ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 75
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 12071
31 Ιανουαρίου, 2006
[NIKOΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΡΟΣ
Εφεσείων/Ενάγων
- ν. -
ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ
Εφεσιβλήτων/εναγομένων
----------------------------
Χρ. Φ. Κληρίδης, για τον εφεσείοντα
Λ. Χατζηπέτρου, για Ν. Παπαδόπουλο για τους εφεσίβλητους
-----------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα να κηρυχθεί ως πληγείς οφειλέτης με βάση τις πρόνοιες του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979 (Ν. 24/79 ως έχει τροποποιηθεί).
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο και φαίνεται να αποτελούσαν κοινό έδαφος, ο εφεσείων ήταν πελάτης της εφεσίβλητης Τράπεζας τόσο πριν την 15/8/74 όσο και μετά την εν λόγω ημερομηνία. Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει στις 30/9/98 αίτηση με βάση τον προαναφερθέντα Νόμο για να κηρυχθεί πληγείς οφειλέτης ισχυριζόμενος ότι λόγω της εκρύθμου καταστάσεως «δεν δύναται ν' ανταποκριθεί εις τις συμβατικές του υποχρεώσεις». Οι υποχρεώσεις αυτές, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, προέκυψαν από απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του σε αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη Τράπεζα (Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 4791/98) για το ποσό των Λ.Κ. 56,939,78 πλέον τόκους προς 8% από 1/4/96, το οποίο ποσό ήταν εξασφαλισμένο με τις υποθήκες αρ. Υ3044/86, Υ2529/88 και Υ1375/93 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ήταν ότι τα ποσά της αγωγής προέρχονταν από συμψηφισμούς ή ανανεώσεις ενυπόθηκων τρεχούμενων λογαριασμών που υφίσταντο πριν την 15/8/74, τις οποίες ανανεώσεις και/ή συμψηφισμούς δεχόταν αφού χρειαζόταν νέα δάνεια και έτσι υπέκυπτε στις πιέσεις της εφεσίβλητης τράπεζας. Ήταν περαιτέρω η θέση του εφεσείοντα ότι λόγω του ότι η έδρα των εργασιών του ήταν η Αμμόχωστος η οποία κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα και λόγω του ότι έχασε εισοδήματα από εμπορικές δραστηριότητες και/ή ασχολίες που είχε στην κατεχόμενη περιοχή, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, αμέσως μετά τη τουρκική εισβολή, στις υποχρεώσεις του. Αναφέρθηκε σε αδυναμία είσπραξης χρεών £8,744 σχετικά με πωλήσεις λαδόκολλων, £18,903 για εμπόρευμα που παρέδωσε στο Γυμνάσιο Θηλέων Αμμοχώστου, και σε απώλεια εισοδημάτων £1000 το χρόνο από καλλιέργεια σιταριού, £1000 το χρόνο από πώληση μελιού από μελίσσια που είχε στο Ριζοκάρπασο και £1000 περίπου το χρόνο από φρούτα και λαχανικά που καλλιεργούσε σε οικόπεδά του στη Κερύνεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κατάληξε ότι οι δύο οφειλές του εφεσείοντα όπως παρουσιάζονταν στην επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 18/7/73 (τεκμ. 9) ήταν οι ίδιες με αυτές που αναφέρονταν στην επιστολή ημερ. 27/2/75 (τεκμ. 10) με αποτέλεσμα να είναι οφειλές που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 2 του Ν. 24/79, προχώρησε και εξέτασε το κατά πόσο ο εφεσείων μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πληγείς οφειλέτης και κατάληξε ότι δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως τέτοιος. Ο βασικός λόγος είναι ότι ο εφεσείων δεν είχε γίνει πιστευτός αναφορικά με τον ισχυρισμό του περί αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις εν λόγω υποχρεώσεις του κατά τον αμέσως μετά την 15/8/74 χρόνο, όπως ο χρόνος αυτός ερμηνεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. (βλ. Grindlays Bank Plc v. Στέλιος Τρύφων και Υιοί Λτδ. (1996) 1 Α.Α.Δ. 662 και Μedcon Construction Ltd. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1256).
Στο θέμα αυτό της αξιοπιστίας του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ανάφερε τα εξής:
«Το βάρος να αποδείξει, κατά πόσο πληρεί τα κριτήρια για να κηρυχθεί πληγείς οφειλέτης, όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία το φέρει ο ενάγοντας. Στην προκείμενη περίπτωση ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας για στήριξη της υπόθεσής του. Πριν εξεταστεί η αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας του θα πρέπει να εξεταστεί η αξιοπιστία της. Από το σύνολο δε των όσων ανάφερε ο ενάγοντας δεν μου έχει κάμει καθόλου καλή εντύπωση ότι είπε την αλήθεια. Προσπάθησε να πείσει για ό,τι προφανώς πίστευε ότι το συμφέρει και στην προσπάθεια του αυτή ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικός ως προς τη μαρτυρία που έχει προσκομίσει. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι η έδρα των εργασιών του πριν από την Τουρκική εισβολή το 1974 ήταν η Αμμόχωστος. Μια θέση στην οποία προφανώς ούτε και ο ίδιος πίστεψε αφού διαφορετικά θα ήταν λογικό να είχε ζητήσει να κηρυχθεί ως εκτοπισθείς οφειλέτης και όχι ως πληγείς οφειλέτης. Εν πάση περιπτώσει, ο πιο πάνω ισχυρισμός του καταρρίπτεται από έγγραφα τα οποία ο ίδιος κατάθεσε για άλλο σκοπό και φέρουν ημερομηνίες πριν από το 1974. Αυτά είναι ένα πιστοποιητικό αποστολής εμπορευμάτων στα αγγλικά ημερομηνίας 21.3.1972, τεκμήριο 2, ένα αντίγραφο σύμβασης και δήλωσης υποθηκεύσεως ακινήτου ημερομηνίας 20.8.1973, τεκμήριο 7, και ένα έγγραφο της εναγομένης τράπεζας ημερομηνίας 7.4.1970 το οποίο συμπλήρωσε ο ίδιος με το χέρι και το υπόγραψε, τεκμήριο 8. Στα τρία αυτά έγγραφα η διεύθυνση γραφείου του ενάγοντα φέρεται να ήταν στην οδό Λήδρας 192 στη Λευκωσία. Την οποία διεύθυνση συνέχισε να έχει ο ενάγοντας και μετά το 1974, όπως φαίνεται από το τιμολόγιο σε επιστολόχαρτο του ενάγοντα, ημερομηνίας 3.7.1975, τεκμήριο 3. Ας σημειωθεί ότι το τεκμήριο 8, ανωτέρω, κατατέθηκε εκ συμφώνου και το περιεχόμενο του δηλώθηκε ως κοινώς παραδεκτό.
Όμως ο ενάγοντας δεν απέκρυψε μόνο την έδρα των εργασιών του. Εσκεμμένα, πιστεύω, παρέλειψε να κάνει και οποιαδήποτε αναφορά στον κύκλο των εργασιών του. Είτε πριν είτε και μετά την 14η Αυγούστου 1974. Περιορίστηκε να αναφέρει γενικά ότι κατά τις δύο αυτές χρονικές περιόδους ασχολείτο με κάποιες εμπορικές εργασίες μάλιστα για την πρώτη περίοδο ανάφερε ότι ασχολείτο κυρίως με φαρμακευτικά είδη, καθώς και ότι υπήρχαν χρεώστες για την πρώτη περίοδο τους οποίους δεν μπόρεσε να εισπράξει αλλά δεν ανάφερε ποιός ήταν ο κύκλος εργασιών του. Δεν είπε τίποτε απολύτως για το θέμα αυτό...............»
Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο προχωρεί και παραθέτει και άλλους λόγους γιατί ο εφεσείων δεν είπε την αλήθεια, καταλήγει ως ακολούθως:
«Μπορεί η μη πληρωμή τους να οφείλετο σε οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ενάγοντας στη διεξαγωγή των εμπορικών δραστηριοτήτων του, κάτι που ίδιος καλύτερα γνωρίζει και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει πείσει ότι η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις εν λόγω υποχρεώσεις του και μετά το 1974 οφείλεται πράγματι στην τουρκική εισβολή και στις δυσμενείς συνέπειες που είχαν δημιουργηθεί τότε σε πλείστους τομείς της οικονομίας συνεπεία αυτής.»
Στο εφετήριο διατυπώνονται 7 λόγοι έφεσης τους οποίους παραθέτουμε αυτούσιους:
«Πρώτος λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν έχει προσκομιστεί επαρκής μαρτυρία για να αποφανθεί επί της οικονομικής κατάστασης του Ενάγοντα.
Δεύτερος λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθει ότι το έγγραφο που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη εξ υπαρχής ως εξ ακοής.
Τρίτος λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και άνευ λόγου ή αιτίας θεώρησε τον Ενάγοντα ως αναξιόπιστο.
Τέταρτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνοεί το γεγονός ότι μέρος της αρχικής οφειλής του Ενάγοντα αφορούσε ενέγγυες πιστώσεις εμπορευμάτων που φυλάττοντο σε αποθήκες εντός των κατεχομένων και ενώ ο Ενάγοντας παρέμεινε με την εν λόγω οφειλή, αυτός, λόγω της εισβολής, ουδέποτε θα μπορούσε να πωλήσει τα εν λόγω εμπορεύματα προς είσπραξη χρημάτων για την εξόφληση ή περιορισμό της.
Πέμπτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι τα τεκμήρια 1-15 αφορούν μόνο εσωτερική ρύθμιση της Εναγομένης τράπεζας και λανθασμένα δε τα θεωρεί ως οφειλές όπως περιλαμβάνονται στον σχετικό περί πληγέντων οφειλετών, νόμο.
Έκτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι οι λογαριασμοί που φαίνονται στα τεκμήρια 18-32 και αφορούν την περίοδο 1986-1988 δε συνδέονται με τις επίδικες οφειλές.
Έβδομος Λόγος
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Ενάγοντας δεν κατάφερε να αποδείξει την αίτηση του για να κηρυχθεί πληγέντας οφειλέτης.»
Από την ανάπτυξη των λόγων έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσείοντα, φαίνεται ότι οι πρώτος και έβδομος λόγοι είναι συναφείς αφού η ουσία τους είναι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα κατάληξε ότι ο εφεσείων δεν απόδειξε την υπόθεση του. Εφόσον το εύρημα αυτό του δικαστηρίου φαίνεται να συνδέθηκε ουσιαστικά με το γεγονός ότι ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας, θεωρούμε ορθό να εξετάσουμε πρώτα τον τρίτο λόγο που αφορά το θέμα αξιοπιστίας του εφεσείοντα.
Οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος, φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση, ένα μάλιστα από τους οποίους, παραθέσαμε πιο πάνω. Εξετάσαμε τους λόγους αυτούς και το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης καθώς και την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία. Έχοντας υπόψη την αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' αρχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το δικαστήριο τούτο, κατά κανόνα δεν επεμβαίνει εκτός όπου η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του, έχουμε καταλήξει ότι στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί τέτοιος λόγος. Αντίθετα από τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του δικαστηρίου, η οποία προερχόταν από τον ίδιο τον εφεσείοντα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου φαίνεται να ήταν ορθή. (βλ. μεταξύ άλλων Alex Evangelou Camera House Ltd. κ.α. ν. Minerva Ltd. (2004) 1 (Γ) A.A.Δ. 1736, 1738-1739). Μπορεί το κριτήριο της έδρας των εργασιών του εφεσείοντα να μην ήταν από μόνο του αποφαστικό αν ήταν πληγείς οφειλέτης ή όχι. Όμως τούτο ήταν σχετικό στο να δείξει ο εφεσείων την έκταση του επηρεασμού των εργασιών του. Εφόσον δε ο εφεσείων ισχυρίζετο ότι η έδρα των εργασιών του ήταν η Αμμόχωστος ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι ήταν η Λευκωσία, ήταν επιτρεπτό να θεωρήσει ότι το στοιχείο αυτό επηρέαζε την αξιοπιστία του εφεσείοντα. Έτσι ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε αναξιόπιστος ο εφεσείων απορρίπτεται.
