενώ οδηγούσε κανονικά στην πορεία του με ταχύτητα 100 χλμ ανά ώρα, όταν η απόσταση που το χώριζε από το φορτηγό του αποβιώσαντος, που ήταν σταθμευμένο στο παγκέτο, ήταν μόλις 10 - 15 μέτρα, είδε την πόρτα του φορτηγού να ανοίγει και τον οδηγό του να πηδά στην άσφαλτο μπροστά του. Αμέσως έστριψε προς τα αριστερά για να τον αποφύγει και αυτό ήταν το τελευταίο που θυμόταν. Σύμφωνα με την υπόλοιπη μαρτυρία, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, αφού πρώτα επέπεσε στο δεξιό πίσω μέρος του φορτηγού, κτύπησε τον αποβιώσαντα μέσα στην άσφαλτο.
Ευθεία μαρτυρία προσάχθηκε μόνο από την πλευρά του εφεσίβλητου. Ήταν η δική του μαρτυρία και η μαρτυρία του Ι. Ηλιάδη που τον ακολουθούσε με το δικό του αυτοκίνητο. Συμπληρωματικά, η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης ο οποίος παρουσίασε το σχέδιο της σκηνής και εξήγησε τα διάφορα σημεία του. Οι εφεσείοντες κάλεσαν ως μάρτυρα τον εμπειρογνώμονα στην αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων Θ. Ο'Μαχόνη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε πλήρη ευθύνη στον αποβιώσαντα και κατέληξε πως οι εργοδότες του ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι. Συμφωνήθηκε όπως οι αποζημιώσεις, στη βάση πλήρους ευθύνης, θα ανέρχονταν σε 450.000.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι:
1. Από τα δεδομένα δεν προκύπτει πως το ατύχημα συνέβηκε κάτω από συνθήκες που έθεταν τον εφεσίβλητο να ενεργεί κάτω από την αγωνία της στιγμής για να αποφύγει τον αποβιώσαντα στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που του παρεχόταν, όπως είχε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσαν, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος με βάση την απλή αριθμητική, είχε χρόνο ψύχραιμης και αποτελεσματικής αντίδρασης, τον οποίο όμως παρέλειψε να αξιοποιήσει. Εν πάσει περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, έσφαλε, μετατρέποντας τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα όταν σχολίασε αρνητικά τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονά τους επί του θέματος αυτού.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπήρχε μαρτυρία στην οποία θα ήταν δυνατό να βρει έρεισμα η υπόθεση ότι ο εφεσίβλητος νύσταξε ή αποκοιμήθηκε. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο αποβιώσας κτυπήθηκε βρισκόμενος στο πλευρό του φορτηγού, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Ι. Ηλιάδη ότι όταν το Pajero του εφεσίβλητου πλησίασε το φορτηγό παρεξέκλινε προς τα αριστερά, ακριβώς μαρτυρεί είσοδό του στην άσφαλτο εκείνη τη στιγμή.
2. Η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα αντιστρατεύεται τα αδιάψευστα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο εφεσίβλητος αλλά και ο Ι. Ηλιάδης. Εύστοχα ο εφεσίβλητος παραπέμπει στη νομολογία μας πως δεν είναι μικροσκοπικά που προσεγγίζονται αυτά τα ζητήματα. Όπως και στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι ακόμα και ο Ι. Ηλιάδης, εξ αιτίας του απρόσμενου που αντιμετώπισε και της ταχύτητας με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα, δεν μπόρεσε να αντιδράσει αποτελεσματικά και κατέπεσε και ο ίδιος στο διαχωριστικό του δρόμου ενώ είχε άλλα 100 μέτρα στη διάθεσή του.
3. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για το οποίο θα δικαιολογείτο ανατροπή της κρίσης του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ο εφεσίβλητος, εντελώς απροειδοποίητα, βρέθηκε μπροστά σε κίνδυνο που δημιούργησε ο αποβιώσας όταν τους χώριζε πολύ μικρή απόσταση. Στην αγωνία της στιγμής αντέδρασε όσο μπορούσε, εμφανώς ενστικτωδώς και ορθώς δεν του αποδόθηκε ευθύνη αναφορικά με το αμφιλεγόμενο, εν πάση περιπτώσει, πως το λογικό θα ήταν να έστριβε προς τα δεξιά.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 7697/01), ημερ. 22/6/04.
Γ. Γεωργίου, για τους Eφεσείοντες.
Θ. Ιωαννίδης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι συνέπειες του οδικού ατυχήματος που συνέβηκε το απ όγευμα της 28.9.99 στο δρόμο Λάρνακας προς τη Λευκωσία, ήταν τραγικές. Ο οδηγός του φορτηγού με αρ. εγγραφής ΕΕP 548 έχασε τη ζωή του και ο εφεσίβλητος, οδηγός του Mitsubishi Pajero με αριθμό εγγραφής ΑΒR 706, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, «κατέστη τετραπληγικός ή κάτι παραπλήσιο σε αυτό». Ο εφεσίβλητος διεκδίκησε αποζημιώσεις και συμφωνήθηκε πως αυτές, στη βάση πλήρους ευθύνης, θα ανέρχονταν σε £450.000. Αμφισβητήθηκε η ευθύνη και, περαιτέρω, το κατά πόσο οι εργοδότες του αποβιώσαντος θα ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε πλήρη ευθύνη στον αποβιώσαντα και κατέληξε πως οι εργοδότες του ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι. Με την έφεση επαναφέρεται το ζήτημα της ευθύνης σε σχέση με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ορθά αξιολογούμενης, θα έπρεπε να είχε καταλογιστεί πλήρης ευθύνη στον εφεσίβλητο. Εναλλακτικά, συντρέχουσα ευθύνη.
Ήταν αναμφισβήτητο πως το φορτηγό του αποβιώσαντος ήταν σταθμευμένο στο παγκέτο και πως ο εφεσίβλητος οδηγούσε το Pajero στην αριστερή λωρίδα της κυκλοφορίας με ταχύτητα 100 χλμ ανά ώρα. Περαιτέρω, πως ο αποβιώσας κτυπήθηκε από το Pajero ενώ βρισκόταν μέσα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, μπροστά στην πορεία δηλαδή του εφεσίβλητου. Το κρίσιμο ερώτημα αφορούσε στο πότε και κάτω από ποιες περιστάσεις βρέθηκε εκεί. Ευθεία μαρτυρία προσάχθηκε μόνο από την πλευρά του εφεσίβλητου. Ήταν η δική του μαρτυρία και η μαρτυρία του Ι. Ηλιάδη που τον ακολουθούσε με το δικό του αυτοκίνητο. Συμπληρωματικά, η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης ο οποίος παρουσίασε το σχέδιο της σκηνής και εξήγησε τα διάφορα σημεία του. Οι εφεσείοντες κάλεσαν ως μάρτυρα τον εμπειρογνώμονα στην αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων Θ. Ο'Μαχόνη.
Ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου πως ενώ οδηγούσε κανονικά στην πορεία του με ταχύτητα 100 χλμ ανά ώρα, όταν η απόσταση που τους χώριζε ήταν μόλις 10-15 μέτρα, είδε την πόρτα του φορτηγού να ανοίγει και τον οδηγό του να πηδά στην άσφαλτο μπροστά του. Αμέσως έστριψε προς τα αριστερά για να τον αποφύγει και αυτό ήταν το τελευταίο που θυμόταν. Το έχουμε δε από την υπόλοιπη μαρτυρία πως το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, αφού πρώτα επέπεσε στο δεξιό πίσω μέρος του φορτηγού, κτύπησε τον αποβιώσαντα μέσα στην άσφαλτο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριγμένο σ' αυτή τη μαρτυρία, ως ενισχυμένη στα βασικά της σημεία και από τη μαρτυρία του Ι. Ηλιάδη, κατέληξε πως αποκλειστική αιτία του δυστυχήματος ήταν η απρόσμενη ενέργεια του αποβιώσαντα να βγει στο δρόμο. Έθεσε έτσι εντελώς απροειδοποίητα τον εφεσίβλητο μπροστά στην ξαφνική εμφάνιση ανθρώπου μπροστά στην πορεία του. Ενώ ο εφεσίβλητος, κάτω από την αγωνία της στιγμής, έκαμε ό,τι μπορούσε για να τον αποφύγει στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που του παρεχόταν.
