ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1327
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12050)
1 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ (ΜΕ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ LLOYD'S AΡ. Β3066980 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/8/2001) P.D. UPTON & OTHERS,
2. ADVENT CAPITAL PLC, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΑΡ. 2 ΣΤΟΥΣ LLOYD'S ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ 2001,
Εφεσειόντων/Εναγομένων,
v.
G. N. ELLINAS IMPORTS-EXPORTS LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
Μ. Βορκάς με κα. Μηλιώτου, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.
Α. Θεοφίλου, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, ενάγοντες στην αγωγή αρ. 5974/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αξιώνουν εναντίον των εφεσειόντων, εναγομένων στην πιο πάνω αγωγή, το ποσό των Δολλαρίων Αμερικής 2.193.000,00. Η αγωγή είχε καταχωρηθεί αρχικά εναντίον των πρώτων εναγομένων οι οποίοι, στις 12.7.2002, καταχώρησαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία. Επίσης καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό διατάγματος του Δικαστηρίου, ημερ. 24.5.2002, με το οποίο παραχωρήθηκε άδεια στους ενάγοντες για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε τελικά από το Δικαστήριο με απόφαση του στις 27.5.2003.
Στις 3.10.2002 οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής δια της προσθήκης δεύτερων εναγομένων καθώς και επακόλουθα της Έκθεσης Απαίτησης. Στις 28.1.2003 η αίτηση έγινε δεκτή εκ συμφώνου και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα. Στις 24.3.2003 το Δικαστήριο παραχώρησε άδεια στους εναγομένους αρ. 2 όπως εμφανιστούν υπό διαμαρτυρία με οδηγίες όπως η αίτηση για παραμερισμό της διαδικασίας καταχωρηθεί εντός 30 ημερών. Εντός της προθεσμίας αυτής οι εναγόμενοι 2 (εφεσείοντες) δεν καταχώρησαν οποιαδήποτε αίτηση.
Στις 19.11.2003, επτά μήνες αργότερα για τους εναγομένους αρ. 2 και δέκα έξι μήνες από την εμφάνιση των εναγομένων αρ. 1, αμφότεροι οι ενάγοντες-εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και/ή λόγω «όρου απόλυτης δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων που περιέχεται στο συμβόλαιο ναυτασφάλισης». Βάσισαν δε την αίτηση τους στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.16 θ.9, Δ.27 θ.3 και Δ.19 θ.26. Από την απλή ανάγνωση των πιο πάνω Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας προκύπτουν τα ακόλουθα:-
Ο θ.3 της Δ.27 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί προϋποθέτει την εκ των προτέρων καταχώρηση των δικογράφων, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Ο δε θ.26 της Δ.19 επίσης δεν έχει καμιά σχέση με το αιτούμενο διάταγμα στην αίτηση των εφεσειόντων.
Ο θ.9 της Δ.16 έχει ως ακολούθως:-
«A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.»
Το αιτούμενο διάταγμα επίσης είναι:-
«Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου δια του οποίου η ως άνω αγωγή ανασταλεί (stay of proceedings) λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει αυτήν και/ή λόγω όρου απόλυτης δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων (Absolute Jurisdiction Clause) που περιέχεται στο Συμβόλαιο (Certificate) Ναυτασφάλισης με αριθμό Νο. Β3066980.»
Το αιτούμενο διάταγμα με την αίτηση των εφεσειόντων δεν συνάδει με τα όσα αναφέρει ο θ. 9 της Δ.16. Αντίθετα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς έχουν τα Αγγλικά Δικαστήρια λόγω ρήτρας που περιέχει το ασφαλιστικό συμβόλαιο ναυτικής ασφάλισης. Επίσης ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Αγγλικό. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι, εν πάση περιπτώσει, η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο μέρος (forum conviniens) για την εκδίκαση της αγωγής των εφεσιβλήτων.
Αμφότεροι οι εφεσείοντες αποτάθηκαν και πέτυχαν την έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο με το οποίο τους επέτρεπε την καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και οδηγίες επίσης όπως, εντός 60 ημερών για τους εφεσείοντες αρ. 1 και 30 ημερών για τους εφεσείοντες αρ. 2, καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό της διαδικασίας και/ή οποιασδήποτε άλλης θεραπείας.
Οι εφεσείοντες αρ. 1 καταχώρησαν αίτηση στα πλαίσια της προθεσμίας που έθεσε το Δικαστήριο, στις 6.9.2002. Το ίδιο έπραξαν και οι εναγόμενοι αρ. 2 στις 22.4.2003. Στις 27.5.2003 η πρώτη αίτηση των εφεσειόντων αρ. 1 απερρίφθη από το Δικαστήριο οι δε εφεσείοντες αρ. 2 απέσυραν στις 16.10.2003 την πιο πάνω αίτηση τους.
Στις 19.11.2003 οι εφεσείοντες καταχώρησαν την υπό εκδίκαση αίτηση, 16 μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος του Δικαστηρίου από τους εφεσείοντες αρ. 1 και 8 μήνες για τους εφεσείοντες αρ. 2, ενώ το Δικαστήριο είχε θέσει τις προθεσμίες των 60 και 30 ημερών αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο την αυθεντία G. J. Magdon Ltd. v. A.L. Metal Trading Ltd. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2064 απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων, αναφέροντας και τα εξής:-
«Έχω αναλύσει πιο πάνω την πορεία που πήρε η υπόθεση με τις Αιτήσεις που καταχωρήθηκαν. Οι Αιτητές επιλέγουν, έχοντας εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου, να προχωρήσουν και σε παραμερισμό και ακύρωση της Αγωγής και του Κλητηρίου Εντάλματος, το οποίο όμως εγκατέλειψαν με την αγόρευσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της Αίτησης ημερ. 6.9.02. Επιφυλάσσουν όμως το δικαίωμά τους στο «μέλλον» να καταχωρήσουν σχετική αίτηση σύμφωνα με τη Δ.27, θ.3, των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Είχαν όμως υποχρέωση να θέσουν αμέσως και κατά προτεραιότητα την οποιαδήποτε πιθανή τους ένσταση για δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, οι ίδιοι όμως επέλεξαν να το εγείρουν όποτε οι ίδιοι έκριναν ή να το εγκαταλείψουν και πάλι κατά βούληση, και κατά παράβαση, βρίσκω, από τα χρονικά περιθώρια που έτασσαν τα διατάγματα του Δικαστηρίου ημερ. 12.7.2002 και 24.3.2003. Οι Αιτητές ουδέποτε αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για να εξασφαλίσουν παράταση της προθεσμίας πριν καταχωρίσουν την επίδικη Αίτηση. Ούτε και όταν το θέμα ηγέρθη με την αγόρευση του δικηγόρου των εναγόντων αναζήτησαν θεραπεία, αρκέστηκαν απλώς να παρατηρήσουν ότι δεν απώλεσαν το δικαίωμά τους και ότι είχαν δικαίωμα να καταχωρίσουν την παρούσα Αίτηση για ακύρωση του Κλητηρίου χωρίς καν να ακολουθηθεί προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου. Η θέση αυτή βεβαίως έρχεται σε αντίθεση με τα όσα η G. J. Magdon επεσήμανε.
Στη συνέχεια οι εναγόμενοι 1 εμφανίζονται και αποδέχονται τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος, προωθούν την Αίτηση ημερ. 6.9.2002, εγκαταλείποντας το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Οι εναγόμενοι θεωρώ ότι πλέον εμφανίζονται άνευ όρων και ότι οι ίδιοι έχουν θεληματικά υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Η συμπεριφορά των εναγομένων είναι τέτοια ούτως ώστε η εμφάνισή τους στη διαδικασία δεν μπορεί να θεωρείται ότι έγινε με μόνο σκοπό την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας και όχι ανεπιφύλακτα. Η πάροδος του μακρού χρονικού διαστήματος από του διατάγματος μέχρι της καταχώρισης των Αιτήσεων, εξερχόμενη των τακτικών πλαισίων που έθεταν τα διατάγματα, κρίνω ότι δεν αφήνει άλλη κατάληξη από την παρούσα. Οι εναγόμενοι ουσιαστικά δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους των Διαταγμάτων, αλλά ηθέλησαν να αμφισβητήσουν τη διαδικασία κατά το δοκούν και εκτός πλαισίων. Δόθηκε η ευκαιρία στους εναγομένους να θέσουν με την Αίτησή τους ημερ. 6.9.2002 το θέμα της δικαιοδοσίας. Επεσύναψαν στην Αίτησή τους εκείνη όλα τα έγγραφα τα σχετικά με την υπόθεση. Ήγειραν θέματα αναρμοδιότητας των Κυπριακών Δικαστηρίων και εφαρμοστέου δικαίου. Δεν προώθησαν το θέμα, ως είχαν τη δυνατότητα, παρά μόνο το απέσυραν. Ανέμεναν ενδεχομένως μια δεύτερη ευκαιρία ή επεδίωκαν καθυστέρηση της προώθησης της Αγωγής, πράγμα που κατά την κρίση μου συνιστά και κατάχρηση της διαδικασίας.»
Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση G. J. Magdon (πιο πάνω) αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 2067:-
«Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση, η οποία απολήγει στην ουσία σε απεριόριστο δικαίωμα του εναγομένου να ενεργεί κατά το δοκούν ενώ εκκρεμεί εναντίον του καταχωρηθείσα αγωγή. Αυτό έγινε και στην υπόθεση που εξετάζουμε, όπου η εφεσείουσα επέλεξε να καταχωρίσει την επίμαχη αίτηση 9 μήνες μετά την εκ μέρους της καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης. Ο κανονισμός που θέσαμε πιο πάνω, και η νομολογία, αποσκοπούν στην άμεση και κατά προτεραιότητα εξέταση πιθανής ένστασης στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να παραμένει στην ελεύθερη επιλογή χρόνου από τον εναγόμενο.»
Με όλα αυτά τα δεδομένα, όπως εξετέθησαν πιο πάνω, θεωρούμε ως ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 4, 5 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης αρ. 3, 6 και 7 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει αφού συγχέει την προβολή ισχυρισμών για την ύπαρξη ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας (exclusive foreign jurisdiction clause) με την επίκληση του forum non conveniens για αναστολή της αγωγής» και επίσης ότι «εσφαλμένα παραγνώρισε και δεν προσέδωσε τη δέουσα προσοχή, βαρύτητα και ισχύ στο εκδοθέν τελεσίδικο ανταγωγικό διάταγμα (anti suit injunction) του Αγγλικού Δικαστηρίου.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τα πιο πάνω θέματα που θέτουν οι εφεσείοντες ανέφερε τα εξής:-
«Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις μου κρίνω ότι δεν θα πρέπει να υπεισέλθω στα λοιπά θέματα που εγείρονται με την Αίτηση για να μην προκαταβάλω ενδεχομένως το θέμα σε περίπτωση που οι εναγόμενοι εγείρουν ένσταση ως προς τη δικαιοδοσία με την Υπεράσπισή τους. Θα σχολιάσω μόνο την ύπαρξη της Αίτησης για anti-suit injunction και την απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου ημερ. 28.11.03. Ενώ οι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να προωθήσουν με την πρώτη ευκαιρία την Αίτηση για αναστολή προτίμησαν να κινηθούν με άλλα δικαστικά διαβήματα στην Αγγλία. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι η εκκρεμοδικία στην Αγγλία είναι σοβαρός λόγος για να μην αναλάβει το Κυπριακό Δικαστήριο δικαιοδοσία (βλ. Dicey and Morris on the Conflict of Laws, 11η Έκδοση, Τόμος 1, σελ. 395). Όμως η άρνηση ουσιωδών ισχυρισμών που προσβάλλουν τη βάση της Αίτησης από την πλευρά των εναγόντων δεν επιτρέπει να αποφασισθούν τα πραγματικά περιστατικά και η φύση της Αγωγής στην Αγγλία. Έτσι δεν είναι σε θέση το Δικαστήριο να ερευνήσει περαιτέρω αν είναι εφαρμόσιμη η αρχή της lis alibis pendens μέσα στις παραμέτρους των κανόνων για καθορισμό του forum conveniens.»
Τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και τα επικυρώνουμε. Η επίδικη σύμβαση έγινε και υπεγράφη στην Κύπρο από τον αντιπρόσωπο των εφεσειόντων και κατά συνέπεια, όπως αναφέρεται και στη G. J. Magdon, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης παρά την ύπαρξη ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας γιατί οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί την δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και υπαχθεί σ' αυτή.
Οι εφεσείοντες αντί να ζητήσουν νομότυπα και στις προθεσμίες που θέτουν οι κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας τα επίδικα θέματα, προτίμησαν πρωθύστερα να αποταθούν στα Αγγλικά Δικαστήρια με άλλα δικαστικά διαβήματα τα οποία δεν προβλέπονται από τους δικονομικούς μας κανόνες. Το Αγγλικό Δικαστήριο που εξέδωσε το αντιαγωγικό διάταγμα (anti-suit injunction) δεν αποφάσισε το ζήτημα ότι οι εφεσείοντες έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των. Το αντιαγωγικό διάταγμα δεν έχει εγγραφεί στην Κύπρο και ούτε μπορεί να δεσμεύει τα Κυπριακά Δικαστήρια. Εξάλλου τούτο αφορά μόνο τους εφεσείοντες αρ. 2 που κατέθεσαν τη σχετική αίτηση μετά την εκ μέρους τους αποδοχή της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Έχουμε καταλήξει ότι και οι λόγοι αυτοί της έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