ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1478
16 Δεκεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΩ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚEΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜEΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11887)
――――――――――-
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ? Τερματισμός απασχολήσεως ? Κατά πόσο, ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο εργοδότης εδικαιολογείτο να τερματίσει άμεσα την απασχόληση εργοδοτούμενής του ή κατά πόσο επρόκειτο για παράνομο τερματισμό απασχόλησης ? Κατά πόσο είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση η αρχή του Άρθρου 7 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (Ν. 24/67).
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις και συναφείς θεραπείες λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησης της από την εφεσίβλητη εργοδότρια της, τις Κυπριακές Αερογραμμές. Η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι νόμιμα είχε τερματισθεί η απασχόληση της εφεσείουσας ώστε αυτή να μη εδικαιούτο σε αποζημίωση.
Το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67) και στο Άρθρο 5 του ιδίου Νόμου, αξιολόγησε τη μαρτυρία, η οποία συνίστατο ουσιαστικά, από πλευράς των Κυπριακών Αερογραμμών, στο ότι διαπιστώθηκε η υποβολή από την εφεσείουσα ψευδών απαιτήσεων για αποζημίωση εξόδων και δαπανών της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, οι Κυπριακές Αερογραμμές προέβησαν σε εκτεταμένη διερεύνηση του θέματος μέσω ερευνώσας λειτουργού η οποία ερεύνησε όλα τα στοιχεία και έλαβε καταθέσεις από τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους, περιλαμβανομένης της αιτήτριας, η θέση της οποίας ήταν ότι επρόκειτο περί λάθους οφειλομένου στην κατάσταση της υγείας της και στην ένταση της εργασίας της όπως και στο ότι δεν γνώριζε Εβραϊκά στα οποία υπήρχε αναφορά στα έγγραφα. Η ίδια η αιτήτρια στη μαρτυρία της, υποστηρίζουσα ότι επρόκειτο περί λάθους, απέδωσε την όλη υπόθεση σε σκευωρία για να επιτευχθεί η απόλυσή της λόγω εμπάθειας και προσωπικών διαφορών.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη εύλογης αιτίας από πλευράς εφεσίβλητης να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης της εφεσείουσας. Επίσης έκρινε ότι η εκδοχή της εφεσείουσας, στερούμενη πειστικότητας, δεν αναιρούσε το εύλογο της κατάληξης της εφεσίβλητης ότι η συμπεριφορά της εφεσείουσας ήταν τέτοια που η πίστη και η εμπιστοσύνη της σχέσης τους είχαν κλονισθεί και η εφεσίβλητη δεν μπορούσε λογικά να αναμένετο να συνεχίσει να την εργοδοτεί.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως στη θέση ότι στη διαδικασία διερεύνησης του θέματος από την εφεσίβλητη υπήρξε παραβίαση των κανόνων της δίκαιης δίκης. Εκείνο που ουσιαστικά ζητούσε η εφεσείουσα ήταν η εφαρμογή της αρχής του Άρθρου 7 του Ν.24/67.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εκείνο που ουσιαστικά ζητείται με την έφεση είναι η αρχή του Άρθρου 7 να εφαρμοστεί ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίκης στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Η παρούσα υπόθεση βρίσκεται στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Εκείνο που μετρά στην παρούσα υπόθεση είναι η ικανοποίηση του Άρθρου 5 από πλευράς του εργοδότη, δηλαδή η απόδειξη του εύλογου της κατάληξης του να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης, υπό τις περιστάσεις, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η εφεσίβλητη συνεμορφώθη με την υποχρέωση της αυτή και κατέληξε σε απόφαση το εύλογο της οποίας δεν ανατρέπετο από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα-αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Αρ. Αιτ. 694/00, ημερ. 7/10/03 με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή της για αποζημιώσεις λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησης της από την καθ' ης η αίτηση εργοδότριά της εταιρεία.
Α. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για την Εφεσείουσα.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απερρίφθη αίτηση της Εφεσείουσας για αποζημιώσεις και συναφείς θεραπείες λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησης της από την Εφεσίβλητη εργοδότρια της, τις Κυπριακές Αερογραμμές, η θέση της οποίας ήταν ότι νόμιμα είχε τερματισθεί η απασχόληση της Εφεσείουσας ώστε αυτή να μην εδικαιούτο αποζημίωση.
Το θέμα διέπεται βέβαια από το άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) το οποίο προνοεί:
"3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ΄αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:"
Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο ο τερματισμός της απασχόλησης έγινε για λόγο που εκτίθεται στο άρθρο 5 (ενδιαφέρουν, όπως είναι κοινό έδαφος, ιδιαίτερα τα εδάφια (ε) και (στ) (i)(ii)), με δεδομένο πάντοτε ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 6(1), το βάρος απόδειξης τούτου φέρει ο εργοδότης. Το άρθρο 5(ε)(στ)(i)(ii) προνοεί:
"5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
.........................................................................................................
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
.......................................................................................................
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·
(ii) διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·"
Έτσι έθεσε το θέμα και το Δικαστήριο πριν παραθέσει σε έκταση και αξιολογήσει τη μαρτυρία, η οποία συνίστατο ουσιαστικά, από πλευράς των Κυπριακών Αερογραμμών, στο ότι διαπιστώθηκε η υποβολή από την Εφεσείουσα ψευδών απαιτήσεων για αποζημίωση εξόδων και δαπανών της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης, οι Κυπριακές Αερογραμμές προέβησαν σε εκτεταμένη διερεύνηση του θέματος μέσω ερευνώσας λειτουργού η οποία ερεύνησε όλα τα στοιχεία και έλαβε καταθέσεις από τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους, περιλαμβανομένης της Αιτήτριας, η θέση της οποίας ήταν ότι επρόκειτο περί λάθους οφειλομένου στην κατάσταση της υγείας της και στην ένταση της εργασίας της όπως και στο ότι δεν γνώριζε Εβραϊκά στα οποία υπήρχε αναφορά στα έγγραφα. Η ίδια η Αιτήτρια στη μαρτυρία της, υποστηρίζουσα ότι επρόκειτο περί λάθους, απέδωσε την όλη υπόθεση σε σκευωρία για να επιτευχθεί η απόλυσή της λόγω εμπάθειας και προσωπικών διαφορών.
Σταθμίζοντας τη μαρτυρία, το Δικαστήριο παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Denning, M.R., στην υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd v. Swift [1981] 1 RLR 91 (σ. 93) ως καθοδηγητικό του εφαρμοστέου κριτηρίου:
"The correct test is this: Was it reasonable for the employers to dismiss him? If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair. But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair. It must be remembered in all these cases there is a band of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view: another quite reasonably take a different view."
Εξειδικεύοντας δε, είπε (σ. 13) με αναφορά και στη νομολογία:
"Σε περιπτώσεις σοβαρού παραπτώματος (gross misconduct) από εργοδοτούμενο το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο εργοδότης είχε εύλογες υποψίες που έφθαναν στην πεποίθηση ότι ο εργοδοτούμενος ήταν ένοχος κατά το σχετικό χρόνο - και ότι προχώρησε σε διερεύνηση της υπόθεσης μέσα σε λογικά αναμενόμενα πλαίσια.
Επίσης ότι ακολούθησε μια λογική διαδικασία πριν την κατάληξη του στην απόλυση του εργοδοτούμενου."
Παρατήρησε δε περαιτέρω ότι, προκειμένου περί πολιτικής υπόθεσης, το βάρος απόδειξης είναι βεβαίως επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Σε αυτά τα πλαίσια ήταν που το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία, διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη, έχοντας εύλογη αιτία να θεωρεί ότι η Εφεσείουσα έπραξε όπως ανεφέρθη, προέβη σε πλήρη και ουσιαστική διερεύνηση του θέματος, δίδοντας κάθε λογική ευκαιρία στην Εφεσείουσα να σχολιάσει τα στοιχεία και να παρουσιάσει τη δική της θέση, προβαίνουσα μάλιστα και σε σχετικές καταθέσεις. Και ότι η εκδοχή της Εφεσείουσας, στερούμενη πειστικότητας, δεν αναιρούσε το εύλογο της κατάληξης της Εφεσίβλητης ότι η συμπεριφορά της Εφεσείουσας ήταν τέτοια που η πίστη και η εμπιστοσύνη της σχέσης τους είχαν κλονισθεί και η Εφεσίβλητη δεν μπορούσε λογικά να αναμένετο να συνεχίσει να την εργοδοτεί.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως στη θέση ότι στη διαδικασία διερεύνησης του θέματος από την Εφεσίβλητη υπήρξε παραβίαση των κανόνων της δίκαιης δίκης. Η θέση αυτή βασίζεται στην αντίληψη ότι επρόκειτο ουσιαστικά περί πειθαρχικής δίκης και ότι, στα πλαίσια αυτά, η Εφεσείουσα δεν είχε προηγουμένως υπ΄όψη της όλα τα στοιχεία της έρευνας που είχε συγκεντρώσει η ερευνώσα λειτουργός, δεν της εδόθη κατηγορητήριο, δεν παρουσιάσθηκε μαρτυρία και δεν είχε την ευκαιρία αντεξέτασης της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και προσαγωγής μαρτυρίας υπεράσπισης. Ακόμα, ότι υπήρξε παράβαση των εσωτερικών Κανονισμών της Εφεσίβλητης. Γίνεται συναφώς αναφορά, γενικά και χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, στο Νόμο 45/85 (περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμος του 1985).
Κρίνουμε ότι η έφεση παντελώς στερείται ερείσματος. Ως προς το Νόμο 45/85, όχι μόνο δεν έχει εξειδικευθεί ως προς τι θα μπορούσε να υπήρξε παράβαση αλλά και η όλη εικόνα είναι στα πλαίσια του. Και δεν αναφερόμεθα μόνο στα άρθρα 8.1 και 9.1,2, οι επιδιώξεις των οποίων ήδη αντανακλώνται ευθέως στις ανάλογες πρόνοιες του Ν. 24/67 και δεν φαίνονται να απασχολούν στην προκειμένη περίπτωση. Το άρθρο 7, που θα φαινόταν να είναι σχετικό προς τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας και στο οποίο ρητά ανεφέρθη και το Δικαστήριο παραθέτοντας το, προνοεί:
"Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος τους, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα."
Αν και δεν υπάρχει ανάλογη πρόνοια στο Ν. 24/67, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή του άρθρου 7 ως γενική αρχή του εργατικού δικαίου και διαπίστωσε ότι αυτή ικανοποιήθηκε με αναφορά στη διαδικασία που ακολούθησε η Εφεσίβλητη. Δεν εντοπίζουμε λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου στο θέμα. Εκείνο που ουσιαστικά ζητείται με την έφεση είναι η αρχή αυτή να εφαρμοσθεί ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίκης στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Βρισκόμαστε στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και το ζητούμενο είναι όχι η απόδειξη πειθαρχικού παραπτώματος ως υποβάθρου και προϋπόθεσης απόλυσης αλλά η ικανοποίηση των όρων του άρθρου 5. Το κριτήριο, όπως και πάλι ορθά το αντελήφθη το Δικαστήριο, είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη υπό τις περιστάσεις, να προβεί σε τερματισμό της εργοδότησης στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και πάντοτε, βεβαίως, έχοντας υπ' όψη ότι το βάρος στον εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ' όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία. Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας. Και ως προς τούτο δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η Εφεσίβλητη, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, συνεμορφώθη με την υποχρέωση της και κατέληξε σε απόφαση το εύλογο της οποίας δεν ανατρέπετο από τα ενώπιον του στοιχεία.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσίβλητης.
H έφεση απορρίπτεται.