ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1237

28 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

C.C.F. CREDIT CAPITAL FINANCE LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11895)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα για παρεμπόδιση αποξένωσης ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής ― Η έκδοσή του, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ ― Το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έχει ενώπιόν του ― Το γεγονός ότι το ακίνητο είναι υποθηκευμένο δεν διαφοροποιεί το ζήτημα ούτε αποκλείει τον κίνδυνο αποξένωσης.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται μετά από μονομερή αίτηση ― Το επείγον για παροχή θεραπείας αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Διακριτική ευχέρεια πρωτόδικου Δικαστηρίου ―- Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί μετά την καταχώριση από τους εφεσίβλητους  μονομερούς αιτήσεως στις 8/8/2003 για δέσμευση ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος. Η δεσμευθείσα περιουσία δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής μεταξύ των διαδίκων. Η αγωγή που είχε καταχωρηθεί με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αφορούσε υπόλοιπο λογαριασμού ύψους £151.699,28 το οποίο προέκυψε από τη διάρρηξη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Με την εν λόγω σύμβαση οι εφεσίβλητοι παρεχώρησαν δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις προς τον εφεσείοντα με σκοπό την αγορά κινητών αξιών, μέσω των χρηματιστών του.

Ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα των ευρημάτων του Δικαστηρίου σε σχέση (α) με το κατεπείγον εκδόσεως του επίδικου διατάγματος και (β) με το ότι εδικαιολογείτο η δέσμευση του ακινήτου, καίτοι αυτό δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπήρχαν στοιχεία που στήριζαν τον ισχυρισμό για πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου, με συνακόλουθο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί τελική απόφαση, που ενδεχόμενα, θα εκδοθεί. Επίσης ότι καθυστέρηση 8 μηνών για λήψη μέτρων, στην απουσία εξηγήσεων, οδήγησε, σε άλλη παρόμοια υπόθεση, σε απόρριψη αιτήματος για προσωρινό διάταγμα.

Αντίθετα, ο συνήγορος των εφεσίβλητων εισηγήθηκε ότι η ύπαρξη αδιεξόδου στις σχέσεις των μερών και η καταχώριση αγωγής δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος, καθ' ότι «... πρόβαλε τότε φυσιολογικά υπαρκτός και άμεσος κίνδυνος αποξένωσης....».

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπάρχουν αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια, μέσα στα οποία ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Η κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και περιστατικών, με γνώμονα πάντοτε το κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος είναι αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η απονομή της δικαιοσύνης σε κάθε στάδιο, περιλαμβανομένου και αυτού της ικανοποίησης της απόφασης, που τυχόν ήθελε εκδοθεί. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εάν διαπιστώσει ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε έξω από τα πλαίσια των αρχών, που αναγνωρίζει η νομολογία.

2.  Το σύνολο των γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου δικαιολογούσε την κατάληξη για το κατεπείγον της αίτησης. Η αποτυχία των διαβουλεύσεων, η αδυναμία του εφεσείοντος να διευθετήσει το οφειλόμενο ποσό και ο τερματισμός της συμφωνίας που ακολούθησε δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στις σχέσεις των μερών, που καθιστούσε το ζήτημα επείγον.

3.  Ο κίνδυνος αποξένωσης, με τον τερματισμό της σύμβασης, κατέστη υπαρκτός και η ανάγκη παρεμπόδισης πιθανής επίδρασης στην ικανοποίηση τυχόν απόφασης από την αποξένωση δικαιολογημένη. Το Δικαστήριο, μέσα στο σύνολο των πιο πάνω, ορθά άσκησε τη διακριτική του εξουσία και εξέδωσε το διάταγμα. Το σύνολο όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας, μεταξύ των οποίων και το ύψος της ισχυριζόμενης οφειλής, δικαιολογούσαν την κατάληξη του για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής. Το Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι ο εφεσείων, για τον κίνδυνο να παρεμποδιστεί η ικανοποίηση μελλοντικής απόφασης, δεν έδωσε οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με την κατοχή άλλης περιουσίας. Το γεγονός ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο, από μόνο του, δεν εξουδετέρωνε την πρόθεση αποξένωσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C. L. R. 520,

Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 A.A.Δ.  598,

Spidertrade Com Fin. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 Α. Α. Δ. 121,

Χατζηγαβριήλ κ.ά. ν. Επενδ. Συγκρ. Συνεργ. Εταιρ. Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ 606,

Marketrends (Capital Market) Ltd ν. Γεωργίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1759.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/11/03 (Αρ. Αγωγής 8836/03) με την οποία οριστικοποιήθηκε το προσωρινό διάταγμα, το οποίο καταχωρήθηκε από την ενάγουσα εταιρεία στα πλαίσια της αγωγής της με την οποία αξίωνε από τον εναγόμενο ποσό £151.699,28, ως υπόλοιπο λογαριασμού από διάρρηξη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, και με το οποίο εδεσμεύετο μέχρι την οριστική εκδίκαση της αγωγής μέρος ακίνητης περιουσίας του εναγομένου.

Μ. Πελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με αγωγή σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι εφεσίβλητοι - C.C.F. Credit Capital Finance Ltd - αξίωσαν από τον εφεσείοντα το ποσό των £151.699,28, υπόλοιπο λογαριασμού, το οποίο προέκυψε από τη διάρρηξη μεταξύ τους σύμβασης και το οποίο ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει.

Με την καταχώριση της αγωγής, στις 8/8/2003, καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση για δέσμευση ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το πιο κάτω διάταγμα:-

«.. ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στον εναγόμενο από του να πωλήσει, υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει και/ή με οποιονδήποτε τρόπο αποξενώσει και/ή επιβαρύνει ½ μερίδιο ακίνητης περιουσίας/διαμερίσματος με αριθμό εγγραφής Δ.6214, στην οδό Ψαρών 24, Διαμ. 42, Έγκωμη, που είναι εγγεγραμμένη επ' ονόματι του μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας αγωγής.

Ο εναγόμενος δύναται να εμφανισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την 2/9/03 και ώρα 9.00 π.μ. και δείξει λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μη συνεχίσει να ισχύει.»

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, οι εφεσίβλητοι, στα πλαίσια των εργασιών τους - χρηματοδοτήσεις επενδύσεων σε κινητές αξίες και/ή χρηματοδοτήσεις γενικά - συμφώνησαν με τον εφεσείοντα όπως του παραχωρήσουν δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις, με σκοπό αυτός να πραγματοποιήσει, μέσω των χρηματιστών του - C.N. Hadjigavriel Stockbrokers Limited (η "C.N.H.") - αγορά κινητών αξιών. Η σύμβαση περιείχε διάφορες  πρόνοιες, μεταξύ των οποίων και πρόνοιες που απέβλεπαν στην, κατά τον καλύτερο τρόπο, κατοχύρωση των συμφερόντων των εφεσιβλήτων. Συγκεκριμένα, οι αποκτώμενες από τη χρηματοδότηση του εφεσείοντα κινητές αξίες θα εγγράφονταν επ' ονόματί τους ή προσώπου, που οι ίδιοι ήθελαν καθορίσει (εμπιστευματοδόχου), είχαν δε δικαίωμα να τις πωλήσουν, προς ικανοποίηση του λαβείν τους.

Με την υπογραφή της συμφωνίας, στις 25/9/2001, ανοίχθηκε επ' ονόματι του εφεσείοντα λογαριασμός και παραχωρήθηκαν, για τους σκοπούς της συμφωνίας, διάφορα ποσά. Στις 26/6/2003, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £158.370,81, το οποίο ο εφεσείων αποδέχθηκε εγγράφως ως οφειλόμενο, ενώ, ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε τη συμφωνία του για πώληση αριθμού αξιών από το χαρτοφυλάκιό του. Οι αξίες πωλήθηκαν και πιστώθηκε στο λογαριασμό του το ποσό των £16.366,19. Ο εφεσείων κλήθηκε από τους εφεσίβλητους να εξοφλήσει το υπόλοιπο, παρέλειψε όμως να το πράξει και οι εφεσίβλητοι, στις 18/7/2003, τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία, αξιώνοντας καταβολή του υπολοίπου. Μοναδική ασφάλεια των εφεσιβλήτων ήταν 875000 μετοχές της εταιρείας Elma Holdings Ltd, συνολικής αξίας £42.875,00.

Καταχωρήθηκε ένσταση και ο εφεσείων ήγειρε διάφορα ζητήματα. Μεταξύ άλλων, πρόβαλε ότι το διάταγμα εκδόθηκε στην απουσία πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 6, δηλαδή του κατεπείγοντος.  Το υπόλοιπο του λογαριασμού, καθώς ισχυρίστηκε, λόγω νέων διευθετήσεων και συμφωνιών, που έγιναν και τις οποίες οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν από το Δικαστήριο, δεν οφειλόταν από τον ίδιο, γι' αυτό και δεν διεκδικήθηκε για περίοδο δέκα μηνών που εκκρεμούσε. Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν ότι, μεταξύ τους και των χρηματιστών του, υπήρξε συμφωνία, με την οποία ο Κ. Χατζηγαβριήλ ανέλαβε την ευθύνη διευθέτησης του λογαριασμού του από 17/1/2002.

Η συμφωνία με τους εφεσίβλητους προνοούσε ότι οι επενδύσεις θα εγίνοντο μέσω της C.N.H. και το όριο που είχε εγκριθεί ήταν £100,000,00. Κατά ή περί τις 16/1/2002, ο λογαριασμός του είχε πιστωτικό υπόλοιπο, ύψους £127.357,25, το οποίο συμφώνησε να δανείσει στον Κ. Χατζηγαβριήλ, με τον οποίο είχε επαγγελματικές σχέσεις, ενώ, ταυτόχρονα, ο Κ. Χατζηγαβριήλ συμφώνησε με τους εφεσίβλητους όπως:-

(α)   Το όριο του λογαριασμού του εφεσείοντα από £100.000,00 αυξηθεί σε £150,000.00.

(β)   Μεταβιβάσει ο Κ. Χατζηγαβριήλ προς όφελος του λογαριασμού μετοχές δημοσίων εταιρειών· και

(γ)   Από 17/1/2002 τη διαχείριση και την ευθύνη για εξόφληση του λογαριασμού έχει ο Κ. Χατζηγαβριήλ.

Στη συνέχεια, ο Κ. Χατζηγαβριήλ, σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους, προχώρησε σε μεταβίβαση μετοχών και το όριο του λογαριασμού αυξήθηκε, χωρίς ο ίδιος να υπογράψει ή να συγκατατεθεί. Προς υποστήριξη των πιο πάνω, παρουσίασε συμφωνία μεταξύ του και του Κ. Χατζηγαβριήλ και κείμενο συμφωνίας χωρίς υπογραφή μεταξύ του Κ. Χατζηγαβριήλ και των εφεσιβλήτων. Περαιτέρω, απέρριπτε κάθε ισχυρισμό ότι απείλησε ή είχε πρόθεση να αποξενώσει το μερίδιό του, το οποίο είναι υποθηκευμένο.

Το Δικαστήριο, μετά από επισκόπηση της σχετικής με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, στη βάση των Άρθρων 5 και 9 του ΚΕΦ. 6 και του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), νομολογίας, κατέληξε και οριστικοποίησε το εκδοθέν διάταγμα. Δέχθηκε ότι εδικαιολογείτο το κατεπείγον και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Υπήρχε, δηλαδή, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, σοβαρή πιθανότητα οι εφεσίβλητοι να δικαιούνται σε θεραπεία (γι' αυτά δεν υπήρξε αμφισβήτηση) και, εκτός εάν εκδίδετο το διάταγμα, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.*  Έκρινε, επίσης, ότι εδικαιολογείτο η δέσμευση του ακινήτου, καίτοι αυτό δεν ήταν το αντικείμενο της αγωγής, με σκοπό να μην παρεμποδισθεί η ικανοποίηση ενδεχόμενης απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων**.

H αιτιολόγηση του κατεπείγοντος πρωτοδίκως  αμφισβητήθηκε έντονα από τον εφεσείοντα, για διάφορους λόγους, με πρώτο αυτό της καθυστέρησης των δέκα μηνών, αφ' ότου κατέστη οφειλόμενο το ποσό μέχρι την καταχώριση της αγωγής. Επίσης, ότι οι ισχυρισμοί της παραγράφου 11 της ενόρκου δηλώσεως των εφεσιβλήτων - ότι, δηλαδή: «Ο Εναγόμενος απειλεί και προτίθεται να αποξενώσει το μερίδιο του στο πιο πάνω ακίνητο γεγονός που θα καταστήσει αδύνατη ή πολύ δύσκολη την είσπραξη του ποσού που οφείλει στην Ενάγουσα και θα παρεμποδίσει την απονομή της δικαιοσύνης» - δεν αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία και ούτε αποκάλυπταν την πηγή των πληροφοριών, ώστε να στηριχθεί σ' αυτή το Δικαστήριο· και, τέλος, ότι δεν αποκαλύφθηκαν ουσιώδη γεγονότα, όπως ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο, και οι σχέσεις των εφεσιβλήτων με τον κ. Κ. Χατζηγαβριήλ.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα πιο πάνω ζητήματα τα αντιμετώπισε ως εξής:-

«Αυτό που έχει σημασία και σε σχέση με την απόδειξη του κατεπείγοντος είναι η ημερομηνία τερματισμού της σύμβασης σε συσχετισμό με την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσης αίτησης.»

«Η πηγή εδώ και όπως ο σχετικός ισχυρισμός τίθεται στην ένορκη δήλωση μπορεί να ήταν πρωτογενής.  Εν πάση όμως περιπτώσει σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δεν παρίσταται καν ανάγκη για προσαγωγή μαρτυρίας για να καταδείξουν οι ενάγοντες, ότι ο εναγόμενος προτίθεται να αποξενώσει την ακίνητη περιουσία του. ... C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, ...»

«Θα πρέπει να πω ότι η μη αποκάλυψη έστω των όσων ισχυρίζεται ο εναγόμενος πιο πάνω καμιά επίδραση δεν μπορούν να έχουν στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας για χορήγηση ή όχι της αιτούμενης θεραπείας, καθότι δεν αποστερεί το Δικαστήριο γνώσης ουσιωδών γεγονότων για την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας, (βλ. M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά ν. Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1971). Ο εναγόμενος αναφέρεται σε διαβουλεύσεις και σε συμφωνητικό έγγραφο το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση (τεκ. 4) και το οποίο όπως ισχυρίζεται συνέταξαν οι ενάγοντες. Εξετάζοντας αυτό το έγγραφο παρατηρώ ότι δεν φέρει ούτε υπογραφή ούτε και ημερομηνία. Επομένως δεν μπορώ να θεωρήσω ότι οι διαβουλεύσεις στις οποίες αναφέρεται ο εναγόμενος και τις οποίες όπως ισχυρίζεται οι ενάγοντες δεν απεκάλυψαν, οδήγησαν και σε συμφωνία και μάλιστα υπό την έννοια ότι θα πρέπει να θεωρηθούν από το Δικαστήριο ως ουσιώδη γεγονότα τα οποία δεν απεκαλύφθησαν.»

Με τους λόγους έφεσης 1, 2, και 4 αμφισβητείται η ορθότητα των ευρημάτων σε σχέση με το κατεπείγον, ενώ με τους λόγους 3 και 5 το εύρημα ότι εδικαιολογείτο η δέσμευση του ακινήτου, καίτοι αυτό δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,  εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπήρχαν στοιχεία που στήριζαν τον ισχυρισμό για πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου, με συνακόλουθο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί τελική απόφαση, που, ενδεχόμενα, θα εκδοθεί.  Επίσης, παρέπεμψε στην υπόθεση Spidertrade Com Fin. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 Α.Α.Δ. 121, όπου καθυστέρηση 8 μηνών για λήψη μέτρων, στην απουσία εξηγήσεων, οδήγησε σε απόρριψη αιτήματος για προσωρινό διάταγμα.

Αντίθετα, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, για την ορθότητα της απόφασης, μας παρέπεμψε στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ κ.ά. ν. Επενδ. Συγκρ. Συνεργ. Εταιρ. Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 606, όπου κρίθηκε ότι αδιέξοδο στις σχέσεις των μερών και καταχώριση αγωγής δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος, καθ' ότι «..., πρόβαλλε τότε φυσιολογικά υπαρκτός και άμεσος ο κίνδυνος αποξένωσης ...».  (σελ. 609)

Έχουμε εξετάσει όλα όσα οι συνήγοροι με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους έθεσαν ενώπιόν μας. Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, σημειώνουμε ότι δεν υπάρχουν αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια, μέσα στα οποία ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Η κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και περιστατικών, με γνώμονα πάντοτε το κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος είναι αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η απονομή της δικαιοσύνης σε κάθε στάδιο, περιλαμβανομένου και αυτού της ικανοποίησης της απόφασης, που τυχόν ήθελε εκδοθεί.  Ακολουθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, παρά μόνο εάν διαπιστώσει ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών, που η νομολογία αναγνωρίζει. Τα όσα αναφέρονται στις αποφάσεις, στις οποίες οι συνήγοροι μας παρέπεμψαν, δεν μπορεί παρά να ιδωθούν μέσα στο σύνολο των δικών τους γεγονότων και περιστατικών.

