ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 1 ΑΑΔ 1001
20 Ιουλίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΕΥΘΥΜΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
3. ΦΟΥΛΛΑ ΠΑΓΓΑΛΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΛΤΔ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11534)
________________________
Aποφάσεις και διατάγματα ― Αλλοδαπή απόφαση ― Δυνατότητα υλοποίησης από ημεδαπό δικαστήριο αλλοδαπής απόφασης σε προσωποπαγή αγωγή ― Υφίσταται, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της καθοδηγητικής απόφασης στην υπόθεση Emanuel v. Symon [1908] 1 K.B. 302 ― Tο κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί και να εκδώσει απόφαση, εξετάζεται με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που εφαρμόζει το ημεδαπό δικαστήριο.
Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι περί του αντιθέτου ― Αποστέρηση εξόδων από επιτυχόντα διάδικο ― Ανατράπηκε κατ' έφεση.
Οι εφεσείοντες είναι κάτοικοι Λονδίνου. Το 1986 καταχώρησαν αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας εναντίον των εφεσιβλήτων και κάποιου τρίτου προσώπου, για δυσφήμηση που περιείχετο στη εφημερίδα «Ο ΚΗΡΥΚΑΣ» και το 1989 εξασφάλισαν απόφαση, στην απουσία των εφεσιβλήτων, με την οποία επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις υπέρ τους.
Στις 25.9.90 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία απαιτούσαν απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων για τα ποσά που επεδίκασε σ' αυτούς το Αγγλικό Δικαστήριο. Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για παραμερισμό της επίδοσης με την αιτιολογία ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει τη διαδικασία εγγραφής της Αγγλικής απόφασης σύμφωνα με το Κεφ. 10. Η αίτηση εγκρίθηκε πρωτόδικα όμως η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη κατ' έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η Αγγλική απόφαση δεν μπορούσε να αποτελέσει καλή αιτία αγωγής στην υπόθεση που είχε ενώπιόν του εφόσον δεν επληρούντο τα κριτήρια της υπόθεσης Emanuel v. Symon [1908] 1 Κ.Β. 302, στην οποία διατυπώθηκαν οι σχετικές αρχές του κοινοδικαίου αναφορικά με την υλοποίηση αλλοδαπών αποφάσεων σε προσωποπαγείς αγωγές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του Αγγλικού Δικαστηρίου και λόγω παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης επειδή οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν οποιαδήποτε ειδοποίηση για το ύψος των αποζημιώσεων το οποίο αποφασίστηκε τρία σχεδόν χρόνια αργότερα από το θέμα της ευθύνης. Επεδίκασε όμως υπέρ των εφεσιβλήτων μόνο το ένα δεύτερο των εξόδων αφού έλαβε υπόψη «το καινοφανές των νομικών σημείων που έτυχαν εξέτασης (δηλαδή αγωγή για εφαρμογή αλλοδαπής απόφασης με βάση το κοινοδίκαιο)».
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση και οι εφεσίβλητοι αντέφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση
1. Η Κυπριακή αγωγή έπρεπε να απορριφθεί εφόσον με αυτή ζητείτο ουσιαστικά υλοποίηση της Αγγλικής αποφάσεως δια μέσου της Κυπριακής αγωγής, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο.
2. Σύμφωνα με τους Κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, που εφαρμόζουν τα Κυπριακά δικαστήρια με βάση το κοινοδίκαιο, το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί και να εκδώσει την προαναφερόμενη απόφαση του εναντίον των εφεσιβλήτων.
3. Η έφεση είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί ενόψει της ορθότητας των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Αγγλικό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της διαφοράς και ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Αντέφεση
Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε ιδιαίτερος λόγος για στέρηση των εφεσιβλήτων από το ένα δεύτερο των εξόδων τους.
Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι αβάσιμος. Ο λόγος αυτός αφορά τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν εκαλύπτετο από την υπεράσπιση το ζήτημα της αντικανονικής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος της Αγγλικής αγωγής στους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων αναφορικά με την αντέφεση.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Εκδοτικής Εταιρείας «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΛΤΔ» κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 206.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 27/9/02 (Αρ.�Αγωγής 4624/90) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους με την οποία αξίωναν από τους εναγόμενους τα ποσά τα οποία το Αγγλικό Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ τους ως αποζημιώσεις για δυσφημιστικό δημοσίευμα αφού έκρινε ότι το Αγγλικό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της ενώπιόν του αγωγής και αντέφεση από τους εναγόμενους κατά της επιδίκασης του ενός δευτέρου και όχι όλων των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας παρά το ότι ήταν οι επιτυχόντες διάδικοι.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες το 1986 καταχώρησαν αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας εναντίον των εφεσιβλήτων και κάποιου τρίτου προσώπου, για δυσφήμιση που σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περιείχετο στην εφημερίδα «Ο ΚΥΡΗΚΑΣ» και τον Νοέμβριο του 1989 εξασφάλισαν απόφαση, στην απουσία των εφεσιβλήτων, με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις υπέρ των εφεσειόντων.
Στις 25.9.90 οι εφεσείοντες, που είναι κάτοικοι Λονδίνου, καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, με την οποία απαιτούσαν απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων για τα ποσά που επεδίκασε σ' αυτούς το Αγγλικό δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αιτία αγωγής στην ενώπιον του υπόθεση, αποτελούσε, σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου, η προαναφερθείσα Αγγλική απόφαση.
Άλλα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν ότι οι εφεσείοντες κατά τους ουσιώδεις χρόνους ήσαν μόνιμοι κάτοικοι Λονδίνου, ότι η εφεσίβλητη 1, που είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με γραφείο στη Λευκωσία, ήταν η υπεύθυνη για την έκδοση της εφημερίδας «Ο ΚΗΡΥΚΑΣ» που εκδιδόταν κάθε Κυριακή μέχρι το 1990. Η προαναφερόμενη εφημερίδα κυκλοφορούσε και στο Λονδίνο με πολύ μικρή κυκλοφορία. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν επίσης μόνιμος κάτοικος Κύπρου.
Το 1985 περιήλθε εις γνώση των εφεσειόντων, στο Λονδίνο, άρθρο στην προαναφερόμενη εφημερίδα ημερ. 15.9.85, το οποίο οι εφεσείοντες θεώρησαν ως δυσφημιστικό και καταχώρησαν αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, στην Κύπρο, αφού πρώτα εξασφαλίστηκε άδεια του Αγγλικού Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εμφανιστούν στην προαναφερόμενη αγωγή και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους, από το Αγγλικό δικαστήριο, στην απουσία τους. Η απόφαση εκδόθηκε σε δύο στάδια: (α) Πρώτα αποφασίστηκε το θέμα της ευθύνης στις 20.5.86, και (β) σε μεταγενέστερο στάδιο (τρία σχεδόν χρόνια αργότερα), στις 5.4.89, αποφασίστηκε το ύψος των αποζημιώσεων.
Στη συνέχεια οι εφεσείοντες ήγειραν την προαναφερόμενη αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας παραθέτοντας ως αιτία αγωγής την προαναφερόμενη Αγγλική απόφαση και αξιώνοντας από τους εφεσιβλήτους τα ποσά που το Αγγλικό δικαστήριο είχε επιδικάσει υπέρ των εφεσειόντων. Δεν αμφισβητήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες.
Μετά την έγερση της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για παραμερισμό της επίδοσης με την αιτιολογία ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει τη διαδικασία εγγραφής της Αγγλικής απόφασης σύμφωνα με το Κεφ. 10. Πρωτόδικα η αίτηση εκείνη εγκρίθηκε όμως η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη κατ' έφεση (Δέστε: Αχιλλέας Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Εκδοτικής Εταιρείας «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΛΤΔ» κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 206).
Το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το ζήτημα της δικαιοδοσίας, κατά πόσο δηλαδή το Αγγλικό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, να επιληφθεί της προαναφερόμενης ενώπιον του αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων και να εκδώσει την απόφαση που εξέδωσε. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής σε αρκετές Κυπριακές και Αγγλικές αυθεντίες από τις οποίες και καθοδηγήθηκε. Το ζήτημα που τον απασχόλησε ειδικά ήταν εκείνο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου, με βάση το κοινοδίκαιο, σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια αλλοδαπή απόφαση μπορεί να εφαρμοστεί μέσω Κυπριακής απόφασης αν πληρούνται οι εξής όροι:
(α) Η αλλοδαπή απόφαση πρέπει να εκδόθηκε από δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία.
(β) Πρέπει να είναι τελική και οριστική, και
(γ) Πρέπει να είναι απόφαση για καθορισμένο ποσό.
Παρατήρησε ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί με βάση το κριτήριο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και όχι του εσωτερικού δικαίου του αλλοδαπού Δικαστηρίου.
Αναφορικά με προσωποπαγείς αγωγές, όπως ήταν η ενώπιον του περίπτωση, το αλλοδαπό δικαστήριο θεωρείται ότι έχει δικαιοδοσία εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
(α) Αν ο εναγόμενος βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου κατά την ημέρα έναρξης της διαδικασίας. Όπου ο εναγόμενος είναι νομικό πρόσωπο η δικαιοδοσία εξαρτάται από το κατά πόσο ασκεί εργασία σε συγκεκριμένο τόπο εντός της αλλοδαπής χώρας, στην οποία εκδίδεται η απόφαση.
(β) Ιθαγένεια, αν δηλαδή (ο εναγόμενος) έχει την ιθαγένεια του κράτους στο οποίο εκδίδεται η απόφαση.
(γ) Εκούσια αποδοχή της αλλοδαπής δικαιοδοσίας, αν δηλαδή ο εναγόμενος δέχθηκε την αλλοδαπή δικαιοδοσία.
Στην υπόθεση Emanuel v. Symon [1908] 1 K.B. 302 αποφασίστηκε πως το κατά πόσο το αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί και να εκδώσει απόφαση, εξετάζεται με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που εφαρμόζει το ημεδαπό δικαστήριο. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη καθοδηγητική απόφαση οι περιπτώσεις όπου το ημεδαπό δικαστήριο θα υλοποιήσει μια αλλοδαπή απόφαση, σε προσωποπαγείς αγωγές, είναι οι εξής:
(1) Όπου ο εναγόμενος είναι πολίτης ή υπήκοος της αλλοδαπής χώρας στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση.
(2) Όπου ο εναγόμενος ήταν κάτοικος της αλλοδαπής χώρας όταν καταχωρήθηκε η αγωγή.
(3) Όπου ο εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του ενάγοντα (σ' άλλη προγενέστερη υπόθεση), έχει επιλέξει το δικαστικό βήμα στο οποίο εγκαλείται.
(4) Όπου ο εναγόμενος εκούσια εμφανίζεται, και
(5) Όπου ο εναγόμενος έχει συμβληθεί να δεχθεί τη δικαιοδοσία στην οποία εξασφαλίστηκε η αλλοδαπή απόφαση.
Έχοντας κατά νου τα ευρήματα του και καθοδηγούμενος από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πως όσον αφορά τον εφεσίβλητο 2, το Αγγλικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της προαναφερόμενης υποθέσεως και να εκδώσει απόφαση εναντίον του εφόσον αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν κάτοικος Αγγλίας, δεν ασκούσε οποιοδήποτε επάγγελμα εκεί, ούτε και είχε δεχθεί τη δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου με οποιοδήποτε τρόπο. Αναφορικά με την εφεσίβλητη 1 εταιρεία ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του που να δείχνει πως η εφεσίβλητη 1 απεδέχθη τη δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου, ή ότι διεξήγαγε οιαδήποτε εργασία στην Αγγλία. Τα γεγονότα της υπόθεσης έδειχναν πως η εφεσίβλητη 1 γνώριζε ότι κάποια άλλη εταιρεία, η εταιρεία «ΠΑΠΥΡΟΣ», η οποία θα διένειμε την εφημερίδα «Ο ΚΗΡΥΚΑΣ» στην Κύπρο, θα τη διένειμε και στην Αγγλία. Η θέση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν πως τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν απεδείκνυαν ότι η εφεσίβλητη 1 διεξήγαγε οποιαδήποτε εργασία στην Αγγλία και επομένως ότι το Αγγλικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της ενώπιον του υποθέσεως και να εκδώσει την προαναφερόμενη απόφαση εναντίον και της εφεσίβλητης 1. Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε πως η Αγγλική απόφαση δεν μπορούσε να αποτελέσει καλήν αιτίαν αγωγής, στην υπόθεση που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του, εφόσον τα κριτήρια της υπόθεσης Emanuel (ανωτέρω) δεν πληρούνταν, και ως εκ τούτοι απέρριψε την αγωγή.
Πέραν όμως της προαναφερόμενης απόφασης του το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και τα εξής άλλα θέματα:
(α) Διαδικαστικές παρατυπίες. Παρά το ότι τέτοιες παρατυπίες δεν δικογραφήθηκαν στην έκθεση υπεράσπισης, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, και επομένως δεν μπορούσαν να εξεταστούν, εξέφρασε την άποψη ότι αν τέτοιος λόγος περιλαμβανόταν στα δικόγραφα η αγωγή θα έπρεπε και πάλι να είχε απορριφθεί επειδή το κλητήριο ένταλμα δεν επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στην Ελληνική γλώσσα, όπως θα έπρεπε, εφόσον αυτοί είναι Έλληνες Κύπριοι.
(β) Η Αγγλική απόφαση εκδόθηκε σε δύο στάδια, όπως ήδη αναφέρθηκε, και οι εφεσίβλητοι πήραν ειδοποίηση μόνον για το πρώτο στάδιο, εκείνο της ευθύνης. Για το δεύτερο στάδιο του καθορισμού του ύψους των αποζημιώσεων οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν οποιαδήποτε ειδοποίηση. Αυτό, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί ουσιώδη παρατυπία και παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, ώστε ακόμα και αν είχε δικαιοδοσία το Αγγλικό δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση του, το Κυπριακό δικαστήριο θα έπρεπε να αρνηθεί την υλοποίηση της, μέσω Κυπριακής αγωγής, εξαιτίας της προαναφερόμενης παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ενώπιον του αγωγή για τους προαναφερόμενους λόγους, δηλαδή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του αλλοδαπού Δικαστηρίου και λόγω παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, επεδίκασε όμως υπέρ των εφεσιβλήτων μόνο το ένα δεύτερο των εξόδων αφού έλαβε υπόψη «το καινοφανές των νομικών σημείων που έτυχαν εξέτασης (δηλαδή αγωγή για εφαρμογή αλλοδαπής απόφασης με βάση το κοινοδίκαιο)».
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου:
(α) Ότι το Αγγλικό δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της διαφοράς.
(β) Ότι αν το ζήτημα καλυπτόταν από τα δικόγραφα, η επίδοση της Αγγλικής αγωγής στους εφεσίβλητους ήταν κακή, επειδή η αγωγή ήταν διατυπωμένη στην Αγγλική γλώσσα και όχι στην Ελληνική.
(γ) Ότι υπήρξαν δικονομικές παρατυπίες, και
(δ) Ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, ζήτημα το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση με την οποία εισηγούνται:
(α) Ότι ο επιδικασμός μόνο του ενός δευτέρου των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν λανθασμένος, εφόσον οι εφεσίβλητοι κέρδισαν την υπόθεση με την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, και
(β) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η υπεράσπιση της αντικανονικής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, της Αγγλικής αγωγής, λόγω σύνταξης του κλητηρίου στην Αγγλική γλώσσα, δεν καλυπτόταν από το δικόγραφο των εφεσιβλήτων, εφόσον στην παράγραφο 6 της υπεράσπισης αυτός ο λόγος προβάλλεται ρητά.
Αναφορικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Αγγλικού δικαστηρίου να επιληφθεί της προαναφερόμενης ενώπιον του αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων και να εκδώσει την προαναφερόμενη απόφαση εναντίον τους, συμφωνούμε με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Εκτιμούμε ότι στην υπόθεση Emanuel (ανωτέρω) διατυπώθηκαν σαφώς οι σχετικές αρχές του κοινοδικαίου αναφορικά με την υλοποίηση αλλοδαπών αποφάσεων σε προσωποπαγείς αγωγές. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο πως οι εφεσίβλητοι είχαν ιθαγένεια του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι αυτοί ήσαν κάτοικοι Αγγλίας κατά την καταχώριση της Αγγλικής αγωγής, ότι αυτοί καταχώρησαν οποιαδήποτε προγενέστερη αγωγή, ως ενάγοντες, εναντίον των εφεσειόντων, στην Αγγλία, ότι εμφανίστηκαν ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου εκούσια, ή ότι συμφώνησαν να αποδεχθούν τη δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου. Αναφορικά με την εφεσίβλητη 1 εταιρεία, επίσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο πως με βάση τα ευρήματά του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη 1 εταιρεία ασκούσε εργασία στην Αγγλία κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Επομένως, σύμφωνα με τους Κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, που εφαρμόζουν τα Κυπριακά δικαστήρια με βάση το κοινοδίκαιο, το Αγγλικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί και να εκδώσει την προαναφερόμενη απόφαση του εναντίον των εφεσιβλήτων.
Συμφωνούμε, επίσης, με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης εις βάρος των εφεσιβλήτων εφόσον αυτοί δεν ειδοποιήθηκαν δεόντως για το δεύτερο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας στην Αγγλία που ήταν ο καθορισμός του ύψους των αποζημιώσεων. Αυτό το θέμα δικογραφείται στην παράγραφο 6 της Εκθέσεως Υπερασπίσεως των εφεσιβλήτων και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο το εξέτασε και κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Αγγλικού δικαστηρίου είναι το κεφαλαιώδες θέμα που έκρινε την τύχη της αγωγής ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, και ορθά έκρινε, ότι το Αγγλικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει την προαναφερόμενη απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, η τύχη της Κυπριακής αγωγής των εφεσειόντων εις βάρος των εφεσιβλήτων είχε επίσης κριθεί. Η Κυπριακή αγωγή έπρεπε να απορριφθεί εφόσον με αυτή ζητείτο ουσιαστικά υλοποίηση της Αγγλικής αποφάσεως δια μέσου της Κυπριακής αγωγής, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο.
Τα όσα λέχθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την κακή επίδοση της Αγγλικής αγωγής επειδή ήταν συνταγμένη στην Αγγλική γλώσσα και τα άλλα διαδικαστικά θέματα για τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο εξέφρασε άποψη obiter, και τα οποία προσβάλλονται με το δεύτερο και τρίτο λόγο εφέσεως θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο, ούτε και ορθό, να αποφασιστούν από το παρόν Δικαστήριο. Οι απόψεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου εκφράστηκαν obiter, δεδομένου πως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα και αφού είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ενώπιον του αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του Αγγλικού δικαστηρίου και με δεδομένο ότι η μόνη αιτία αγωγής, στην Κυπριακή αγωγή, ήταν η Αγγλική απόφαση. Επομένως δεν θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε περαιτέρω με το δεύτερο και τρίτο λόγο εφέσεως. Η έφεση είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον ο ουσιαστικός πρώτος λόγος εφέσεως αλλά και ο τέταρτος λόγος εφέσεως δεν ευσταθούν. Εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου εφέσεως θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, απλή ακαδημαϊκή άσκηση.
Όσον αφορά την αντέφεση, θεωρούμε πως οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι κέρδισαν την υπόθεση πρωτόδικα με την απόρριψη της αγωγής των εφεσειόντων, δικαιούνταν και εις όλα τα έξοδα τους. Ο γενικός κανόνας ως προς τα έξοδα είναι ότι ο διάδικος που κερδίζει δικαιούται και στα έξοδα του εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση ο λόγος που προβλήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για τη μείωση των εξόδων των εφεσιβλήτων στο ένα δεύτερο ήταν το καινοφανές σημείο που απασχόλησε το δικαστήριο. Εκτιμούμε πως οι αρχές του κοινοδικαίου και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αγωγής είναι καλά θεμελιωμένες και επομένως ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε ιδιαίτερος λόγος για στέρηση των εφεσιβλήτων από το ένα δεύτερο των εξόδων τους. Άρα ο πρώτος λόγος αντέφεσης επιτυγχάνει και αποφασίζεται ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται στο σύνολο των εξόδων τους ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο αντέφεσης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο πως το ζήτημα της αντικανονικής επίδοσης τους κλητηρίου εντάλματος της Αγγλικής αγωγής στους εφεσίβλητους, λόγω της σύνταξης του στην Αγγλική γλώσσα, δεν καλύπτεται από την υπεράσπιση και συγκεκριμένα τις παραγράφους 5 και 6 της υπεράσπισης. Άρα ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι αβάσιμος.
Εν όψει των προαναφερομένων η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Ο πρώτος λόγος αντέφεσης πετυχαίνει και οι εφεσείοντες διατάσσονται να καταβάλουν και το υπόλοιπο ένα δεύτερο των δικηγορικών εξόδων των εφεσιβλήτων ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις δεν δίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αναφορικά με την αντέφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς. Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων αναφορικά με την αντέφεση.