ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 498
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11357)
7 Ιουνίου 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΕΡΕΙΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΑΚΟΥΤΑ,
2. ΜΑΙΡΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντες,
- ν. -
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Στ. Κιττής, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΔΙΙΣΤΑΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο Μιχαήλ Καλακούτας, τέως εκ Λευκωσίας, απεβίωσε στις 4 Δεκεμβρίου 1989 αφήνοντας εξ αδιαθέτου κληρονόμους τη σύζυγο του και τέσσερα ενήλικα παιδιά. Η μόνη σημαντική επ΄ ονόματι του περιουσία ήταν η οικογενειακή κατοικία στην ενορία Αγ. Ανδρέα, την οποία διεκδίκησε ένα από τα παιδιά, η εφεσίβλητη, απαιτώντας ολόκληρο το οφέλιμο συμφέρον. Η κατοικία ήταν από το 1941 μέχρι το 1977 εγγεγραμμένη ανά έν δεύτερον εξ αδιαιρέτου μερίδιον επ΄ ονόματι των γονέων και εν συνεχεία, κατόπιν ανταλλαγής του ενός μεριδίου με άλλη ιδιοκτησία, ενεγράφη εξ ολοκλήρου επ΄ ονόματι του αποβιώσαντος.
Με αγωγή εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας και των συγκληρονόμων της, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι με βάση διευθέτηση που έγινε με τους γονείς της το 1964, όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και άρχισε να εργάζεται, πρώτα σε ιδιωτική εταιρεία, ύστερα στη δημόσια υπηρεσία και τελικά στην Κεντρική Τράπεζα, κατέβαλλε, μέχρι που αρραβωνιάστηκε, ολόκληρο το μισθό της στον πατέρα της ένεκα διαβεβαίωσης προς αυτήν πως η κατοικία θα της ανήκε και θα μεταβιβαζόταν επ΄ ονόματί της όταν τελούσε γάμο. Ο κύριος πυρήνας αυτών των ισχυρισμών περιέχεται στις ακόλουθες δύο παραγράφους της έκθεσης απαίτησης:
«10. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατόπιν ρητών και επανειλημμένων προτροπών, εισηγήσεων, υποσχέσεων και προτάσεων των γονέων της και/ή εκατέρου τούτου κατέληξε από τον Αύγουστον του 1964 σε προφορικήν συμφωνίαν με τους ρηθέντες γονείς της και/ή με εκάτερον τούτων, δυνάμει της οποίας συμφωνίας η Ενάγουσα ανέλαβεν υποχρέωσιν να παραδίδει ολόκληρον τον μηνιαίον μισθόν της στον αποβιώσαντα πατέρα της από τον Αύγουστον του 1964 μέχρι που να αρραβωνιαστεί με συμφωνηθέντα σκοπόν να χρησιμοποιήσει τους ρηθέντες μισθούς της για επιδιόρθωσιν και/ή ριζικήν ανακαίνισην της επίδικης κατοικίας και η οποία κατοικία με το επίδικον οικόπεδο από τον Αύγουστον του 1964 θα αποτελούσε αποκλειστικήν προσωπικήν περιουσίαν και/ή ιδιοκτησίαν της Ενάγουσας, ανεξαρτήτως και ασχέτως με το τι συνολικόν ποσόν θα κατέβαλλεν η Ενάγουσα στον πατέρα της μέχρι που θα αρραβωνιαζόταν και/ή μέχρι που θα έδιδεν υπόσχεση γάμου.
Επίσης δυνάμει της πιο πάνω προφορικής συμφωνίας που είχεν συνάψει η Ενάγουσα με τους γονείς της και/ή εκάτερον τούτων, οι ρηθέντες γονείς της θα συνέχιζαν να διατηρούν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικη κατοικίαν εγγεγραμμένην επ΄ ονόματι τους και/ή στο όνομα εκάτερου τούτων ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος και λογαριασμόν της Ενάγουσας και/ή θα συνέχιζαν να κατέχουν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικην κατοικίαν ως καταπίστευμα (in Trust) προς όφελος και για λογαριασμόν της Ενάγουσας μέχρι που να τελέσει η Ενάγουσα γάμον, οπότε οι ρηθέντες γονείς της και/ή εκάτερος τούτων θα μεταβίβαζαν ταύτα δυνάμει δωρεάς επ΄ ονόματι της Ενάγουσας αμέσως μετά την τέλεσην του γάμου της Ενάγουσας.
11. Πράγματι με βάση τα πιο πάνω συμφωνηθέντα με τους γονείς και/ή με εκάτερον τούτων η Ενάγουσα άρχισεν από τον Αύγουστον του 1965 και παρέδιδε κάθε μήναν ολόκληρον τον μισθόν της προς τον πατέρα της μέχρι και τον Σεπτέμβριον του 1971 που εξακολουθούσε να ήταν άγαμη και έτσι συνολικά είχε καταβάλει μέχρι την 30/9/1971 προς τον πατέρα της το συνολικόν ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών.
Το πιο πάνω ποσόν ο πατέρας της Ενάγουσας το εχρησιμοποίησε και/ή το εξόδεψε και/ή το κατέβαλε για την ριζικήν ανακαίνισην και/ή για τις ουσιώδεις μετατροπές, προσθήκες, επεκτάσεις, την ενίσχυσην με σιδηροδοκούς, την κατασκευήν ταρράτσας (πλάκας με κουγκρί στην οροφήν) και γενικά για επιδιορθώσεις και συντήρησιν της επίδικης κατοικίας κατά ή περί τα έτη 1969-70.
Περαιτέρω η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών που ξοδεύτηκεν ως ανωτέρω αναφέρεται τότε αντιπροσώπευε την τότε αξίαν τόσον του επίδικου οικοπέδου όσον και της τότε πολύ παλαιάς κατοικίας που υπήρχε σ΄ αυτό.
Ωσαύτως η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών σήμερα αντιστοιχεί και/ή ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ποσόν των ΛΚ35,300=λιρών.»
Κατ΄ ακολουθίαν η εφεσίβλητη αξίωνε, με την αγωγή, τη μεταβίβαση και εγγραφή της κατοικίας επ΄ ονόματί της και, εναλλακτικά, αποζημιώσεις ίσες με την τωρινή αξία.
Η αγωγή περιλάμβανε ακόμα μια πτυχή η οποία κάλυπτε το ενδεχόμενο μη αποδοχής του προβληθέντος δικαιώματός της επί της κατοικίας και αποσύνδεσης των μισθών της από οποιοδήποτε συμφέρον επί της κατοικίας η οποία, επομένως, θα παρέμενε περιουσία του αποβιώσαντος για διανομή στους κληρονόμους. Σε σχέση με αυτή τη δεύτερη πτυχή η εφεσίβλητη αξίωνε όπως, κατά τη διανομή, χρήματα τα οποία ο αποβιώσας κατέβαλε για να αποκτήσουν τα αδέλφια της ανώτατη μόρφωση στο εξωτερικό, ως μέρος της αποκατάστασής τους, αφαιρεθούν από το αντίστοιχο κληρονομικό τους μερίδιο δεδομένου ότι δεν δαπανήθηκε οποιοδήποτε τέτοιο ποσό και γι΄ αυτήν. Τέλος, σε σχέση με αυτή την πτυχή, αξίωνε και επιστροφή του συνολικού ποσού που κατέβαλε, με ανάλογη αναπροσαρμογή ώστε να αντικατοπτρίζεται η σημερινή αξία.
Το Δικαστήριο, μετά που έλαβε υπόψη και το άρθρο 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σύμφωνα με το οποίο στην απουσία ορισμένων περιστάσεων απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη όντως «παρέδιδε αφότου άρχισε να εργάζεται το 1964 μέχρι και που αρραβωνιάστηκε τον Οκτώβρη του 1971 τα χρήματα από το μισθό της στους γονείς της» και τούτο, καθώς πρόσθεσε, με δική τους προτροπή. Αναφορικά με αυτή τη δικαστική διαπίστωση δεν υπήρξε εν τέλει αμφισβήτηση από κανένα. Διάσταση υπήρξε μόνο σε σχέση με το ύψος του καταβληθέντος ποσού και το Δικαστήριο, θεωρώντας αξιόπιστη και βάσιμη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, αποδέχθηκε ότι το ποσό ανερχόταν σε £3.716.
Έπειτα το Δικαστήριο κατηύθυνε την προσοχή του στο κατά πόσο η συστηματική παράδοση μισθών για επτά χρόνια ήταν το αποτέλεσμα κάποιας συμφωνίας μεταξύ της εφεσίβλητης και των γονέων της. Παρατήρησε εν πρώτοις πως τα γεγονότα από μόνα τους οδηγούσαν τη σκέψη στην ύπαρξη κάποιας διευθέτησης και προχώρησε για να εξηγήσει γιατί αποδεχόταν την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι η παράδοση μισθών ήταν το αποτέλεσμα διαβεβαίωσης από τους γονείς της ότι η κατοικία θα της ανήκε:
«Για να απαντηθεί το ερώτημα αν υπήρξε καταπίστευμα ή όχι θα πρέπει να αποσαφηνιστούν ακόμη κάποια γεγονότα. Αναφέρθηκε ήδη ότι το Δικαστήριο δέχθηκε σαν γεγονός ότι η ενάγουσα ύστερα από προτροπή των γονιών της τους παρέδιδε τους μισθούς της ευθύς μόλις άρχισε να εργάζεται τον Αύγουστο του 1964. Ποία ήταν η μεταξύ τους διευθέτηση. Η ενάγουσα λέγει ότι σ΄ αντάλλαγμα των μισθών της οι γονείς υποσχέθηκαν να της δώσουν όταν παντρευτεί την επίδικη κατοικία. Οι εναγόμενοι πλην της μητέρας δεν πρόβαλαν στο Δικαστήριο οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Δεν πρόσφεραν στο Δικαστήριο αντίθετη μαρτυρία. Η μητέρα από την άλλη ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έδωσε κάποια σαφή εξήγηση. Αρνήθηκε βεβαίως όσα η ενάγουσα ισχυρίζεται, δεν εξήγησε όμως τι ήταν αυτό που έπεισε την ενάγουσα να παραδίδει τους μισθούς της και μάλιστα για πέραν των επτά ετών. Η μητέρα είπε ότι η ενάγουσα το έκαμνε επειδή ήταν αγαπημένες σαν μάνα και κόρη. Δεν βρίσκω την εξήγηση αυτή καθόλου πειστική. Δεν θα μπορούσε μια νεαρή γυναίκα η οποία δεν είχε σπουδάσει, αλλά μόλις τέλειωσε σχολείο μέσης εκπαίδευσης βγήκε στη βιοπάλη με άμεσο στόχο να παντρευτεί το συντομότερο να έδιδε τα χρήματα στους γονείς της για να ξοδεύονται για την υπόλοιπη οικογένεια και ιδιαίτερα για να διευκολύνονται οι γονείς να σπουδάζουν τα άλλα παιδιά από απλή αγάπη χωρίς καμιά υπόσχεση ή αντάλλαγμα. Δέχομαι απόλυτα σαν αξιόπιστη και λογική την εκδοχή της ενάγουσας ότι τους έδιδε τα χρήματα επειδή της υποσχέθηκαν όταν παντρευτεί να της δώσουν το σπίτι το οποίο ήταν το μοναδικό που τότε είχε οικογένεια. Η εκδοχή της ενάγουσας εξ άλλου βεβαιώνεται απόλυτα από τον αδελφό της Γιάννη ο οποίος είπε ότι η ενάγουσα αφότου τέλειωσε το γυμνάσιο επαντρολογείτο και οι γονείς της έταξαν το σπίτι εφόσον τους παρέδιδε τους μισθούς της.»
Το Δικαστήριο δεν παραγνώρισε την χρονική διάσταση μεταξύ διευθέτησης και δικαστικής διεκδίκησης. Την εξέτασε και διαπίστωσε ότι εξηγείτο ικανοποιητικά:
«Εδώ χρειάζεται ίσως να απαντηθεί το γιατί η ενάγουσα δεν επεδίωξε προηγουμένως την μεταβίβαση της επίδικης κατοικίας εφόσον θα της μεταβιβάζετο με το γάμο της. Η απάντηση εκτός των όσων είπε η ίδια η ενάγουσα βρίσκεται και σε αυτά που είπε η μητέρα. Ότι ο αποβιώσας σύζυγος της δεν ενέκρινε το σύζυγο της ενάγουσας και επομένως πώς θα της έδιδε το σπίτι. Αυτό είναι σωστό. Αλλά αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε από το 1971 και μετά. Δείχνει το γιατί δεν τηρήθηκε η υπόσχεση όχι γιατί δεν δόθηκε υπόσχεση όπως ήταν η προσπάθεια της μητέρας. Η υπόσχεση για μεταβίβαση του σπιτιού είχε δοθεί πολύ προηγουμένως. Επομένως όσα η μητέρα είπε στο Δικαστήριο εξηγούν το γιατί δεν υπήρξε μεταβίβαση με την τέλεση του γάμου. Για το γεγονός ότι έκτοτε και μέχρι το θάνατο του πατέρα της ενάγουσας πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να υπάρξει μεταβίβαση του σπιτιού υπάρχουν οι εξηγήσεις της ενάγουσας που βεβαιώνονται μερικώς από τον αδελφό αλλά και τη μητέρα. Ήταν η απουσία της μαζί με το σύζυγο της για κάποια χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό, οι κακές σχέσεις μεταξύ των γονιών της και οι διάφορες δικαιολογίες που οι γονείς πρόβαλλαν για ν΄ αναβάλλουν τη διευθέτηση του θέματος, μεταξύ των οποίων ήταν και οι συνεχιζόμενες σπουδές των παιδιών της οικογένειας μέχρι και το 1980 ακόμη.»
Μετά, το Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά και με μια λεπτομέρεια. Επειδή, κατά την εφεσίβλητη, η διευθέτηση διαλάμβανε ότι στο μεταξύ, πριν από τη μεταβίβαση της κατοικίας, οι μισθοί της θα χρησιμοποιούντο για ανακαίνιση ή επιδιόρθωση, το Δικαστήριο θεώρησε πως, ανεξάρτητα από τη βασική διευθέτηση ότι με την παράδοσή των μισθών η κατοικία θα ανήκε στην εφεσίβλητη, χρειαζόταν να εξετάσει και το κατά πόσο, στη βάση της Hussey v. Palmer (1972) 3 All ER 744, στην οποία είχε παραπέμψει ο συνήγορος της εφεσίβλητης, μπορεί να δημιουργείτο εμπίστευμα και με μόνο αυτό τον λόγο, αν γινόταν δεκτός, δηλαδή ότι τα χρήματα προορίζονταν αποκλειστικά και χρησιμοποιήθηκαν για ανακαίνιση ή επιδιόρθωση της κατοικίας. Το Δικαστήριο, κινούμενο σ΄ αυτό τον παράδρομο, δεν αποδέχθηκε ότι τα χρήματα συνδέθηκαν αποκλειστικά με τέτοιο σκοπό. Παραθέτω το σχετικό μέρος:
«Παρόλο ότι θεωρώ την ενάγουσα γενικά αξιόπιστη δεν θ΄ αποδεχθώ τον ισχυρισμό της ότι έδιδε τα χρήματα ειδικά για την ανακαίνιση του σπιτιού. Δεν αποκλείω ότι όντως έδωσε κάποια ποσά ειδικά όταν εγίνοντο οι ανακαινίσεις και ότι μέρος των χρημάτων που παρέδωσε στους γονείς γης και μπήκαν στο κοινό ταμείο της οικογένειας χρησιμοποιήθηκαν για τον εν λόγω σκοπό. Υπάρχει εξ άλλου και η παραδοχή της μητέρας ότι η ενάγουσα της παρέδωσε συγκεκριμένο μικρό βεβαίως ποσό για το σκοπό των ανακαινίσεων. Όμως δεν ήταν η συμφωνία τους και δεν χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της όλα γι΄ αυτό το σκοπό. Κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από την πραγματικότητα. ΄Αρχισε να τους παραδίδει χρήματα τον Αύγουστο του 1964. Ήταν άγνωστο μέχρι πότε θα συνέχιζε να το κάμνει. Άγνωστο πότε θα εγίνοντο οι ανακαινίσεις και άγνωστο πόσο θα στοίχιζαν. Η ίδια έδωσε το χρόνο των επιδιορθώσεων με τρόπο πολύ ασαφή. Είπε έγιναν το 1968 με 1970-71. Είπε επίσης ότι όλα τα χρήματα της διατέθηκαν γι΄ αυτό το σκοπό. Εν πρώτοις δεν θα φύλαγαν οι γονείς της τα χρήματα που τους έδιδε από το 1964 για 5 ή 7 χρόνια αργότερα για τις επιδιορθώσεις. Από την άλλη με όλα τα δεδομένα που υπάρχουν η ενάγουσα συνέχιζε να δίδει το μισθό στους γονείς της και μετά την ανακαίνιση του σπιτιού. Εξ άλλου με κανένα τρόπο δεν αποδείχθηκε ότι δαπανήθηκε για τις επιδιορθώσεις το ποσό που παρέδωσε η ενάγουσα αλλά πολύ μικρότερο ποσό.
Είναι εν κατακλείδι η απόφαση μου ότι η ενάγουσα παρέδιδε μεν τους μισθούς της στους γονείς της όχι όμως ειδικώς για να επιδιορθωθεί η επίδικη κατοικία αλλά για ν΄ αντιμετωπίζονται γενικά τα έξοδα της οικογένειας από ένα κοινό οικογενειακό ταμείο. Από το ίδιο ταμείο που αγοράσθηκαν από τους γονείς οι δύο νέες οικίες, σπούδασαν τα άλλα αδέλφια και ανακαινίσθηκε και η επίδικη κατοικία.»
Τελικά, το Δικαστήριο επανήλθε στην ουσία της υπόθεσης που ήταν η παράδοση μισθών, όπως και αν αυτοί επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, με κοινή την πρόθεση να μεταβιβαστεί εν καιρώ η κατοικία στην εφεσίβλητη. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η άποψη την οποία σχημάτισε αναφορικά με το παρεμφερές θέμα των βελτιώσεων δεν εξασθενούσε, επί της ουσίας της υπόθεσης, τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και την αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα. Η νομολογία αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα. Εν συνεχεία το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές του δικαίου της επιεικείας αναφορικά γενικά με τα εμπιστεύματα, στις πρόνοιες του άρθρου 65 ΙΕ του Κεφ. 224 σε σχέση με την δημιουργία ρητών εμπιστευμάτων, όπως και σε Κυπριακή νομολογία, κατέληξε ότι δημιουργήθηκε εν προκειμένω εξ επαγωγής εμπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης. Ανέφερε τα εξής:
«Εν όψει των αρχών στις οποίες πιο πάνω αναφέρθηκα βρίσκω ότι υπήρξε υπέρ της ενάγουσας εξ επαγωγής καταπίστευμα επί της επίδικης οικίας που δημιουργήθηκε αρχικά και από τους δύο γονείς στη συνέχεια όμως όταν το ακίνητο περιήλθε πλήρως υπό την ιδιοκτησία του από τον αποβιώσαντα πατέρα. Θα εξηγήσω με αναφορά στα γεγονότα γιατί καταλήγω στο πιο πάνω συμπέρασμα. Υπήρξε κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον. Αυτό συνάγεται από τη συμφωνία στην οποία είχαν ενάγουσα και γονείς καταλήξει. Ότι η μεν ενάγουσα θα παρέδιδε στους γονείς τα χρήματα της για εξυπηρέτηση των ευρύτερων αναγκών της οικογένειας, οι δε γονείς θα κρατούσαν την οικία προς όφελος της ενάγουσας. Η ενάγουσα με βάση το ωφέλιμο συμφέρον ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Αν δεν υπήρχε αυτή η διευθέτηση η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε κρατήσει τους μισθούς της, να έκαμνε τις δικές της οικονομίες και ν΄ αγόραζε τη δική της κατοικία όταν θα τελούσε το γάμο της. Το έχουμε ήδη από τη μαρτυρία της ίδιας της μητέρας ότι τα δύο σπίτια που η οικογένεια αγόρασε πριν παντρευτεί η ενάγουσα για £8.300 αγοράστηκαν με προκαταβολή που δόθηκε από οικονομίες της μητέρας. Αυτό το γεγονός φανερώνει δύο πράγματα.
(α) Ότι η μητέρα η οποία δεν εργαζόταν κατόρθωσε να έχει οικονομίες από τη διαχείριση που έκαμνε στα χρήματα του συζύγου της αλλά και της ενάγουσας.
(β) Ότι κατά την περίοδο εκείνη μια κατοικία μπορούσε να αγορασθεί μ΄ ένα ποσό της τάξης των £4.000 που είναι κοντά στο ποσό που η ενάγουσα παρέδωσε στους γονείς της την περίοδο 1964 με 1971.
Το εξ επαγωγής καταπίστευμα ήταν επί ολόκληρου του μεριδίου της κατοικίας. Αυτή ήταν η πρόθεση των γονέων της ενάγουσας όπως εκδηλώθηκε όταν της ζήτησαν να παίρνουν τους μισθούς της. Τα ποσά εξ άλλου που η ενάγουσα τότε παρέδωσε αντιστοιχούσαν περίπου με την τότε αξία της επίδικης κατοικίας. Σαν αποτέλεσμα η ενάγουσα είναι η αποκλειστική δικαιούχος της επίδικης κατοικίας επί τη βάση εξ επαγωγής καταπιστεύματος.»
Με την έφεση, ο διαχειριστής της περιουσίας και ένα από τα αδέλφια - τα άλλα δύο δεν αμφισβήτησαν την απόφαση - προβάλλουν κατ΄ αρχάς ότι η αξίωση αναφορικά με το εμπίστευμα θα έπρεπε να είχε εν πάση περιπτώσει απορριφθεί λόγω καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής. Επικαλούνται «laches» ως αιτία, κατά το δίκαιο της επιεικείας, για τη στέρηση θεραπείας. Όμως οι εφεσείοντες δεν έθεσαν πρωτοδίκως τέτοιο θέμα και δεν τους επιτρέπεται να το θέσουν για πρώτη φορά με την έφεση.
Επί της ουσίας, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε πως δημιουργήθηκε εμπίστευμα αφού:
(α) τα χρήματα της εφεσίβλητης τοποθετούντο σε «κοινό ταμείο της οικογένειας»•
(β) κατά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου η κατοικία που υποσχέθηκαν στην εφεσίβλητη ήταν άλλη, όχι η επίδικη•
(γ) το όποιο εξ επαγωγής εμπίστευμα δέσμευε τον αποβιώσαντα μόνο κατά το ½ μερίδιο γιατί μόνο αυτό ήταν το δικό του κατά τον ουσιώδη χρόνο και επομένως μόνο αυτό μπορούσε να επηρεαστεί από το εμπίστευμα ενώ για το υπόλοιπο ½ μερίδιο θα έπρεπε να είχε γίνει διαδικασία εντοπισμού (tracing)•
(δ) τα χρήματα της εφεσίβλητης δεν δόθηκαν ειδικά για ανακαινίσεις•
(ε) μόνο £2.000 από τα χρήματα που συνεισέφερε η εφεσίβλητη δαπανήθηκαν για ανακαινίσεις, οι οποίες έγιναν το 1969, και «συνεπώς μόνο κατά το ποσόν αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί εμπίστευμα»•
(στ) δεν λήφθηκε υπόψη η αξία του επίδικου κτήματος όταν η εφεσίβλητη άρχισε «να συνεισφέρει στα οικογενειακά βάρη».
Μου φαίνεται πως όλα αυτά παραγνωρίζουν το νομικό έρεισμα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου περί εμπιστεύματος. Εάν δεχθεί κανείς ότι η εφεσίβλητη παρέδιδε τους μισθούς της στον πατέρα της κατόπιν διευθέτησης, τόσο με αυτόν όσο και με τη μητέρα της, ότι η κατοικία θα της ανήκε, οι αρχές του δικαίου της επιεικείας καθιστούσαν αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι δημιουργήθηκε εμπίστευμα προς όφελος της αφού οι ενέργειες της στηρίζονταν σ΄ αυτή τη διευθέτηση: βλ. Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1Α Α.Α.Δ. 521 και Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1551.
Όμως, προβάλλεται με την έφεση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τις περιστάσεις της «συνεισφοράς» της εφεσίβλητης, πιο συγκεκριμένα «το ύψος αλλά και τη νομική μορφή». Όπως προανέφερα, κατέστη εν τέλει αδιαμφισβήτητο το ότι η εφεσίβλητη «παρέδιδε αφότου άρχισε να εργάζεται το 1964 μέχρι και που αρραβωνιάστηκε τον Οκτώβρη του 1971 τα χρήματα από το μισθό της στους γονείς της» με δική τους προτροπή. Αυτή είναι η ουσία. Η επί μακρόν παράδοση μισθών δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να είχε λόγο άλλο από τη διαβεβαίωση προς την εφεσίβλητη ότι η κατοικία θα της ανήκε. Ποια άλλη θα μπορούσε να ήταν η εξήγηση; Φύλαξη των χρημάτων από τον πατέρα υπό τύπο αποταμίευσης, με ή χωρίς τόκο, αντί της κατάθεσής τους σε Τράπεζα; Δάνειο προς τον πατέρα το οποίο αυτός θα εξοφλούσε κάποτε στο μέλλον; Αγοραπωλησία της κατοικίας; Κανείς δεν ισχυρίστηκε ο,τιδήποτε από αυτά. Μήπως επρόκειτο περί δωρεάς; Έδινε τους μισθούς της για επτά χρόνια χωρίς να της δοθεί από τους γονείς της οποιαδήποτε διαβεβαίωση για το μέλλον της; Είναι νομίζω προφανές ότι η λογική καθιστά ανέφικτο τέτοιο συμπέρασμα.
Θεωρώ τις επικρίσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντίκρισε τη μαρτυρία εντελώς αδικαιολόγητες. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλα τα θέματα με μεγάλη λεπτομέρεια, περισσότερη από ό,τι χρειαζόταν. Συζήτησε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας, προέβη σε συσχετισμούς και, κατά την αξιολόγηση, στάθμισε το καθετί με σχολαστικότητα προτού καταλήξει σε διαπιστώσεις οι οποίες, κατά την άποψή μου, έμοιαζαν και αυτονόητες. Παρέθεσα σε κάποια έκταση αποσπάσματα από την εκκαλούμενη απόφαση ώστε με ακρίβεια να εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσήγγισε την υπόθεση. Τέλος, κατά τη δική μου άποψη, το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς το νόμο, ορθά έκρινε ότι η επίδικη κατοικία ανήκει στην εφεσίβλητη βάσει εμπιστεύματος και ορθά παρείχε την ανάλογη θεραπεία.
Θα απέρριπτα λοιπόν την έφεση με έξοδα.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