ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 788

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 131/2005]

 

8 Σεπτεμβρίου, 2006

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΖΗΝΩΝ ΜΕΡΚΗΣ,

 

Εφεσείοντας-Αιτητής,

 

ν.

 

INTERTOBACCO (CYPRUS) LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

----------------------------------------

 

Α. Προδρόμου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ξενοφώντος, για τους Εφεσίβλητους.

 

----------------------------------------

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Εφεσιβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ακύρωση ειδοποίησης πτώχευσης. Οι λόγοι της αίτησης δεν αφορούσαν σε οποιοδήποτε ζήτημα ουσίας σε σχέση με την τελεσίδικη και μη ανασταλείσα δικαστική απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τις £17.000 και παρεμβάλλουμε πως ο εφεσείων είχε αποσύρει προηγουμένως καταχωρηθείσα ένορκη δήλωση στη βάση του άρθρου 3(1)(ζ) του περί Πτώχευσης Νόμου Κεφ. 5 και του Κανονισμού 41 των περί Πτώχευσης Κανονισμών. Αναγνωρίζεται συναφώς δυνατότητα παραμερισμού, με την υποβολή ένορκης δήλωσης, που λειτουργεί ως αίτηση, εφόσον προβάλλεται εξόφληση του χρέους ή ύπαρξη ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή συμψηφισμού που υπερβαίνει το χρέος (βλ. Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1694).

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αβάσιμους τους λόγους που προβλήθηκαν αφού όμως είχε κατ΄ αρχάς θεωρήσει ότι η αίτηση για ακύρωση θα έπρεπε να απορριφθεί ούτως ή άλλως. Ενώ αναγνώρισε, με αναφορά στον Williams and Muir Hunter: The Law and Practice on Bankruptcy, 19η έκδοση, πως παρεχόταν δυνατότητα επίκλησης και άλλων λόγων, πέραν των πιο πάνω αναφερομένων, αλλά με αίτηση, εξέλαβε ως μοιραίο το γεγονός ότι στην αίτηση για ακύρωση δεν αναγραφόταν ο Κανονισμός 16 των περί Πτώχευσης Κανονισμών ο οποίος, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, «προβλέπει για την καταχώρηση αιτήσεων στα πλαίσια πτωχευτικής διαδικασίας». Από το ίδιο ελάττωμα κρίθηκε πως έπασχε και η αίτηση των εφεσιβλήτων αφού σε αυτή δεν αναφερόταν ο Κανονισμός 18 που «παρείχε και το δικονομικό πλαίσιο για καταχώριση ένστασης σε πτωχευτικές διαδικασίες» αλλά εξηγήθηκε πως δεν καλυτέρευε εξ αυτού η θέση του εφεσείοντα.

 

Αναπτύχθηκαν επιχειρήματα αναφορικά με αυτό το χειρισμό και φαίνεται και σε μας πως όταν οι Κανονισμοί 16 και 18 αναφέρονται στην ανάγκη να καταγράφεται στην αίτηση ή και στην ένσταση ο Νόμος και Κανονισμοί στους οποίους βασίζονται, δεν εννοούν τους ίδιους τους κανονισμούς που παρέχουν την εν πάση περιπτώσει υπαρκτή δυνατότητα υποβολής αίτησης ή ένστασης αλλά εκείνους στους οποίους αυτές στηρίζονται από την άποψη της ουσίας. (Βλ. την Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 ως προς τη διάκριση μεταξύ του δικονομικού και του ουσιαστικού δικαίου, με αναφορά στο θέμα).

