ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 398
17 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΪΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10653)
Αστικά αδικήματα ― Ιδιοποίηση (conversion) ― Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, Άρθρο 39 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ποίες οι θεραπείες του ενάγοντος.
Δικαστική απόφαση ― Απαγγελία απόφασης από το ένα μέλος του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ενώ το άλλο, κατά τον χρόνο της απαγγελίας, είχε διοριστεί Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η απόφαση είναι έγκυρη εφόσον τόσο η ακρόαση της υπόθεσης όσο και η λήψη της απόφασης έγιναν όταν ο Δικαστής που διορίστηκε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ακόμα Πρόεδρος του εκδικάσαντος Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας το ποσό των £138.924,47 που κατ' ισχυρισμό τους έκλεψε ή/και ιδιοποιήθηκε κατά διάφορες ημερομηνίες ενώ ήταν υπάλληλός τους. Αξίωναν επίσης το ποσό των £20.000 που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ως αμοιβή στους ελεγκτές που διενήργησαν τους λογιστικούς ελέγχους όλων των λογιστικών πράξεων καθώς και τόκους £76.729 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.
Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του, αρνήθηκε ότι έκλεψε ή κατακράτησε ή/και ιδιοποιήθηκε οποιοδήποτε ποσό και γενικά αρνήθηκε όλες τις αξιώσεις των εφεσιβλήτων. Υποστήριξε ότι ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της διεύθυνσης των εφεσιβλήτων και απέδωσε την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς ή απώλειας στην κακή διαχείριση της διεύθυνσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και εξέδωσε υπέρ τους απόφαση για το ποσό των £138.924,47 πλέον £20.000 για την αμοιβή των ελεγκτών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους λόγους:
1. Το κύρος της απόφασης έχει πληγεί καθότι η απαγγελία της έγινε από το ένα μέλος του δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση ενώ το άλλο, κατά το χρόνο της απαγγελίας, δεν ήταν πλέον Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου γιατί είχε στο μεταξύ διοριστεί Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ήταν ο ταμίας των εφεσιβλήτων και ότι ιδιοποιήθηκε τα χρήματα. Η θέση που κατείχε ήταν θέση προϊσταμένου του λογιστηρίου όπου εργάζονταν και άλλοι υπάλληλοι και συνεπώς ο ελεγκτής των εφεσιβλήτων που κατέθεσε ως μάρτυρας, δεν μπορούσε βάσιμα να καταθέσει ότι ο ίδιος ο εφεσείων ευθυνόταν για την κλοπή και την ιδιοποίηση των χρημάτων.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι ήταν αυτός που παραδέχθηκε τις κατηγορίες στις ποινικές υποθέσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία συνδέουσα τον ίδιο με το πρόσωπο του κατηγορουμένου των ποινικών υποθέσεων.
4. Δεν υπάρχει «αιτιολογημένο εύρημα» για κάθε κονδύλι των λεπτομερειών της έκθεσης απαίτησης το οποίο να αντιστοιχεί και να παραπέμπει στα ποσά των κατ' ισχυρισμό παραδοχών του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
5. Η διαπίστωση ότι η υπεξαίρεση των χρημάτων γινόταν ιδιαιτέρως διά της μεθόδου της έκδοσης επιταγών πληρωτέων «εις διαταγήν ημών» καθώς και το εύρημα ότι τα ποσά που εισπράττονταν μετά την εξαργύρωση των εν λόγω επιταγών κατέληγαν πάντοτε στον εφεσείοντα ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διενέργεια των σχετικών πληρωμών είναι εσφαλμένο.
6. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντος δεν είναι ορθή.
7. Η επιδίκαση του ποσού των £20.000 που κατέβαλαν οι εφεσίβλητοι προς τους ελεγκτές ως αμοιβή για τους λογιστικούς ελέγχους που διενήργησαν δεν εμπίπτει στις αποζημιώσεις που θα μπορούσαν να διεκδικηθούν επιτυχώς από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια αγωγής για αστικό αδίκημα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης που προβλέπεται από το Άρθρο 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και ότι ο κλέπτης είναι υπόλογος είτε για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης (conversion) είτε δυνάμει οιονεί σύμβασης κατ' επιλογή του ενάγοντος απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Κεφ. 148 στην έννοια του όρου «κινητή ιδιοκτησία» συμπεριλαμβάνονται και τα χρήματα. Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 42 του ιδίου νόμου σε κάθε αγωγή που εγείρεται για ιδιοποίηση κινητής ιδιοκτησίας, το δικαστήριο δύναται αφού λάβει υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, να διατάξει επιστροφή της ιδιοκτησίας που ιδιοποιήθηκε, επιπρόσθετα προς οποιαδήποτε άλλη θεραπεία που προνοείται από το νόμο αυτό ή αντί της θεραπείας αυτής.
2. Η διενέργεια του λογιστικού ελέγχου για την οποία οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το ποσό των £20.000 ήταν υπό τις περιστάσεις απαραίτητη για να διακριβωθούν τα ποσά που είχαν κλαπεί και οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων με προοπτική θεμελίωσης της ευθύνης του εφεσείοντα. Πρόκειται για ζημιά που προέκυψε εξαιτίας της παράνομης δράσης του εφεσείοντα και αιτιωδώς συνδέεται με αυτή.
3. Ουδείς λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε επιμελώς όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και στο βαθμό απόδειξης που απαιτείται σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις αναφορικά με τα γεγονότα και την ευθύνη του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Christoforou v. Asprofta (1988) 1 C.L.R. 246,
Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 95,
Doe D. Mudd v. Suckermore [1837] 5 AD & EL 703,
The Cyprus Asbestos Mines Limited v. Theocharis Loizou Scoufaris a.ο. (1964) C.L.R. 6.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 9/9/99 (Αρ. Αγωγής 5904/87) με την οποία κρίθηκε ότι αυτός, ως υπάλληλος των εναγόντων και υπεύθυνος του λογιστηρίου τους, ιδιοποιήθηκε ολόκληρο το ποσό χρημάτων το οποίο απαιτούσαν οι ενάγοντες και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτησή τους για Λ.Κ. 138.928,47 πλέον £20.000 που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ως αμοιβή στους ελεγκτές που διενήργησαν τους λογιστικούς ελέγχους όλων των λογιστικών πράξεων αλλά απέρριψε την απαίτησή τους για τόκους ύψους £76.729.-.
Α. Παντελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Μιχαηλίδης και Ν. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν για πολλά χρόνια υπάλληλος των εφεσιβλήτων και υπεύθυνος του λογιστηρίου τους. Τον Οκτώβριο 1986 οι εφεσίβλητοι με αφορμή κάποιο περιστατικό, άρχισαν να υποψιάζονται τον εφεσείοντα για οικονομικές ατασθαλίες και μέσα σε σύντομο χρόνο, ανέθεσαν σε γνωστό ελεγκτικό οίκο τη διεξαγωγή λογιστικού ελέγχου. Οι ελεγκτές ετοίμασαν έκθεση που τεκμηρίωνε οικονομικές ατασθαλίες του εφεσείοντα. Οι εφεσίβλητοι τον απέλυσαν από την υπηρεσία τους και ανέθεσαν στον ελεγκτή κ. Α. Παναγίδη να προχωρήσει στη διεξαγωγή περαιτέρω λογιστικού ελέγχου. Ο έλεγχος, έφερε στο φως στοιχεία που ενοχοποιούσαν τον εφεσείοντα. Έγινε καταγγελία στην αστυνομία και εναντίον του εφεσείοντα διατυπώθηκαν κατηγορίες για κλοπή χρημάτων από τους εφεσίβλητους και κατηγορίες που αφορούσαν στη διάπραξη συναφών αδικημάτων ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων. Οι υποθέσεις παραπέμφθηκαν προς εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε ορισμένες κατηγορίες ενώ σε άλλες δήλωσε άρνηση.
Οι εφεσίβλητοι με αγωγή που κίνησαν εναντίον του εφεσείοντα, αξίωσαν το σύνολο των χρημάτων που κατ' ισχυρισμό τους έκλεψε, ή/και ιδιοποιήθηκε, κλπ κατά διάφορες ημερομηνίες ενώ ήταν υπάλληλος τους, ανερχόμενο στις £138.928,47, πλέον £20.000 που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ως αμοιβή στους ελεγκτές που διενήργησαν τους λογιστικούς ελέγχους όλων των λογιστικών πράξεων καθώς και τόκους £76.729 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.
Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του, αρνήθηκε ότι έκλεψε ή κατακράτησε ή και ιδιοποιήθηκε οποιοδήποτε ποσό και γενικά αρνήθηκε όλες τις αξιώσεις των εφεσιβλήτων. Η θέση του ήταν ότι ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της διεύθυνσης των εφεσιβλήτων και αν υπάρχει οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια αυτό οφείλεται στην κακή διαχείριση της διεύθυνσης και όχι στον ίδιο.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, προσφέρθηκε μαρτυρία μόνο από τους ενάγοντες/εφεσίβλητους, κατατέθηκαν οι φάκελοι των ποινικών υποθέσεων που το περιεχόμενό τους ήταν σχετικό με τα επίδικα θέματα καθώς και μεγάλος αριθμός τεκμηρίων. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν ο διευθυντής των εφεσιβλήτων κ. Στ. Λοϊζίδης και ο ελεγκτής κ. Παναγίδης που διενήργησε το λογιστικό έλεγχο. Η μαρτυρία του τελευταίου ήταν λεπτομερής και η μακρά αντεξέτασή του επεκτάθηκε και στο περιεχόμενο πλείστων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας που εκδίκασε την υπόθεση, αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή στην ολότητά της, από το δικαστήριο. Διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων ήταν αυτός που ιδιοποιήθηκε τα χρήματα που απαιτούσαν οι εφεσίβλητοι. Η πιο πάνω διαπίστωση αφορούσε και στις περιπτώσεις που ο εφεσείων δεν είχε παραδεχτεί ενοχή στις ποινικές υποθέσεις καθώς και στις περιπτώσεις που δεν φάνηκε ότι μετείχε στην εξαργύρωση κάποιων επιταγών. Υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα εκδόθηκε απόφαση για το ποσό των £138.924,47 πλέον £20.000 για την αμοιβή των ελεγκτών. Η απαίτηση για τόκους απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκει την ανατροπή της. Αμφισβητεί το κύρος της απόφασης καθότι η απαγγελία της έγινε από το ένα μέλος του δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση ενώ το άλλο, κατά το χρόνο της απαγγελίας, δεν ήταν πλέον Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου γιατί είχε διοριστεί στο μεταξύ Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η απόφαση, μέχρι την απαγγελία της, υπόκειται σε αλλαγές και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε αυτή τη δυνατότητα λόγω του διορισμού του ενός εκ των δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο πριν από την απαγγελία της απόφασης. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα υποθετικό επιχείρημα αφού στο προοίμιο της εκκαλούμενης απόφασης αναφέρεται ότι, «Η παρακάτω απόφαση αποτελεί καταγραφή των όσων συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν από κοινού με τον Δικαστή Δ. Χ"Χαμπή, ενόσω αυτός ήταν ακόμα Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου.» Έχουμε τη γνώμη πως δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό που θα μπορούσε να πλήξει το κύρος της εκκαλούμενης απόφασης. Η απαγγελία της από τον ένα δικαστή μέλος του δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση ήταν μόνο μια τυπική διαδικασία εφόσον η ακρόαση της υπόθεσης και οι διαβουλεύσεις των δικαστών για όλους τους σκοπούς της ετοιμασίας της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των διαπιστώσεων, του σκεπτικού και του τελικού αποτελέσματος, έγιναν όταν ο Δικαστής Χ"Χαμπής κατείχε τη θέση του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ό,τι είχε απομείνει ήταν μόνο η τυπική απαγγελία της απόφασης και αυτό έγινε από το άλλο μέλος του δικάσαντος δικαστηρίου. Βλ. Christoforou v. Asprofta (1988) 1 C.L.R. 246 και Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 95.
Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης έχουν κοινή συνισταμένη τη διαπιστωθείσα ευθύνη του εφεσείοντα για την κλοπή και ιδιοποίηση των χρημάτων τα οποία οι εφεσίβλητοι απαιτούν με την αγωγή. Ο εφεσείων εισηγείται πως δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ήταν ο ταμίας των εφεσιβλήτων και ότι ιδιοποιήθηκε τα χρήματα. Η θέση που κατείχε στους εφεσίβλητους ήταν θέση προϊστάμενου του λογιστηρίου όπου εργάζονταν και άλλοι υπάλληλοι και συνεπώς ο κ. Παναγίδης δεν μπορούσε βάσιμα να καταθέσει ότι ο εφεσείων ευθυνόταν για την κλοπή και ιδιοποίηση των χρημάτων. Εισηγείται επίσης ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι ήταν αυτός που παραδέχθηκε τις κατηγορίες στις ποινικές υποθέσεις ενώπιον του κακουργιοδικείου καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία συνδέουσα τον ίδιο με το πρόσωπο του κατηγορούμενου των ποινικών υποθέσεων. Λέγει επίσης ότι στις 29 από τις 81 κατηγορίες, οι παραπονούμενοι δεν ήταν οι εφεσίβλητοι γιατί δεν υπήρχε το «Λτδ» στο τέλος του ονόματός τους. Εισηγείται ακόμα ότι πολλές από τις υποθέσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ήταν καταχωρημένες στο δικαστήριο και ότι οι παραδοχές έγιναν με βάση τα γεγονότα των αντίστοιχων φακέλων (R.C.I.) της αστυνομίας. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής καθότι μια τέτοια διαδικασία αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Ο εφεσείων λέγει επίσης πως δεν μπορούσε να καταδικαστεί στις υποθέσεις στις οποίες οι επιταγές εκδόθηκαν από άλλο αξιωματούχο η δε οπισθογράφησή τους έγινε είτε από τον εκδότη ή τρίτο πρόσωπο και είσπραξη των χρημάτων από οποιοδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιο (τον εφεσείοντα). Για το θέμα αυτό, η θέση του εφεσείοντα είναι ότι δεν δόθηκε μαρτυρία ότι έπαιρνε ο ίδιος τα ποσά των επιταγών από εκείνον που τις εξαργύρωνε και ότι ο ίδιος δεν ήταν ο ταμίας των εφεσιβλήτων. Εισηγείται πως η απλή γνώση της έκδοσης των επιταγών δεν αποτελούσε μαρτυρία υπεξαίρεσης των αντίστοιχων ποσών. Ένα άλλο σφάλμα που ο εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο δικαστήριο είναι ότι δεν υπάρχει «αιτιολογημένο εύρημα» για κάθε κονδύλι των λεπτομερειών της έκθεσης απαίτησης το οποίο να αντιστοιχεί και να παραπέμπει στα ποσά των κατ' ισχυρισμό παραδοχών ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εσφαλμένη θεωρεί επίσης και τη διαπίστωση ότι αποδείχθηκε ο γραφικός του χαρακτήρας καθώς και τη διαπίστωση ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούνταν στο ποσό των £20.000 που πλήρωσαν στους ελεγκτές για το λογιστικό έλεγχο που διενήργησαν. Εσφαλμένη θεωρεί και τη διαπίστωση ότι η υπεξαίρεση των χρημάτων γινόταν ιδιαιτέρως δια της μεθόδου της έκδοσης επιταγών πληρωτέων «εις διαταγήν ημών», καθώς και το εύρημα ότι τα ποσά που εισπράττονταν μετά την εξαργύρωση των εν λόγω επιταγών κατέληγαν πάντοτε στον εφεσείοντα ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διενέργεια των σχετικών πληρωμών.
Ο εφεσείων δεν πρόβαλε υπεράσπιση διά ζώσης. Η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων η οποία, κατόπιν αξιολόγησης, κρίθηκε αξιόπιστη. Η εκδοχή των εφεσιβλήτων αμφισβητήθηκε μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων και την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα.
Ο κ. Στ. Λοϊζίδης, διευθύνων σύμβουλος των εφεσιβλήτων, παραδέχθηκε ότι επικρατούσε στην εταιρεία του ένα λανθασμένο σύστημα πληρωμών σύμφωνα με το οποίο, για κάθε πληρωμή, εκδιδόταν επιταγή όχι στο όνομα του δικαιούχου αλλά σε διαταγή των ιδίων των εφεσιβλήτων (self-cash). Η είσπραξη του ποσού της κάθε επιταγής που εκδιδόταν κατά τον πιο πάνω τρόπο, γινόταν είτε από τον ίδιο τον εφεσείοντα είτε από εντεταλμένο κλητήρα. Σε κάθε περίπτωση, τα χρήματα κατέληγαν στον εφεσείοντα ο οποίος διενεργούσε πληρωμές στους δικαιούχους σε μετρητά. Κάποτε τα ποσά των επιταγών ήταν μεγαλύτερα από εκείνα που αναγράφονταν στα σχετικά εντάλματα πληρωμών ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι καταχωρήσεις πληρωμών στα βιβλία ήταν ολότελα ψευδείς. Ορθή προκειμένου είναι η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι επιταγές που εκδίδονταν από τους εφεσίβλητους και ήταν πληρωτέες στους ίδιους, «εις διαταγήν ημών», εξαργυρώνονταν μέσα από ένα πλέγμα παραποίησης στοιχείων και δεδομένων ώστε κάθε φορά, να επιτυγχάνεται και να καλύπτεται ταυτόχρονα η συγκεκριμένη πλασματική πράξη με μοναδικό σκοπό την κλοπή του αντίστοιχου ποσού της επιταγής. Η μαρτυρία του κ. Παναγίδη με αναφορές στα τεκμήρια, ήταν διαφωτιστική του τρόπου δράσης του εφεσείοντα και των μεθόδων που χρησιμοποιούσε για να ιδιοποιείται τα χρήματα των εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων γνώριζε καλά τις αδυναμίες του συστήματος και από την υπεύθυνη θέση που κατείχε στο λογιστήριο των εφεσιβλήτων εκμεταλλευόταν τα κενά και την εμπιστοσύνη των εργοδοτών του. Καταχωρούσε στα βιβλία ψευδείς πληρωμές και έπαιρνε ο ίδιος τα χρήματα. Θεωρούμε σκόπιμο να ανοίξουμε μικρή παρένθεση για να υπογραμμίσουμε την αδιαφορία των εφεσιβλήτων οι οποίοι για πολλά χρόνια ανέχθηκαν τη διατήρηση ενός αναχρονιστικού λογιστικού συστήματος που άφηνε έκθετη τη διαχείριση των πληρωμών σε τέτοιες ατασθαλίες.
Η θεώρηση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος στις προμνησθείσες ποινικές υποθέσεις ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο είναι ορθή. Η ταύτιση συνάγεται με βεβαιότητα από τα στοιχεία των φακέλων των ποινικών υποθέσεων και την αντιπαραβολή τους προς τα στοιχεία της κρινόμενης υπόθεσης όπου η αντιστοιχία είναι πασιφανής. Ενδεικτικά μόνο μπορούν να αναφερθούν, η ταύτιση ονόματος, επιθέτου, η διεύθυνση κατοικίας, η θέση στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα επί μέρους κονδύλια της αξίωσης προς τα ποσά που αντιστοίχως αναφέρονται στα κατηγορητήρια των ποινικών υποθέσεων, κλπ. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σαν ανάλογη απάντηση στον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι στις 29 από τις 81 κατηγορίες που αντιμετώπισε δεν αναγραφόταν στο τέλος του ονόματος των εφεσιβλήτων η λέξη «Λτδ». Πρόκειται για αβάσιμο ισχυρισμό γιατί το σύνολο των γεγονότων, τεκμηριώνει με βεβαιότητα ότι οι εφεσίβλητοι ήταν σε κάθε περίπτωση οι παραπονούμενοι στις ποινικές υποθέσεις στις οποίες ο εφεσείων ήταν κατηγορούμενος τα γεγονότα των οποίων, συνδέονται με τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Αβάσιμη θεωρούμε και την εισήγηση που αναφέρεται στο κύρος των παραδοχών στις οποίες προέβη ο εφεσείων αναφορικά με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων για τα οποία δεν είχαν καταχωρηθεί κατηγορητήρια. Το ζήτημα θα είχε ενδιαφέρον αν εγειρόταν στο κατάλληλο στάδιο της ποινικής διαδικασίας και όχι στα πλαίσια της αγωγής. Πρόκειται για παραδοχές που έγιναν με τη συναίνεση του εφεσείοντα και αφορούσαν στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων τα γεγονότα των οποίων συσχετίζονται με τα γεγονότα της αγωγής. Επρόκειτο για διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και οι παραδοχές, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ορθά χρησιμοποιήθηκαν ως μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία. Αυτές ακριβώς οι παραδοχές αποτέλεσαν το θεμέλιο της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, ιδιοποιήθηκε μεταξύ άλλων και τα ποσά κάποιων επιταγών που δεν εξαργύρωσε ο ίδιος. Στην εκκαλούμενη απόφαση εκτίθενται λεπτομερώς οι παραδοχές και τα χρηματικά ποσά που κλάπηκαν σε κάθε περίπτωση. Τα συγκεκριμένα στοιχεία συσχετίζονται και παραπέμπουν στη μαρτυρία του κ. Παναγίδη καθώς και στα επί μέρους ποσά της αξίωσης των εφεσιβλήτων σύμφωνα με τη δικογραφία. Αυτή η αντιστοιχία των ποσών που είχαν κλαπεί προς τα ποσά της αξίωσης, επιβεβαιώθηκε με επάρκεια και στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις. Η μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα ήταν συντριπτική και τα στοιχεία αδιάσειστα. Η διαπίστωση ότι οι επιταγές που εκδίδονταν από τους εφεσίβλητους και ήταν πληρωτέες «εις διαταγήν ημών» είτε εισπράττονταν από τον ίδιο τον εφεσείοντα είτε από άλλο και ότι σε κάθε περίπτωση τα χρήματα κατέληγαν πάντοτε στον εφεσείοντα που ήταν επιφορτισμένος με τη διενέργεια των πληρωμών υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.
Η αμφισβήτηση της ορθότητας της διαπίστωσης του δικάσαντος δικαστηρίου που αφορά στη γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Η εν λόγω διαπίστωση ερείδεται στη μαρτυρία του κ. Παναγίδη ο οποίος πειστικά κατέθεσε ότι γνώριζε καλά το γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του εφεσείοντα λόγω της στενής συνεργασίας που είχε μαζί του στα πλαίσια τακτικών λογιστικών ελέγχων που διενεργούσε. Ο γραφικός χαρακτήρας και η υπογραφή κάποιου προσώπου δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να αποδεικνύονται με μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα ή της υπογραφής μπορεί να αποδειχθεί και με τη μαρτυρία προσώπου που έχει καλή γνώση των συγκεκριμένων στοιχείων, γνωρίζει το συγκεκριμένο γραφικό χαρακτήρα ή την υπογραφή μέσω επαφής που είχε με εύλογο αριθμό εγγράφων με τη γραφή ή την υπογραφή, ανάλογα με την περίπτωση, του συγκεκριμένου προσώπου. Ορθά λοιπόν κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η μαρτυρία του κ. Παναγίδη ήταν επί του προκειμένου έγκυρη και πειστική αφού μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συγκεκριμένη υπογραφή βρισκόταν μαζί ή μάλλον σε συνάρτηση με το όνομα και την ιδιότητα του εφεσίβλητου. Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση στην Doe D. Mudd v. Suckermore [1837] 5 AD & EL 703.
Αναφορικά με την επιδίκαση του ποσού των £20.000 που κατέβαλαν οι εφεσίβλητοι στους ελεγκτές ως αμοιβή για τους λογιστικούς ελέγχους που διενήργησαν, ο εφεσείων λέγει πως η συγκεκριμένη απαίτηση δεν εμπίπτει στις αποζημιώσεις που θα μπορούσαν να διεκδικηθούν επιτυχώς από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια αγωγής για αστικό αδίκημα. Θεωρούμε αβάσιμη την εισήγηση γιατί η διενέργεια του λογιστικού ελέγχου ήταν υπό τις περιστάσεις απαραίτητη για να διακριβωθούν τα ποσά που είχαν κλαπεί και οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων με προοπτική θεμελίωσης της ευθύνης του εφεσείοντα. Πρόκειται για ζημιά που προέκυψε εξαιτίας της παράνομης δράσης του εφεσείοντα και αιτιωδώς συνδέεται με αυτή.
Το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης προβλέπεται από το άρθρο 39* του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Στην The Cyprus Asbestos Mines Limited v. Theocharis Loizou Scoufaris and another (1964) C.L.R. 6 αποφασίστηκε ότι ο κλέπτης είναι υπόλογος είτε για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης (conversion) είτε δυνάμει οιονεί σύμβασης, κατ' επιλογή του ενάγοντα. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι επέλεξαν ως βάση της αγωγής το αστικό αδίκημα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ. 148 στην έννοια του όρου «κινητή ιδιοκτησία» συμπεριλαμβάνονται και τα χρήματα. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 42 του ιδίου νόμου σε κάθε αγωγή που εγείρεται για ιδιοποίηση κινητής ιδιοκτησίας, το δικαστήριο δύναται αφού λάβει υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, να διατάξει επιστροφή της ιδιοκτησίας που ιδιοποιήθηκε, επιπρόσθετα προς οποιαδήποτε άλλη θεραπεία που προνοείται από το νόμο αυτό ή αντί της θεραπείας αυτής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε επιμελώς όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και στο βαθμό απόδειξης που απαιτείται σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις αναφορικά με τα γεγονότα και την ευθύνη του εφεσείοντα.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.