Ήταν η πρώτη θέση των εφεσειόντων, όπως επαναλήφθηκε και ενώπιόν μας, πως από τα δεδομένα προέκυπτε ότι στην πραγματικότητα το δυστύχημα δεν οφειλόταν σε τέτοια ενέργεια του αποβιώσαντα. Υποστηρίζουν πως, στη βάση της μαρτυρίας του Ι. Ηλιάδη, αναδεικνύεται ως αιτία το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος νύσταζε ή και αποκοιμήθηκε. Εξ ου και απλώς «παρεξέκλινε» προς τα αριστερά όπως κατέθεσε ο Ι. Ηλιάδης, περιγραφή που δεν παραπέμπει σε ενέργεια αποφυγής κινδύνου ώστε να υπεισέρχεται στην εικόνα η αγωνία της στιγμής, σε αντίθεση προς τον εφεσίβλητο ο οποίος, επεξηγώντας περαιτέρω τη θέση του, αναφέρθηκε σε απότομο ελιγμό. Συναφώς δε, πως ο αποβιώσας θα πρέπει να βρισκόταν στην άσφαλτο, μάλιστα όχι κοντά στην πόρτα του οδηγού αφού βρέθηκαν κηλίδες αίματός του στην κάσια του, πολύ πριν ο εφεσίβλητος τον προσεγγίσει. Ενώ, παράλληλα, το ψεύδος του εφεσίβλητου το έδειχνε και το γεγονός πως στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία ανέφερε πως ο αποβιώσας «κατέβηκε» από το φορτηγό ενώ κατά τη μαρτυρία ανέφερε πως «πήδησε» από αυτό. Αμφιταλαντευόμενος ταυτόχρονα και αναφορικά με το κατά πόσο ο αποβιώσας έκλεισε την πόρτα του φορτηγού και κοίταξε προς το μέρος του. Όπως και από το γεγονός ότι, κατά την εκδοχή των εφεσειόντων, ανέβαλε για μερικές μέρες την κατάθεσή του προς την αστυνομία, προφασιζόμενος αδυναμία εξ αιτίας της κατάστασης της υγείας του, ακριβώς με σκοπό την κατασκευή της ιστορίας του.
Η δεύτερη θέση των εφεσειόντων αφορούσε στην περίπτωση να είχε πράγματι κατέβη ο αποβιώσας από το φορτηγό και να είχε βρεθεί στην άσφαλτο μπροστά στην πορεία του εφεσίβλητου. Παίρνοντας ως σταθερή βάση ένα μέρος της εκδοχής του εφεσίβλητου, προσπάθησαν να δείξουν, κυρίως κατ' επίκληση της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα που κάλεσαν, πως το υπόλοιπο μέρος δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια. Ο εμπειρογνώμονας, όπως κατέθεσε, έκαμε πειράματα αναφορικά με το χρόνο που χρειαζόταν για να ανοίξει ο οδηγός την πόρτα του φορτηγού να κατεβεί στην άσφαλτο και να την κλείσει. Το λιγότερο ήταν τρία δευτερόλεπτα και αφού ο εφεσίβλητος είδε όλες τις πιο πάνω κινήσεις πριν στρίψει προς τα αριστερά, θα πρέπει ο κίνδυνος να είχε εκδηλωθεί πολύ πιο πριν και όχι στα 10-15 μέτρα. Με την ταχύτητα των 100 χλμ ανά ώρα κάλυπτε 28 μέτρα ανά δευτερόλεπτο και, υπολογιζόμενου και του απαραίτητου χρόνου αντίδρασης που ήταν υπό τα δεδομένα ένα δευτερόλεπτο, θα πρέπει να είχε χρόνο ψύχραιμης και αποτελεσματικής αντίδρασης, τον οποίο όμως παρέλειψε να αξιοποιήσει. Δεν υπήρχε λόγος, όπως υποστηρίζουν, μη στήριξης στην απλή αριθμητική όπως πρακτικά την ανέδειξε ο εμπειρογνώμονας και, πάντως, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, μετατρέποντας μάλιστα και τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, όταν σχολίασε αρνητικά τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα σε σχέση με το χρόνο αντίδρασης, αναφερόμενος στις άσχετες κινήσεις του Pajero μετά τη σύγκρουση. Ο εφεσίβλητος αντέκρουσε τα επιχειρήματα των εφεσειόντων και υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Από τη μελέτη όλων των δεδομένων καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας. Κατ' αρχάς δεν υπήρχε μαρτυρία στην οποία θα ήταν δυνατό να βρει έρεισμα η υπόθεση ότι ο εφεσίβλητος νύσταζε ή αποκοιμήθηκε. Το γεγονός ότι, όπως κατέθεσε ο Ι. Ηλιάδης, ο εφεσίβλητος παρ' ολίγο να είχε συγκρουστεί με προπορευόμενο όχημα λίγα χιλιόμετρα προηγουμένως, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα. Ο εφεσίβλητος συνέχισε κανονικά την πορεία του με τον Ι. Ηλιάδη να τον ακολουθεί με τη σταθερή ταχύτητα των 100 χλμ ανά ώρα στην αριστερή λωρίδα. Η σκέψη δε πως ο αποβιώσας βρισκόταν από πριν στην άσφαλτο όπου όφειλε να τον είχε δει από μεγάλη απόσταση ο εφεσίβλητος, δεν μπορεί να εναρμονιστεί προς τη μαρτυρία του Ι. Ηλιάδη την οποία και οι εφεσείοντες κατά τα άλλα επικαλούνται. Αυτή η μαρτυρία πράγματι υποστηρίζει ευθέως εκείνη του εφεσίβλητου. Τον ακολουθούσε από απόσταση περίπου 100 μέτρων και είχε δει το φορτηγό ακινητοποιημένο στο παγκέτο από μεγάλη απόσταση. Είχε πλήρη ορατότητα και δεν υπήρχε πεζός στο πλευρό του μέσα στην άσφαλτο. Αποκόπηκε η ορατότητα προς την πλευρά του φορτηγού όταν το Pajero του εφεσίβλητου τον πλησίασε και ήταν τότε που το είδε να παρεκκλίνει προς τα αριστερά. Αυτό, με δεδομένο το γεγονός ότι ο αποβιώσας κτυπήθηκε βρισκόμενος στο πλευρό του φορτηγού, ακριβώς μαρτυρεί είσοδό του στην άσφαλτο εκείνη τη στιγμή. Και αφαιρεί κάθε σημασία από το γεγονός ότι ο Ι. Ηλιάδης είδε, όπως κατέθεσε, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου να παρεκκλίνει ενώ ο τελευταίος αναφέρθηκε σε απότομο ελιγμό όπως και από το γεγονός ότι βρέθηκαν σταγόνες αίματος στην κάσια του φορτηγού, εν πάση περιπτώσει κοντά στην πόρτα, αφού ελλείπει άλλη μαρτυρία που να επέτρεπε ακριβή καθορισμό όσων ακολούθησαν τη σύγκρουση. Οι εισηγήσεις σε σχέση με την ακριβή περιγραφή των κινήσεων του αποβιώσαντα από τον εφεσίβλητο παραγνωρίζουν τις εξηγήσεις με αναφορά στη μεγάλη ταχύτητα με την οποία εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα αλλά και στο νόημα με το οποίο χρησιμοποιήθηκαν διάφορες λέξεις. Περαιτέρω, όμως, παραπομπή σε τέτοιας μορφής διαφορές κατά την περιγραφή, ουσιαστικά αποδυναμώνει και την ούτως ή άλλως ατεκμηρίωτη θέση των εφεσειόντων, την οποία και ενώπιόν μας τόνισαν ιδιαιτέρως, πως ο εφεσίβλητος, προφασιζόμενος αδυναμία, ανέβαλε την κατάθεσή του προς την αστυνομία για να σκεφτεί και να κατασκευάσει την εκδοχή του. Ο εφεσίβλητος ήταν εξαιρετικά σοβαρά τραυματισμένος, δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να δημιουργεί έστω απομακρυσμένη την υποψία πως προφασιζόταν και θα ήταν ανεξήγητο πως ενώ σχεδίασε τη σύντομη εκδοχή του, στο τέλος, κατά την εισήγηση, πρόβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχέση με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και σε κινήσεις του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου μετά τη σύγκρουση και αντιληφθήκαμε πως και ο εφεσίβλητος συμφωνεί πως αυτές δεν ήταν σχετικές προς το πείραμα που ο μάρτυρας έκαμε. Όμως, ενυπάρχει στην αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας η θεμελιώδης κρίση πως αντιστρατεύεται τα αδιάψευστα, όπως χαρακτηρίστηκαν, γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο εφεσίβλητος αλλά και ο Ι. Ηλιάδης. Δια μέσου του πειράματος επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί πως δεν ήταν δυνατό να ήταν αληθινή η μαρτυρία του εφεσίβλητου. Αυτό, όμως, όπως ήδη υποδείξαμε, με τη διάσπαση της μαρτυρίας του και τη θεώρηση πως οι αποστάσεις που έδωσε και οι κινήσεις που περιέγραψε ήταν ακριβείς. Δεν μπορεί όμως να χαρακτηριστεί σε καμιά περίπτωση ως ακριβής ο καθορισμός απόστασης από οδηγό κινούμενου οχήματος, που δόθηκε μάλιστα με περιθώριο απόκλισης κατά 50%. Ούτε θα ήταν δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα όταν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποια φάση της κίνησής του βρισκόταν ο αποβιώσας όταν για πρώτη φορά ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε την πόρτα να ανοίγει ώστε να δικαιολογούμαστε να επεκταθούμε σε αριθμητικούς υπολογισμούς τόσης ακρίβειας που να προσδιορίζουν διαφορές του ενός ή των δυο δευτερολέπτων. Εύστοχα ο εφεσίβλητος παραπέμπει στη νομολογία μας πως δεν είναι μικροσκοπικά που προσεγγίζονται αυτά τα ζητήματα. Όπως και στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι ακόμα και ο Ι. Ηλιάδης, εξ αιτίας του απρόσμενου που αντιμετώπισε και της ταχύτητας με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα, δεν μπόρεσε να αντιδράσει αποτελεσματικά και κατέπεσε και ο ίδιος στο διαχωριστικό του δρόμου ενώ είχε άλλα 100 μέτρα στη διάθεσή του.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για τον οποίο θα δικαιολογείτο ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ο εφεσίβλητος, εντελώς απροειδοποίητα, βρέθηκε μπροστά σε κίνδυνο που δημιούργησε ο αποβιώσας όταν τους χώριζε πολύ μικρή απόσταση. Στην αγωνία της στιγμής αντέδρασε όσο μπορούσε, εμφανώς ενστικτωδώς και ορθώς δεν του αποδόθηκε ευθύνη αναφορικά με το αμφιλεγόμενο, εν πάση περιπτώσει, πως το λογικό θα ήταν να έστριβε προς τα δεξιά.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.