 

Είναι, όμως, προφανώς αβάσιμοι όλοι οι λόγοι που ο εφεσείων είχε προτείνει, στην έκταση που τους επανέλαβε και ενώπιόν μας, και δεν νομίζουμε ότι η περίπτωση δικαιολογεί περαιτέρω εξέταση αυτού του θέματος. Ούτε του άρθρου 102 του Κεφ. 5 σύμφωνα με το οποίο τυπικό ελάττωμα ούτως ή άλλως δεν ακυρώνει διαδικασία και του αντίστοιχου Κανονισμού 2, όταν μάλιστα, όπως προκύπτει, το θέμα δεν είχε εγερθεί από τα μέρη, ώστε να έθεταν και ζήτημα επηρεασμού τους.

 

Κατά την αίτηση, η ειδοποίηση πτώχευσης έπρεπε να ακυρωθεί «λόγω πολλαπλότητας της διαδικασίας» και διαζευκτικά «λόγω δεδικασμένου» επειδή η επίδικη αίτηση συνυπήρχε επί επτά ημέρες με άλλη, προηγούμενη, την 287/04, που αποσύρθηκε. Αυτά όμως πολύ πριν την ακρόαση. Όταν το θέμα εγέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούσε μόνο η παρούσα και ορθά κρίθηκε πως δεν μπορούσε να τίθεται πλέον θέμα πολλαπλότητας. Ούτε και δεδικασμένου, θέμα το οποίο, ας σημειωθεί, δεν επαναφέρεται με τους λόγους έφεσης, αφού όπως εξηγεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τέθηκε τίποτε ενώπιόν του πέρα από το γυμνό πρακτικό του Δικαστηρίου με το οποίο ακυρώθηκε η επίδοση της προηγούμενης ειδοποίησης πτώχευσης. Ενώ, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του διευθυντή των εφεσιβλήτων και η αίτηση πτώχευσης η οποία είχε στηριχθεί στην ειδοποίηση πτώχευσης 287/04 «είχε αποσυρθεί άνευ βλάβης», προφανώς με την άδεια του Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 7 του Κεφ. 5).

 

Με ξεχωριστό λόγο έφεσης προσβάλλεται η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η ειδοποίηση πτώχευσης επιδόθηκε στην καθ΄ ης η αίτηση». Αυτό, όμως, χωρίς να είχε εξειδικεύσει τέτοιο ζήτημα πρωτοδίκως. Ό,τι είχε τότε θέσει ήταν η κατά την άποψή του παράλειψη αναγραφής στην ειδοποίηση πτώχευσης της διεύθυνσης διαμονής ή διεξαγωγής των εργασιών του. Με τον παράλληλο ισχυρισμό πως η οδός Ασίας που αναφερόταν «είναι ψευδής πέραν του ότι είναι ανεπαρκής, χωρίς αριθμό». Αυτούς τους ισχυρισμούς το Πρωτόδικο Δικαστήριο τους θεώρησε αντιφατικούς και αβάσιμους ακριβώς με αναφορά στο γεγονός ότι η ειδοποίηση είχε πράγματι επιδοθεί στον εφεσείοντα προσωπικά, όπως ανάφερε χωρίς να είχε αντεξεταστεί ο διευθυντής των εφεσιβλήτων. Τα αμφισβητεί και αυτά ο εφεσείων, κυρίως εξηγώντας γιατί δεν αμφισβήτησε με αντεξέταση αυτό τον ισχυρισμό αλλά είναι αρκετό να επισημανθεί πως ο ίδιος ο εφεσείων, με την ίδια την ένορκη δήλωσή του που κατέθεσε δυνάμει του Κανονισμού 41, ρητώς παραδέχεται ότι του επιδόθηκε η ειδοποίηση πτώχευσης. Εξού βεβαίως και αντέδρασε, χωρίς να θέσει θέμα επίδοσης αλλά μόνο τους χωρίς οποιαδήποτε προοπτική ισχυρισμούς αναφορικά με τη διεύθυνση που αναφερόταν στην ειδοποίηση.

 

Επειδή ο διευθυντής των εφεσιβλήτων ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωσή του ότι στόχος του εφεσείοντα ήταν να παρεμποδίσει την είσπραξη των οφειλομένων, με αναφορά στη London Clubs Ltd κ.ά ν. Παπαδόπουλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1699, υποστηρίζεται πως βρισκόμαστε μπροστά σε προσπάθεια εξαναγκασμού και καταπίεσης, έξω από τη διαδικασία που αποβλέπει στη διασφάλιση της περιουσίας του χρεώστη υπέρ όλων των πιστωτών του. Η περίπτωση διαφέρει πολύ από την πιο πάνω στην οποία αποδοκιμάστηκε, ως καταχρηστική, η χρησιμοποίηση της διαδικασίας της πτώχευσης, κατ΄ επανάληψη, με επακόλουθο την στο μεταξύ συμφωνία του χρεώστη να δεχθεί διάταγμα αυξημένων μηνιαίων δόσεων στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας.  Δεν ασκείται έλεγχος εσωτερικών ελατηρίων και δεν είναι με αναφορά σε τέτοια αλλά στον τρόπο χρησιμοποίησης των διαδικασιών που παραπέμπει η πιο πάνω απόφαση (βλ. σχετικά και την Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522).

 

Μένουν δύο τελευταία θέματα. Κατά τον εφεσείοντα είχε σημασία και τον παραπλάνησε το γεγονός ότι η ειδοποίηση πτώχευσης ασαφώς αναφέρει ως τόπο στον οποίο θα μπορούσε να πληρώσει το χρέος είτε το γραφείο των δικηγόρων των εφεσιβλήτων, όσο και αν τους κατονομάζει, είτε το δικό τους, χωρίς όμως να καταγράφει και την πλήρη διεύθυνσή τους. Όπως ορθά παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς τι παραπλανήθηκε δεν εξηγεί και, πάντως, δεν έχουμε ούτε ασάφεια στην πραγματικότητα που θα μπορούσε να ανακόψει ή να επηρεάσει τον καλόπιστο χρεώστη που ήθελε να πληρώσει το χρέος του. Πρόκειται για αιτιάσεις με τις οποίες δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο. Όπως αιτίαση είναι και το τελευταίο από τα θέματα. Επειδή, όπως ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αναφέρονταν στην ένσταση των εφεσιβλήτων οι λόγοι της, αυτή έπρεπε να απορριφθεί και, συνεπώς, να εγκριθεί η αίτηση. Ο Κανονισμός 16 δεν αναφέρεται στην ανάγκη περίληψης στην ίδια την αίτηση των λόγων ένστασης και σημειώνουμε πως με την ένορκη δήλωση του διευθυντή των εφεσιβλήτων που τη συνόδευε, επεξηγούνται οι λόγοι. Δεν συζητήθηκε όμως το θέμα από αυτή την άποψη και ελλείψει αντέφεσης δεν θα επεκταθούμε. Ο εφεσείων δεν αντιμάχεται την ύπαρξη της διακριτικής εξουσίας που άσκησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ της διατήρησης της ένστασης, αφού οι εφεσείοντες είχαν αγορεύσει επί της ουσίας και άλλη κατάληξη θα αδικούσε τους εφεσίβλητους. Προωθεί το θέμα με την εισήγηση πως, εκ των πραγμάτων, υπέστη δυσμενή επηρεασμό αφού ήταν αναγκασμένος να συμπεραίνει τους λόγους της ένστασης όχι από την ίδια αλλά από την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε. Χωρίς, όμως, όπως προκύπτει, και να είχε εγείρει τέτοιο θέμα. Και, περαιτέρω, με τη λανθασμένη αντίληψη πως η τελική κατάληξη της αίτησής του εξαρτάτο από ύπαρξη ένστασης, ανεξάρτητα από το ότι, όσα ο ίδιος πρότεινε ως λόγους ακύρωσης της ειδοποίησης, ήταν αφ΄ εαυτών αβάσιμα.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

 

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

/ΜΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο