ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 310
24 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
K. CHRISTODOULIDES LAND &
BUILDING DEVELOPMENTS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12003)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα αποξένωσης ή πώλησης ακινήτων το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε ― Έφεση εναντίον απόφασης για οριστικοποίησή του ― Απόρριψη έφεσης, συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8 να δωρίσουν και/ή πωλήσουν και/ή αποξενώσουν κτήματα στη Λεμεσό τα οποία ανήκαν στον εφεσίβλητο και πωλήθηκαν με δημόσιο πλειστηριασμό στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης και με την παρούσα έφεση επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ότι υπήρξε ικανοποιητική αποκάλυψη από πλευράς αιτητή-εφεσίβλητου στην ένορκη δήλωσή του της έφεσης που εκκρεμούσε εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου και που είχε ως αντικείμενο τη νομιμότητα πώλησης των κτημάτων με δημόσιο πλειστηριασμό. Υποστήριξαν επίσης ότι (α) το δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ενόψει της εν λόγω έφεσης η αγωγή του εφεσίβλητου συνιστούσε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας και (β) το δικαστήριο αδικαιολόγητα οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις και αδικαιολόγητα δεν εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της άρσης της ισχύος του διατάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο εφεσίβλητος δεν απέκρυψε γεγονότα που θα μπορούσαν να αποστερήσουν από το δικαστήριο τη γνώση ουσιώδους γεγονότος για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Αν αποδειχθούν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία διεξαγωγής του δημόσιου πλειστηριασμού και ότι υπήρξε συμπαιγνία των εφεσειόντων με άλλους εναγόμενους με σκοπό να αποκτήσουν οι πρώτοι όφελος στην απόκτηση των κτημάτων σε τιμή πολύ πιο κάτω από την κανονική, τότε είναι πιθανή η ακύρωση της πώλησης και εγγραφής των κτημάτων στους εφεσείοντες και επανεγραφή τους στο όνομα του εφεσίβλητου. Δοθείσας λοιπόν της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τον εφεσίβλητο με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, κατέστη πλέον, εκ των πραγμάτων, επείγον το ζήτημα ένεκα της διαφαινόμενης επέμβασης στα τεμάχια που θα καθιστούσε δύσκολη την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Global Cruises v. Metro Shipping (1989) 1 (E) A.A.Δ. 607,
Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 597.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 31/3/04 (Αρ. Αγωγής 422/04) με την οποία οριστικοποιήθηκε το προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του ενάγοντα με το οποίο απαγορεύετο στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8 να δωρίσουν και/ή πωλήσουν και/ή αποξενώσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τα τεμάχια 365 και 366 του Φ/Σχ. 54/50.6.ΙV Τμήμα Β στη Λεμεσό των οποίων ο ενάγων ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης η πώληση των οποίων έγινε με δημόσιο πλειστηριασμό στις 6.7.2003 και κατακυρώθηκε στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8 και την ακύρωση της οποίας ο ενάγων αξίωνε με την αγωγή του.
Ε. Κουδουνάρη, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αξίωσε δι' αγωγής κατά των εφεσειόντων και άλλων οκτώ εναγομένων την ακύρωση πώλησης των τεμαχίων 365 και 366 του Φ/Σχ. 54/50.6.ΙV Τμήμα Β στη Λεμεσό των οποίων ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Η πώληση έγινε με δημόσιο πλειστηριασμό στις 6.7.2003 και κατακυρώθηκε στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8. Ισχυρίστηκε ότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες διεξαγωγής του δημόσιου πλειστηριασμού και δεν επιδόθηκαν προς τον ίδιο οι προβλεπόμενες από το νόμο ειδοποιήσεις ούτε έγινε επιτόπια έρευνα για τον καθορισμό επιφυλαχθείσας τιμής. Ο εφεσίβλητος αξίωσε επίσης την ακύρωση της εγγραφής των κτημάτων που έγινε στο Κτηματολόγιο επ' ονόματι των αγοραστών και την επανεγραφή τους στο όνομά του. Διαζευκτικά απαίτησε αποζημιώσεις.
Κατόπιν αίτησης του εφεσίβλητου εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στους εφεσείοντες και στους εναγόμενους 8 να δωρίσουν και/ή πωλήσουν και/ή αποξενώσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τα πιο πάνω τεμάχια μέχρι νεότερης διαταγής. Οι ενστάσεις που καταχωρήθηκαν απέτυχαν. Το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης και με την κρινόμενη έφεση επιδιώκουν τον παραμερισμό της.
Ο εφεσίβλητος στην ένορκο δήλωσή του προς υποστήριξη της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα, δήλωσε ότι υποθήκευσε τα πιο πάνω τεμάχια προς εξασφάλιση της Λαϊκής Τράπεζας (εναγομένων 1) για τις τραπεζιτικές διευκολύνσεις που παραχωρούσε προς κάποια άλλη εταιρεία με προσωπικές εγγυήσεις του ίδιου και τρίτης εταιρείας. Η πρωτοφειλέτρια εταιρεία λόγω αδυναμίας δεν μπόρεσε να πληρώσει το χρέος της προς την Τράπεζα και η τελευταία, κίνησε αγωγή εναντίον της χρεώστριας εταιρείας και των εγγυητών της. Εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους για £51.735,78 πλέον τόκοι και έξοδα. Η εκτέλεση της απόφασης αναστάληκε υπό όρους και προϋποθέσεις. Κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταβλήθηκαν στην Τράπεζα διάφορα ποσά έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Όταν σταμάτησαν οι πληρωμές και συνακόλουθα η αναστολή της απόφασης, η Τράπεζα, περί το Δεκέμβριο 1994, κίνησε διαδικασία μέσω του Κτηματολογίου για την πώληση των ενυπόθηκων τεμαχίων με δημόσιο πλειστηριασμό για να εισπράξει το υπόλοιπο του χρέους που είχε να παίρνει. Η Τράπεζα αναγνώρισε ότι εισέπραξε μέχρι τότε πέραν των £20.000 και άλλες £900.- μεταγενέστερα. Στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας, καθορίστηκε επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης των δυο τεμαχίων η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον εφεσίβλητο. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις με την Τράπεζα με προοπτική τη διευθέτηση της διαφοράς και τη ματαίωση της πώλησης των ενυπόθηκων τεμαχίων.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι στις 16.7.03 με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι τα πιο πάνω τεμάχια πωλήθηκαν στις 6.7.03 με δημόσιο πλειστηριασμό ύστερα από διάβημα της Τράπεζας προς το Κτηματολόγιο και κατ' επίκληση αξίωσης της Τράπεζας ότι το υπόλοιπο του ενυπόθηκου χρέους ανερχόταν στις £72.147. Ο εφεσίβλητος αμφισβητεί την ορθότητα του ποσού και λέγει ότι το πραγματικά οφειλόμενο είναι κατά πολύ χαμηλότερο. Για το σκοπό αυτό έγινε λογιστικός έλεγχος του λογαριασμού από τον οποίο προέκυψε ότι η Τράπεζα εισέπραξε συνολικά £63.863,61 και ότι μέχρι τις 6.7.2003 που έγινε η πώληση με πλειστηριασμό, το χρέος προς την Τράπεζα με τους τόκους ήταν μόνο £11.187 πλέον £1.805 δικηγορικά έξοδα. Η έρευνα του λογιστή κατέδειξε ότι το εξ αποφάσεως χρέος επιβαρύνθηκε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα με παράνομες χρεώσεις, υπερχρεώσεις δικαιωμάτων, ανατοκισμούς κλπ. Αναφορικά με τη διεξαγωγή του δημόσιου πλειστηριασμού ο εφεσίβλητος εκτός από τις προμνησθείσες παρανομίες που αφορούσαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού καταλόγισε συμπαιγνία μεταξύ εφεσειόντων και εναγομένων 8 από τη μια και άλλων εναγομένων από την άλλη με σκοπό να περιέλθουν οι εφεσείοντες και οι εναγόμενοι 8 σε πλεονεκτική θέση και να αγοράσουν τα επίδικα τεμάχια σε τιμή πολύ πιο κάτω από την τρέχουσα. Οι εφεσείοντες και οι εναγόμενοι 8 πρόκειται να κτίσουν διαμερίσματα επί των τεμαχίων τα οποία ήδη άρχισαν να διαθέτουν προς πώληση.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα τεμάχια έχουν για τον ίδιο συναισθηματική αξία μη αποτιμητή σε χρήμα και ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και συναισθηματική απώλεια αν δεν οριστικοποιηθούν τα προσωρινά διατάγματα. Ηταν επίσης η θέση του ότι υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση και διατήρηση των προσωρινών διαταγμάτων μέχρι τη διεκπεραίωση της αγωγής. Αντίθετη ήταν επί του προκειμένου η θέση των εφεσειόντων. Ισχυρίστηκαν ότι η αίτηση για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων έγινε κακόπιστα και καταχρηστικά της δικαστικής διαδικασίας εφόσον, κατά τον ίδιο χρόνο, εκκρεμούσε η εκδίκαση έφεσης εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου που είχε ως αντικείμενο τη νομιμότητα κλπ της πώλησης των τεμαχίων με δημόσιο πλειστηριασμό. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι ως καλόπιστοι αγοραστές απέκτησαν καλό και νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας επί των τεμαχίων μετά την κατακύρωση της προσφοράς τους σε δημόσιο πλειστηριασμό. Η μόνη ενδεχομένως θεραπεία που ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να επιτύχει αν αποδείξει ότι ξεγελάστηκε με ψευδείς παραστάσεις είναι η καταδίκη του υπεύθυνου σε αποζημιώσεις. Ηταν περαιτέρω η θέση των εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 4, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση και διατήρηση των προσωρινών διαταγμάτων και ζήτησαν την άρση της ισχύος τους.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αφού εκτίμησε τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και τις θέσεις της κάθε πλευράς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων και αποφάσισε την οριστικοποίηση τους μέχρι νεότερης διαταγής κλπ. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι δεν πήρε οποιαδήποτε ειδοποίηση σύμφωνα με το νόμο για τη διενέργεια επιτόπιας εξέτασης προς καθορισμό επιφυλαχθείσας τιμής των τεμαχίων καθώς και τον ισχυρισμό περί συμπαιγνίας κάποιων από τους εναγόμενους με τους εφεσείοντες για να αποκτήσουν οι τελευταίοι όφελος από την αγορά των τεμαχίων σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την κανονική. Ο πρωτόδικος δικαστής, θεώρησε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ του εφεσίβλητου αφού έλαβε υπόψη ότι τα δυο τεμάχια αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής εφόσον η κυριότητά τους διεκδικείται από τον ενάγοντα με την αγωγή, ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση με πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο δοθέντος ότι βρίσκεται ήδη υπό εξέλιξη διαδικασία ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των δυο τεμαχίων.
Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η διαδικασία της αγωγής συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ενόψει της εκκρεμούσας έφεσης αρ. 310/03 μεταξύ των ιδίων διαδίκων και για τα ίδια θέματα και ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ότι υπήρξε ικανοποιητική αποκάλυψη από πλευράς αιτητή/εφεσίβλητου στην ένορκο δήλωση του περί της εκκρεμούσας έφεσης και των γεγονότων της. Εισηγούνται επίσης ότι αδικαιολόγητα το δικαστήριο οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις και αδικαιολόγητα δεν εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της άρσης της ισχύος του διατάγματος. Οι εφεσείοντες λέγουν επίσης ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι τα επίδικα τεμάχια αποτελούσαν το αντικείμενο της αγωγής.
Το καθήκον για την πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων που στοιχειοθετούν το αίτημα για προσωρινό διάταγμα βάσει του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 καθώς και οι συνέπειες από τη μη αποκάλυψη εξηγούνται σε αριθμό αποφάσεων* του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο εφεσίβλητος αναφέρει στη δήλωσή του ότι στα πλαίσια της έφεσης αρ. 310/03 πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος αλλά κατόπιν ακρόασης, η μονομερής αίτηση απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Αναφέρει επίσης ότι εναντίον εκείνης της απόφασης άσκησε έφεση η οποία επιδόθηκε προς όλους τους εναγόμενους περιλαμβανομένων των καθ' ων η αίτηση (εφεσειόντων και εναγομένων 8) της παρούσας αίτησης. Έχουμε συνεπώς την άποψη ότι ο εφεσίβλητος δεν απέκρυψε οτιδήποτε που θα μπορούσε να αποστερήσει το δικαστήριο της γνώσης ουσιώδους γεγονότος για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Αν αποδειχθούν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία διεξαγωγής του δημόσιου πλειστηριασμού και ότι υπήρξε συμπαιγνία των εφεσειόντων με άλλους εναγόμενους με σκοπό να αποκτήσουν οι πρώτοι όφελος στην απόκτηση των τεμαχίων σε τιμή πολύ πιο κάτω από την κανονική, θεωρούμε πιθανή την ακύρωση της πώλησης και εγγραφής των κτημάτων στους εφεσείοντες και επανεγραφή τους στο όνομα του εφεσίβλητου. Δοθείσας λοιπόν της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τον εφεσίβλητο με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, κατέστη πλέον, εκ των πραγμάτων, επείγον το ζήτημα ένεκα της διαφαινόμενης επέμβασης στα τεμάχια που θα καθιστούσε δύσκολη την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το θέμα αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο μέσα στις παραμέτρους που διαγράφει ο νόμος και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.