ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 57

13 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,

2. CNH CAPITAL MARKETS LIMITED,

Εφεσείοντες,

v.

1.            ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ  ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

2.            LBAG INVESTMENTS GROUP LIMITED,

3.            BORACHIO LIMITED,

4.            OAKHILL INVESTMENTS LIMITED,

5.            ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΟΝΟΜΗ,

6.            ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΝΟΜΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11680)

_________________________

Εταιρείες ― Αίτηση διά κλήσεως για έκδοση διατάγματος τροποποίησης του μητρώου μετόχων εταιρείας, βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 73 και 111 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ― Κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, αποτελούσε την ενδεδειγμένη διαδικασία.

Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του εκπρόθεσμη ένσταση των εφεσιβλήτων σε αίτηση διά κλήσεως των εφεσειόντων, βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 73 και 111 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, με την οποία οι εφεσείοντες επεδίωκαν την έκδοση διατάγματος για τροποποίηση του μητρώου των μετόχων της δεύτερης εφεσείουσας ώστε αριθμός μετοχών εγγεγραμμένων στο όνομα των έξι εφεσιβλήτων να διαγραφούν και να εγγραφούν στο όνομα του πρώτου εφεσείοντος.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ενώπιόν του υπήρχαν υπό αμφισβήτηση γεγονότα και πολύπλοκα θέματα τα οποία δεν ήταν ορθό να κριθούν με βάση την αίτηση των εφεσειόντων αλλά θα έπρεπε να κριθούν στα πλαίσια αγωγής και πλήρους ακροαματικής διαδικασίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων με έξοδα εις βάρος τους.

Στην ένορκη δήλωση του πρώτου εφεσείοντος επισυνάφθηκε γραπτή συμφωνία ημερ. 20.5.2000 μεταξύ του ιδίου και του πρώτου εφεσίβλητου στην οποία γίνεται αναφορά σε δωρεάν μετοχές που ισούνται με το 1.5% του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης εφεσείουσας, οι οποίες θα παραχωρηθούν στο πρώτο εφεσίβλητο ο οποίος, υπό ορισμένες περιστάσεις, θα έχει την υποχρέωση να τις μεταβιβάσει πίσω στον πρώτο εφεσείοντα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Υποστήριξαν ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την ένσταση ενόψει της ενδιάμεσης απόφασής του ότι δεν θα τις ελάμβανε υπόψη ως καταχωρηθείσες εκπρόθεσμα.  Περιπλέον οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα που αναφέρεται ανωτέρω.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη του την εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα ένσταση των εφεσιβλήτων και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν υπό αμφισβήτηση γεγονότα και πολύπλοκα θέματα τα οποία δεν ήταν ορθό να κριθούν με βάση την αίτηση των εφεσειόντων αλλά θα έπρεπε να κριθούν στα πλαίσια αγωγής και πλήρους ακροαματικής διαδικασίας.  Αν το Δικαστήριο περιοριζόταν μόνο στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση των εφεσειόντων εγκρίνεται με έξοδα υπέρ τους.  Νοείται ότι τα συμβατικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία ημερ. 20.5.2000 και επίσης τα οποιαδήποτε τυχόν δικαιώματα έχουν οι εφεσίβλητοι ένεκα παράνομου ή παράτυπου τερματισμού της απασχόλησής τους από τη δεύτερη εφεσείουσα ή από οποιονδήποτε άλλο, δεν επηρεάζονται από την παρούσα απόφαση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 8/4/03 (Αρ. Αίτ. 198/02) με την οποία απέρριψε με έξοδα την αίτησή τους για διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο θα διέτασσε την τροποποίηση του μητρώου των μετόχων της δεύτερης εφεσείουσας ώστε αριθμός μετοχών εγγεγραμμένων στο όνομα των έξι εφεσιβλήτων να διαγραφούν και να εγγραφούν στο όνομα του πρώτου εφεσείοντα επειδή έκρινε ότι τα αντικρουόμενα γεγονότα που ισχυρίζονταν οι πλευρές δεν μπορούσαν να διακριβωθούν ορθά μέσα από τη συνοπτική διαδικασία της δια κλήσεως αιτήσεως για διόρθωση του μητρώου και επομένως η αγωγή και όχι η αίτηση συνιστούσε κατάλληλο δικονομικό μέτρο.

Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Ηλιάδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με αίτηση δια κλήσεως που καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών οι εφεσείοντες επεδίωξαν διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο θα διέτασσε την τροποποίηση του μητρώου των μετόχων της δεύτερης εφεσείουσας ώστε αριθμός μετοχών εγγεγραμμένων στο όνομα των έξι εφεσιβλήτων να διαγραφούν και να εγγραφούν στο όνομα του πρώτου εφεσείοντα. Ο αριθμός των επηρεαζομένων μετοχών είναι 1.050.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα του πρώτου εφεσίβλητου, 250.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα της δεύτερης εφεσίβλητης, 300.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα της τρίτης εφεσίβλητης, 500.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα της τέταρτης εφεσίβλητης, 2.100.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα του πέμπτου εφεσίβλητου και 700.000 μετοχές εγγεγραμμένες στο όνομα του έκτου εφεσίβλητου, όλες μετοχές της δεύτερης εφεσείουσας εταιρείας.

Η αίτηση βασιζόταν μεταξύ άλλων στα άρθρα 73 και 111 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η συνοπτική διαδικασία διόρθωσης του μητρώου των μετόχων, την οποία επέλεξαν οι εφεσείοντες, καταχωρίζοντας αίτηση δια κλήσεως, δεν ήταν η πλέον κατάλληλη υπό τις περιστάσεις δεδομένου ότι υπήρχαν αντικρουόμενες θέσεις των δύο πλευρών ως προς τα γεγονότα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο διατάσσοντας τη διόρθωση του μητρώου να αφαιρέσει από τους εφεσίβλητους το αντάλλαγμα που εκείνοι ισχυρίζονταν ότι έλαβαν για υπηρεσίες που πρόσφεραν ή για υπηρεσίες που ανέλαβαν να προσφέρουν.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα αντικρουόμενα γεγονότα που ισχυρίζονταν οι πλευρές δεν μπορούσαν να διακριβωθούν ορθά μέσα από τη συνοπτική διαδικασία της δια κλήσεως αιτήσεως για διόρθωση του μητρώου και επομένως  ότι η αίτηση συνιστούσε μη κατάλληλο δικονομικό μέτρο.  Ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων με έξοδα εις βάρος τους θεωρώντας ουσιαστικά ότι ο κατάλληλος τρόπος διεκδίκησης των δικαιωμάτων των εφεσειόντων ήταν μέσω αγωγής όπου τα υπό αμφισβήτηση γεγονότα θα μπορούσαν να καθοριστούν από το Δικαστήριο μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία κατά την οποία το Δικαστήριο, αφού θα άκουε μαρτυρία, θα κατέληγε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα.

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως οι ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την ένσταση αποτελούσαν μαρτυρία ενώπιον του και εσφαλμένα έλαβε υπόψη το περιεχόμενο τους. Και τούτο διότι με ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίθηκε πως η ένσταση και οι ένορκες δηλώσεις που τη συνόδευαν δεν θα λαμβάνονταν υπόψη ως καταχωρηθείσες εκπρόθεσμα. Περιπλέον οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν γεγονότα υπό αμφισβήτηση και ότι κατά συνέπεια η αίτηση των εφεσειόντων δεν ήταν κατάλληλο δικονομικό διάβημα για να αποφασιστεί η διόρθωση του μητρώου της δεύτερης εφεσείουσας. Ακόμα οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τροποποίηση του μητρώου της δεύτερης εφεσείουσας θα έπρεπε να αποφασιστεί με αγωγή και όχι με την αίτηση που είχε ενώπιον του.

Είναι γεγονός ότι στις 23.1.2003 τέθηκε το ζήτημα της εκπρόθεσμης καταχώρισης της ένστασης των εφεσιβλήτων (που είχε καταχωρηθεί την 21.1.2003) στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τις θέσεις των δύο πλευρών, περιλαμβανομένου και του αιτήματος του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων για αναβολή με σκοπό να καταχωρηθεί γραπτό αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης της ένστασης, απέρριψε το αίτημα για αναβολή, έκρινε ότι η ένσταση είχε καταχωρηθεί εκπρόθεσμα και αποφάσισε να αγνοήσει την ένσταση και κατά συνέπεια και τις ένορκες δηλώσεις που την υποστήριζαν. Αφού άκουσε την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων, προς υποστήριξη της αίτησης, κάλεσε και τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων να απαντήσει, διευκρινίζοντας όμως ότι το δικαίωμα που του παρείχετο ήταν δικαίωμα σχολιασμού των όσων είχε αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αλλά όχι δικαίωμα σχολιασμού της ενστάσεως, την οποία το Δικαστήριο δήλωσε ρητά ότι αγνοούσε.

Είναι προφανές ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην προαναφερόμενη εκκαλούμενη απόφαση του, ημερ. 8.4.2003, όχι μόνο μη αγνοώντας την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τη συνόδευαν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση του, ένεκα του ότι η ένσταση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, αλλά αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τόσο την ένσταση όσο και τις ένορκες δηλώσεις που τη συνόδευαν.  Συγκεκριμένα στις σελ. 4-7 της πρωτόδικης απόφασης γίνεται ανάλυση της ενστάσεως και των ενόρκων δηλώσεων που τη συνοδεύουν. Στη σελ. 8 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής: «Επομένως όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση στην παρούσα υπόθεση αλλά και όσα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση αποτελούν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, άσχετο βέβαια αν είναι ή όχι αρκετά για να αποδεικνύουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς». Στη συνέχεια γίνεται περαιτέρω αναφορά στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την ένσταση. Αφού γίνεται σύγκριση των εκδοχών των δύο πλευρών, όπως φαίνονται στην αίτηση και την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές επιδιώκουν δια της μεθόδου της διόρθωσης του μητρώου των μελών της δεύτερης εφεσείουσας εταιρείας να αφαιρέσουν από τους εφεσίβλητους μέρος του ανταλλάγματος που οι τελευταίοι κατ' ισχυρισμό έλαβαν από τη δεύτερη εφεσείουσα εταιρεία (για υπηρεσίες που πρόσφεραν ή ανέλαβαν να προσφέρουν).

Μετά από τα προαναφερόμενα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική Αγγλική Νομολογία σύμφωνα με την οποία αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ένεκα της πολυπλοκότητος της υπόθεσης ή ένεκα της ύπαρξης θεμάτων που χρήζουν περαιτέρω έρευνας τα επίδικα θέματα θα μπορούσαν να εκδικαστούν πιο ικανοποιητικά με την έγερση αγωγής, τότε το Δικαστήριο αποφασίζει ανάλογα.

Είναι προφανές ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, και παρά την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του, έλαβε σοβαρά υπόψη τόσο την εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα ένσταση των εφεσιβλήτων όσο και τις ένορκες δηλώσεις που τη συνόδευαν. Είναι ως αποτέλεσμα αυτού του σφάλματος που το Πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν πολύπλοκα και αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία δεν θα ήταν ορθό να κριθούν με βάση τη δια κλήσεως αίτηση των εφεσειόντων αλλά θα ήταν ορθό να κριθούν σε αγωγή, κατόπιν πλήρους ακροαματικής διαδικασίας.

Εάν το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνοούσε την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τη συνόδευαν, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με την προαναφερόμενη ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 23.1.2003, θα βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά νομότυπο τρόπο μόνο η αίτηση των εφεσειόντων, ημερ. 17.4.2002, και η ένορκη δήλωση του πρώτου εφεσείοντα, που τη συνόδευε, της ιδίας ημερομηνίας. Στην ένορκη δήλωση του πρώτου εφεσείοντα  αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η μεταβίβαση των προαναφερθεισών μετοχών από τον ίδιο στους εφεσίβλητους έγινε κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 του Καταστατικού της δεύτερης εφεσείουσας και κατά παράβαση του άρθρου 73 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 καθότι ουδέποτε υπογράφηκε ή καταχωρήθηκε οποιοδήποτε σχετικό μεταβιβαστικό έγγραφο. Περιπλέον η μεταβίβαση των μετοχών έγινε και χωρίς να καταβληθεί στον πρώτο εφεσείοντα οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Κατά συνέπεια η μεταβίβαση ήταν παράνομη και άκυρη και γι' αυτό οι εφεσείοντες ζητούσαν διάταγμα για τη διόρθωση του μητρώου των μετόχων.

Στην ένορκη δήλωση του ο πρώτος εφεσείων αναφέρεται και σε γραπτή συμφωνία ημερ. 20.5.2000 την οποία συνήψε με τον πρώτο εφεσίβλητο και λέει ότι με τους εφεσίβλητους 2-6 δεν υπέγραψε οποιαδήποτε συμφωνία. Η συμφωνία της 20.5.2000 μεταξύ πρώτου εφεσείοντα και  πρώτου εφεσίβλητου επισυνάπτεται στην προαναφερόμενη ένορκη δήλωση του πρώτου εφεσείοντα και σ' αυτή (τη συμφωνία) γίνεται αναφορά σε δωρεάν μετοχές που ισούνται με το 1.5% του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης εφεσείουσας, οι οποίες θα παραχωρηθούν στον πρώτο εφεσίβλητο ο οποίος, υπό ορισμένες περιστάσεις, θα έχει την υποχρέωση να τις μεταβιβάσει πίσω στον πρώτο εφεσείοντα.

Κρίνουμε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα ένσταση των εφεσιβλήτων στην προαναφερόμενη αίτηση των εφεσειόντων και επίσης εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώπιον του υπήρχαν υπό αμφισβήτηση γεγονότα και πολύπλοκα θέματα τα οποία δεν ήταν ορθό να κριθούν με βάση την αίτηση των εφεσειόντων αλλά θα έπρεπε να κριθούν στα πλαίσια αγωγής και πλήρους ακροαματική διαδικασίας. Αν περιοριζόταν μόνο στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση ήταν δεόντως αιτιολογημένη εφόσον η επίδικη μεταβίβαση των μετοχών της δεύτερης εφεσείουσας, από τον πρώτο εφεσείοντα στους εφεσίβλητους, έγινε χωρίς να υπογραφεί και να κατατεθεί οποιοδήποτε έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, κατά παράβαση του σχετικού άρθρου του νόμου και του Καταστατικού της εταιρείας και χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

Εκτιμούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, η προαναφερόμενη συμφωνία ημερ. 20.5.2000 μεταξύ του πρώτου εφεσείοντα και του πρώτου εφεσίβλητου δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα στην έγκριση της αιτήσεως των εφεσειόντων δεδομένου ότι δεν ανατρέπει με οποιοδήποτε τρόπο τους προαναφερόμενους βασικούς ισχυρισμούς των εφεσειόντων.

Κατά συνέπεια και για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε θεωρούμε ορθό να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση και να εγκρίνουμε την αίτηση των εφεσειόντων, ημερ. 17.4.2002, με έξοδα υπέρ τους. Νοείται ότι τα συμβατικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την προαναφερόμενη συμφωνία ημερ. 20.5.2000 δεν επηρεάζονται από την παρούσα απόφαση και επίσης δεν επηρεάζονται τα οποιαδήποτε τυχόν δικαιώματα έχουν οι εφεσίβλητοι ένεκα παράνομου ή παράτυπου τερματισμού της απασχόλησης τους από την δεύτερη εφεσείουσα ή από οποιονδήποτε άλλο.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 17.4.2002 εγκρίνεται.  Τα έξοδα της πρωτόδικης απόφασης και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο