ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1118
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12054)
1 Νοεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΗ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
ΚΑΙ
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΚΑ,
Εφεσίβλητος-Ενάγων,
2. G.M.P. KATSAMBAS LIMITED,
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι 2.
_________________________
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο αρ. 1.
Χρ. Μ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίλητους αρ. 2.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την 22.9.98 συνέβηκε εργατικό ατύχημα στο εργοτάξιο ανέγερσης του γυμναστηρίου του ξενοδοχείου «Άνασσα» στην περιοχή Πόλης Χρυσοχούς της επαρχίας Πάφου.
Ο πρώτος εφεσίβλητος-ενάγοντας ήταν τότε 36 ετών και εργαζόταν σαν μάστορας-καλουψιής όταν έπεσε από πρόχειρα στημένο ικρίωμα και τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί κάτω άκρο.
Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 είναι τεχνίτης-καλουψιής ενώ η εφεσίβλητη 2-εναγόμενη 2 είναι εργοληπτική εταιρεία με κύριο μέτοχο και διευθυντή τον κ. Γεώργιο Κατσαμπά.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ως γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανεξάρτητος υπεργολάβος της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρείας και ανέλαβε την εργασία των καλουπιών στο προαναφερόμενο έργο ενώ ο πρώτος εφεσίβλητος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτούμενος του εφεσείοντα.
Στη βάση των προαναφερόμενων συμπερασμάτων το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του πρώτου εφεσίβλητου εναντίον των δευτέρων εφεσιβλήτων και αφού βρήκε ότι ο εφεσείοντας έφερε εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το προαναφερόμενο εργατικό ατύχημα και ότι ο πρώτος εφεσίβλητος δεν ήταν υπόλογος για οποιοδήποτε ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας, επεδίκασε προς όφελος του πρώτου εφεσίβλητου και εις βάρος του εφεσείοντα συνολικό ποσό αποζημίωσης ανερχόμενο σε £107.920.- με τόκο 8% ετησίως, από διαφορετικές ημερομηνίες αναφορικά με διάφορα ποσά που περιλαμβάνονται στο προαναφερόμενο συνολικό ποσό, μέχρις εξοφλήσεως.
Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη αναφορικά με το εύρημα ότι υπήρχε σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου μεταξύ του εφεσείοντα και του πρώτου εφεσίβλητου (πρώτος λόγος έφεσης). Αναφορικά με το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι υπήρχε σχέση εργοδότη και ανεξάρτητου υπεργολάβου μεταξύ των εφεσιβλήτων 2 και του εφεσείοντα (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καταλόγισε ποσοστό ευθύνης δηλαδή συντρέχουσα αμέλεια στον πρώτο εφεσίβλητο (τρίτος λόγος έφεσης) και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου μεταξύ των δευτέρων εφεσιβλήτων και του πρώτου εφεσίβλητου (τέταρτος λόγος έφεσης).
Είναι προφανές ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αλληλένδετοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού προέβη σε προσεκτική και εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας, έκαμε ευρήματα αξιοπιστίας και καθοδηγήθηκε ορθά από σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία. Κατέληξε στο ότι μεταξύ των βασικών επιδίκων θεμάτων ήταν και το ποιος ήταν ο εργοδότης του πρώτου εφεσιβλήτου. Συζήτησε σε έκταση τη μαρτυρία αναφορικά με τις σχέσεις των δύο εναγομένων, δηλαδή του εφεσείοντα και των δευτέρων εφεσιβλήτων καθώς και τις σχέσεις του πρώτου εφεσίβλητου-ενάγοντα με τον εφεσείοντα και τους δευτέρους εφεσιβλήτους και κατέληξε στα προαναφερόμενα ευρήματα του, ότι δηλαδή ο πρώτος εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος μόνον του εφεσείοντα και ότι ο εφεσείοντας ήταν ανεξάρτητος υπεργολάβος των δευτέρων εφεσιβλήτων και πως κατά συνέπεια ο πρώτος εφεσίβλητος δεν ήταν εργοδοτούμενος των δευτέρων εφεσιβλήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στην ανάλυση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο, στα ευρήματα αξιοπιστίας του και στην καθοδήγηση του αναφορικά με τις νομικές αρχές που διέπουν τα θέματα αυτά. Μεταξύ των αυθεντιών στις οποίες αναφέρθηκε και από τις οποίες καθοδηγήθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είναι και η απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας κ.α. ν. Στυλιανού κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718, στην οποία απαριθμίστηκαν τα κριτήρια στη βάση των οποίων αναγνωρίζεται σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και καθορίζεται η διαφορά μεταξύ εργοδοτούμενου και ανεξάρτητου εργολάβου.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο εφέσεως εκτιμούμε ότι και αυτός είναι αβάσιμος εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγοντας στα ορθά ευρήματα ως προς τα γεγονότα και εφαρμόζοντας ορθές και θεμελιωμένες αρχές δικαίου κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα ότι η σχέση εφεσίβλητων 2 και εφεσείοντα ήταν σχέση εργοδότη και ανεξάρτητου υπεργολάβου. Συναφώς παρατηρούμε ότι ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος στο γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως αυτοεργοδοτούμενος και όχι σαν εργοδοτούμενος των δευτέρων εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων πλήρωνε επίσης τις κοινωνικές ασφαλίσεις του πρώτου εφεσίβλητου ως εργοδότης του ενώ υπέγραψε και ως εργοδότης του στην αίτηση για επίδομα σωματικής βλάβης το οποίο κατέθεσε ο πρώτος εφεσίβλητος στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ακόμα, παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο κ. Κατσαμπάς, Διευθυντής των δευτέρων εφεσιβλήτων, είχε τη γενική εποπτεία του έργου και κάποτε έδινε και οδηγίες και έκανε και παρατηρήσεις στους καλουψιήδες αυτό δεν συνεπαγόταν κατ΄ ανάγκη ότι οι δεύτεροι εφεσίβλητοι ήταν εργοδότες του πρώτου εφεσίβλητου. Εκείνος που πλήρωνε, κατέβαλλε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και γενικά είχε τον έλεγχο του πρώτου εφεσίβλητου ήταν μόνον ο εφεσείων, ο οποίος ήταν και ο εργοδότης του. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το λανθασμένο στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται με τους λόγους εφέσεως 1, 2 και 4.
Ο τρίτος λόγος εφέσεως αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα, τις βλάβες και τις ζημιές που υπέστη ο πρώτος εφεσίβλητος είχε ο εφεσείων. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε μεταξύ άλλων από την απόφαση στην υπόθεση Fysco Constructing Co. Ltd v. Χριστάκης Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ., 1014 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος εφεσίβλητος τραυματίστηκε γιατί δεν παρασχέθηκε σ΄ αυτόν ασφαλής τόπος εργασίας. ΄Ελειπαν τα υλικά που θα έπρεπε να ήταν στη διάθεση του ώστε να υπάρχει ένα ασφαλές δάπεδο εργασίας. Το δικαστήριο αναφέρθηκε και στους περί Οικοδομών και ΄Εργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμούς του 1973 (Κ.Δ.Π. 161/73) οι οποίοι προβλέπουν με λεπτομέρεια από τι αποτελείται ένα ικρίωμα, πώς πρέπει να συναρμολογείται και ποιες ελάχιστες πρόνοιες για την ασφάλεια των εργαζομένων θα πρέπει να τηρούνται. Στην προκείμενη περίπτωση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε ως αξιόπιστη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως το ικρίωμα (η σκαλωσιά) από όπου έπεσε ο πρώτος εφεσίβλητος δεν είχε φτιαχτεί με το δέοντα τρόπο. Δεν υπήρχαν διαθέσιμα τα κατάλληλα υλικά και ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίος έφτιαξε μόνος του τη σκαλωσιά με τη βοήθεια κάποιου άλλου συναδέλφου του, έβαλε τα δύο «ψαλίδια» του ικριώματος (ορθοστάτες) το ένα απέναντι στο άλλο αλλά δεν τα ένωσε με «Χ» όπως θα έπρεπε να ήταν ενωμένα αν υπήρχαν διαθέσιμα τα κατάλληλα υλικά, πράγμα που ήταν ευθύνη του εφεσείοντα. Και αναφορικά με αυτό το λόγο έφεσης δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το λανθασμένο ή το μεμπτό στα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Η καθοδήγηση του ήταν καθόλα ορθή, τα ευρήματα ως προς τα γεγονότα ήταν τέτοια που δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για το Εφετείο να επέμβει και κατά την κρίση μας το συμπέρασμα πως ολόκληρη την ευθύνη για το ατύχημα και τις συνέπειες του έφερε ο εργοδότης-εφεσείων ενώ ο εργοδοτούμενος-πρώτος εφεσίβλητος δεν είχε οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης ή συντρέχουσας αμέλειας, είναι συμπέρασμα στο οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν απόλυτα επιτρεπτό και λογικό να καταλήξει. Τα όσα τονίστηκαν στην υπόθεση Fysco (ανωτέρω) ισχύουν απόλυτα και στην προκείμενη περίπτωση. Η ευθύνη για τη διασφάλιση ασφαλών συνθηκών εργασίας βαρύνει αποκλειστικά τον εργοδότη και δεν μπορεί να μετατεθεί αυτή η ευθύνη στους ώμους του εργοδοτουμένου. Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση το καθήκον του εργοδότη για τη διασφάλιση ασφαλών συνθηκών εργασίας στον εργοδοτούμενο του ήταν υπαρκτό και ο εφεσείων δεν το εξετέλεσε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε πως όλοι οι λόγοι εφέσεως είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.