ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 1 ΑΑΔ 353

20 Απριλίου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SERGUEI PUGACHEV, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/4/05, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΘΗΚΑΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΑΡ. 2, ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΑΡ. 1372/01,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Δ.16, Θ.3(Α) ΚΑΙ 11.

(Αίτηση Αρ. 106/2005 )

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του υπολογισμού των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, για ισχυριζόμενη υιοθέτηση παράνομης διαδικασίας ― Απόρριψη αίτησης, κρίθηκε ότι δεν υπήρξε οριστική και ισχύουσα πράξη του Πρωτοκολλητή επηρεάζουσα τα δικαιώματα των διαδίκων ως προς τα έξοδα που να μπορούσε να συνιστά το αντικείμενο ελέγχου με Certiorari.

Πολιτική Δικονομία ― Έξοδα ― Καθορισμός των εξόδων ― Εξουσία Πρωτοκολλητή ― Οριστική ευθύνη σε σχέση με την έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων ― Ανήκει στο Δικαστήριο.

Στις 21/4/2005 ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού υπολόγισε τα έξοδα του εναγομένου 2 εναντίον του ενάγοντος σε πέραν των £27.000, στην κλίμακα της αγωγής που ήταν πέραν του £1.000.000. Αυτό το ποσό, που περιλήφθηκε με σχετική αναφορά ως τα υπολογισθέντα από τον Πρωτοκολλητή έξοδα στο κάτω μέρος του εγγράφου της συνταχθείσας απόφασης, ο δικηγόρος του εναγομένου 2 ζήτησε να καταβληθεί από τον ενάγοντα.

Ο ενάγων αμφισβήτησε την υποχρέωσή του να καταβάλει το πιο πάνω ποσό, ισχυριζόμενος ότι ο εναγόμενος 2 δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο.

Ο ενάγων καταχώρησε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς έλεγχο του υπολογισμού των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή. Υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι ο Πρωτοκολλητής δεν μπορούσε νόμιμα να υπολογίσει τα έξοδα χωρίς να ακολουθήσει τη μόνη προσφερόμενη προς τούτο διαδικασία στους θεσμούς της Δ.59, δηλαδή τη ψήφιση (taxation), ώστε ο αιτητής να είχε την ευκαιρία να ακούετο αλλά και να ενίστατο ως προς οποιοδήποτε στοιχείο θα αποφάσιζε ο Πρωτοκολλητής να επιτρέψει έξοδα με τελική επ' αυτού κρίση του Δικαστηρίου (Δ.59, θ.17). Η διαδικασία που ακολούθησε ο Πρωτοκολλητής, να υπολογίσει τα έξοδα χωρίς να ακούσει τον αιτητή και χωρίς ο αιτητής να μπορεί να αμφισβητήσει οποιοδήποτε στοιχείο εξόδων και να έχει την κρίση του Δικαστηρίου επ' αυτού, αφού δεν πρόκειται για ψήφιση, είναι λοιπόν παράνομη. Ο εναγόμενος 2 υπέβαλε ένσταση υποστηρίζοντας ότι:

1.  Δεν επρόκειτο για διαδικασία ψήφισης (taxation) αλλά διαδικασία υπολογισμού εξόδων σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου.

2.  Ορθώς ο Πρωτοκολλητής έλαβε ως δεδομένο ότι ο εναγόμενος 2 εκπροσωπείτο από δικηγόρο εφ' όσον έτσι ήσαν τα πράγματα κατά τη δίκη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η βασική αρχή της Δ.59, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι ότι τα έξοδα επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή μετά από διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα. Πριν γίνει αυτό, ο διάδικος στερείται δυνατότητας να αμφισβητήσει τα υπολογισθέντα έξοδα.

2.      Ενόψει των ανωτέρω, η κατάληξη είναι ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων-αιτητής ουδεμία υποχρέωση είχε να καταβάλει, όπως και ουδέν δικαίωμα είχε ο εναγόμενος 2 να ζητά τα έξοδα που υπολογίσθηκαν από τον Πρωτοκολλητή στο ποσό των £27.269,75.

Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αίτηση.

Κ. Μελάς, για τον Αιτητή.

Δ. Αραούζος, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία σε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξεδόθη στις 25.2.2005 απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 1 και 3 για £100 ως ονομαστικές αποζημιώσεις μόνο και διαταγή για έξοδα όπως θα υπολογίζοντο από τον Πρωτοκολλητή στην ανάλογη κλίμακα όπως αναφέρεται στη συνταχθείσα απόφαση. Η αγωγή εναντίον του Εναγόμενου 2 απερρίφθη "με έξοδα εις βάρος του Ενάγοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή". Για τους τρεις εναγόμενους είχε εμφανισθεί ίδιος δικηγόρος, ο οποίος στις 18.4.2005 υπέβαλε στον Πρωτοκολλητή κατάλογο εξόδων του Εναγόμενου 2 ανερχομένων σε πέραν των £37.000. Ο Πρωτοκολλητής στις 21.4.2005 υπολόγισε τα έξοδα σε πέραν των £27.000 στην κλίμακα της αγωγής που ήταν πέραν του £1.000.000. Αυτό το ποσό λοιπόν, που περιλήφθηκε με σχετική αναφορά ως τα υπολογισθέντα από τον Πρωτοκολλητή έξοδα στο κάτω μέρος του εγγράφου της συνταχθείσας απόφασης και μετά από αυτή, ζήτησε ο δικηγόρος του Εναγόμενου 2 να καταβληθεί από τον Ενάγοντα.

Ο Ενάγων αμφισβήτησε την υποχρέωση του να καταβάλει τα υπολογισθέντα έξοδα στο βαθμό που περιλάμβαναν, και κατά κύριο λόγο βεβαίως τούτο συνέβαινε, δικηγορικά έξοδα, ισχυριζόμενος ότι ο Εναγόμενος 2 δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Εβασίζετο προς τούτο στο ότι, όπως είναι κοινό έδαφος, αν και κατεχωρήθη σημείωμα εμφάνισης και για τους τρεις Εναγόμενους, δεν είχε ποτέ δοθεί και κατατεθεί τύπος διορισμού δικηγόρου από τον εναγόμενο 2 και ο ίδιος ο Εναγόμενος 2 δήλωσε, δίδοντας μαρτυρία στην ακρόαση, ότι δεν είχε δικηγόρο, δεν έδωσε ποτέ οδηγίες σε δικηγόρο και δεν γνώριζε ότι η υπόθεση εστρέφετο και εναντίον του, πιστεύοντας ότι ήρθε στο Δικαστήριο μόνο ως μάρτυρας και όχι διάδικος. Ο Ενάγων μέσω του δικηγόρου του είχε αποστείλει μάλιστα επιστολή προς τον Πρωτοκολλητή στις 21.3.2005 και στις 21.4.2005 παρακαλώντας τον να λάβει υπ' όψη του ότι, ως εκ των ως άνω, δεν ετίθετο θέμα δικηγορικών εξόδων του Εναγόμενου 2, προφανώς όμως τούτο δεν έγινε δεκτό από τον Πρωτοκολλητή κατά τον υπολογισμό που ακολούθησε, αφού, όπως προκύπτει από επιστολή του ημερομηνίας 21.4.2005, θεώρησε ότι δεν απαιτείτο τύπος διορισμού δικηγόρου διότι ο Εναγόμενος 2 ζούσε στο εξωτερικό.

Το διάβημα στο οποίο προέβη ο Ενάγων ήταν προς την κατεύθυνση του προνομιακού διατάγματος certiorari προς έλεγχο του υπολογισμού των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, και είναι την Αίτηση για έκδοση τέτοιου διατάγματος που έχω ενώπιον μου. Ο Ενάγων, ως Αιτητής πλέον, τη βασίζει σε δύο εισηγήσεις:

1. Ο Πρωτοκολλητής δεν μπορούσε νόμιμα να υπολογίσει τα έξοδα χωρίς να ακολουθήσει τη μόνη προσφερόμενη προς τούτο διαδικασία στους θεσμούς της Δ.59, δηλαδή τη ψήφιση (taxation), ώστε ο Αιτητής να είχε την ευκαιρία να ακούετο αλλά και να ενίστατο ως προς οποιοδήποτε στοιχείο θα αποφάσιζε ο Πρωτοκολλητής να επιτρέψει έξοδα με τελική επ' αυτού κρίση του Δικαστηρίου (Δ.59, θ.17). Η διαδικασία που ακολούθησε ο Πρωτοκολλητής, να υπολογίσει τα έξοδα χωρίς να ακούσει τον Αιτητή και χωρίς ο Αιτητής να μπορεί να αμφισβητήσει οποιοδήποτε στοιχείο εξόδων και να έχει την κρίση του Δικαστηρίου επ' αυτού, αφού δεν πρόκειται για ψήφιση, είναι λοιπόν παράνομη.

2. Ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή είναι έκδηλα πεπλανημένος αφού προκύπτει από τη μαρτυρία του ίδιου του Εναγόμενου 2 ότι αυτός δεν διόρισε δικηγόρο.

Πέραν των θέσεων επί των ως άνω, στην ένσταση που υπεβλήθη για τον Εναγόμενο 2 εγείρονται και άλλα θέματα. Γίνεται μία εισήγηση ότι η Αίτηση δεν συνοδεύεται από έγκυρη ένορκη δήλωση καθ' όσον η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει προχρονολογείται της καταχωρήσεως της Αίτησης. Αυτό δεν είναι ορθό αφού τόσο η αίτηση όσο και η Ένορκη Δήλωση φέρουν ημερομηνία 10.11.2005. Εν πάση περιπτώσει όμως, εκ των πραγμάτων η ένορκη δήλωση, εφ' όσον πρέπει να καταχωρείται μαζί με την Αίτηση, θα πρέπει να έχει γίνει, έστω και λίγο, πριν από την καταχώρηση της Αίτησης.

Έπειτα, λέγεται ότι υπήρχαν εναλλακτικές διαδικασίες που ο Αιτητής θα μπορούσε να ακολουθήσει, και δη στα πλαίσια της έφεσης την οποία καταχώρησε κατά της απόφασης με την οποία απερρίφθη η αγωγή του εναντίον του Εναγόμενου 2, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Η εισήγηση αυτή όμως παραγνωρίζει το ότι δεν είναι η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επεδικάσθησαν τα έξοδα, και η οποία εν πάση περιπτώσει καλύπτεται από την έφεση, που είναι το αντικείμενο της διαδικασίας αλλά ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή που δεν θα μπορούσε να ήταν αντικείμενο της έφεσης.

Η καθυστέρηση στην καταχώρηση της Αίτησης είναι άλλος λόγος για τον οποίο λέγεται ότι η Αίτηση δεν πρέπει να εξετασθεί. Το δεδομένο της καθυστέρησης ήταν βεβαίως υπ' όψη του Δικαστηρίου και όταν εδόθη η άδεια για καταχώριση της Αίτησης. Φρονώ όμως, όπως και στο στάδιο εκείνο, ότι, δοθείσας της πρωτοτυπίας και της σημασίας του θέματος, η καθυστέρηση δεν πρέπει να αποτελέσει λόγο να μην εξετασθεί.

Η επί της ουσίας απάντηση του Εναγόμενου 2 είναι ότι:

1. Δεν επρόκειτο για διαδικασία ψήφισης (taxation) αλλά διαδικασία υπολογισμού εξόδων σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου.

2. Ορθώς ο Πρωτοκολλητής έλαβε ως δεδομένο ότι ο Εναγόμενος 2 εκπροσωπείτο από δικηγόρο εφ' όσον έτσι ήσαν τα πράγματα κατά τη δίκη.

Ορθώς επιχειρηματολογεί ο Αιτητής ότι στους θεσμούς δεν προβλέπεται διαδικασία υπολογισμού εξόδων από τον Πρωτοκολλητή άλλη από τη διαδικασία ψήφισης. Όντως βεβαίως, όπως παρατηρεί ο Εναγόμενος 2, το Δικαστήριο εδώ δεν διέταξε να γίνει ψήφιση και έτσι δεν θα εφαρμόζετο η διαδικασία της ψήφισης. Όμως, η διαταγή όπως τα έξοδα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή δεν συνεπάγεται άλλη θεσμική διαδικασία εμπίπτουσα στη δικαιοδοσία του Πρωτοκολλητή και απολήγουσα σε δική του τελική απόφαση, παρά μόνο ισοδυναμεί με απ' ευθείας διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή στον υπολογισμό τους, με συνέπεια προς τη βασική αρχή της Δ.59, θ.1 ότι τα έξοδα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή λοιπόν, ακόλουθα τέτοιας διαταγής του Δικαστηρίου, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα. Τότε εξ άλλου είναι που η τελικά διαμορφωθείσα κρίση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος των εξόδων θα υπόκειται σε έφεση ώστε να μπορεί να ελεγχθεί. Μέχρι τότε, ο διάδικος, όπως ο Ενάγων εδώ, εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί διαταγή για έξοδα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, δεν θα είχε λόγο να παραπονείται για το ύψος των εξόδων (παρά μόνο ενδεχομένως, στα πλαίσια έφεσης κατά της απόφασης, για αυτή ταύτη τη διαταγή για έξοδα εναντίον του ως ακόλουθη του αμφισβητούμενου με την έφεση αποτελέσματος της υπόθεσης), αφού αυτό δεν θα ήταν ακόμα καθορισμένο. Η τελείωση της διαταγής του Δικαστηρίου για έξοδα που επέρχεται με την έγκριση από το Δικαστήριο των υπολογισθέντων από τον Πρωτοκολλητή, προς βοήθεια του Δικαστηρίου, εξόδων, δημιουργεί και τη δυνατότητα του διαδίκου να αμφισβητήσει τα υπολογισθέντα έξοδα. Αν ήταν άλλως, μάλιστα, ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή χωρίς έγκριση του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί αφού θα ακολουθούσε νόμιμα τη διαταγή του Δικαστηρίου και δεν θα συνιστούσε ψήφιση.

Ακολουθεί λοιπόν ως κατάληξη ότι δεν υπήρξε οριστική και ισχύουσα πράξη του Πρωτοκολλητή επηρεάζουσα τα δικαιώματα των διαδίκων ως προς τα έξοδα που να μπορούσε να συνιστά το αντικείμενο ελέγχου με certiorari. Ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, στερούμενος αυτονομίας και υπέχοντας θέση μόνο προπαρασκευαστικής διαδικασίας προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, τότε μόνο θα είχε ισχύ αφού εγκρίνετο από το Δικαστήριο, και τότε ως απόφαση του ίδιου του Δικαστηρίου, πράγμα που δεν έγινε, ούτε αποκτούσε ισχύ ως εκ της περίληψης, στο κάτω μέρος της συνταχθείσας απόφασης και μετά από αυτή, της πληροφοριακής αναφοράς ότι τα έξοδα υπολογίσθησαν από τον Πρωτοκολλητή στο ποσό των £27.269,75. Με αποτέλεσμα βεβαίως ουδεμία υποχρέωση να είχε και ο Αιτητής να τα καταβάλει, όπως και ουδέν δικαίωμα είχε ο Εναγόμενος 2 να τα ζητά.

Ως εκ της κατάληξης αυτής, δεν θα με απασχολήσει βεβαίως το δεύτερο θέμα που θέτει ο Αιτητής.

Η Αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν θα εκδοθεί διαταγή για έξοδα.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι αδειούχος ελεγκτής δημοσίων εταιρειών από τις 4.2.2000. Ο εφεσίβλητος "Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου" είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια εγγυήσεως (ο Σύνδεσμος). ίων και η σύζυγός του αποξένωσαν τις μετοχές. Στις 27.5.2002 ο εφεσείων πληροφορήθηκε για την εκλογή του ως μέλους του Συνδέσμου. Εξ αφορμής, όμως, της πληροφόρησης από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, διεξήχθη πειθαρχική έρευνα εναντίον του από την Πειθαρχική Επιτροπή του Συνδέσμου. Η κατηγορία ήταν ότι είχε παραβεί το άρθρο 62 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου (Νόμος 14(Ι)/93). Τελικά, στις 4.9.2002 η Πειθαρχική Επιτροπή απέρριψε την κατηγορία με την αιτιολογία ότι δεν είχε δικαιοδοσία να της επιληφθεί εφόσον, όπως θεώρησε, ο εφεσείων κατέστη μέλος του Συνδέσμου στις 27.5.2002, όταν, δηλαδή, έλαβε γνώση περί της εκλογής του, ενώ ήδη από τις 25.4.2002, τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του είχαν αποξενώσει τις μετοχές τους στην εταιρεία για την οποία ο εφεσείων ενεργούσε ως ελεγκτής. ην αποδοχή της αίτησης του εφεσείοντος, δε γνώριζε τα γεγονότα που είχαν καταστεί αργότερα αντικείμενο της κατηγορίας η οποία εξετάστηκε από την Πειθαρχική Επιτροπή. Συνακόλουθα, ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου, με επιστολή του προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 25.10.2002, τον πληροφόρησε ότι, αν κατά τη λήψη της απόφασης για αποδοχή της αίτησής του, το Συμβούλιο γνώριζε τα εν λόγω γεγονότα, δε θα προέβαινε στην εκλογή του ως μέλους του Συνδέσμου. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο θα συνερχόταν στις 5.11.2002 η ώρα 6.00μ.μ. για να μελετήσει το ζήτημα, ενόψει των όσων είχαν έλθει εις γνώση του. Πληροφόρησε, περαιτέρω, τον εφεσείοντα ότι είχε το δικαίωμα να ακουστεί κατά την εν λόγω συνεδρία ενώ, ταυτόχρονα, τον προειδοποίησε ότι υπήρχε πιθανότητα να ανακληθεί η απόφαση για εκλογή του ως μέλους του Συνδέσμου. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Συμβουλίου και του δικηγόρου του εφεσείοντος, με τον τελευταίο να προσπαθεί να τους πείσει για το εσφαλμένο της πρόθεσής τους να επανεξετάσουν την αρχική τους απόφαση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με επιστολή ημερομηνίας 30.10.2002 προς το δικηγόρο του εφεσείοντος, το Συμβούλιο διαδήλωσε την εμμονή του να προχωρήσει στην εξέταση του θέματος όπως είχε ήδη προγραμματιστεί.

Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο