ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2005) 1 ΑΑΔ 108

20 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. Τ.J.S. ENTERPRISES LTD,

2. KΡΙΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11538)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Ισχυρισμοί για εικονικότητα και παρανομία ― Απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, οι εναγόμενοι, οι οποίοι ήγειραν τους ισχυρισμούς για εικονικότητα, έφεραν το βάρος να τους αποδείξουν και απέτυχαν ― Κατά πόσο ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες είναι ουσιώδης για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς.

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Υπεράσπιση non est factum ―Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσο είχε εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης.

Κώλυμα (Estoppel) ― Κώλυμα λόγω παραστάσεων ― Συμβαλλόμενος εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων την οποία έχει προβάλει προηγουμένως, και ο άλλος συμβαλλόμενος ενήργησε πάνω σε αυτή διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη.

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και μόνο υπό προϋποθέσεις.

Εταιρείες ― Δόγμα ultra vires ― Πότε μία σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί καθ' υπέρβαση των σκοπών εταιρείας (ultra vires).

Με συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 31.12.96 οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στους εναγομένους 1, με την εγγύηση των υπολοίπων εναγομένων, δύο οχήματα για το συνολικό ποσό των £101.540,40.  Το ποσό θα αποπληρωνόταν με 60 μηνιαίες δόσεις από £1,691.69 εκάστη από 31.1.97. Οι εναγόμενοι καθυστέρησαν την πληρωμή των δύο πρώτων δόσεων και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και καταχώρησαν αγωγή για ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό. Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 3 Χρ. Στυλιανού, που ήταν μέτοχος και διευθυντής της εναγομένης 1 εταιρείας, αποσύρθηκε λόγω πτώχευσής του, και ο ίδιος ήταν ένας από τους βασικούς μάρτυρες υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση των εναγομένων, η οποία εστηρίζετο σε κατ' ισχυρισμό εικονικότητα της ενοικιαγοράς και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2 (εφεσειόντων) για το ποσό των £95.490 και διάταγμα πώλησης των οχημάτων σε δημόσιο πλειστηριασμό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απ' ευθείας μεταβίβαση των οχημάτων από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους στους εφεσίβλητους δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της όλης συναλλαγής.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας λόγους οι πλείστοι των οποίων ουσιαστικά στρέφονται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων είναι και τα ακόλουθα:

1) Η συμφωνία δεν ήταν εικονική,  ήταν νομικά έγκυρη και εδέσμευε τους διαδίκους.

2) Ο Στυλιανού ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης των οχημάτων αμέσως πριν την κατάρτιση της συμφωνίας ενοικιαγοράς και τα πώλησε στους εφεσίβλητους για να τα πωλήσουν στην εναγόμενη 1 εταιρεία, της οποίας ο ίδιος ήταν διευθυντής και μέτοχος.

3) Τυγχάνει πλήρους εφαρμογής η υπεράσπιση του estoppel.

4) Ο Α. Νίκου, μάρτυρας των εναγόντων, ήταν αξιόπιστος.

5) Ο ίδιος ο Στυλιανού προσωπικά ζήτησε χρηματοδότηση από την Τράπεζα.

6) Ο Στυλιανού αγόρασε τα επίδικα οχήματα στη συνολική τιμή των £48.000 και στη συνέχεια τα πώλησε στην ενάγουσα Τράπεζα.

7) Η επίδικη συναλλαγή δεν ήταν ultra vires των σκοπών της εναγομένης 1 εταιρείας.

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει ή/και αξιολογήσει την παράλειψη των εφεσιβλήτων να καλέσουν συγκεκριμένο μάρτυρα προς υποστήριξη της εκδοχής τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.      Ο ισχυρισμός περί εικονικότητας της συμφωνίας, εφόσον είχε εγερθεί από τους εφεσείοντες, έθετε σε αυτούς και το ανάλογο βάρος αποδειξεώς του.

2.  Από τη μαρτυρία που προσάχθηκε πρωτοδίκως προκύπτουν πολλά στοιχεία που καταρρίπτουν τον ισχυρισμό του Στυλιανού ότι δεν ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης - πωλητής των οχημάτων πριν την κατάρτιση της συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Κατ' αρχάς η ίδια η υπογραφή του ως εμπόρου στη συμφωνία θέτει τέρμα σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση, και δεν έχει εγερθεί η υπεράσπιση non est factum.  Η εν λόγω υπεράσπιση, ακόμα και αν εξεταζόταν με βάση τα όσα ισχυρίστηκε ο Στυλιανού στη μαρτυρία του, δηλαδή αμέλεια ή αδιαφορία ή απροσεξία, για να δικαιολογήσει την υπογραφή του στην συμφωνία ενοικιαγοράς αλλά και σε άλλα  έγγραφα, μόνο αν ετύγχανε εφαρμογής, θα του πρόσφερε τη δυνατότητα απαλλαγής από τη συμβατική ευθύνη που συνεπάγετο η υπογραφή του.

3.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με την υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς και άλλων εγγράφων από τον Στυλιανού, όπου παρουσίασε τον εαυτό του ως πωλητή, ο τελευταίος εμποδίζετο από την αρχή του κωλύματος λόγω παραστάσεων να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν ο πωλητής, υποστηρίζεται από τη νομολογία.

4.  Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Δεν έχει τεκμηριωθεί βάσιμος λόγος προς ανατροπή του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Α. Νίκου ήταν αξιόπιστος και δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή διαμεσολάβηση (για σκοπούς λαδώματος) στη χρηματοδότηση από την Τράπεζα προς τον Στυλιανού.

5.  Και αν ακόμα ετίθετο θέμα εικονικότητας της ενοικιαγοράς, δεν έχει προσδιοριστεί η παρανομία η οποία, κατ' ισχυρισμό θα απέληγε στην ακυρότητά της.

6.  Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς.  Ο ιδιοκτήτης οχήματος μπορεί να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό να εισπράξει το τίμημα και να το επιστρέψει με δόσεις.  Και νοουμένου ότι η πώληση είναι γνήσια και όχι πλασματική απολήγει ισχυρή η σύμβαση ενοικιαγοράς.

7.  Δεν έχει προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να οδηγεί σε διαπίστωση ότι η επίδικη πράξη ήταν ultra vires των σκοπών της εναγομένης 1 εταιρείας.  Τουναντίον, αυτό που έπραξε στην παρούσα περίπτωση, είχε εξουσία να το πράξει στη βάση του Καταστατικού και Ιδρυτικού της Εγγράφου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Barclays Bank Plc v. J.G.L. (Constructions Ltd) κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1726,

Κουταλιανός ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 476,

Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 (HL),

Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1522,

Θεοδώρου ν. Χρ. Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1492,

Lanitis Bros Ltd v. Antoniou (2003) 1 (Γ) A.A.Δ. 1667,

Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150,

Οργανισμός Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Πιερή κ.ά. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 562,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1432,

Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co. Ltd κ.ά. (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 722.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 6/11/02 (Αρ. Αγωγής 4459/97) με την οποία επιδίκασε εναντίον τους και υπέρ της ενάγουσας Τράπεζας ποσό £95.490.- ως οφειλόμενο από τους εναγόμενους υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημ. 31/12/96 πλέον διάταγμα πώλησης των δύο οχημάτων, αντικειμένων της ενοικιαγοράς, σε δημόσιο πλειστηριασμό και απέρριψε την ανταπαίτηση των εναγομένων για ακύρωση των συμφωνιών ενοικιαγοράς και εγγύησης.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Eφεσείοντες-Εναγομένους.

Α. Ζαχαρίου, για τους Eφεσίβλητους-Ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 31/12/96 οι εφεσίβλητοι Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. ενοικίασαν στους εναγομένους 1 με την εγγύηση των υπολοίπων εναγομένων δύο οχήματα, το ένα με αρ. εγγραφής CΑH 954 μάρκας TOYOTA MINI BUS  και το άλλο με αρ. εγγραφής VF 229 μάρκας JONCKEERE για το συνολικό ποσό £101.540,40. Το ποσό αυτό αποτελείτο από £70.000 ως συμπεφωνημένη τιμή ενοικιαγοράς και £31.501 δικαιώματα ενοικιαγοράς. Το ποσό θα αποπληρωνόταν με 60 μηνιαίες δόσεις από £1,691.69 εκάστη από 31/1/97. 

Με επιστολή τους ημερ. 24/3/97 οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) τερμάτισαν τη σύμβαση για το λόγο ότι οι εναγόμενοι καθυστέρησαν την πληρωμή των πρώτων δυο δόσεων. Ακολούθησε η αγωγή αρ. 4459/97 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην οποία οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εναγόμενοι καθυστερούσαν 9 δόσεις (από 31/1/97-30/9/97 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων) ανερχόμενες στο ποσό των £15.225.21. Ενόψει του τερματισμού της σύμβασης ενοικιαγοράς οι ενάγοντες με την αγωγή τους απαίτησαν ολόκληρο το ποσό. Εναντίον του εναγομένου 3 Χρίστου Στυλιανού, που ήταν ένας από τους μετόχους και διευθυντές της εναγόμενης 1 εταιρείας, σε κάποιο στάδιο η αγωγή αποσύρθηκε λόγω πτώχευσης του. Στη συνέχεια το πρόσωπο αυτό ήταν ένας από τους βασικούς μάρτυρες υπεράσπισης, ο Μ.Υ.3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2  (εφεσειόντων) για το ποσό £95.490 πλέον διάταγμα πώλησης των εν λόγω οχημάτων σε δημόσιο πλειστηριασμό ούτως ώστε τα έσοδα να πληρωθούν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή του, απέρριψε την υπεράσπιση των εναγομένων, η ουσία της οποίας ήταν ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική. Κατ' επέκταση απέρριψε και την ανταπαίτηση των εναγομένων, με την οποία ζητούσαν διάταγμα του δικαστηρίου που να ακυρώνει την εν λόγω συμφωνία ενοικιαγοράς και τις σχετικές συμφωνίες εγγύησης.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα του πιο πάνω ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην έφεση τους προέβαλαν αρχικά 12 λόγους έφεσης (Α-Λ). Τελικά απέσυραν τους δυο δηλαδή Η και Θ (8ο και 9ο λόγο).

Από τους εναπομείναντες 10 λόγους έφεσης οι υπ' αρ. 1-7 ουσιαστικά στρέφονται κατά του ευρήματος του δικαστηρίου ότι η συναλλαγή δεν ήταν εικονική. Απλώς μερικοί ασχολούνται με επιμέρους ευρήματα του δικαστηρίου, όπως εξηγούμε πιο κάτω, γιατί να προτιμήσει τη μαρτυρία των εναγόντων και όχι των εναγομένων, γεγονός που οδήγησε στο εύρημα ότι δεν υπήρχε εικονικότητα. Ο 10ος λόγος στρέφεται κατά του ευρήματος του δικαστηρίου ότι η συναλλαγή δεν ήταν καθ' υπέρβαση των εξουσιών της εταιρείας. Οι 11ος και 12ος λόγοι θα είχαν αυτομάτως επιτυχία, αν επετύγχανε η έφεση αφού με αυτούς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δεν δέχθηκε την ανταπαίτηση και να κηρύξει τόσο τη συμφωνία ενοικιαγοράς όσο και τις συμφωνίες εγγύησης άκυρες λόγω εικονικότητας.

Με τον 1ο λόγο έφεσης αμφισβητείται το γενικό εύρημα ότι δεν υπήρξε εικονικότητα. Με το 2ο λόγο αμφισβητείται το εύρημα του δικαστηρίου με το οποίο καταρρίπτεται ο ισχυρισμός του Στυλιανού (μάρτυρα εναγομένων) ότι δεν ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης πωλητής των οχημάτων αμέσως πριν την κατάρτιση της συμφωνίας ενοικιαγοράς τεκμ. Α στην υπόθεση, αφού σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο η ίδια η υπογραφή του ως εμπόρου στη σύμβαση έθετε τέρμα στην οποιαδήποτε αμφισβήτηση, καθώς και το ότι η υπεράσπιση δεν έχει θέσει θέμα non est factum. Με τον 3ο λόγο προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι τυγχάνει πλήρους εφαρμογής η υπεράσπιση του estoppel. Με τον 4ο λόγο προσβάλλεται το εύρημα ότι ο Αναστάσης Νίκου, μάρτυρας των εναγόντων, ήταν αξιόπιστος. Με τον 5ο λόγο έφεσης  προσβάλλεται η ορθότητα του ευρήματος του δικαστηρίου ότι ο ίδιος ο Χρίστος Στυλιανού προσωπικά ζήτησε χρηματοδότηση από την Τράπεζα και ότι ο Αναστάσης Νίκου δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή διαμεσολάβηση. Με τον 6ο λόγο προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή πρέπει να ιδωθεί σε 2 επίπεδα και ότι ο Στυλιανού αγόρασε τα επίδικα οχήματα στη συνολική τιμή των £48.000 και στη συνέχεια τα πώλησε στην ενάγουσα Τράπεζα. Τέλος, με τον 7ο λόγο υπάρχει ισχυρισμός ότι το δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει ή/και να αξιολογήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη βασική παράλειψη των εναγόντων να καλέσουν ως μάρτυρά τους προς υποστήριξη της εκδοχής τους το Φίλιο Στυλιανού, τότε διευθυντή των εναγόντων, του οποίου η όλη ανάμειξη στη συναλλαγή ήταν ουσιαστική.

Αρχίζοντας την εξέταση της υπόθεσης από τον τελευταίο λόγο έφεσης (7ο) αναφέρουμε, χωρίς καμιά δυσκολία, ότι αυτός είναι εντελώς ανεδαφικός. Παρόμοιος λόγος είχε προβληθεί και στην υπόθεση Barclays Bank Plc ν. J.G.L. (Constructions Ltd.) κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1726, ο οποίος και απορρίφθηκε με το ακόλουθο σκεπτικό, όπως τούτο φαίνεται στη σελ. 1733:

«Ως προς τον τέταρτο λόγο, που αφορά την αποδοχή της μαρτυρίας της Τράπεζας, δεν βλέπουμε τη σχετικότητα των τεκμηρίων στα οποία αναφέρεται προς το θέμα της αξιοπιστίας.  Εξάλλου, η χρηματοδότηση των Εναγομένων, την οποία τα πλείστα αφορούν, ήταν δεδομένη. Αναφορά στα τεκμήρια αυτά γίνεται και στον πέμπτο λόγο έφεσης τον οποίο και θα εξετάσουμε εν καιρώ. Κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση ότι ήταν υποχρέωση της Τράπεζας να καλέσουν ως μάρτυρες τους προμηθευτές των αντικειμένων των ενοικιαγορών και άλλους για να αντικρούσουν τον ισχυρισμό των Εναγομένων περί εικονικότητας τους. Ο ισχυρισμός αυτός, εγειρόμενος από τους Εναγόμενους, έθετε σε αυτούς και το ανάλογο βάρος να τον αποδείξουν. Η Τράπεζα είχε το βάρος να αποδείξει την έγκυρη κατάρτιση των ενοικιαγορών σύμφωνα με το νόμο, και αυτό έκανε.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας.)

Αναφορικά με το θέμα της εικονικότητας ένας από τους βασικούς λόγους υπεράσπισης κατά την πρωτόδικη διαδικασία και τώρα λόγος έφεσης, είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι ενάγοντες ουδέποτε κατέστησαν ιδιοκτήτες ή νόμιμοι ιδιοκτήτες των επιδίκων οχημάτων. Διατείνονται ότι εσφαλμένα κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο Χρίστος Στυλιανού (πρώην εναγόμενος 3) είχε αγοράσει τα επίδικα οχήματα αμέσως πριν τη συμφωνία ενοικιαγοράς και τα πώλησε στους ενάγοντες για να τα πωλήσουν στην εναγόμενη 1 εταιρεία, της οποίας ο Χρίστος Στυλιανού ήταν διευθυντής και μέτοχος. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του (στην οποία ασχολήθηκε με κάθε μια από τις διαζευκτικές εκδοχές της υπεράσπισης) για το θέμα αυτό της ιδιοκτησίας των οχημάτων από τον Χρίστο Στυλιανού (εναγόμενο 3) αμέσως πριν αυτά γίνουν ιδιοκτησία της Τράπεζας και στη συνέχεια να γίνουν αντικείμενο της επίδικης ενοικιαγοράς, ανέφερε τα εξής:

«Καίριας λοιπόν σημασίας είναι πρωταρχικά η διαπίστωση της ταυτότητας του εμπόρου που προμήθευσε στην τράπεζα τα οχήματα και η οποία ως ιδιοκτήτης τα ενοικιαγόρασε σε άλλο πρόσωπο.  Το τεκμ. Α, δηλαδή  η σύμβαση ενοικιαγοράς, φέρει ως μισθωτή την εταιρεία όπως ήταν πριν την μετονομασία της και ως έμπορα - πωλητή τον Στυλιανού. Ο τελευταίος αμφισβήτησε το γεγονός αυτό παρά την καταγραφή απτών στοιχείων στην ίδια τη σύμβαση. Η υπεράσπιση αμφισβήτησε ότι ο Στυλιανού ως ιδιοκτήτης προηγουμένως των οχημάτων, τα πώλησε στην τράπεζα ή στην εταιρεία.  Στην αρχή της μαρτυρίας του ο Στυλιανού έθεσε τα πλαίσια της απόκτησης κατά το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και ότι η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση είτε με την τράπεζα είτε με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες των οχημάτων, δηλαδή τον Αναστάση Νίκου και τον Γιαννάκη Ξυδιά έγινε υπό την εταιρική αυτή ιδιότητα του. Τα οχήματα κατά τη θέση του, ουδέποτε ήταν στην κατοχή του δικαιολογώντας την υπογραφή του Τεκμ. Α από τον ίδιο ως έμπορα ουσιαστικά σε απροσεξία ή μη επαρκή παρατήρηση του τεκμηρίου από τον ίδιο. Στην αντεξέταση του, όμως, ήταν ασαφέστατος ως προς το πότε κατέστη μέτοχος της εταιρείας, διαφοροποιώντας την αρχική του θέση ότι ο εναγόμενος 2 του είχε προτείνει να συμμετάσχει ως συνέταιρος στην εταιρεία που ήδη είχε ο ίδιος, με σκοπό να αγοράσουν αυτοκίνητα για τη μεταφορά τουριστών. Αρνήθηκε στην αντεξέταση επίσης ότι ίδρυσε ουσιαστικά την εταιρεία μαζί με τον εναγόμενο 2, σε καταφανή αντίθεση με τα τεκμ. Η1-3 αλλά και το Η4, το οποίο πιστοποιεί ότι η εταιρεία εγγράφηκε στις 9.5.96, όπως άλλωστε το επιβεβαιώνει και το Ιδρυτικό Έγγραφο και Καταστατικό της εταιρείας Τεκμ. Η5. Φανερώνεται λοιπόν ότι ο Στυλιανού σκίασε τα γεγονότα και δεν είπε την αλήθεια ότι η εταιρεία έγινε από κοινού με τον εναγόμενο 2, τη ισότιμη συμμετοχή του Στυλιανού, γεγονός που έφερε στην επιφάνεια και η έρευνα της τράπεζας στον Έφορο Εταιρειών με το τεκμ. Ζ.  Η σκίαση έγινε για να παρουσιασθεί η εταιρεία ως η αγοράστρια των οχημάτων.»

Πέραν των πιο πάνω το δικαστήριο βασίστηκε και σε άλλα δεδομένα, όπως για παράδειγμα στη μαρτυρία του Ξυδιά (που ήταν μάρτυρας των εναγομένων) αλλά και τη μαρτυρία του Αναστάση Νίκου, μάρτυρα των εναγόντων. Τον Αναστάση Νίκου το δικαστήριο τον θεώρησε ότι ήταν μάρτυρας που κατάθεσε την αλήθεια.  Ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι πώλησε αυτός το CAH 954 προσωπικά στον Στυλιανού. Το ίδιο και ο Μ.Ε.1 Ευάγγελος Μεστιτζιής, υπάλληλος των εναγόντων, που είχε γίνει πιστευτός από το δικαστήριο (και του οποίου η αξιοπιστία δεν αμφισβητείται με την έφεση), ανάφερε ότι ήταν παρών κατά την κατάρτιση του τεκμ. Α δηλαδή της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς και ο Στυλιανού (εναγόμενος 3) είχε παρουσιαστεί ως ο έμπορας. Υπήρχε ακόμη και το τιμολόγιο τεκμ. Ν το οποίο ρητά φανέρωνε ότι ήταν ο Στυλιανού που πώλησε τα δυο οχήματα για £70.000, με την σφραγίδα και υπογραφή της εναγόμενης εταιρείας (με το αρχικό της όνομα όπως φαινόταν και πριν την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής) ως αγοραστή, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Στυλιανού εκ μέρους της, αλλά ταυτόχρονα υπογράφων και υπό την  προσωπική του ιδιότητα ως πωλητής, γεγονός που το δέχθηκε στη μαρτυρία του. Στο εν λόγω τεκμήριο Ν αναφέρεται ότι τα οχήματα αποτελούν ιδιοκτησία της Τράπεζας αλλά εκδόθηκαν επ' ονόματι της εταιρείας ως ενοικιαγοραστών για σκοπούς Φ.Π.Α. μόνο. Καταλήγει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι «τα πιο πάνω συνολικά στοιχεία καταρρίπτουν τον ισχυρισμό του Στυλιανού ότι δεν ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης-πωλητής των οχημάτων αμέσως πριν την κατάρτιση του τεκμ. Α. Κατ' αρχάς η ίδια η υπογραφή του ως εμπόρου στη Σύμβαση θέτει τέρμα στην οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Άνκαι η υπεράσπιση έχει θέσει ρητά θέμα εικονικότητας με αποτέλεσμα να μπορεί να οδηγηθεί μαρτυρία ως προς την αληθινή φύση της συναλλαγής, ο Στυλιανού δεν μπορεί χωρίς επαρκή στοιχεία να αποφύγει τις συνέπειες της υπογραφής του τεκμ. Α. Η υπεράσπιση δεν έχει εγείρει θέμα non est factum.»

To δικαστήριο προχωρεί και εξηγεί γιατί δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχία η υπεράσπιση του non est factum ακόμα και αν αυτή εξεταζόταν με βάση τα όσα ισχυρίστηκε ο Στυλιανού.  Το ότι όμως οι εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους αναφέρουν ότι δεν επικαλέστηκαν αυτή την υπεράσπιση, αλλά μόνο εικονικότητα, αφήνει το εύρημα του δικαστηρίου ορθό. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν έχει εφαρμογή αυτή η νομική αρχή στα γεγονότα της υπόθεσης, είναι εντελώς ανυπόστατος. Τα όσα ισχυρίζετο ο Στυλιανού, δηλαδή αμέλεια ή αδιαφορία ή απροσεξία (βλ. για παράδειγμα σελ. 99 των πρακτικών), για να δικαιολογήσει την υπογραφή του στο τεκμ. Α (σύμβαση ενοικιαγοράς) αλλά και σε άλλα έγγραφα, όπως για παράδειγμα στο τεκμ. Ν, μόνο αν τύγχανε εφαρμογής η υπεράσπιση αυτή θα τον απάλλασσαν από τη συμβατική ευθύνη που συνεπάγετο η υπογραφή του. Παρόμοια κατάληξη υπήρξε και στην υπόθεση Ιωάννης Κουταλιανός ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 476 με αναφορά και στην αγγλική υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 (HL). Την υπόθεση Κουταλιανός παραθέτει και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του.

Με βάση τα πιο πάνω οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Με τον τρίτο λόγο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι εφαρμόζεται εδώ η αρχή του κωλύματος (estoppel).  Οι προβαλλόμενοι λόγοι για ανατροπή του ευρήματος του δικαστηρίου είναι εντελώς ανίσχυροι.  Ο ένας ισχυρισμός των εφεσειόντων είναι ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή αυτή όταν τίθεται θέμα απόδειξης της αληθινής φύσης της συναλλαγής. Όμως το θέμα κωλύματος είναι μεταξύ των κριτηρίων που μπορούν να ληφθούν υπόψη όταν εξετάζεται τέτοιο θέμα, οπότε κάποιος πρέπει να δώσει εξήγηση γιατί υπέγραψε ένα έγγραφο. Το κατά πόσο γίνεται δεκτή η εξήγηση που δίνει οπότε δεν τίθεται θέμα κωλύματος, ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα. Εδώ το δικαστήριο, από άποψης αξιοπιστίας, για τους λόγους που έδωσε, δε θεώρησε τον Στυλιανού ως αξιόπιστο μάρτυρα. Περαιτέρω, θεώρησε ότι με το να υπογράψει ο μάρτυρας μεταξύ άλλων εγγράφων και το τεκμ. Α (συμφωνία ενοικιαγοράς), όπου παρουσίασε τον εαυτό του ως πωλητή, εμποδίζετο από την αρχή του κωλύματος να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν ο πωλητής. Η κατάληξη αυτή του δικαστηρίου υποστηρίζεται και από τη νομολογία. (βλ., μεταξύ άλλων Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1522). Σχετικές είναι οι σελ. 1528, 1529 όπου ο Ηλιάδης Δ. καταλήγει ως εξής:

«Η συμπεριφορά του εφεσείοντος οδήγησε την εφεσίβλητη να αποδεχθεί την εισήγηση για τη χρηματοδότηση με ενοικιαγορά της συναλλαγής, σε βαθμό που θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς την ως άνω συμπεριφορά του.  Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την εφαρμογή του κανόνα του Κωλύματος λόγω παραστάσεων ήταν απόλυτα ορθό.»

Ο δεύτερος ισχυρισμός που επικαλούνται οι εφεσείοντες ότι δηλαδή οι εναγόμενοι 1 ως ενοικιαγοραστές δεν είναι μέρος της σύμβασης μεταξύ εμπόρου (Χρίστου Στυλιανού) και Τράπεζας, επίσης δεν έχει νομική ή λογική βάση.  Καταρχήν οι εναγόμενοι δε δέχονται ότι υπήρξε πράγματι συμφωνία ενοικιαγοράς. Εν πάση περιπτώσει, ως είχε η σύμβαση, ο Χρίστος Στυλιανού υπέγραψε και για λογαριασμό της εναγομένης 1 εταιρείας.

Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης προσβάλλεται η αξιοπιστία μαρτύρων. Η γενική αρχή είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διατύπωση ευρημάτων, είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Τούτο είναι δυνατό αφού το Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα. (βλ. μεταξύ άλλων Θεοδώρου ν. Χρ. Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ. (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1492 και Lanitis Bros Ltd. v. Antoniou (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1667).

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mάκης Πολάτογλου v. Γιάννη Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150, αναφορικά με το θέμα αυτό της αξιολόγησης της μαρτυρίας διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα (Sakellarides v. Papasavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Iman v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 20, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ' έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 C.L.R. 378, 383).»

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα γιατί να γίνει πιστευτός ο Αναστάσης Νίκου (Μ.Ε.2). Στους λόγους γιατί δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός γίνεται αναφορά και στις συνθήκες αγοράς από το μάρτυρα, όπως τις επικαλέστηκε ο ίδιος, ενός άλλου αυτοκινήτου του SW350 Mercedes, που είχε αναφέρει ότι το αγόρασε από δημόσιο πλειστηριασμό, ενώ σύμφωνα με τους εφεσείοντες το όχημα τούτο στον πλειστηριασμό που έγινε στις 13/12/96 αγοράστηκε από κάποιο Λάκη Καλαθά, όπως δείχνουν και σχετικά έγγραφα από το φάκελο, τεκμ. 03.

Καταρχήν σημειώνουμε, όπως ανέφερε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το SW 350, δεν είναι από τα επίδικα οχήματα της ενοικιαγοράς. Η όλη εμπλοκή του εν λόγω οχήματος τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και στο στάδιο της έφεσης, έγινε από τους εφεσείοντες-εναγομένους για να δείξουν ότι ο Αναστάσης Νίκου (Μ.Ε.2) κακώς κρίθηκε ως αξιόπιστος αφού η μαρτυρία του, ότι αγόρασε το εν λόγω όχημα σε δημόσιο πλειστηριασμό, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, είναι αντίθετη με έγγραφα του τεκμ. 03.

Είναι γεγονός ότι σε σχετικά έγγραφα του τεκμ. 03, όπως για παράδειγμα το έγγραφο με τίτλο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ημερ. 13/12/96 που συμπληρώθηκε από το δημοπράτη Φειδία Σπύρου και αφορά το αυτοκίνητο SW 350 Mercedes Salοοn 280 SE στο οποίο έγγραφο φαίνονται τα ονόματα αυτών που ενδιαφέρθηκαν για την αγορά του, δεν υπάρχει το όνομα του Αναστάση Νίκου.  Φαίνεται εκεί ότι άνοιξε ο πλειστηριασμός με £1.500. Ο Λάκης Καλαθάς πρόσφερε £1.600, η ΛΑΤΣΙΑ ΜΟΤΟΡΣ £1.750, άλλος πλειοδότης £1.800 και τέλος ο Λάκης Καλαθάς £2.000. Το ίδιο σε επιστολή των εναγόντων προς τον Αναπληρωτή Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων γίνεται αναφορά στον Λάκη Καλαθά ως τον τελευταίο πλειοδότη όπως και σε σχετικό έντυπο μεταβίβασης Form TOM 9E. Ο ισχυρισμός των εναγομένων είναι ότι εφόσον ο Μ.Ε.2 Αναστάσης Νίκου είπε ψέματα για το SW 350, δεν έπρεπε να κριθεί αξιόπιστος. Κατ' επέκταση και η μαρτυρία του αναφορικά με το CAH 954 (ένα από τα επίδικα οχήματα) δεν έπρεπε να γίνει πιστευτή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με το θέμα αυτό του SW 350, σε συσχετισμό με τη μαρτυρία του Αναστάση Νίκου, ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ο Στυλιανού παρουσιάστηκε ως πωλητής των οχημάτων που τα αγόρασε πριν από τον Α. Νίκου και τον Ξυδιά. Μπορεί στην πράξη και επί εγγράφων να μην λειτούργησε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο το σύστημα, διότι όλες οι συναλλαγές φαίνεται να έγιναν στις 31.12.96, με ορισμένες πληρωμές να προηγήθησαν λόγω της ανάγκης για εξόφληση της προηγούμενης υποθήκης.  Το βασικό σημείο όμως παραμένει το ίδιο, όπως και πριν, δηλαδή ο Στυλιανού υπέγραψε και παρουσιάστηκε ως ο έμπορας σε μια συναλλαγή στην οποία ο ίδιος αγόρασε τα οχήματα, τα πώλησε στην τράπεζα και η τελευταία τα χρηματοδότησε προς όφελος της εταιρείας. Αυτό καλύπτει και το θέμα που τέθηκε από τον κ. Μαθηκολώνη για το όχημα SW 350, που ο Νίκου είχε πει ότι το είχε αγοράσει και αυτό σε πλειστηριασμό όπως και το CAH. O Nίκου εξήγησε ότι τα χρήματα τα πλήρωσε στην τράπεζα, γι αυτό εκδόθηκε το τιμολόγιο τεκμ. Κ για £2.000 στο όνομα του Λ. Καλαθά, ο δε Νίκου το είχε αγοράσει προηγουμένως από τον πλειστηριασμό και το είχε πωλήσει στον Καλαθά. Δεν προκύπτει από τη συνύπαρξη στις πληρωμές των £2.000 οποιαδήποτε εικονικότητα διότι, όπως ορθά ανέφερε ο Μ.Ε.1 και αυτό το ποσό πληρώθηκε με οδηγίες του ίδιου του Στυλιανού, όπως ρητά αναφέρεται στο τεκμ. Δ σε συνδυασμό με το Τεκμ. Γ9.  Ο Α. Νίκου είχε αναφέρει ότι το όχημα αυτό δεν είχε καμιά σχέση με τον Στυλιανού και ότι ο ίδιος έπρεπε να πληρωνόταν περίπου £15.000 από τον Στυλιανού και ίσως από το ποσό αυτό να πληρώθηκε και το SW 350. Ίσως αναζητήθηκε από τον Στυλιανού να καλύψει από το ποσό των £15.000 και τις £2.000 για το SW 350 αλλά αν έγινε πράγματι έτσι, όπως υπέθεσε ο Νίκου, τότε το ποσό πληρώθηκε από τη συνολική οφειλή που είχε ο Στυλιανού προς τον Α. Νίκου για το CAH.  Έτσι εξηγείται η πληρωμή που έγινε με το Τεκμ. Γ9.  Όπως είπε ο Νίκου το είχε αγοράσει από πλειστηριασμό (έτσι εξηγείται η αναφορά του ονόματος Μάργαρη Λοϊζου στο Τεκμ. Γ9 που φαίνεται από τα στοιχεία του Τεκμ. 03 ότι ήταν σε κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης του οχήματος με ενοικιαγορά και εκδόθηκε εναντίον του απόφαση ως πρωτοφειλέτη για παράδοση του οχήματος στην τράπεζα), τα δε χρήματα δεν πληρώνονται αμέσως αλλά μετά πάροδο κάποιων μηνών.  Και πάλιν η ουσία είναι ότι ο Στυλιανού είναι που έδωσε εντολή να πληρωθεί από τις £70.000 το ποσό των £2.000 και δεν είναι νοητό για τον Στυλιανού και την υπεράσπιση να αμφισβητούν εκ των υστέρων τις υπογραφές του Στυλιανού και τις οδηγίες που ο ίδιος έδωσε προφασιζόμενος άγνοια ή ότι δεν ξαναείδε ή ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε για το θέμα αυτό. Προστίθεται ότι ακριβώς αυτό το σχετικό μικρό ποσό που πληρώθηκε σε άτομο που κατά τη μαρτυρία του Νίκου δεν είχε σχέση με τον Στυλιανού, δείχνει πόσο μη εικονική ήταν η όλη συναλλαγή εφόσον πληρώθηκε επί σκοπών ως μια πληρωμή που δεν είχε άμεση τουλάχιστον σχέση με τις οφειλές του Στυλιανού.»

Από το πιο πάνω κείμενο της απόφασης και παρόλο που το δικαστήριο δεν έκανε ρητή αναφορά αν αυτό επηρεάζει την αξιοπιστία του Αναστάση Νίκου, φαίνεται ότι δέχθηκε την εξήγηση που έδωσε ο εν λόγω μάρτυρας όταν ανάφερε ότι είχε αγοράσει το SW 350 στον πλειστηριασμό και το πώλησε στον Λάκη Καλαθά. Σημειώνουμε όμως ότι η ουσία της μαρτυρίας του Αναστάση Νίκου (Μ.Ε.2),  όπως διατυπώθηκε στην κύρια εξέταση, ήταν ότι το CAH 954 (ένα από τα επίδικα οχήματα) το πώλησε στον Χρίστο Στυλιανού. Ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του CAH 954 ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Άλλωστε τούτο προκύπτει από το τεκμ. Γ10. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν ο ισχυρισμός ότι η πώληση ήταν προσωπικά προς τον Στυλιανού, υποβάλλοντας του ότι παράδωσε μεταβιβάσεις στην Τράπεζα για να γίνει ενοικιαγορά στην εταιρεία του. Όμως ο μάρτυρας επέμεινε ότι το αυτοκίνητο του πωλήθηκε στον Τάκη, εννοώντας τον Χρίστο Στυλιανού.  Η ουσία της όλης υπόθεσης είναι ότι σε ορισμένη στιγμή της 31/12/96 η Τράπεζα έγινε η ιδιοκτήτρια τόσο του εν λόγω οχήματος CAH 954 όσο και του οχήματος VF 229 (το άλλο επίδικο όχημα) και ακολούθησε η ενοικιαγορά όπως φαίνεται και στο τεκμ. Α. Επομένως και αν ακόμα η μαρτυρία του Αναστάση Νίκου (είτε διότι είπε ψέματα, είτε διότι δεν θυμάτο καλά τα γεγονότα), αναφορικά με το SW 350 δεν ήταν ορθή, αν λάβουμε υπόψη ότι απλώς αφορούσε τη δικαιολόγηση ενός μικρού ποσού (£2000 από £70.000) δεν πρέπει να επηρεάζει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου στην όλη υπόθεση. Το γεγονός ότι στους σχετικούς φακέλους των επιδίκων οχημάτων VF 229 και CAH 954 που κατατέθηκαν ως τεκμ. 01 και 02 αντίστοιχα δεν περιέχονται οι ενδιάμεσες μεταβιβάσεις από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες στον Στυλιανού και από τον τελευταίο στην Τράπεζα, κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της όλης συναλλαγής αφού τέτοια διαδικασία υποστηρίζετο από την ενώπιον του μαρτυρία, ακόμα και από πλευράς εφεσειόντων-εναγομένων (μαρτυρία Ξυδιά) δηλαδή περί της πρακτικής να γίνονται απευθείας μεταβιβάσεις για σκοπούς αποφυγής διαδοχικών γραφειοκρατικών πράξεων.  Βασίστηκε μεταξύ άλλων και σε σχετική αυθεντία με βάση την οποία τέτοια διαδικασία είναι επιτρεπτή (βλ. Οργανισμός Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου Λτδ. ν. Αντιγόνης Πιερή κ.ά. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 562, 566). Κατά συνέπεια απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο ίδιος ο Χρίστος Στυλιανού ζήτησε χρηματοδότηση από την Τράπεζα και ότι ο Αναστάσης Νίκου δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή διαμεσολάβηση. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων είναι ότι είναι εσφαλμένο το πιο πάνω εύρημα (α) διότι σύμφωνα με τη μάρτυρα του Μ.Ε. 1 Μετσιτζιή είναι η εταιρεία του εναγομένου 1 που ζήτησε χρηματοδότηση για την αγορά λεωφορείων και για κεφάλαιο κίνησης και (β) διότι ο Αναστάσης Νίκου, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, ήταν αναμειμειγμένος στην όλη συναλλαγή αφού υπόγραψε ως μάρτυρας το τεκμ. Υ και το έγγραφο τεκμ. Ω. Το τεκμ. Υ είναι έγγραφο ενοικιαγοράς άλλου αυτοκινήτου, του GS 909 και όχι οποιουδήποτε από τα επίδικα.  Το τεκμ. Ω πρέπει να αφορά το VF 229 που πωλήθηκε από την εταιρεία του Ξυδιά και όχι τον Αναστάση Νίκου, ο οποίος απλώς υπέγραψε ως εγγυητής. Το γεγονός ότι υπέγραψε ως εγγυητής δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι έκανε και τη διαμεσολάβηση. Όμως και αν την έκανε, εφόσον το όχημα ήταν υπαρκτό, δεν βλέπουμε πώς επηρέαζε το νόμιμο της ενοικιαγοράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν αποφάσιζε ότι ο Αναστάσης Νίκου δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη, εννοούσε ανάμειξη για σκοπούς λαδώματος του τότε διευθυντή της Τράπεζας Φίλιου Κυριακίδη, όπως ήταν ο ισχυρισμός των εναγομένων και όχι γενικά ότι δεν είχε ανάμειξη στην υπόθεση. Έτσι η ύπαρξη των τεκμ. Υ και Ω που επικαλούνται οι εφεσείοντες, δεν ανατρέπει το εύρημα του δικαστηρίου. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Χρίστος Στυλιανού ήταν ένας από τους διευθυντές και μετόχους της εναγόμενης 1 (KRITONAS GEORGHIOU ENTERPRISES LTD. όπως ήταν το αρχικό της όνομα), δε βρίσκουμε πώς, με όσα προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες, το εν λόγω εύρημα του δικαστηρίου είναι εσφαλμένο.

Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή πρέπει να ιδωθεί σε δύο επίπεδα και ότι ο Στυλιανού αγόρασε τα επίδικα οχήματα για το συνολικό ποσό £48.000 και τα πώλησε στην Τράπεζα για £70.000. Τα όσα προβάλλονται για δικαιολόγηση του λόγου αυτού συνδέονται άμεσα με τα όσα προβλήθηκαν στους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης, ότι η εν λόγω πράξη ήταν εικονική και τα οποία έχουν ήδη απορριφθεί.  Επομένως και αυτός ο λόγος δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι, αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό των εφεσειόντων εικονικότητα της συναλλαγής, ισχύουν και εδώ τα όσα αναφέρθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Barclays Bank Plc. κ.ά. ν.  J.G.L. (Constructions) Ltd. κ.ά. σελ. 1735, ότι δηλαδή και αν ακόμα ετίθετο θέμα εικονικότητας της ενοικιαγοράς, δεν έχει προσδιοριστεί η παρανομία η οποία, κατ' ισχυρισμό, θα απέληγε στην ακυρότητά της. Στην αντεξέταση του ο Στυλιανού (Μ.Υ.3) δέχεται ότι πήρε «τα λεφτά των £100.000» (£70.000 από την ενοικιαγορά και £30.000 ως δάνειο).  Απλώς εξηγεί ότι δεν  τις έπιασε στο χέρι αφού του πλήρωσαν τα χρέη, τόσο του ιδίου προσωπικά όσο και της εταιρείας Stelia Tourist Coaches Ltd. καθώς και άλλων προσώπων που σχετίζοντο μαζί του. Παρέμεινε και υπόλοιπο £10.566,10 που πήρε ο ίδιος ο Στυλιανού προσωπικά όπως φαίνεται στο τεκμ. Ξ.  Τούτο υποστηρίζεται και από τα τεκμ. Γ1-Γ11 σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 Μεστιτζιή του οποίου η αξιοπιστία δεν αμφισβητείται.  Σχετικό είναι και το τεκμ. Δ στο οποίο επίσης βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Δέχεται επίσης ο Στυλιανού ότι τα αυτοκίνητα υπήρχαν. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι η Τράπεζα (η εφεσίβλητη) πλήρωσε δικές του υποχρεώσεις με δική του ρητή εντολή, αφού με βάση τη δική του μαρτυρία, φαινόταν ότι ο ίδιος ήταν σε τέτοια κακή οικονομική κατάσταση που χρειαζόταν χρηματοδότηση για πληρωμή των χρεών του. Είχε ανάγκη ενός ποσού της τάξης των £100.000. Γιαυτό άλλωστε, πέραν της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς, υπήρξε και άλλο δάνειο £30.000 που πήρε τη εταιρεία τους, το οποίο όμως δεν είναι αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης.

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. ν. Κώστα Σταύρου Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432, στις 1436-1437 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς. Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημα του, πλην της προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου, με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν. Δεν αποκλείεται όμως να ανήκε αρχικά το αυτοκίνητο στον ίδιο τον ενοικιαγοραστή. Όπως στην περίπτωση της Yorkshire Railway Wagon Company v. Maclure [1872] 21 C.H.D 309: εταιρεία πώλησε περιουσιακά στοιχεία της σε άλλη, είσπραξε το τίμημα για να καλύψει τις ανάγκες της και συνήψε μαζί της σύμβαση ενοικιαγοράς με την οποία ενοικίασε τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, προς επαναγορά τους στο τέλος. Αποφασίστηκε πως η αρχική πώληση που οδήγησε στην μεταβίβαση της κυριότητας ήταν πραγματική και πως, συνεπώς, η σύμβαση ενοικιαγοράς που συνάφθηκε στη συνέχεια, ήταν γνήσια. Όπως δε εξηγήθηκε στην Eastern Distributors v. Golderinga [1957] 2 All E.R. 525, δεν υπάρχει ότιδήποτε που να εμποδίζει ιδιοκτήτη οχήματος από του να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει το τίμημα και να το επιστρέψει με δόσεις. Και νοουμένου ότι η πώληση είναι γνήσια και όχι πλασματική απολήγει ισχυρή η σύμβαση ενοικιαγοράς που την ακολουθεί. Εννοείται, όσο και αν στόχος ήταν, σε τελική ανάλυση, ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της πώλησης-ενοικιαγοράς.»

Με βάση τα πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι δεν αποδείχθηκε τέτοια εικονικότητα που να οδηγούσε σε απαλλαγή των εφεσειόντων-εναγομένων από τη συμβατική ευθύνη που ανέλαβαν.

Παραμένουν οι δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος λόγοι έφεσης. Ήδη αναφέραμε ότι οι ενδέκατος και δωδέκατος τότε μόνον θα είχαν επιτυχία αν επετύγχανε η ουσία της έφεσης ότι η όλη συναλλαγή ήταν (α) εικονική και (β) η εικονικότητα ήταν τέτοιας φύσης που καθιστούσε τη συναλλαγή παράνομη. Εφόσον ο λόγος για εικονικότητα απορρίφθηκε οι ενδέκατος και δωδέκατος λόγοι έφεσης, καταρρέουν.

Ο δέκατος λόγος στρέφεται κατά του ευρήματος του δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή δεν ήταν καθ' υπέρβαση (ultra vires) των σκοπών της εναγόμενης 1 εταιρείας και ότι η θέση αυτή δεν προωθήθηκε με τη δέουσα σοβαρότητα.

Σχετική με το θέμα αυτό είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας v. Nicosia Palace Hotel. Co. Ltd και Λώρη Ηρακλέους (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 722, σελ. 726-729, τις οποίες αποφεύγουμε να παραθέσουμε ξανά στην παρούσα. Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε την κατάληξη που έχει ως εξής:

"Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το δόγμα ultra vires περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή η συναλλαγή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας (memorandum of association). Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα, άνκαι έχει εισηγηθεί ότι η εγγύηση εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και των σκοπών της εταιρείας, εντούτοις ουδεμία μαρτυρία προσήγαγε προς τούτο πρωτόδικα και το θέμα δεν προωθήθηκε στην έφεση.  Έτσι ο λόγος αυτός της έφεσης δεν μπορεί παρά να απορριφθεί."

Στο Αγγλικό σύγγραμμα Palmer's Company Law 23 έκδοση, 1ος τόμος, σελ. 128 και συνέχεια γίνεται μια πλήρης ανάλυση του θέματος με την ακόλουθη κατάληξη: 

"To sum up, in modern law the courts are unlikely to hold a contract to be ultra vires the company unless, on a reasonable construction of the objects clause and the other clauses of the memorandum and articles, there are compelling grounds to arrive at that result."

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Συνοψίζοντας, στο σύγχρονο δίκαιο τα δικαστήρια είναι απίθανο να καταλήξουν ότι μια σύμβαση είναι καθ' υπέρβαση των σκοπών της εταιρείας, εκτός αν, με βάση μια λογική ερμηνεία των σκοπών της καθώς και άλλων όρων του Καταστατικού και Ιδρυτικού της Εγγράφου, υπάρχουν ισχυροί λόγοι για τέτοιο αποτέλεσμα.»

Εξετάσαμε τη μαρτυρία στο θέμα αυτό και καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ήχθη στην απόφαση ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός αυτός.  Ο Μ.Υ.3 Χρίστος Στυλιανού, ένας από τους διευθυντές της εταιρείας, δεν είπε οτιδήποτε που να συνηγορεί σε εύρημα ότι η επίδικη πράξη ήταν πέραν των εξουσιών της εταιρείας. Ο άλλος μέτοχος (εναγόμενος 2) δεν έδωσε καθόλου μαρτυρία. Περαιτέρω, από το τεκμ. Η (έγγραφα που αφορούν τη σύσταση της εταιρείας) και τεκμ. Ι (πρακτικά συνεδρίας Διοικητικού Συμβουλίου) στα οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, φαίνεται ότι η εταιρεία είχε εξουσία να συνάπτει τέτοιες συμβάσεις. Με τον Καν. 15 του Καταστατικού και Ιδρυτικού της Εγγράφου είχε εξουσία να «κάμνει δάνεια, να βρίσκει χρήματα ή να εξασφαλίζει υποχρεώσεις (είτε της ιδίας είτε άλλου προσώπου) με τον τρόπο και τους όρους που θα έκρινε σκόπιμο .......». Αυτό έπραξε και στην παρούσα περίπτωση.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο