ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ABRAHAM HASSIDOFF ν. PAUL ANTOINE-ARISTIDE SANTI AND OTHERS (1970) 1 CLR 220
Ντίνου Γεωργίου Αποστόλου ν. Ευθυμίου Αγαθοκλέους Ευθυμίου κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 906
Αλκιβιάδου Παναγιώτα και Άλλες ν. Κώστα Παντελή Κωνσταντίνου και Άλλης (2001) 1 ΑΑΔ 2133
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 9/1965 - Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965
Ν. 9/1965 - Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 1 ΑΑΔ 1137
21 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΕΟ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΤΩ ΒΑΡΩΣΙΩΝ ΛΤΔ.,
Εφεσείοντες-Aιτητές,
v.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟ-ΜΕΤΡΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
2. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΑΔΑΜΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 11893)
――――――――――――――
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Διαφορές που αφορούν στην κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων είναι και η διεκδίκηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακίνητου ιδιοκτησίας, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διευθυντή του Κτηματολογίου αλλά σ'αυτή του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στην επαρχία του οποίου κείται το ακίνητο.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης εκτός εάν συντρέχουν λόγοι περί του αντιθέτου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε την αίτηση - έφεση την οποία καταχώρησαν οι αιτητές - εφεσείοντες δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας(Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, εναντίον της άρνησης του Διευθυντή Κτηματολογίου να διαγράψει τα εμπράγματα βάρη με τα οποία εβαρύνετο κτήμα του εφεσίβλητου 2 στο χωριό Ορόκλινη της επαρχίας Λάρνακας προς όφελος των εφεσειόντων - αιτητών. Ο εφεσίβλητος 2 είναι πτωχεύσας δυνάμει Διατάγματος Παραλαβής που εκδόθηκε στις 1.2.96 και ήταν πελάτης των εφεσειόντων.
Με την έφεση τους στο Ανώτατο Δικαστήριο οι εφεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου δεν εφεσιβάλλεται με βάση τις πρόνοιες των Άρθρων 80,81 και 51 του Κεφ. 224 και του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακίνητων Νόμου 9/1965.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε εύρημα ως προς την ουσία της υπόθεσης.
3. Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα ως προς τα έξοδα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι κτηματολογικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές κάτω από οποιεσδήποτε διατάξεις νόμου. Τα θέματα αυτά πρέπει να αποφασίζονται από αρμόδιο δικαστήριο όπως προβλέπεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Η πιο πάνω αρχή η οποία διατυπώθηκε αρχικά στην Hassidoff v. Santi & others και υιοθετήθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, εφαρμόζεται και στην υπό εξέταση περίπτωση η οποία αφορά «εμπράγματο βάρος» και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν θέμα που θα έπρεπε να ζητηθεί από το Διευθυντή να αποφασίσει και η οποιαδήποτε απόφαση του να υπόκειται σε έφεση βάσει του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ενόψει του ευρήματος του Δικαστηρίου τούτου ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση του Διευθυντή Kτηματολογίου να ακυρώσει τα εμπράγματα βάρη δεν ενέπιπτε στις διατάξεις του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.
3. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πλήρως αιτιολογημένη.
4. Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδικάζοντας τους εφεσείοντες σε έξοδα, εφάρμοσε τον ορθό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίoν των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου - καθ' ου η αίτηση 1. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων του καθ' ου η αίτηση - εφεσίβλητου 2.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hassidoff v. Santi a.o. (1970) 1 C.L.R. 220,
Αλκιβιάδου κ.ά. ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2133,
Απόστολου ν. Ευθυμίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 906.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 10/11/03 (Αίτηση-Έφεση Αρ. 1/03) εναντίον της άρνησης του καθ' ου η αίτηση 1 να ικανοποιήσει το αίτημά τους να διαγράψει από τα εμπράγματα βάρη κτημάτων του εφεσίβλητου 2, πτωχεύσαντος, τις υποθήκες οι οποίες είχαν εγγραφεί προς όφελός τους.
Αν. Κουμής, για τους Eφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Eφεσίβλητο Αρ.1.
Κ. Εμμανουήλ, για Επίσημο Παραλήπτη, για τον Eφεσίβλητο Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης ημερ. 10/10/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αίτηση-έφεση αρ. 1/03 με την οποία έκρινε ότι η άρνηση του Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας που περιέχεται σε επιστολή του ημερ. 27/1/03 για να προβεί σε ακύρωση εμπραγμάτων βαρών «δεν αποτελεί απόφαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Ν. 9/65» και επομένως «σχετικό δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον της δεν υφίσταται».
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσίβλητος 2 Ανδρέας Αδάμου Ζακχαίου είναι πτωχεύσας δυνάμει Διατάγματος Παραλαβής που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αίτηση 53/95 στις 1/2/96. Γιαυτό και εκπροσωπήθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας από τον Επίσημο Παραλήπτη.
Ο εφεσίβλητος 2 (πτωχεύσας) είναι ο ιδιοκτήτης του κτήματος με αρ. 96/04, 96/05 τεμ. 218, Φ/Σχ. 41/25 του χωρίου Ορόκλινη επαρχία Λάρνακας, επί του οποίου κτήματος υπάρχουν εγγεγραμμένες υποθήκες και σειρά άλλων εμπραγμάτων βαρών συμπεριλαμβανομένων και των πωλητηρίων Εγγράφων 184/1982, 185/1982, 161/1983, 164/1983και 165/1983. Μεταξύ των υποθηκών είναι και η υπ' αρ. Υ 3006/1990 ημερ. 24/10/96 για το ποσό των ΛΚ20,000 πλέον τόκοι και η υπ' αρ. Υ 3417/1990 ημερ. 29/11/90 για το ποσό των ΛΚ 50,000 πλέον τόκοι, του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας προς όφελος των εφεσειόντων-αιτητών, πελάτης των οποίων ήταν ο πτωχεύσας. Έναντι των πιο πάνω ποσών ο καθού η αίτηση 2 πλήρωσε, σε διάφορες ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 8,100.
Σε κάποιο στάδιο οι εφεσείοντες υπέβαλαν στο Κτηματολόγιο της Λάρνακας τις αιτήσεις με αρ. ΑΔ 92/94 και 93/94 για εκποίηση των προαναφερθεισών υποθηκών και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου (εφεσίβλητος 1) τους πληροφόρησε ότι, όταν θα γίνει ο δημόσιος πλειστηριασμός εκ μέρους των, τότε το κτήμα θα πωληθεί βεβαρημένο με όλα τα εμπράγματα βάρη, προγενέστερα και μεταγενέστερα, συμπεριλαμβανομένων και των πωλητηρίων εγγράφων, για το λόγο ότι το επίδικο κτήμα δεν είχε μέχρι τότε διαχωρισθεί.
Ως αποτέλεσμα οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 18/12/02 ζήτησαν από τον καθού η αίτηση-εφεσίβλητο αρ. 1 να διαγράψει από τα εμπράγματα βάρη τα πωλητήρια έγγραφα που είχαν κατατεθεί στο Κτηματολόγιο σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμο Κεφ. 232, για το λόγο ότι «έχει περάσει ο χρόνος ο οποίος καθορίζει ο πιο πάνω νόμος και οι αγοραστές δεν έχουν καταχωρήσει αγωγή στο δικαστήριο, ούτε και αποτάθηκαν κοντά σας, για ειδική εκτέλεση των ανωτέρω πωλητηρίων εγγράφων».
Ο εφεσίβλητος αρ. 1 με επιστολή του ημερ. 27/1/03 αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των εφεσειόντων αναφέροντας τους, μεταξύ άλλων, τα εξής: «επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί ξεχωριστές εγγραφές, για τα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα πιο πάνω πωλητήρια έγγραφα, αδυνατώ να προβώ στην ακύρωση τους». Οι αιτητές εφεσίβαλαν την εν λόγω άρνηση με αίτηση-έφεση δυνάμει του άρθρου 80 του Κεφ. 224 και το πρωτόδικο δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας), απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία που αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας. Έτσι καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Λόγοι έφεσης
Με την έφεση τους, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, οι εφεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
«1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και/ή παρερμήνευσε τον Νόμον αποφασίζοντας ότι η Απόφασις του Εφεσιβλήτου 1 ημερομηνίας 27.1.2003, δεν αποτελεί Απόφασιν και δεν Εφεσιβάλλεται, με βάση τις πρόνοιες του 80 και 81 και 51 των Νόμων περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας [Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις] Κεφ. 224 και του Νόμου περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων και την Πώλησιν Ενυποθήκων Ακινήτων 9/1965.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε εις το ότι δεν έκαμεν οιονδήποτε εύρημα σχετικά με την ουσίαν υποθέσεως. Ήτοι οι Εφεσείοντες/Αιτητές καταχώρησαν 8 λόγους Εφέσεως εναντίον της Απόφασης του Εφεσιβλήτου 1 και το Πρωτόδικον Δικαστήριον ασχολήθηκεν μόνον με τον πρώτον (1) λόγον Έφεσης.
3. Η Απόφασις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παντελώς αναιτιολόγητη και δεν υποστηρίζεται εις ουδεμιά Αυθεντία ή Νομολογία.
Ήτοι η Απόφασις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενον της Επιστολής του Εφεσιβλήτου 1 ημερομηνίας 27.1.2003 (τεκμήριο 15) δεν αποτελεί απόφαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Νόμου περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως 9/1965, δεν αποτελεί απόφαση του εφεσιβλήτου 1 (Διευθυντή του Κτηματολογίου) και για αυτόν τον Λόγον δεν υπάρχει Δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης του εφεσιβλήτου 1 (Διευθυντή του Κτηματολογίου), αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου και είναι ανατιολόγητη, και έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλεν ως προς τα έξοδα.»
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, έχουμε μελετήσει τις πρόνοιες του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 51(Ι)/95 καθώς επίσης και το άρθρο 51 του Ν. 9/65 και τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224 και έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που θα αναφέρουμε, ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση του Διευθυντή να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων δεν είναι απόφαση που εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224.
Από πολύ παλιά (βλ. Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and others (1970) 1 C.L.R. 220) έχει αποφασιστεί ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές κάτω από οποιεσδήποτε διατάξεις νόμου και ότι τα θέματα αυτά θα πρέπει να αποφασίζονται από αρμόδιο δικαστήριο όπως προβλέπεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η υπόθεση Παναγιώτας Αλκιβιάδου κ.ά. ν. Κώστα Παντελή Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2133. Στη σελ. 2139 γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Αποστόλου ν. Ευθυμίου κ.ά., (2000) 1 Α.Α.Δ. 906, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε αναθεώρηση της νομολογίας σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε, κατάληξε ότι «η διεκδίκηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου ιδιοκτησίας ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας εντός της οποίας κείται το ακίνητο».
Το επίδικο θέμα στη δική μας περίπτωση αφορά «εμπράγματο βάρος» και επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν θέμα που θα έπρεπε να ζητηθεί από το Διευθυντή να αποφασίσει και που να υπόκειται σε έφεση βάση του άρθρου 80 του Κεφ. 224. Το ερώτημα κατά πόσον, ενόψει ισχυριζόμενης παράλειψης των αγοραστών που κατάθεσαν τα πωλητήρια έγγραφα να εγείρουν αγωγή στα χρονικά πλαίσια που θέτει το Κεφ. 232 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 51(Ι)/95, αυτό είναι κάτι που οδηγεί σε ακύρωση της κατάθεσης τους στο Κτηματολόγιο, δεν επαφίεται στην κρίση του Διευθυντή αλλά στην κρίση του δικαστηρίου. Έτσι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν «έκαμεν οιοδήποτε εύρημα σχετικά με την ουσία «υποθέσεως»». Ενόψει του ευρήματος μας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση του Κτηματολογίου να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητήριων εγγράφων δεν ήταν απόφαση που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 80 του Κεφ. 224, τότε κατ' ανάγκη και ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι παντελώς αναιτιολόγητη. Και αυτός ο λόγος υπόκειται σε απόρριψη ενόψει της απόφασης μας στον πρώτο νομικό λόγο. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με την άρνηση του Διευθυντή να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο, το παράπονο είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «έσφαλεν ως προς τα έξοδα». Παραπονούνται οι εφεσείοντες γιατί να καταδικαστούν σε έξοδα. Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση/έφεση καταδίκασε τους εφεσείοντες/αιτητές στην καταβολή των εξόδων του καθού η αίτηση 1 εφόσον η ανάμιξη του καθού η αίτηση 2 δεν ήταν ουσιαστική. Με την απόφαση του να καταδικάσει τους εφεσείοντες σε έξοδα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Το θέμα αυτό ήταν μέσα στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχει καταδειχθεί κανένας καλός λόγος γιατί θα πρέπει να επέμβει το δικαστήριο τούτο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων-αιτητών και υπέρ του εφεσίβλητου-καθού η αίτηση 1.
Με το ίδιο σκεπτικό που ακολούθησε και το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ εφεσειόντων και καθού η αίτηση - εφεσίβλητου 2 δε θα υπάρχει οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα αφού και ενώπιον μας ο ρόλος του εφεσίβλητου 2 ήταν απλώς να υιοθετήσει την αγόρευση του εφεσίβλητου αρ. 1.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίoν των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου - καθ' ου η αίτηση 1. Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων του καθ' ου η αίτηση - εφεσίβλητου 2.