ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1074
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 151/2005)
30 Οκτωβρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
AMITHA PERERA (ΑΜΙΘΑ ΠΕΡΕΡΑ),
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΣΤΡΑ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Λ. Ιωαννίδης, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπόθεση αυτή αφορά τροχαίο ατύχημα, το οποίο επεσυνέβη στις 14/10/2002, γύρω στις 7.00 μ.μ., στη Λεωφόρο Ιφιγενείας, στην Ακρόπολη. Αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε η εφεσίβλητη, υπ' Αρ. DAP 795, παρέσυρε και τραυμάτισε την εφεσείουσα, ενώ αυτή διασταύρωνε πεζή τη Λεωφόρο Ιφιγενείας. Η εφεσείουσα, με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, απέδωσε την ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσίβλητη και αξίωσε αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη.
Η εφεσίβλητη, στην Υπεράσπισή της, πρόβαλε ότι αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια για ό,τι συνέβη έφερε η εφεσείουσα, η οποία, κατά τη διάρκεια της νύκτας, υπό βροχή, και φορώντας ρούχα σκούρου χρώματος, επεχείρησε να διασταυρώσει το δρόμο, χωρίς να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν ασφαλές.
Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν οι ειδικές ζημιές που υπέστη η εφεσείουσα, επί πλήρους ευθύνης της εφεσίβλητης, στο ποσό των £1.230,00. Εκδικάστηκε το ζήτημα της ευθύνης και των γενικών αποζημιώσεων. Από πλευράς εφεσείουσας ακούστηκαν τρεις μάρτυρες και από πλευράς εφεσίβλητης δύο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, αποδεχόμενο ως αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες, πλην της εφεσείουσας, σ' ό,τι αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, καταλόγισε την ευθύνη για το δυστύχημα αποκλειστικά σ' αυτήν. Η εφεσείουσα κρίθηκε αναξιόπιστη και η εκδοχή της - ότι, μόλις άρχισε να διασταυρώνει, είδε σε απόσταση 50 μ. - 100 μ. από κοντά της το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης και έκαμε νόημα με το χέρι της - απορρίφθηκε. Για την κατάληξή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του Μ.Υ.1 - Ρένου Κλονάρη - ο οποίος ήταν στη σκηνή κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Συνοψίζουμε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, τον επιμερισμό της ευθύνης, τις βλάβες της εφεσείουσας και τις αποζημιώσεις, όπως υπολογίστηκαν, παρά την απόρριψη της αγωγής:-
Η εφεσείουσα, οικιακή βοηθός, από τη Σρι Λάνκα, στις 14/10/2002, και γύρω στις 7.00 μ.μ., στεκόταν στο βόρειο χωμάτινο κράσπεδο της Λεωφόρου Ιφιγενείας. Πρόκειται για δρόμο ευθύ και επίπεδο με μεγάλη ορατότητα στην πορεία της εφεσίβλητης, ο οποίος χωρίζεται σε δύο λωρίδες κυκλοφορίας - μία προς Λεωφόρο Ακροπόλεως και μία εξ αντιθέτου, προς Λεωφόρο Αρμενίας. Φωτίζεται από ηλεκτρικούς λαμπτήρες υψηλής τάσης, με τον πλησιέστερο σε απόσταση 8 μ. - 9 μ. από το σημείο του δυστυχήματος.
Η εφεσείουσα, η οποία φορούσε ρούχα σκούρου χρώματος, χωρίς να ελέγξει, επεχείρησε, από το σημείο όπου βρισκόταν, να διασταυρώσει το δρόμο, για να μεταβεί στο απέναντι πεζοδρόμιο. Φθάνοντας στη μέση του δρόμου και αφού έκαμε ένα βήμα προς τα πίσω, μπήκε στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας, στην οποία η εφεσίβλητη οδηγούσε το αυτοκίνητό της με κατεύθυνση προς Λεωφόρο Ακροπόλεως, με αποτέλεσμα, μόλις κάλυψε απόσταση 40 εκ., να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Το σημείο της σύγκρουσης Χ απέχει από τη δεξιά πλευρά του δρόμου 4 μ. και 40 εκ. Στο δρόμο, ο οποίος ήταν βρεγμένος λόγω βροχής, επικρατούσε πυκνή τροχαία κίνηση. Το όχημα της εφεσίβλητης ακολουθείτο από σειρά οχημάτων. Ο δρόμος στο σημείο της σύγκρουσης είναι αρκετά πλατύς. Παρόλο ότι ήταν βράδυ και ψιλόβρεχε, υπήρχε αρκετός φωτισμός από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες. Η ακτίνα των φώτων της εφεσίβλητης ήταν 35 μέτρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία[1], δέχθηκε τη δυνατότητα εφαρμογής και σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων της αρχής res ipsa loquitur - (το πράγμα ομιλεί αφ' εαυτού) - η οποία οδηγεί σε μεταφορά του βάρους απόδειξης, κατέληξε όμως ότι, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν παρέχεται έδαφος εφαρμογής της. ΄Ηταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποδείξει, εκ πρώτης όψεως, παράβαση καθήκοντος της εφεσίβλητης. Η σύγκρουση, κατέληξε:-
«... έγινε μόλις η πεζή εισήλθε στην λωρίδα κυκλοφορίας που οδηγούσε η ενάγουσα χωρίς να διανύσει μεγάλη απόσταση. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα (τεκμ. 1) το σημείο σύγκρουσης Χ, βρίσκεται πολύ κοντά στην διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων κυκλοφορίας, μόλις εκατοστά. Αυτό καταδεικνύει την ορθότητα της εκδοχής της εναγομένης ότι η ενάγουσα εισήλθε απότομα στην πορεία της χωρίς η ίδια να αντιδράσει. Η πυκνή τροχαία κίνηση και οι υπόλοιπες συνθήκες του δρόμου ήταν τέτοιες που δεν ήταν προβλεπτό από την εναγομένη ότι η ενάγουσα θα εισέρχετο στην λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Το γεγονός ότι έφτασε μέχρι την μέση του δρόμου που διαχωρίζει τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας δεν αποκαλύπτει από μόνο του κίνδυνο να εισέλθει και στην δεύτερη λωρίδα. Αντίθετα σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου προτού εισέλθει στην δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας έκανε ένα βήμα προς τα πίσω δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι δεν θα επιχειρούσε να διασταυρώσει.»
και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται τα αποφασισθέντα στη Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την κατάληξή του ότι η εφεσίβλητη δεν ευθύνεται για το δυστύχημα, προχώρησε σε ευρήματα ως προς τους τραυματισμούς της εφεσείουσας και καθόρισε το ποσό, το οποίο αυτή θα εδικαιούτο επί πλήρους ευθύνης της εφεσίβλητης, σε £7.000,00.
΄Ηταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα:-
«Κατά την κλινική εξέταση παρουσίαζε θλαστικό τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής. Ακτινολογικός έλεγχος του θώρακος έδειξε κατάγματα της 5ης, 6ης, 7ης και 8ης πλευράς αριστερά. Διαγνώστηκε επίσης κάταγμα κεφαλής της αριστερής περόνης και σοβαρή θλάση αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Το κάταγμα περόνης ακινητοποιήθηκε με γύψινο νάρθηκα. Στην αυχενική μοίρα σπονδυλικής στήλης τοποθετήθηκε αυχενικό κολάρο. Ο γύψινος νάρθηκας αφαιρέθηκε 2 βδομάδες μετά τον τραυματισμό και ο αυχενικός κολάρος σε διάστημα 6 εβδομάδων. Ακολούθως η ενάγουσα υπεβλήθη σε φυσιοθεραπεία.
... Εξήλθε του νοσοκομείου στις 26.10.02 με σχετική φαρμακευτική αγωγή και σύσταση όπως παραμείνει ήσυχη στο σπίτι ...
Το κάταγμα περόνης τελικώς πωρώθηκε. ... κατά την τελευταία εξέταση ... στην κλινική καταγμάτων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, παρουσίαζε ελαφρό άλγος αριστερού γόνατος μετά από κόπωση καθώς και αυχενωμοβραχίονο σύνδρομο (τεκμ. 6). Αναμένεται επίσης άλγος στην περιοχή των καταγμάτων με την αλλαγή του καιρού (τεκμ. 7).»
Αμφισβητούνται, με τους λόγους έφεσης 1 - 6, η ορθότητα επί μέρους ευρημάτων αλλά και του τελικού ευρήματος καταμερισμού της ευθύνης και, με το λόγο έφεσης 7, το ύψος των αποζημιώσεων, οι οποίες, διατείνεται η εφεσείουσα, είναι έκδηλα χαμηλές και εισηγείται ως δίκαιο το ποσό των £12.000,00.
Η αποτυχία της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την εφεσείουσα, η οποία κάλυψε τη μία λωρίδα κυκλοφορίας δρόμου με καλό φωτισμό και ορατότητα, την καθιστά, υπέβαλε ο συνήγορός της, εκ πρώτης όψεως, αμελή, μεταφέροντας στους ώμους της το βάρος να καταδείξει πώς και γιατί δεν την αντιλήφθηκε. Υπέβαλε, περαιτέρω, ότι, και με βάση ακόμη τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου - την ορθότητα μερικών αμφισβητεί - η κατάληξη ότι η εφεσίβλητη δεν ευθύνεται για το δυστύχημα δεν είναι ορθή. Τα ευρήματα:-
«Να σημειώσω επίσης ότι έγινε δεκτή από το δικαστήριο η εκδοχή της εναγομένης ότι λόγω της πυκνής κίνησης, αυτή είδε την ενάγουσα μόνο κατά την ώρα της σύγκρουσης όταν εισήλθε απότομα στον δρόμο.
... Ούτε βέβαια μπορεί να αποδοθεί καθήκον σε οδηγό οχήματος να σταματά χωρίς άλλο και να δίνει προτεραιότητα σε πεζό που εισέρχεται απότομα στον δρόμο χωρίς αυτός να ελέγξει την τροχαία κίνηση.»
είναι αντίθετα, εισηγείται, με τη μαρτυρία και, συνεπώς, αυθαίρετα. Δεν ήταν η εκδοχή της εφεσίβλητης ότι, καθ' οιονδήποτε χρόνο πριν από τη σύγκρουση, αντιλήφθηκε την εφεσείουσα και ότι αυτή κινήθηκε απότομα, ώστε να δικαιολογείται η κατάληξη.
Θεωρούμε, σε συμφωνία με το συνήγορο της εφεσείουσας, ότι οι λόγοι έφεσης που αφορούν το εύρημα της ευθύνης ευσταθούν.
Το κριτήριο εάν ένας οδηγός είναι ή όχι αμελής εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. ΄Οπως έχει αναφερθεί στην Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420:- (σελ. 425-426)
«Το κριτήριο για τον καθορισμό της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο. Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι αμφότεροι ο εφεσείων και η εφεσίβλητη χρησιμοποιούσαν το δρόμο ανεξάρτητα από την παρουσία του άλλου, αποκαλύπτει έλλειψη επιμέλειας. Αυτή η παράλειψη προοιώνιζε και επέφερε τη σύγκρουση.
Ο επιμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες: Το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας η οποία προκύπτει (causative potency). Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή. Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημίας είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή.»
Το εύρημα ότι η εφεσίβλητη είδε την εφεσείουσα την ώρα της σύγκρουσης, με κανένα τρόπο, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Η εφεσίβλητη ήταν σαφής ότι δεν είδε την εφεσείουσα προτού αυτή κτυπηθεί. ΄Ακουσε θόρυβο, είπε, και διερωτήθηκε τι είχε συμβεί. Η εφεσίβλητη οδηγούσε σε δρόμο πλάτους 5,5 μ., ευθύ, με καλή ορατότητα, σε κατοικημένη περιοχή, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ήταν βράδυ, είχε καλό φωτισμό, από τους λαμπτήρες που υπήρχαν σ' αυτόν αλλά και από την ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου της, τα οποία της παρείχαν τη δυνατότητα να δει σε απόσταση μέχρι 35 μ. Η εφεσείουσα κάλυψε τη μία λωρίδα κυκλοφορίας και έφτασε στη μέση του δρόμου, όπου κινήθηκε μάλιστα ένα βήμα προς τα πίσω, χωρίς ποτέ να γίνει αντιληπτή από την εφεσίβλητη, καίτοι του οχήματός της δεν υπάρχει μαρτυρία ότι προπορευόταν άλλο όχημα, που την εμπόδιζε να αντιληφθεί την εφεσείουσα. Το γεγονός ότι στο δρόμο επικρατούσε πυκνή τροχαία κίνηση δεν επηρεάζει τη δυνατότητα που είχε η εφεσίβλητη να δει την εφεσείουσα στο κέντρο του δρόμου, προς το οποίο αυτή κινήθηκε. Η διαφοροποίηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γεγονότων της παρούσας από τα γεγονότα της Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου, (πιο πάνω), ώστε να μην ισχύει η αρχή σε σχέση με το καθήκον της εφεσίβλητης, δεν είναι ορθή. ΄Οτι η σύγκρουση έγινε αμέσως μόλις η εφεσείουσα, έστω απότομα και χωρίς να ελέγξει αριστερά και δεξιά, κινήθηκε και εισήλθε στην πορεία κυκλοφορίας που οδηγούσε η εφεσίβλητη, δεν την απαλλάσσει της ευθύνης, δεδομένης της μαρτυρίας της ότι δεν αντιλήφθηκε την εφεσείουσα. Με τα δεδομένα που υπήρχαν, περιλαμβανομένης και της χαμηλής ταχύτητας, με την οποία αυτή οδηγούσε, αν πρόσεχε καλύτερα στην πορεία της, δεν μπορεί παρά να αντιλαμβανόταν την κίνηση της εφεσείουσας προς διασταύρωση του δρόμου και, τελικά, την ύπαρξή της στο μέσο του.
Απέτυχε το Δικαστήριο, κατά την κρίση μας, να προσδιορίσει ορθά το καθήκον επιμέλειας της εφεσίβλητης. Βέβαια, και η εφεσείουσα δεν είναι άμοιρη ευθύνης. Αποφάσισε να διασταυρώσει, ενώ στο δρόμο επικρατούσε πυκνή τροχαία κίνηση, χωρίς να ελέγξει και να βεβαιωθεί για το ασφαλές του εγχειρήματός της. Ούτε και αν ακόμη γινόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεκτός ο ισχυρισμός της ότι κοίταξε, είδε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, αλλά νόμιζε ότι θα σταματούσε, την απαλλάσσει της ευθύνης. Είχε καθήκον, προτού επιχειρήσει να εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας όπου εκινείτο το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, να βεβαιωθεί ότι τούτο ήταν απόλυτα ασφαλές.
Υπό τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει, καταλογίζουμε στην εφεσείουσα ποσοστό ευθύνης 50% και στην εφεσίβλητη 50%.
Ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων, είναι καλά γνωστό ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός εάν πεισθεί ότι είτε αυτό ενήργησε με βάση λανθασμένη νομική αρχή, είτε το ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453. Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά., (1999) 1 Α.Α.Δ. 687).
Οι σωματικές κακώσεις και βλάβες, που η εφεσείουσα υπέστη, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρές. Παρά τον πόνο και την ταλαιπωρία της, ο τραυματισμός της δεν της έχει αφήσει μόνιμες βλάβες, πλην κάποιων ενοχλήσεων, που θα έχει στο γόνατο με την αλλαγή του καιρού. ΄Εχουμε τη γνώμη ότι το ποσό των £7.000,00, που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν εύλογο, είναι ορθό, έτσι ώστε δε δικαιολογείται επέμβασή μας.
Καταλήγουμε, λοιπόν, ενόψει του ευρήματός μας ως προς την ευθύνη και μετά την προσθήκη στο ποσό των £7.000,00 (γενικές αποζημιώσεις) του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων που συμφωνήθηκε πρωτόδικα σε £1.230,00 και την αφαίρεση του ποσού που αναλογεί στο ποσοστό της ευθύνης που βαρύνει την εφεσείουσα (50%) - (£4.115,00), το ποσό που αυτή δικαιούται είναι £4.115,00, για το οποίο εκδίδεται απόφαση με τόκο 8% ετησίως, από 14/10/2002.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ
[1] Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230. Μιλτιάδους ν. Καϊάφα και άλλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 964.