ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1157
22 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΒΑΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12031)
Διαιτητική απόφαση ― Δυνατότητα ακύρωσης διαιτητικής απόφασης για νομικό σφάλμα ― Η πορεία αυτή δεν θα πρέπει να ακολουθείται πολύ εύκολα ― Δεν θεωρείται ότι ο διαιτητής διαπράττει νομικό σφάλμα αν, με σκοπό να καταστήσει κατανοητούς τους όρους συμβολαίου για ανέγερση οικοδομής και να τους εφαρμόσει στα γεγονότα, καταφύγει στις περιβάλλουσες περιστάσεις.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Παράλειψη συμμόρφωσης προς τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας ― Είναι θεραπεύσιμη βάσει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Όμως η Δ.64, δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς οι οποίοι πρέπει να τηρούνται ― Το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές διαδικασίες βάσει της Δ.64.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης των διαιτητών στην αγωγή υπ' αρ.7983/2000. Η εν λόγω αγωγή είχε καταχωρηθεί εναντίον της εφεσείουσας από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι είχαν αναλάβει την εργολαβία για την ανέγερση της οικοδομής της. Η εφεσείουσα προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της, μαζί με ένορκη δήλωση του εκτιμητή ποσοτήτων, οι οποίες, αν και παραδόθηκαν προς τον δικηγόρο τους δεν επιδόθηκαν στους εφεσίβλητους, κατά παράβαση της Διαταγής 48, θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εν λόγω παράλειψη επίδοσης συνιστά παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
2. Οι διαιτητές υπερέβησαν τους όρους εντολής τους (α) με το να αποφανθούν ότι τα έγγραφα και οι όροι που τους είχαν δοθεί και συναποτελούσαν τα στοιχεία της σύμβασης που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν ελλειπή και συγκρούονταν μεταξύ τους και (β) με το να ξεχωρίσουν το δελτίο ποσοτήτων από τα έγγραφα που συναποτελούσαν τη συμφωνία των διαδίκων και τελικά να ετοιμάσουν νέο κατάλογο εκτελεσθεισών εργασιών.
3. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ότι η ίδια κατέβαλε ποσό £5.500 σε άλλο εργολάβο για αποπεράτωση των εργασιών, οι οποίες δεν είχαν ολοκληρωθεί από τους εφεσίβλητους, αρχικούς εργολάβους της ανέγερσης της οικοδομής της εφεσείουσας.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ως λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι ο νέος κατάλογος των τελικά εκτελεσθεισών εργασιών είναι σχεδόν αντιγραφή του τελικού διατακτικού πληρωμής των εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παρατυπία υπάρχει μέχρι την άρση της. Η εφεσείουσα δεν δράχτηκε της ευκαιρίας να αντιδράσει έγκαιρα και να ζητήσει τη διόρθωση της υφιστάμενης παρατυπίας, μη υποβάλλοντας αίτηση για διόρθωσή της. Το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί αντεπαγγέλτως σε διορθωτικές διαδικασίες βάσει της Διαταγής 64.
2. Οι διαιτητές εκτέλεσαν το καθήκον που τους ανατέθηκε και κατέληξαν στην τελική τους απόφαση, αφού στηρίχθηκαν σε γεγονότα που είχαν ενώπιόν τους. Βασίστηκαν δε στο δελτίο ποσοτήτων ως βάση για τον υπολογισμό των εργασιών εκ μέρους των εφεσιβλήτων - εναγόντων, επειδή το είχαν υπογράψει τα μέρη, αναφέροντας αυτό το γεγονός και στην απόφαση τους. Η αναφορά τους αυτή δεν συνιστά είτε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους ή τους εκβάλλει από τους όρους διορισμού τους.
3. Για πρώτη φορά η εφεσείουσα ήγειρε θέμα καταβολής χρημάτων σε άλλο εργολάβο στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της, η οποία, εν πάσει περιπτώσει, δεν ελήφθη υπ' όψιν.
4. Ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 4 ανωτέρω, δεν περιέχεται στις ενόρκους δηλώσεις της εφεσείουσας και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τον λάβει υπ' όψιν ή να τον αξιολογήσει. Όμως ακόμα κι' αν ο σχετικός ισχυρισμός ήταν ορθός, αυτό δεν αποτελεί από μόνο του, λόγο ακύρωσης της απόφασης των διαιτητών, αλλά ούτε και ένδειξη ότι οι αιτητές ενήργησαν μεροληπτικά ή ακόμα και λανθασμένα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81,
Kelantan Government v. Duff Development Co [1923] AC 395, H.L.
Έφεση και�Αντέφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 22/5/04 (Αρ. Αγωγής 7983/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή της για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης των διαιτητών οι οποίοι διορίστηκαν από τους ενάγοντες στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής η οποία είχε ως αντικείμενο σύμβαση για ανέγερση οικοδομής από τους ενάγοντες και αφορούσε οφειλές από συμφωνία εργολαβίας, αμοιβή και επιπλέον εργασίες που είχαν προκύψει κατά την ανέγερση κατοικίας, στην περιοχή του Ύψωνα Λεμεσού, για λογαριασμό της και με την οποία απορρίφθηκε σχετική αντέφεση των εναγόντων.
Χ" Αράπη για Κ. Μελά, για την Εφεσείουσα.
Α. Κονναρής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Νικολαΐδη, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 22.5.2002 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης των διαιτητών στην αγωγή υπ' αρ. 7983/2000.
Η αγωγή είχε ως αντικείμενο σύμβαση για ανέγερση οικοδομής από τους ενάγοντες για λογαριασμό της εναγόμενης-εφεσείουσας και αφορούσε οφειλές από συμφωνία εργολαβίας, αμοιβή και επιπλέον εργασίες που είχαν προκύψει κατά την ανέγερση κατοικίας, στην περιοχή του Ύψωνα Λεμεσού, για λογαριασμό της εφεσείουσας. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας διορίστηκαν, μετά από αίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων, δύο διαιτητές.
Οι διαιτητές μετά τη διεκπεραίωση της σχετικής διαδικασίας εξέδωσαν την απόφασή τους, που προφανώς δεν ήταν της αρεσκείας της εφεσείουσας η οποία και υπέβαλε αίτηση για ακύρωσή της, την οποία το δικαστήριο όπως είδαμε, απέρριψε.
Με την παρούσα έφεση η πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλεται για αριθμό λόγων. Κατά την πρωτόδικη διαδικασία κατατέθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση της εφεσείουσας ημερ. 5.2.2004, μαζί με ένορκη δήλωση του Ανδρέα Πολυκάρπου, εκτιμητή ποσοτήτων, ημερ. 6.2.2004. Φαίνεται ότι οι δύο αυτές ένορκες δηλώσεις, άνκαι παραδόθηκαν προς το δικηγόρο τους, δεν επιδόθηκαν στους εφεσίβλητους, κατά παράβαση της Διαταγής 48, Θ. 3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Έτσι, το δικαστήριο αποφάσισε όπως μην τις λάβει υπ' όψιν και μη εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβάλλονταν για το μη αποδεκτό κάποιας μαρτυρίας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς αυτό το σημείο. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι λανθασμένα οι ένορκες δηλώσεις δεν λήφθηκαν υπ' όψιν αφού επρόκειτο για απλή παρατυπία και το δικαστήριο είχε, σύμφωνα με τη Διαταγή 64, Θ.1, τη διακριτική ευχέρεια να καταπιαστεί με την ουσία που εξέταζε, αφού προηγουμένως προέβαινε σε διορθωτικές διαδικασίες, κατά τον καλύτερο δυνατό πρακτικό τρόπο.
Η Διαταγή 64, Θ.1 προνοεί:
«Η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δεν θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.»
Η εφεσείουσα παραδέχεται ότι η παράλειψη επίδοσης συνιστά παρατυπία. Όμως υποστηρίζει ότι, αφού οι ένορκες δηλώσεις παραλείφθηκαν τελικά από τη δικηγόρο των εφεσιβλήτων η οποία και τις αντέκρουσε στην αγόρευσή της, η παράλειψη δεν είχε οποιανδήποτε δυσμενή επίδραση στα συμφέροντα των εφεσιβλήτων.
Είναι πράγματι αλήθεια ότι αφού οι ένορκες δηλώσεις βρίσκονταν στα χέρια των εφεσιβλήτων, έστω και παράτυπα, αυτοί ήταν σε θέση να γνωρίζουν το περιεχόμενό τους και μπορούσαν να τις σχολιάσουν ανάλογα, όπως και πράγματι έκαναν κατά τη διαδικασία. Όμως η Διαταγή 64, δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς οι οποίοι πρέπει να τηρούνται (βλέπε Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81, 84). Όπως τονίζεται στην ίδια υπόθεση η Διαταγή 64 δημιουργεί ένα ένδικο μέσο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αιτών για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία, εφόσον αυτές είναι θεραπεύσιμες. Το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές διαδικασίες βάσει της Διαταγής 64.
Στην παρούσα περίπτωση το δικαστήριο εξέτασε την ενώπιόν του κατάσταση όπως υφίστατο και αντέδρασε, υπό τις περιστάσεις ορθά, αφού δεν υπήρχε αίτηση για διόρθωση της παρατυπίας. Και θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι η παρατυπία, μέχρι την άρση της, υπάρχει. Η εφεσείουσα είχε την ευκαιρία να αντιδράσει έγκαιρα και να ζητήσει τη διόρθωση της υφιστάμενης παρατυπίας, ευκαιρία την οποία δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί. Έτσι, ο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι διαιτητές δεν προέβηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο σε ερμηνεία νομικού θέματος. Είναι η θέση της ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα υιοθέτησε την απόφαση των διαιτητών, οι οποίοι καθ' υπέρβαση των όρων εντολής τους, αποφάνθηκαν ότι τα έγγραφα και οι όροι που τους είχαν δοθεί και συναποτελούσαν τα στοιχεία της σύμβασης που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν ελλειπή και συγκρούονταν μεταξύ τους. Θεώρησαν ακόμα πως η πιστή εφαρμογή του συμφωνητικού εγγράφου που είχε υπογραφεί από τους διάδικους, θα οδηγούσε ακόμα και σε παραλογισμούς αφού, ενώ είναι κοινά αποδεκτό από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη πως η συμφωνία αφορούσε κατ' αποκλειστικότητα την εκτέλεση των εργασιών ειδικότητας κτίστη, σ' αυτό περιλαμβάνονταν και οι εργασίες όλων ανεξαιρέτως των ειδικοτήτων.
Τέλος, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι οι διαιτητές, κατά παρέκλιση των όρων εντολής τους, ξεχώρισαν το δελτίο ποσοτήτων από τα έγγραφα που συναποτελούσαν τη συμφωνία των διαδίκων και τελικά ετοίμασαν νέο κατάλογο εκτελεσθεισών εργασιών. Το διάταγμα δεν τους παρείχε τέτοια εξουσιοδότηση και συνεπώς, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, αυτοί ενήργησαν εκτός του πλαισίου των όρων εντολής τους, γεγονός που καθιστά την απόφασή τους τρωτή.
Θα πρέπει να πούμε ότι ο λόγος όπως είναι διατυπωμένος μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους. Είτε ότι η ενάγουσα υποστηρίζει πως οι διαιτητές είναι ένοχοι πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους, επειδή αποφάσισαν επί νομικού θέματος ή ότι υπερέβησαν τους όρους εντολής τους.
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, ισχύει. Οι διαιτητές είχαν καθήκον να υπολογίσουν τις εργασίες που είχαν γίνει και την αντίστοιχη δαπάνη. Εξετέλεσαν το καθήκον που τους ανατέθηκε και κατέληξαν στην τελική τους απόφαση, αφού στηρίχτηκαν σε γεγονότα τα οποία ήταν ενώπιόν τους.
Κατ' αρχάς, η παρατήρησή τους ότι τα στοιχεία του συμβολαίου συγκρούονται μεταξύ τους, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την τελική τους κρίση. Έργο τους ήταν ο υπολογισμός επί τόπου της εργασίας που επιτελέστηκε και της αξίας της, κάτι που εκπλήρωσαν.
Χαρακτηριστικά θα πρέπει να λεχθεί ότι οι διαιτητές αναφέρουν στην απόφασή τους ότι βασίστηκαν στο δελτίο ποσοτήτων ως βάση για τον υπολογισμό των εργασιών εκ μέρους των εναγόντων γιατί το είχαν υπογράψει τα μέρη, παρ' όλο που οι τιμές που αναφέρονται σ' αυτό κρίνονταν από τους ίδιους ως χαμηλές, για την εποχή. Σίγουρα, αυτή η βάση υπολογισμού ευνοεί την εφεσείουσα, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, αν οι διαιτητές αγνοούσαν το δελτίο ποσοτήτων, θα κοστολογούσαν τις εργασίες με τιμές ψηλότερες απ' αυτές που χρησιμοποίησαν. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η αναφορά αυτή των διαιτητών συνιστά είτε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους ή τους εκβάλλει από τους όρους διορισμού τους.
Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι ουδόλως η θέση αυτή επηρέασε την απόφασή τους και μάλιστα αρνητικά για την εφεσείουσα. Εξ άλλου, ακόμα κι' αν οι επίδικες αποφάσεις αφορούσαν πράγματι νομικό θέμα, αυτό δεν θα σήμαινε αυτόματα και την ακύρωση της απόφασής τους, αφού θα έπρεπε προηγουμένως να ικανοποιηθεί μια σειρά άλλων προϋποθέσεων (βλέπε σχετικά Halsbury' s Laws of England, Tέταρτη Έκδοση, Τόμος 2, σελ. 334, παραγρ. 623).
Μια διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί για νομικό σφάλμα, άνκαι η πορεία αυτή δεν θα πρέπει να ακολουθείται πολύ εύκολα. Δεν θεωρείται ότι ο διαιτητής διαπράττει νομικό σφάλμα αν, με σκοπό να καταστήσει κατανοητούς τους όρους του συμβολαίου και να τους εφαρμόσει στα γεγονότα, καταφύγει στις περιβάλλουσες περιστάσεις (Kelantan Government v. Duff Development Co [1923] AC 395, H.L. Βλέπε επίσης Halsbury's Laws of England, ανωτέρω, παραγρ. 623).
Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε ότι δεν θεωρούμε ότι οι διαιτητές με το συγκεκριμένο απόσπασμα αποφάσισαν επ΄ οποιουδήποτε νομικού θέματος, αλλά ότι απλώς εξέφρασαν την άποψή τους για τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες πρόνοιες στο συμφωνητικό είχαν διατυπωθεί. Η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι οι διαιτητές αποφάσισαν θέματα που δεν τους είχαν ανατεθεί. Απέτυχε επίσης να αποδείξει ότι υπερέβηκαν τα όρια της δικαιοδοσίας τους ή ότι δεν αποφάσισαν επί όλων των τεχνικών θεμάτων που τους είχαν ανατεθεί με τους όρους εντολής τους.
Οι διαιτητές προέβηκαν, όπως αναφέρουν στην απόφασή τους, σε εκτίμηση των εκτελεσθεισών εργασιών στις οποίες περιλαμβάνονται οι πρόσθετες εργασίες, αφαιρουμένων των εργασιών που δεν εκτελέστηκαν. Οι διαιτητές κάλυψαν το θέμα με τις δικές τους μετρήσεις και εκτιμήσεις και το ίδιο έχουν κάμει και με τις κακοτεχνίες που παρουσιάζονται στην οικοδομή, καθώς και στα υλικά που προμήθευσε η εφεσείουσα.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ακόμα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ότι η ίδια κατέβαλε ποσό £5.500 σε άλλο εργολάβο για αποπεράτωση μέρους των εργασιών. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, αντιπροσώπευε κάποιες από τις οικοδομικές εργασίες που δεν είχαν ολοκληρωθεί από τους εφεσίβλητους. Σχετική αναφορά έγινε από την εφεσείουσα στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της ημερ. 5.2.2004 την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν, λόγω της παρατυπίας με την οποία ασχοληθήκαμε στην αρχή της απόφασης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι η εφεσείουσα προσκόμισε στους διαιτητές κατά τις συναντήσεις τους, στα πλαίσια διεξαγωγής της διαιτησίας την απόδειξη καταβολής χρημάτων σε άλλο εργολάβο. Αναφέρει βεβαίως η εφεσείουσα ότι προσκόμισε την απόδειξη, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα, στον κ. Πολυκάρπου, επιμετρητή ποσοτήτων, ο οποίος όμως, ουδεμία σχέση είχε με τη διαιτησία. Πέραν όμως αυτών, δεν φαίνεται να έχει αποδειχτεί ότι οι συγκεκριμένες κατασκευές αναφέρονταν σε εργασίες οι οποίες θα έπρεπε να είχαν εκτελεστεί από τους εφεσίβλητους, αφού δεν εξειδικεύεται, ούτε συγκεκριμενοποιείται πουθενά το θέμα. Για πρώτη φορά εγείρεται το θέμα καταβολής χρημάτων σε άλλο εργολάβο στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν ελήφθη υπ' όψιν.
Η εφεσείουσα, τέλος, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ως λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι ο νέος κατάλογος των τελικά εκτελεσθεισών εργασιών είναι σχεδόν αντιγραφή του τελικού διατακτικού πληρωμής των εφεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός δεν περιέχεται στις ενόρκους δηλώσεις της εφεσείουσας και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να τον λάβει υπ' όψιν ή να τον αξιολογήσει. Όμως, ακόμα κι' αν έτσι είχαν τα πράγματα, και πράγματι ο κατάλογος των εκτελεσθεισών εργασιών είναι σχεδόν αντιγραφή του τελικού διατακτικού των εφεσιβλήτων, αυτό δεν αποτελεί, από μόνο του, λόγο ακύρωσης της απόφασης των διαιτητών, αλλά ούτε και ένδειξη ότι οι αιτητές ενήργησαν μεροληπτικά ή ακόμα και λανθασμένα. Ουδέν έχει παρουσιαστεί που να δείχνει ότι η αναφορά στα ποσά τα οποία περιλαμβάνονται στο τελικό διατακτικό πληρωμής ήταν ανακριβή. Οι διαιτητές προέβηκαν στις δικές τους μετρήσεις και εκτιμήσεις και εξέδωσαν την απόφασή τους, βασισμένοι στο ενώπιόν τους υλικό. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από ένα απλό ισχυρισμό ότι υπάρχει κάποια ταύτιση με συγκεκριμένο έγγραφο, για να δικαιολογείται ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης.
Αφού η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί η αντέφεση παραμένει άνευ αντικειμένου. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίπτεται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.