Ενόψει του ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι οι επίδικες οφειλές ήταν τέτοιες που καλύπτοντο από το νόμο και το μόνο που έμεινε να εξεταστούμε είναι αν ο εφεσείων μπορούσε, αμέσως μετά τις 15/8/74, να ανταποκριθεί σε αυτές, τα όσα αναφέρονται στους υπόλοιπους λόγους έφεσης (με εξαίρεση τον δεύτερο), δεν βοηθούν τον εφεσείοντα. Κριτήριο ήταν αν ο εφεσείων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, δηλαδή να πληρώσει τα χρέη που αφορά η παρούσα υπόθεση, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που απαρίθμησε, κατάληξε ότι δεν είχε αποδειχθεί ο ισχυρισμός αυτός, αφού απέρριψε τους λόγους που έδωσε ο εφεσείων αναφορικά με την δική του εισοδηματική κατάσταση. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι για αρκετά εισοδήματα που επικαλείτο ο εφεσείων ότι είχε, δεν μπορούσε να δώσει οποιεσδήποτε αποδείξεις ή άλλα έγγραφα. Εξήγησε ότι δεν είχε αυτά αφού πέρασαν 30 χρόνια. Όμως η αδυναμία του αυτή οφείλεται και στο ότι ενώ θα μπορούσε να αποταθεί για να κηρυχθεί πληγείς οφειλέτης πολλά χρόνια πριν, θα λέγαμε από το 1980 που έλαβε χώρα η δεύτερη τροποποίηση του Ν. 24/79, αποτάθηκε στο δικαστήριο για το σκοπό αυτό, μετά την παρέλευση 18 χρόνων και μετά την έκδοση απόφασης στην προαναφερθείσα αγωγή.
Αφήσαμε τελευταίο το δεύτερο λόγο, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το έγγραφο (τεκμ. 1) αφού το έκρινε ότι ήταν εξ ακοής μαρτυρία ενώ σε διαδικασία για να κηρυχθεί κάποιος ως πληγείς οφειλέτης δεν ισχύουν οι συνήθεις κανόνες μαρτυρίας.
Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής δε φαίνεται να έχει λάβει υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 (2) του Ν. 24/79 το δικαστήριο σε τέτοιες υποθέσεις «δε δεσμεύεται υπό του εκάστοτε ισχύοντος δικαίου της απόδειξης». Όμως η πρόνοια αυτή δεν είναι τέτοια που υποχρέωνε το πρωτόδικο δικαστήριο να δώσει στο τεκμ. 1 (συντάκτες του οποίου ήταν οι λογιστές του εφεσείοντα), το οποίο δέχθηκε ως μαρτυρία, τέτοια βαρύτητα που να ισοδυναμεί με αποδοχή του περιεχομένου του. Εν πάση περιπτώσει δεν έχει καταδειχθεί πώς θα άλλαζε η απόφαση του δικαστηρίου αν λαμβανόταν υπόψη το περιεχόμενο του τεκμ. 1 (ισολογισμός κατά την 31/12/75) αφού η ουσία της απόφασης του δικαστηρίου δεν είναι ότι ο εφεσείων δεν είχε τα χρέη που ισχυρίστηκε ότι υφίσταντο κατά το χρόνο προ της 15/8/74, αλλά διότι δεν ικανοποιήθηκε ότι είχε τα εισοδήματα που ισχυρίστηκε και τα οποία απώλεσε λόγω του Τουρκικής Εισβολής. Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς