ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 1 ΑΑΔ 428
21 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΛΟΙΟ "ARABELLA",
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11779)
Ναυτοδικείο ― Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης ― Έφεση εναντίον απόφασης υπέρ των εναγόντων, ιδιοκτητών φορτίου, και εναντίον του εναγόμενου πλοίου, για την απώλεια και ζημιά που προκλήθηκε στο φορτίο από αμέλεια κατά τη μεταφορά του επί του εναγόμενου πλοίου από την Αργεντινή στην Κύπρο ― Πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ναυτοδικείο ― Δικονομία Ναυτοδικείου ― Τροποποίηση δικογράφου με προφορικό αίτημα ― Θεσμός 203 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αναβολή ακρόασης ― Αίτημα για αναβολή ακρόασης για να καταστεί δυνατή η εξασφάλιση παρουσίας μάρτυρα από το εξωτερικό, απορρίφθηκε, για λόγους καθόλα εύλογους ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες, αγοραστές φορτίου αραβοσίτου, αξίωσαν από το εναγόμενο πλοίο $306.835, αξία καταστραφέντος μέρους του φορτίου και διάφορα άλλα ποσά που προέκυψαν από ζημιά στο φορτίο κατά τη μεταφορά του από την Αργεντινή στην Κύπρο.
Στην Αναφορά τους οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι:
Κατά τον Δεκέμβριο 2001 οι ενάγοντες αγόρασαν από κάποιο έμπορο σιτηρών με διεθνή δραστηριότητα 24.851 μ.τ. αραβόσιτου για να μεταφερθούν από την Αργεντινή στη Λεμεσό για τις ανάγκες της Κύπρου. Το πιο πάνω εμπόρευμα φορτώθηκε στο εναγόμενο πλοίο σε δύο δόσεις, 17.430 μ.τ. φορτώθηκαν στο λιμάνι Diamante Αργεντινής κατά ή περί τις 27.2.2002 και οι υπόλοιποι 7.421 μ.τ. στο λιμάνι Rosario Αργεντινής κατά την επομένη.
Για το πιο πάνω εμπόρευμα εκδόθηκαν από το εναγόμενο πλοίο προς όφελος των εναγόντων 2 φορτωτικές, σημειωμένες «ναύλος προπληρωμένος» με ημερ. 27 και 28.2.2002 για 17.430 μ.τ. και 7.421 μ.τ. αντίστοιχα που είχαν φορτωθεί στο πλοίο σε πολύ καλή και εμπορεύσιμη κατάσταση για ασφαλή μεταφορά του από τα λιμάνια φόρτωσης στη Λεμεσό για να παραδοθούν στους ενάγοντες και/ή κατά διαταγή τους.
Κατά τη φόρτωση το εμπόρευμα επιθεωρήθηκε από ανεξάρτητους δεόντως εξουσιοδοτημένους επιθεωρητές στα λιμάνια φόρτωσής του οι οποίοι πιστοποίησαν ότι ήταν σύμφωνο με τις προδιαγραφές του και όλους τους συμβατικούς ή άλλους όρους τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.
Κατά την εκφόρτωση διαπιστώθηκε ότι μέρος του φορτίου εκ 2,815 μ.τ. αξίας Δολ. ΗΠΑ 306.835 περίπου ήταν εντελώς καταστραμμένο.
Το πιο πάνω εμπόρευμα είχε καταβραχεί από νερά της βροχής που είχαν εισχωρήσει στα αμπάρια κατά τη φόρτωση και/ή το ταξίδι «ένεκα της αμέλειας και/ή υπαιτιότητας του εναγόμενου πλοίου κι' ένεκα εκ μέρους του παράλειψης να τηρήσει τις εκ των άνω φορτωτικών και άλλων εγγράφων ως ανωτέρω συμβατικών και άλλων υποχρεώσεων του και/ή παράβασης διεθνών κανόνων και κανονισμών και/ή πρακτικής ναυσιπλοίας».
Στην Απάντηση εγέρθηκαν εκ μέρους του εναγόμενου πλοίου δύο προδικαστικές ενστάσεις:
α) Το Ναυτοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση και
β) Οι ενάγοντες δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα.
Η υπεράσπιση που προβλήθηκε επί της ουσίας ήταν ότι δεν είχαν εκδοθεί από το εναγόμενο πλοίο φορτωτικές προς όφελος των εναγόντων και ότι φορτώθηκε στο πλοίο η προαναφερόμενη ποσότητα, σε πολύ καλή και εμπορεύσιμη κατάσταση, για να παραδοθεί στους ενάγοντες. Περαιτέρω το εναγόμενο πλοίο αρνήθηκε ότι είχε την υποχρέωση της φόρτωσης του εμπορεύματος και τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί αμελείας. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι οι ενάγοντες όχι μόνο δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για περιορισμό της ζημιάς τους, αλλά αντίθετα προχώρησαν σε καταστροφή μέρους του εμπορεύματος το οποίο ήταν σε καλή κατάσταση.
Το Ναυτοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων και στηριζόμενο στη μαρτυρία αυτή κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
α) η ζημιά που προκλήθηκε στο φορτίο το κατέστησε ακατάλληλο για τους σκοπούς που είχε αγοραστεί,
β) η αιτία της ζημιάς ήταν το νερό της βροχής που εισχώρησε στα αμπάρια και ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι Rosario της Αργεντινής,
γ) δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο, και επομένως δικαιολογημένα οι ενάγοντες απέρριψαν 2,815 τ.μ.
δ) το φορτίο είχε υποστεί ζημιά ενώ βρισκόταν στο πλοίο, το δε πλοίο ευθυνόταν για τη ζημιά λόγω αμέλειας εκ μέρους του.
Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον του πλοίου με έξοδα για $ΗΠΑ306.835 αξία καταστραφέντος μέρους του φορτίου, £Κ7.043 έξοδα για διάθεση και/ή καταστροφή κατεστραμμένου αραβόσιτου, £Κ5.757 υπερωρίες για ξεφόρτωμα καταστραμμένου αραβόσιτου και για μερικά άλλα ποσά σε σχέση με τα κονδύλια της ζημιάς που αποδείχθηκαν.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους ακόλουθους λόγους:
1) Το εύρημα ότι το φορτίο είχε υποστεί ζημιά που το κατέστησε ακατάλληλο είναι εσφαλμένο επειδή (α) οι μάρτυρες των εναγόντων, τους οποίους το Δικαστήριο χαρακτήρισε εμπειρογνώμονες, δεν έδωσαν "τέτοια μαρτυρία από την οποία μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την ακρίβεια των λεγομένων και των συμπερασμάτων τους" και (β) "δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι προδιαγραφές του Νόμου" ήτοι του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Νόμου του 1993 (Ν. 13(Ι)/1993).
2) Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αιτία της ζημιάς ήταν το νερό της βροχής και ότι δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο, είναι λανθασμένα, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα.
3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις αρχές ως προς την ευθύνη πλοίου σαν μεταφορέα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εσφαλμένη κατάληξη ότι το πλοίο ευθύνεται για την ισχυριζόμενη ζημιά των εναγόντων.
4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα δέχθηκε ότι οι ενάγοντες απέδειξαν τις αιτούμενες θεραπείες και λανθασμένα επέτρεψε την τροποποίηση της Αναφοράς ύστερα από προφορικό αίτημα με αποτέλεσμα την αποστέρηση του εφεσείοντος, ο οποίος δεν ήταν παρών στο στάδιο των αγορεύσεων, από του να γνωρίζει ποία είναι η αξίωση εναντίον του.
5) Εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε τον Μ.Υ. 1 ως μη εμπειρογνώμονα και απέρριψε τη μαρτυρία του ως προς την αιτία της ζημιάς.
6) "Το πρωτόδικο Δικαστήριο μεροληπτικά, αναιτιολόγητα και καταπιεστικά απέρριψε το αίτημα των Εναγομένων για αναβολή της υπόθεσης, ώστε να δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστεί η μαρτυρία προσώπου από το εξωτερικό, αποστερώντας τους το Συνταγματικό δικαίωμα τους να παρουσιάσουν ενώπιον του την καλύτερη δυνατή μαρτυρία αλλά και το δικαίωμα της ισότητας των όπλων".
Αποφασίστηκε ότι:
1. Πέραν της μαρτυρίας των μαρτύρων των εναγόντων που αποδέχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ως προς την ακαταλληλότητα του επηρεασθέντος φορτίου και η οποία δικαιολογεί το εν λόγω συμπέρασμα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τόσο την πραγματική όσο και την περιστατική μαρτυρία. Ο εφεσείων δεν πρόβαλε οποιαδήποτε μαρτυρία, είτε για να αντικρούσει όσα λέχθηκαν από τους μάρτυρες των εναγόντων, είτε για να προβάλει οποιαδήποτε άλλη θέση.
2. Η μαρτυρία ότι η αιτία της ζημιάς ήταν η είσοδος μη θαλάσσιου νερού στο χώρο που επηρεάστηκε, ενισχύεται και από το Τεκμήριο 9 (Statement of facts) το οποίο υπογράφει, μεταξύ άλλων, ο καπετάνιος του πλοίου.
Με βάση τη μαρτυρία των ΜΕ 1, 2 και 6 δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο. Επί του προκειμένου συμφώνησε και ο ΜΥ 1 του οποίου η μαρτυρία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.
3. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το πλοίο ευθυνόταν για τη ζημιά που προκλήθηκε λόγω αμέλειας ήταν εύλογη με βάση την ενώπιον του μαρτυρία.
4. Το Δικαστήριο εξηγεί με λεπτομέρεια, τις θεραπείες που κρίνει ότι απέδειξαν οι ενάγοντες.
Οι ενάγοντες είχαν δικαίωμα να υποβάλουν προφορικό αίτημα για τροποποίηση δικογράφου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, σύμφωνα με το Θεσμό 203 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου. Με αυτό το δεδομένο, ο εφεσείων δεν έχει στερηθεί του δικαιώματος του να γνωρίζει την εναντίον του αξίωση. Η μαρτυρία για την αξίωση εναντίον του δόθηκε κατά την πορεία της διαδικασίας.
5. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ 1 από το Δικαστήριο ήταν καθόλα εύλογη.
6. Οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος της δικηγόρου του εφεσείοντος για αναβολή, περιέχονται στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 16.5.2003, και είναι καθόλα εύλογοι.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από το εναγόμενο πλοίο κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 2/7/03 (Αρ.�Αγωγής 68/02) με την οποία κρίθηκε ότι για τη ζημιά σε 24.851 μ.τ. εμπορεύματος αραβοσίτου ιδιοκτησίας της ενάγουσας το οποίο φορτώθηκε με προορισμό τη Λεμεσό για τις ανάγκες της Κύπρου ευθυνόταν το εναγόμενο πλοίο και εξέδωσε απόφαση για αποζημιώσεις ως η απαίτηση της ενάγουσας, δηλαδή, $ΗΠΑ306.835 ή το ισάξιο σε Κυπριακό νόμισμα - αξία 2.815 μ.τ. αραβοσίτου που καταστράφηκε ολοσχερώς, £7.043 - έξοδα για διάθεση και/ή καταστροφή κατεστραμμένου αραβοσίτου, £5.757 - υπερωρίες για ξεφόρτωμα καταστραμμένου αραβοσίτου και άλλα ποσά ανάλογα με την απαίτηση.
Πρ. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Βελάρης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την τροποποιημένη αναφορά που καταχώρησε στις 9.6.2003 στα πλαίσια της υπ' αρ. 68/2002 Αγωγής Ναυτοδικείου, η εφεσίβλητη αξίωσε από τον εφεσείοντα $ΗΠΑ306.835 ή το ισάξιο σε Κυπριακό νόμισμα - αξία 2.815μ.τ. αραβοσίτου που καταστράφηκε ολοσχερώς, £7.043 - έξοδα για διάθεση και/ή καταστροφή κατεστραμμένου αραβοσίτου, £5.757 - υπερωρίες για ξεφόρτωμα κατεστραμμένου αραβοσίτου, £3.950 - δικαιώματα αναλύσεων κλπ, £300 - δικαιώματα αντιπροσώπων και/ή φορτωτών, £6.527,17 - υπερημερίες πλοίου και επιπρόσθετες αμοιβές που αναγκάστηκε να καταβάλει η εφεσίβλητη, γενικές αποζημιώσεις, και έξοδα, πλέον ΦΠΑ.
Σύμφωνα με την αναφορά, το πραγματικό υπόβαθρο της αξίωσης ήταν το ακόλουθο:
Κατά ή περί το Δεκέμβριο του 2001 η εφεσίβλητη αγόρασε από την Cargill International S.A. (έμπορο σιτηρών με διεθνή δραστηριότητα) 24.851μ.τ. αραβοσίτου για να μεταφερθούν από την Αργεντινή στη Λεμεσό για τις ανάγκες της Κύπρου. Η εφεσίβλητη «κατέβαλε ή ανέλαβε την υποχρέωση για την αξία του $ Δολλάρια ΗΠΑ 109 κατά τόνο» περιλαμβανομένου ναύλου από το λιμάνι ή λιμάνια φόρτωσης στην Αργεντινή μέχρι τη Λεμεσό, που ήταν το λιμάνι προορισμού και εκφόρτωσης, όπου η εφεσίβλητη διατηρεί αποθηκευτικούς χώρους (σιλό) και εγκαταστάσεις γι' απ' ευθείας αυτόματη εκφόρτωση σιτηρών από τα πλοία σ' αυτή. Το εμπόρευμα που, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, φορτώθηκε με προορισμό τη Λεμεσό σε δύο δόσεις: 17.430μ.τ. φορτώθηκαν στο λιμάνι του Diamante Αργεντινής, κατά ή περί τις 27.2.2002, και οι υπόλοιποι 7.421μ.τ. στο λιμάνι του Rosario Αργεντινής κατά την επομένη. Για το εμπόρευμα εκδόθηκαν από τον εφεσείοντα και/ή υπογράφηκαν από τον πλοίαρχό του, προς όφελος και/ή λογαριασμό της εφεσίβλητης, δύο φορτωτικές σημειωμένες «ναύλος προπληρωμένος», με ημερομηνίες 27 και 28.2.2002, για 17.430μ.τ. και 7.421μ.τ., αντίστοιχα, που είχαν φορτωθεί στο εν λόγω πλοίο σε πολύ καλή και εμπορεύσιμη κατάσταση γι' ασφαλή μεταφορά του από τα πιο πάνω λιμάνια φόρτωσης στη Λεμεσό για να παραδοθούν στην εφεσίβλητη και/ή κατά διαταγή της. Κατά τη φόρτωση το εμπόρευμα επιθεωρήθηκε από ανεξάρτητους δεόντως εξουσιοδοτημένους επιθεωρητές στα λιμάνια φόρτωσής του οι οποίοι και πιστοποίησαν ότι ήταν σύμφωνο με τις προδιαγραφές του και όλους τους όρους, συμβατικούς ή άλλους, των οποίων αποτελούσε αντικείμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Σύμφωνα με τους όρους των εν λόγω εγγράφων και τους κανονισμούς που ενσωματώνουν, ο εφεσείων είχε την υποχρέωση να μεταφέρει το εμπόρευμα, ο ναύλος για το οποίο είχε προπληρωθεί, για λογαριασμό της εφεσίβλητης, στη Λεμεσό, στην ίδια καλή και εμπορεύσιμη κατάσταση στην οποία αυτό ήταν κατά τη φόρτωση, λαμβάνοντας όλα τα δέοντα και ενδεδειγμένα μέτρα προσοχής και φροντίδας για τη φόρτωση, διατήρηση και ασφαλή του φύλαξη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το εμπόρευμα είχε συσκευαστεί στα τέσσερα αμπάρια του πλοίου, αριθμημένα από 1-4 (από την πλώρη προς την πρύμνη). Το πλοίο έφθασε στο λιμάνι της Λεμεσού κατά ή περί τις 27.3.2002 και, την επομένη μέρα, άρχισε η εκφόρτωση με αναρροφητικούς κοχλίες και/ή άλλα αυτόματα μέσα από το πλοίο κατ' ευθείαν στο σιλό της εφεσίβλητης. Κατά την εκφόρτωση διαπιστώθηκε ότι μέρος του φορτίου «που βρισκόταν στ' αμπάρια 1 και 2 εκ 2815 μ.τ. Δολλ. ΗΠΑ 306.835 περίπου ήταν εντελώς καταστραμμένο». Το εμπόρευμα είχε καταβραχεί από νερά που είχαν εισχωρήσει στα αμπάρια κατά τη φόρτωση και/ή το ταξίδι «ένεκα της αμέλειας και/ή υπαιτιότητας του εναγομένου κι ένεκα εκ μέρους του παράλειψης να τηρήσει τις εκ των άνω φορτωτικών και άλλων εγγράφων συμβατικών και άλλων υποχρεώσεων του και/ή παράβασης διεθνών κανόνων και κανονισμών και/ή πρακτικής ναυσιπλοϊας».
Με την απάντηση ο εφεσείων, αφού ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις, πρόβαλε, επί της ουσίας, την ακόλουθη υπεράσπιση:
Δέχθηκε ότι εκδόθηκαν δύο φορτωτικές από κάποια ALPEMAR S.R.L. στις 27 και 28.2.2002, στις οποίες ελέγετο ότι είχαν φορτωθεί 17.430 μ.τ. και 7.421 μ.τ. «καλαμπόκι για μεταφορά στη Λεμεσό, με πληρωμένο το ναύλο». Ωστόσο, αρνήθηκε ότι εκδόθηκαν από το πλοίο ή από τον πλοίαρχο φορτωτικές προς όφελος της εφεσίβλητης και ότι φορτώθηκε στο πλοίο η προαναφερόμενη ποσότητα, σε πολύ καλή και εμπορεύσιμη κατάσταση, για να παραδοθεί στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω, δε δέχθηκε ότι το εμπόρευμα θα μεταφερόταν για λογαριασμό της εφεσίβλητης και ότι ήταν σε καλή κατάσταση και/ή ότι ο εφεσείων είχε την υποχρέωση της φόρτωσης του εμπορεύματος. Ισχυρίστηκε ότι το εμπόρευμα είχε φορτωθεί στο πλοίο από υπαλλήλους οι οποίοι είχαν μισθωθεί, για το σκοπό αυτό, «από τους φορτωτές και/ή τους ενάγοντες και/ή και τους δύο και ο εναγόμενος ουδεμία σχέση είχε με τη φόρτωση του εμπορεύματος». Επίσης, ο εφεσείων δε δέχθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης περί αμέλειας. Ισχυρίστηκε «ότι ουδεμία φόρτωση έγινε κατά την διάρκεια βροχής σε οποιοδήποτε από τα λιμάνια φόρτωσης και ούτε προκλήθηκε ζημιά στο εμπόρευμα ένεκα της βροχής». Αν, δε, προκλήθηκε οποιαδήποτε ζημιά στο εμπόρευμα, αυτή προϋπήρχε και δεν οφειλόταν στην έκθεση του εμπορεύματος στη βροχή, αλλά στην κακή ποιότητα του προϊόντος. Τέλος, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για περιορισμό της ζημιάς της αλλά, αντίθετα, προχώρησε σε καταστροφή μέρους του εμπορεύματος το οποίο ήταν σε καλή κατάσταση.
Προς απόδειξη της απαίτησης η εφεσίβλητη κάλεσε έξι μάρτυρες. Τον Οδυσσέα Λιβέρη (ΜΕ1), Ανώτερο Λειτουργό Σιτηρών, τον Ανδρέα Βαρνάβα (ΜΕ2), Γεωργικό Αγροχημικό, Αρχιεπιθεωρητή της εφεσίβλητης - ειδικό σε θέματα σιτηρών και ποιότητας σιτηρών, το Δημήτρη Γιασουμή (ΜΕ3), Χημικό - Επιθεωρητή Ποιότητας της εφεσίβλητης, τον Τάκη Αντωνίου (ΜΕ4), Έφορο Συμβουλίου Ζωοτροφών - ειδικό σε θέματα διατροφής ζώων, τον Κυριάκο Θεοφίλου (ΜΕ5), Διευθυντή Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και το Μιχαλάκη Πισσαρίδη (ΜΕ6), Ναυτικό Μηχανικό - εμπειρογνώμονα σε επιθεωρήσεις φορτίων. Για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία ένας μόνο μάρτυρας. Ο Γιαννάκης Θεοδώρου (ΜΥ1), απόφοιτος του ΑΤΙ στη Μηχανολογία - Επιθεωρητής πλοίων και φορτίων. Κατατέθηκαν, επίσης, διάφορα τεκμήρια.
Ο συνάδελφος Δικαστής, που εκδίκασε πρωτόδικα την αγωγή, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποδέχθηκε, για τους λόγους που εξήγησε, εκείνη των μαρτύρων της εφεσίβλητης (πλην εκείνης του ΜΕ5, την οποία απέρριψε, για το λόγο που εξήγησε σε ενδιάμεση απόφασή του, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι παραβίαζε τον κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας) ενώ απέρριψε, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, τη μαρτυρία του μάρτυρα του εφεσείοντος. Στη συνέχεια, στηριζόμενος στη μαρτυρία που αποδέχθηκε, προφορική και έγγραφη, ο συνάδελφος Δικαστής κατέληξε στα ευρήματα ότι: (α) η ζημιά που προκλήθηκε στο φορτίο το κατέστησε ακατάλληλο για τους σκοπούς που είχε αγοραστεί, ήτοι για διατροφή των ζώων, (β) η αιτία της ζημιάς δεν ήταν η ποιότητα του φορτίου, αλλά το νερό της βροχής που εισχώρησε στα αμπάρια 1 και 2, κάτω από τις συνθήκες που καταγράφονται στο Τεκμήριο 9, και ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι Rosario της Αργεντινής, (γ) ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο δεν ήταν δυνατός και, επομένως, η εφεσίβλητη δικαιολογημένα, αφού έλαβε όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη μείωση της ζημιάς της, απέρριψε 2.815μ.τ. και (δ) το φορτίο είχε υποστεί ζημιά ενώ βρισκόταν στο πλοίο, το δε πλοίο ευθυνόταν για τη ζημιά λόγω αμέλειας εκ μέρους του.
Ακολούθως, ο συνάδελφος Δικαστής, αφού πραγματεύθηκε τα διάφορα κονδύλια ζημιών, στα πλαίσια της αναφοράς και της δοθείσας μαρτυρίας, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του πλοίου, με έξοδα, για (1) $ΗΠΑ306.835, (2) £Κ7.043, (3) £Κ5.757, (4)£Κ2.000 και (5) £Κ1.000, ανάλογα με το κονδύλι.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για σειρά λόγων.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι "το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του ότι το φορτίο είχε υποστεί ζημιά σε βαθμό που να ήταν ακατάλληλο για τους σκοπούς για τους οποίους είχε αγοραστεί." Και τούτο διότι (α) οι μάρτυρες της εφεσίβλητης, τους οποίους το Δικαστήριο χαρακτήρισε εμπειρογνώμονες, δεν έδωσαν "τέτοια μαρτυρία από την οποία να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την ακρίβεια των λεγομένων και των συμπερασμάτων τους", και (β) "δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι προδιαγραφές του Νόμου", ήτοι του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Νόμου του 1993 (Ν.13(Ι)/1993).
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όλοι σχεδόν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης, αφού εξέτασαν το φορτίο προσωπικά, εξέφρασαν τις απόψεις τους αναφορικά με την κακή κατάστασή του, όσο και για τις αιτίες που την είχαν προξενήσει. Η μαρτυρία τους δικαιολογεί απόλυτα το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ως προς την ακαταλληλότητα του επηρεασθέντος φορτίου. Οι μάρτυρες αυτοί είναι οι ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τόσο πραγματική όσο και περιστατική μαρτυρία. Από την άλλη πλευρά, ο εφεσείων δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία, είτε για να αντικρούσει όσα λέχθηκαν από τους μάρτυρες της εφεσίβλητης, είτε για να προβάλει οποιαδήποτε άλλη θέση. Ο ΜΥ1, που ήταν και ο μόνος μάρτυρας που κάλεσε, παραδέχθηκε ότι δεν είχε την εμπειρογνωμοσύνη ώστε να μπορεί να μαρτυρήσει για την κατάσταση του φορτίου, τη δυσκολία ή μη διαχωρισμού του, και ή την καταλληλότητά του. Όσον αφορά το περιεχόμενο των αναλύσεων του Οίκου Salamon & Seaber, το οποίο επικαλέσθηκε η δικηγόρος του εφεσείοντος, παρατηρούμε ότι και αυτοί βρήκαν μούχλα. Περαιτέρω δε, ακόμα και αν η άποψή τους γινόταν δεκτή, και πάλι το φορτίο θα εκρίνετο ακατάλληλο. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον οι Salamon & Seaber δεν παρουσιάστηκαν για να δώσουν μαρτυρία, δε βλέπουμε γιατί το Δικαστήριο δε μπορούσε εύλογα να αποδεχθεί, όπως και έπραξε, τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων της εφεσίβλητης οι οποίοι εξέτασαν προσωπικά το φορτίο, αξιολόγησαν την κατάστασή του και εξέφρασαν, με σαφήνεια, τη γνώμη τους για την ακαταλληλότητά του.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι "το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι η αιτία της ζημιάς ήταν το νερό της βροχής που εισχώρησε στα αμπάρια 1 και 2". Και τούτο διότι "το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεταξύ της άφιξης του πλοίου στο λιμάνι Rosario και της συμπλήρωσης της φόρτωσης έβρεχε, με βάση το Τεκμήριο 9 και τη μαρτυρία των ΜΕ2 και 6, είναι παντελώς εσφαλμένο".
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΚ2 και 6 η αιτία της ζημιάς ήταν η είσοδος μη θαλάσσιου νερού στο χώρο που επηρεάστηκε με αποτέλεσμα την κίνηση του νερού μεταξύ των κόκκων και την πρόκληση ζύμωσης σε κάποια επίπεδα. Η μαρτυρία αυτή ενισχύεται και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 (Statement of facts) το οποίο υπογράφει, μεταξύ άλλων, ο καπετάνιος του πλοίου και στο οποίο αναφέρεται ότι "μεταξύ της 08.05 και της 14.45 της 28.2.2002 στο λιμάνι Rozario έβρεχε". Η βροχή μπορούσε να εισχωρήσει στα αμπάρια 1 και 2 πριν ή/και μετά τη φόρτωση και να προκαλέσει τη ζημιά. Εξάλλου, ο εφεσείων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να εξηγήσει τη ζημιά ή για να εξηγήσει πώς και γιατί μέρος του φορτίου που παρέλαβε σε καλή κατάσταση, όπως αρμόδια είχε πιστοποιηθεί, υπέστη ζημιά ενώ βρισκόταν υπό τον έλεγχό του. Εύλογα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι "ενώ το εναγόμενο πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι Rozario κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται στο Τεκ.9 νερό της βροχής εισχώρησε στα αμπάρια". Και ότι αυτή ήταν η αιτία της ζημιάς και όχι η ποιότητα του φορτίου ως ο ισχυρισμός του εφεσείοντος, ισχυρισμός για τον οποίο δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι "το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο και ότι οι ενάγοντες δικαιολογημένα απέρριψαν την ποσότητα την οποία απέρριψαν και ότι έλαβαν όλα τα υπό τις περιστάσεις ενδεικνυόμενα μέτρα για να μειώσουν τη ζημιά τους". Και τούτο "γιατί εκείνο ακριβώς που προέκυψε από τη μαρτυρία των ΜΕ1, 2 και 6 και τη μαρτυρία του ΜΥ1 είναι ακριβώς ότι το ισχυριζόμενο ότι ήταν κατεστραμμένο φορτίο διαχωρίστηκε".
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Με βάση τη μαρτυρία των ΜΕ1, 2 και 6 δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός του ακατάλληλου φορτίου από το κατάλληλο. Επί του προκειμένου συμφώνησε και ο ΜΥ1 του οποίου η μαρτυρία επί του σημείου αυτού έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Οι μάρτυρες εξήγησαν λεπτομερώς τη δυσκολία στο διαχωρισμό του ακατάλληλου από το κατάλληλο φορτίο λόγω του ότι αυτό έσκαζε, όπως και την αδυναμία να αναρροφηθεί το ακατάλληλο φορτίο λόγω του κινδύνου μόλυνσης μεγάλων ποσοτήτων υγιούς φορτίου. Εξήγησαν, επίσης, τις μεγάλες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να περιοριστεί η ζημιά και να περισωθεί, όσο το δυνατό, μεγαλύτερη ποσότητα φορτίου. Εύλογα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόψει της αδυναμίας διαχωρισμού, η εφεσίβλητη δικαιολογημένα απέρριψε την ποσότητα των 2.815μ.τ. Εύλογα έκρινε, επίσης, ότι, υπό το φως της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, η εφεσίβλητη έλαβε όλα τα υπό τις περιστάσεις ενδεικνυόμενα μέτρα για να μειώσει τη ζημιά της.
Με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την δοθείσα μαρτυρία, οδήγησε τον εαυτό του σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και ερμήνευσε λανθασμένα τις αρχές που ισχύουν αναφορικά με την ευθύνη την οποία μπορεί να έχει ένα πλοίο σαν μεταφορέας, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εσφαλμένη κατάληξη ότι το πλοίο ευθύνεται για την ισχυριζόμενη ζημιά των Εναγόντων."
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επιχειρηματολογία που προβάλλεται από τη δικηγόρο του εφεσείοντος είναι γενική και αόριστη. Δε γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα κατ' ισχυρισμό σφάλματα του Δικαστηρίου, όπως π.χ. γιατί, κατά τον εφεσείοντα, οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες λανθασμένα θεωρήθηκαν ως τέτοιοι, δοθέντος, μάλιστα, ότι δεν είχε, σε κανένα στάδιο, αμφισβητήσει τα προσόντα τους. Κατά τα λοιπά, έχουμε την άποψη ότι, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, εύλογα το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων παρέλαβε το φορτίο σε καλή κατάσταση για να το μεταφέρει στη Λεμεσό έναντι αμοιβής και το παραδώσει στην εφεσίβλητη, το φορτίο είχε υποστεί ζημιά μετά τη φόρτωσή του και ενώ βρισκόταν στο πλοίο, το πλοίο παρέβη το καθήκον του να παραδώσει το φορτίο με ασφάλεια (in safety), όπως και το καθήκον του να επιδείξει δεξιότητα και επιμέλεια (skill and care), ώστε να εμποδιστεί η είσοδος νερού της βροχής στα αμπάρια, πριν ή και μετά τη φόρτωση, και, επομένως, το πλοίο ευθυνόταν για τη ζημιά που προκλήθηκε στο φορτίο λόγω αμέλειας.
Με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται αφενός ο ισχυρισμός ότι "λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε τις αιτούμενες θεραπείες" και, αφετέρου, ότι λανθασμένα επέτρεψε την τροποποίηση της αναφοράς ύστερα από προφορικό αίτημα και τούτο διότι, "με το να επιτρέψει την υποβολή προφορικού αιτήματος για τροποποίηση της Αναφοράς, αποστερούσε πρώτα απ' όλα την πλευρά του Εφεσείοντα, ο οποίος δεν ήταν παρών στο στάδιο των αγορεύσεων, του δικαιώματος να γνωρίζει ποία είναι η αξίωση εναντίον του. Αποστερούσε από τον Εφεσείοντα την δυνατότητα και το δικαίωμα να δώσει οδηγίες στο δικηγόρο του για το θέμα της τροποποίησης καθώς και από τον δικηγόρο του να ενημερώσει και να συμβουλεύσει τον πελάτη του και να πάρει οδηγίες από αυτόν. Δεν τήρησε την Συνταγματική αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των δύο πλευρών."
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του εφεσείοντος, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί, με λεπτομέρεια, τις θεραπείες που κρίνει ότι απέδειξε η εφεσίβλητη. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, παρατηρούμε ότι η υποβολή προφορικού αιτήματος για τροποποίηση δικογράφου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι ο Κανόνας, σύμφωνα με το Θεσμό 203 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου, ο οποίος προβλέπει ότι "A party desiring to obtain an order from the Court. shall ordinarily make an oral application.". Τούτου δοθέντος, δε βλέπουμε πως ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος να γνωρίζει την εναντίον του αξίωση. Η μαρτυρία για την αξίωση εναντίον του εφεσείοντος δόθηκε κατά την πορεία της διαδικασίας, ο δε δικηγόρος του εφεσείοντος είχε την ευκαιρία να λάβει έγκαιρα τις κατάλληλες οδηγίες από τον πελάτη του.
Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να θεωρήσει το ΜΥ1 ως μη εμπειρογνώμονα και να απορρίψει τη μαρτυρία του ως προς την αιτία της ζημιάς.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1 από το Δικαστήριο ήταν καθόλα εύλογη. Την παραθέτουμε:
"Έρχομαι τώρα στο Μ.Υ.1. Κλήθηκε να επιθεωρήσει φορτίο αραβόσιτου το οποίο είχε υποστεί ζημιά και να αποφανθεί για την αιτία της. Ήταν το τελικό του συμπέρασμα πως η ζημιά οφείλεται άμεσα στην ποιότητα του φορτίου. Ωστόσο στη μαρτυρία του επανειλημμένα ανέφερε ότι δεν είναι ειδικός σε θέματα αραβόσιτου. Ανέφερε, επίσης, ότι σε άλλες δύο περιπτώσεις που πίστευε ότι η ζημιά ήταν θέμα ποιότητας ζήτησε να κληθεί ειδικός από το εξωτερικό για να αποφασίσει αν είχε δίκαιο ή όχι.
Βλέπουμε επομένως ότι ενώ ο Μ.Υ.1 θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του ως μη ειδικό σε θέματα ποιότητας αραβόσιτου ταυτόχρονα αποφαίνεται ότι η επίδικη ζημιά οφείλεται στην ποιότητα του αραβόσιτου. Έχω την άποψη πως ο Μ.Υ.1 δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας σε σχέση με το θέμα για το οποίο κατάθεσε. Δεν ήταν σε θέση να δώσει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα επιστημονικά κριτήρια για να κριθεί η ακρίβεια του σχετικού συμπεράσματος του ήτοι ότι η επίδικη ζημιά οφείλεται στην ποιότητα του φορτίου.
Για τους λόγους αυτούς η μαρτυρία του σε σχέση με την αιτία της ζημιάς δεν γίνεται δεκτή. Πρόσθετα το συμπέρασμα του - όπως και ο ίδιος ανέφερε - δεν ήταν θετικό συμπέρασμα αλλά μια απλή υπόθεση. Όπως είπε «εφόσον δεν βρήκα αιτία για την οποία να ευθύνεται το πλοίο υπέθεσα ότι ο λόγος της ζημιάς ήταν το cargo quality.....».
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μεροληπτικά, αναιτιολόγητα και καταπιεστικά απέρριψε το αίτημα των Εναγομένων για αναβολή της υπόθεσης, ώστε να δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστεί η μαρτυρία προσώπου από το εξωτερικό, αποστερώντας τους το Συνταγματικό δικαίωμα τους να παρουσιάσουν ενώπιον του την καλύτερη δυνατή μαρτυρία αλλά και το δικαίωμα της ισότητας των όπλων."
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος της δικηγόρου του εφεσείοντος για αναβολή, καθόλα εύλογοι, περιέχονται στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 16.5.2003. Την παραθέτουμε:
"ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Το αίτημα για αναβολή δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τους εξής λόγους:
Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 7.4.03. Την ημέρα εκείνη η πλευρά των εναγόντων έκλεισε την υπόθεση της και η πλευρά των εναγομένων δήλωσε ότι θα έχει δύο μάρτυρες, ένα από την Κύπρο και ένα από το εξωτερικό. Ζήτησε όπως η υπόθεση ορισθεί την Παρασκευή, 11.4.03 για να μπορέσει να προσκομίσει τους μάρτυρες της. Η υπόθεση ορίστηκε στις 11.4.03. Την ημέρα εκείνη η πλευρά των εναγομένων κάλεσε ένα μάρτυρα και στη συνέχεια δήλωσε: «Έχω τελειώσει με αυτό το μάρτυρα. Είχα αναφέρει την προηγούμενη φορά ότι θα έφεραν και μάρτυρα από το εξωτερικό τον κ. Teylor, αλλά σήμερα δεν μπορούσε να έρθει στην Κύπρο. Γι' αυτό παρακαλώ να μας δοθεί μία άλλη ημερομηνία έτσι ώστε να μπορέσει να έρθει ο μάρτυρας στην Κύπρο.» Το αίτημα έγινε δεκτό και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 16.5.03.
Σήμερα 16.5.03 υποβάλλεται αίτημα για αναβολή με το δικαιολογητικό ότι ο μάρτυρας αυτός δεν μπορεί να έρθει στην Κύπρο. Οι λόγοι φαίνονται σε επιστολή του μάρτυρα ημερομηνίας 28.4.03 προς τους δικηγόρους των εναγομένων, η οποία έχει ως εξής σε μετάφραση από τα Αγγλικά. «Σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα και τη συνεχιζόμενη υπόθεση του Δικαστηρίου στην Κύπρο παρακαλώ να έχετε υπόψη σας ότι θα συνεχίσω να είμαι στη Σιγκαπούρη κατά το μήνα Μάιο του 2003 λόγω της συνεχούς εμπλοκής μου σε μία μεγάλη υπόθεση εκεί. Απολογούμαι για την αναστάτωση».
Την επιστολή του μάρτυρα Teylor ημερομηνίας 28.4.03 ακολούθησε επιστολή των δικηγόρων των εναγομένων, ημερομηνίας 30.4.03, στην οποία τον πληροφόρησαν ότι θα ζητήσουν αναβολή της ακρόασης που είναι ορισμένη για σήμερα. Επίσης του υπέδειξαν ότι στην αίτηση για αναβολή πρέπει να αναφέρουν και τις ημερομηνίες που ο μάρτυρας θα είναι διαθέσιμος να δώσει μαρτυρία στην Κύπρο. Τον παρακάλεσαν να τους πληροφορήσει το ταχύτερο δυνατό τις ακριβείς ημερομηνίες που μπορεί να έρθει στην Κύπρο.
Παρατηρώ: Παρόλο ότι πέρασε διάστημα 16 ημερών από την ημερομηνία που έστειλαν την επιστολή αυτή οι δικηγόροι, ο μάρτυρας δεν δέησε ν' απαντήσει. Πέρασαν 16 ημέρες. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας είναι τόσο βολικά που θα μπορούσε να απαντήσει είτε τηλεφωνικώς, ή με φαξ ή και ακόμα με επιστολή. Αυτή η στάση του μάρτυρα αναδεικνύει την αδιαφορία του και θα έλεγα και την έλλειψη σεβασμού προς τις διαδικασίες.
Στην παρούσα υπόθεση δόθηκε επαρκέστατος χρόνος στην πλευρά των εναγομένων για να δυνηθούν να εξασφαλίσουν την παρουσία αυτού του μάρτυρα. Όμως πρέπει να παρατηρήσω και κάτι άλλο. Παρόλο ότι αυτός ο μάρτυρας λέγει ότι δεν μπορεί να έρθει το Μάιο και παρόλο ότι ήταν ειδοποιημένος να έρθει τον Απρίλιο, δεν ήρθε και ανέφερε μεν στην επιστολή του ότι δεν μπορεί να έρθει το Μάιο, αλλά δεν υποδεικνύει τις ημερομηνίες στις οποίες θα μπορέσει να έρθει.
Είμαι ενήμερος του δικαιώματος των εναγομένων να καλέσουν τους μάρτυρες τους. Αυτό άλλωστε αποτελεί συνταγματική επιταγή (βλ. αρ. 30. 3(γ) του Συντάγματος). Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (1994) 1 Α.Α.Δ. 109) η άσκηση αυτού του δικαιώματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και σε συνάρτηση με το δικαίωμα απονομής της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, το οποίο διασφαλίζεται από το αρ. 30.2 του Συντάγματος.
Η όλη στάση του εν λόγω μάρτυρα και ιδιαίτερα η παράλειψη του να ανταποκριθεί προς την πιο πάνω επιστολή των δικηγόρων των εναγομένων, συνιστούν περιφρόνηση προς τη δικαστική διαδικασία και κατάχρηση της. Αποτελούν εκτροπή από τα ορθά πλαίσια διεξαγωγής της δίκης.
Αποδοχή του αιτήματος για αναβολή και μάλιστα στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης ότι ο εν λόγω μάρτυρας θα είναι παρών κατά την επόμενη δικάσιμο θα ισοδυναμούσε με ανοχή από το Δικαστήριο της κατάχρησης της διαδικασίας του.
Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω το αίτημα απορρίπτεται."
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.