Τα όσα αναπτύχθηκαν σχετικά με τους λόγους έφεσης 1 , 2 και 4 δε βρίσκουμε να ευσταθούν. Το σύνολο των γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου δικαιολογούσε την κατάληξη για το κατεπείγον της αίτησης. Όπως ορθά κρίθηκε, το σημαντικό ήταν ο χρόνος τερματισμού της συμφωνίας και όχι το διάστημα για το οποίο ο λογαριασμός παρουσίαζε το ίδιο υπόλοιπο. Τυχόν προηγούμενες συζητήσεις, που δεν είχαν κατάληξη, ενόψει της εξέλιξης του τερματισμού της συμφωνίας, αποτελούσαν πλέον δευτερεύοντα ζητήματα, χωρίς σημασία σε ό,τι επιδρούσε στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και ορθά κρίθηκε ότι δεν απεκρύβησαν.

Ο εφεσείων, με την ένστασή του - δεν υπήρξε αντεξέταση από καμιά πλευρά - καίτοι ισχυρίστηκε ότι έπαυσε να έχει οποιαδήποτε σχέση με το λογαριασμό από 17/1/2002, δέχεται ότι στις 26/6/2003 υπέγραψε κατάσταση λογαριασμού, με την οποία αναγνώριζε το υπόλοιπο. Η αναγνώριση αυτή για τους σκοπούς της αίτησης έθετε στο περιθώριο και καθιστούσε επουσιώδεις τους ισχυρισμούς για νέες συμφωνίες, ενόψει, μάλιστα, ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ήταν χωρίς υπογραφή. Η αποτυχία των διαβουλεύσεων, η αδυναμία του εφεσείοντα να διευθετήσει το οφειλόμενο ποσό και ο τερματισμός της συμφωνίας που ακολούθησε δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στις σχέσεις των μερών, που καθιστούσε το ζήτημα επείγον.

Πρόβαλε ο εφεσείων ότι ο ισχυρισμός περί απειλής αποξένωσης, όπως διατυπώθηκε στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων, δεν ανταποκρινόταν σε ό,τι η νομολογία προδιαγράφει, δηλαδή την ανάγκη αποκάλυψης στοιχείων, που να καταδεικνύουν την πρόθεση αποξένωσης.

Είναι γεγονός ότι δεν εξειδικεύονται λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο της απειλής. Ο ισχυρισμός, όμως, περί απειλής δε θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά απομόνωση αλλά σε συσχετισμό με την αλλαγή των σχέσεων των μερών, η οποία επήλθε με τον τερματισμό της σύμβασης. Ο κίνδυνος αποξένωσης, με τον τερματισμό της σύμβασης, κατέστη υπαρκτός και η ανάγκη παρεμπόδισης πιθανής επίδρασης στην ικανοποίηση τυχόν απόφασης από την αποξένωση δικαιολογημένη. Ορθά νομίζουμε το Δικαστήριο, μέσα στο σύνολο των πιο πάνω, άσκησε τη διακριτική του εξουσία και εξέδωσε το διάταγμα. Η εισήγηση ότι η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογείται κατ' εξαίρεση και ασκείται με φειδώ - (βλ. Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1759) - μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το σύνολο, όμως, των στοιχείων, που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας, μεταξύ των οποίων και το ύψος της ισχυριζόμενης οφειλής, δικαιολογούσαν την κατάληξη. Το γεγονός ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο δε διαφοροποιούσε το ζήτημα, ούτε απέκλειε τον κίνδυνο αποξένωσης, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε στην απόφασή του ότι ο εφεσείων, για τον κίνδυνο να παρεμποδιστεί η ικανοποίηση μελλοντικής απόφασης, δεν έδωσε οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με την κατοχή άλλης περιουσίας. Ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο, από μόνο του, δεν εξουδετέρωνε την πρόθεση αποξένωσης.

Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι ούτε οι λόγοι 3 και 5 ευσταθούν.

Κρίνουμε ότι, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν επιτρεπτή και δίκαιη η έκδοση του διατάγματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο